Ψαλμός 90. Ερμηνεία! 14 .Ὅτι ἐπ᾿ ἐμὲ ἤλπισε, καὶ ῥύσομαι αὐτόν· σκεπάσω αὐτόν, ὅτι ἔγνω τὸ ὄνομά μου.

14 .Ὅτι ἐπ᾿ ἐμὲ ἤλπισε, καὶ ῥύσομαι αὐτόν· σκεπάσω αὐτόν, ὅτι ἔγνω τὸ ὄνομά μου.
Ἐπειδὴ μὲ ἐμπιστεύθηκε, ἐπειδὴ κατέθεσε τὴν ἐλπίδα του σ᾽ ἐμένα, θὰ τοῦ προσφέρω τὴ σωτηρία. Καὶ μάλιστα θὰ γίνω ὁ προστάτης του, ὁ
σκεπαστής του, γιατί γνωρίζει τὸ ὄνομά μου.
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ «γνωρίζεται» ὡς σχέση μὲ αὐτόν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ στὴν ἰουδαϊκὴ παράδοση τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ γράφεται ἀλλὰ
δὲν προφέρεται, δηλαδὴ τὸ ὄνομά του τὸ ζοῦμε ὡς παρουσία τῶν θείων ἐνεργειῶν.
Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ θὰ ἀποκαλυφθεῖ καὶ τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ: εἶναι ὁ Υἱός του. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς
ὑπογραμμίζει ὅτι ἦλθε νὰ μᾶς γνωρίσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ: Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις (Ἰωάν. 17,6)
15. Κεκράξεται πρός με, καὶ ἐπακούσομαι αὐτοῦ, μετ᾿ αὐτοῦ εἰμι ἐν
θλίψει· ἐξελοῦμαι αὐτόν, καὶ δοξάσω αὐτόν.
Ὁ πιστὸς ποὺ καταθέτει τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεὸ ἱδρύει ἕναν διάλογο μαζί του. Ὁ πιστὸς «κράζει» καὶ περιγράφει τὴν κατάστασή του, τὴν
ὅποια κατάστασή
του, καὶ ὁ Θεὸς ἀνταποδίδει. Ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια
ὑπάρχει αὐτὴ ἡ σωτηριώδης ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ποὺ καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν δεχθεῖ ὡς σωτήρα του. Στο Δευτερονόμιο καταγράφεται ὡς
οὐσιῶδες δίλημμα ἡ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἂν θὰ διαλέξει τὸν θάνατο ἢ τὴ ζωή: Διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν
ζωὴν καὶ τὸν θάνατον δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν· ἔκλεξαι τὴν ζωὴν σύ, ἵνα ζήσῃς σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου
(Δευτ. 30,19).
16. Μακρότητα ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτὸν καὶ δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν μου.
Τὸ περιεχόμενο τοῦ ἔμβιου βίου, αὐτοῦ ποὺ ὀνομάζουμε παρούσα ζωή, δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἀριθμητικὴ μακροημέρευση, ἀλλὰ μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Επομένως τὸ δεύτερο ἡμιστίχιο εἶναι σημαντικό, γιατὶ ἀναδεικνύει τὸ θεμελιῶδες ζητούμενο, ποὺ εἶναι
ἡ ἀποκάλυψη τῆς σωτηρίας. Μια τέτοια ἀποκάλυψη καταγράφεται στο
εὐαγγέλιο, ὅταν ὁ πρεσβύτης Συμεὼν καταξιώνεται νὰ κρατήσει στὰ χέρια του τὸν σαρανταήμερο Ἰησοῦ καὶ νὰ ἀναγνωρίσει στὸ πρόσωπό το
τὸν Σωτήρα (ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου – βλ. Λουκ. 2,25-32). Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν εἰδή, δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἡ παρούσα ζωή
Ὅλοι οἱ πιστοὶ περνᾶμε ἀπὸ τὴ δοκιμασία τῆς ἐπιβίωσης καὶ τῆς μακροημέρευσης. Στὴν προσευχητική μας ἄσκηση ἀναζητοῦμε τὴ μακροημέρευση (μακρότητα ἡμερῶν) καὶ ὅ,τι τὴν προϋποθέτει, π.χ. τὴν ὑγεία. Όμως, παγιδευόμαστε συχνὰ στὸν πειρασμὸ νὰ αὐτονομοῦμε τὸ ἀγαθὸ τῆς ὑγείας καὶ μάλιστα μὲ ὑπερβολικὲς ἐνέργειες. Πίσω ἀπὸ αὐτὴ (τὴν ἕως δαιμονική, ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ) στάση ὑποκρύπτεται ἡ ἀπιστία, ἡ ἀπουσία πίστης στὴν ἀθανασία. Ξεχνᾶμε ὅτι μὲ τὸν θάνατο ξεμπερδέψαμε ὅταν «πνιγήκαμε» στὸ νερὸ τῆς κολυμπήθρας κατὰ τὴ βάπτισή μας, καὶ ἀναδημιουργηθήκαμε ἐνταγμένοι στὴν ἀπερίσταλτη
ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ξεχνᾶμε ὅτι κάθε φορὰ ποὺ μετέχουμε στὴ θεία Εὐχαριστία κατ᾽ οὐσίαν ἐπαναλαμβάνουμε τη δήλωση τοῦ πρεσβύτη Συμεών: Νῦν ἀπολύεις (= μπορῶ νὰ πεθάνω) [...] ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, εἶναι τὸ σημαντικότερο ἀγαθό. Γιατὶ στὴ διάρκεια τῆς παρούσας ζωῆς μας καλούμαστε νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ νόημα τῆς ἱστορίας, μιᾶς ἱστορίας ποὺ ἀντλεῖ ἀξία ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὴν ἀνέλαβε καὶ
τὴν νοηματοδότησε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του, τὸν θάνατό του,
τὴν ἀνάστασή του καὶ τὴν ἀνάληψή του. Μὲ τὴν τελευταία μάλιστα ἀνήγαγε τὴν ἱστορία σὲ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐνθρόνισε τὴν ἀνακαινισμένη ἀνθρώπινη φύση, τὸν ὅλο ἄνθρωπο δηλαδή, στὸν τόπο καὶ τὸν
τρόπο τῆς ἀθανασίας.
Ὅταν φθάνει ἡ ὥρα τοῦ ἔμβιου θανάτου, ὅποτε κι ἂν ἔρθει αὐτὴ ἡ ὥρα, εἶναι σημαντικὸ νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν πεθαίνουμε ἀλλὰ εἰσερχόμαστε
σὲ κατάσταση ὕπνου. Πρόκειται, τολμῶ νὰ πῶ, γιὰ μία οὐσιώδη στάση ζωῆς, ποὺ διακρίνει τοὺς ἀνθρώπους σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὀνομάζουν τὸν τόπο
ταφῆς «νεκροταφεῖο» καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν ὀνομάζουν «κοιμητήριο».
Παγιδευμένοι στὴν ἀντίληψη ἑνὸς συμβατικοῦ χρόνου, ποὺ τὸν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς τὴ μόνη πραγματικότητα, ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἀνάσταση
τῶν κοιμηθέντων συμβαίνει τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἀπὸ τὴν κοίμησή τους,
ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει χρόνος στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὸν ἄνθρωπο λοιπὸν ἐναπόκειται νὰ διέλθει τὰ ὅσα ἔτη βίου τοῦ ἀναλογοῦν, κατὰ ἕναν μυστικό υπολογισμό, προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό του, μὲ ἄσκηση (σωματικὴ καὶ πνευματική) καὶ μὲ παιδεία (κατὰ Θεὸν παιδεία), γιὰ νὰ βρεθεῖ στοὺς κόλπους τοῦ οὐρανίου Πατρός.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ



ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΕΣ  ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ 


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ  και η Χαρά ανέστη.


Δεν υπάρχει πιο ρυπαρό μέρος του σώματός μας από την γλώσσα μας.

Είναι ο πιο δυνατός μυς του ανθρώπου ,αφού μπορεί και σπάζει κόκαλα. 

Αυτή κατακρίνει, πληγώνει,καταστρέφει ψυχές,οικογένειες, αντρόγυνα, Μοναστήρια, συκοφαντεί, βλασφημεί, επιτίθεται ,στέλνει ψυχές στην κόλαση, χυδαιολογεί... 

Η γλώσσα ειναι ο καθρέπτης της ψυχής.

Γιαυτό να αποφεύγουμε τις παρέες και τις συνομιλίες με άτομα που μας ρίχνουν στις γλωσσαμαρτίες.

Κάλλιο κάμε παρέα  με έναν εγκληματία ή ένα έμπορα ναρκωτικών,  καθόσον πιο δύσκολα θα σε παρασύρει αυτός στο έγκλημα ,ενώ ο κουτσομπόλης θα κάμει και εσένα  κατάλαλο μέσα σε μία στιγμή.

Η γλώσσα ξίζει να υπάρχει μονάχα οταν υμνεί τον Θεό και μιλά από αγάπη , διαλαλώντας το θέλημα Του Κυρίου.

Metropolitt Cleopa av Sverige og hele Skandinavias enclypedia for påsken 2024.


Metropolitt Cleopa av Sverige og hele Skandinavias enclypedia for påsken 2024.

Vi er velsignet med å feire mysteriet om Jesu oppstandelse fra de døde igjen i år.
Menneskeheten har smakt dødens bitterhet helt siden Adam og Eva ikke adlød Guds bud og fortsetter å gjøre det til i dag.  Det er en timelig fysisk død, som representerer separasjonen av sjelen fra kroppen, men det er også evig død;  det vil si sjelens åndelige død, som er preget av sjelens permanente adskillelse fra Gud.
I følge hellige Gregorios I : Siden vi snakker om to typer liv, er det bare logisk for oss å forestille oss døden i to former.  Det er én ting å leve for Gud i en tilstand av saligprisning, og noe helt annet å leve slik vi ble skapt og utformet,  derfor å leve som bare biologiske vesener.
På samme måte er sjelen både dødelig og udødelig.  Den er dødelig når den mister det salige livet.  På den annen side er den udødelig når den lever på en åndelig måte. Dette lar oss konkludere med at sjelen lider en udødelig død og en forsvinning som er uutslettelig og uendelig.  (Géronda Eustratios Golovanski), 
I denne verden, som er preget av fremgang på den ene siden, og fortsettelsen av kriger, hat, fattigdom og undertrykkelse av sjeler og kropper på den andre siden, fyller oppstandelsens ufattelige mirakel livene våre med glede og inviterer oss  til et eukaristisk fellesskap og deling av det sanne liv.
Kirken tilbyr de Guddommelige begivenhetene som et levende fellesskap og historisk tilstedeværelse for hvert eneste medlem av de troende, så lenge mottakerne aksepterer invitasjonen til frelse og går langs veien i evangeliets lære.
 La oss ikke glemme at vår Herre som sto opp fra de døde ønsker frelse for hele menneskeheten, "og dette kalles kirken", ifølge hellige Klement av Aleksandria.
"La oss nærme oss Kristus som går ut av graven med tente lys i hånden" og "la oss holde høytiden med prakt og omfavne hverandre" med rene hjerter. Og viktigst av alt er det å gi tilgivelse selv til de som hater oss og gjør oss urett.
Med påkallelse av vår Herres hellige og livgivende gravs nåde ber jeg om at velsignelsen som sprang ut fra den tomme graven må skinne over overfloden av Moderkirken i Konstantinopel som bor i Skandinavia, med sikkerhet om at den oppstandne Herre vil forbli hos oss til  tidenes ende, til jordens ender!
Med kjærlighet i den oppstandne Herre og mange faderlige påskevelsignelser,
 
 
Metropolitt Cleopas av Sverige og hele Skandinavia.


Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Ψαλμός 90. Ερμηνεία! Τα ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσῃ καὶ καταπατήσεις λέοντα καὶ δράκοντα.




Τα ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσῃ καὶ καταπατήσεις λέοντα καὶ δράκοντα.
Ἡ ἀσπίδα εἶναι ἕνα φαρμακερὸ φίδι τῆς τάξεως τῶν ἐχιδνῶν, καὶ ὁ
βασιλίσκος εἶναι ἐπίσης ἕνα δηλητηριώδες φίδι, ποὺ ὀνομάστηκε βασιλίσκος (= μικρός γιὸς τοῦ βασιλιά) ἐπειδὴ ἔχει ἕνα λοφίο στο κεφάλι του
που μοιάζει σὰν κορώνα. Λοιπόν, πάνω στὰ φαρμακερά φίδια μπορεῖς νὰ
πατήσεις καὶ νὰ μὴν πάθεις τίποτα. Ἀλλὰ ἐπίσης μπορεῖς νὰ καταπατήσεις λέοντα καὶ δράκοντα (μεγάλο ερπετό),

Αὐτοὶ εἶναι οἱ νοητοί μας ἐχθροί. Στη διήγηση τῆς δημιουργίας το κόσμου ὁ διάβολος ἐμφανίζεται ὡς φίδι - ὁ ὄφις. Τὸ φίδι σὲ ὅλους τοὺς
ἀρχέγονους λαοὺς εἶναι τὸ σύμβολο τῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι
ὁ πειρασμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ διάλογος δηλαδὴ ποὺ ἱδρύεται ἀνάμεσα
στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ ζωή, τοῦ στήνει συγχρόνως καὶ τὴν παγίδα. Ἐνῶ ἡ ἐσωτερική του δύναμη, ἡ δημιουργικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου τὸν καλεῖ νὰ διαχειριστεῖ τὴ ζωή, ἐκτρέπει αὐτὴ τὴν κατάσταση στὸ νὰ κατέχει τὴ ζωὴ καὶ νὰ κυριαρχεῖ ἐπὶ τῆς ζωῆς, ὄχι νὰ εἶναι διαχειριστὴς τῆς ζωής.
Στὴν ἀρχαία διήγηση ὑπάρχει μιὰ ὑπόδειξη στὸν ἄνθρωπο, νὰ φτάσει κλιμακωτὰ καὶ νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸν Υἱό, ποὺ εἶναι τὸ δέντρο τῆς ζωῆς,
ὥστε νὰ μπορέσει νὰ γίνει πραγματικὸς διαχειριστὴς ὅλης τῆς δημιουργίας. Μὲ τὴ λέξη «δημιουργία» δὲν ἐννοοῦμε μόνο τὴ φύση, τὴν
κτίση, ἀλλὰ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς (πᾶσα ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, μᾶς λέει ὁ ψαλμωδός), εἶναι ὅλα τὰ ζωντανά, εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
εἶναι οἱ συνάνθρωποί μας. Καὶ ἐνῶ ξεκινάει ὁ ἄνθρωπος νὰ σχετίζεται
μὲ τὰ πράγματα τῆς δημιουργίας, ἐνῶ ὀνοματίζει τὰ πράγματα, κάποια
στιγμὴ χάνει τὴν ἰσορροπία ἐπειδὴ ἀκριβῶς πάει νὰ γίνει θεὸς στὴ θέση
τοῦ Θεοῦ, νὰ αὐτοθεωθεῖ, καὶ ἐπέρχεται ἡ σύγχυση.
Στὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ διαβάζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέστειλε ἑβδομήντα μαθητὲς ποὺ ἐπέλεξε (ἀνὰ δύο) στις πλησιέστερες πόλεις νὰ κηρύξουν γιὰ τὸν Μεσσία καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐπέστρεψαν
τοῦ εἶπαν ὅτι καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου. Καὶ ὁ Χριστὸς ἀπαντάει: ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ (βλ. Λουκ. 10,1-21). Εγκαινιάζει δηλαδὴ μιὰ νέα κατάσταση σ᾽ αὐτὸν τὸν πόλεμο:
δὲν ἀμύνομαι, ἀλλὰ νικῶ, δὲν κοιτάζω νὰ προφυλαχθῶ μόνον, ἀλλὰ νικῶ.
Καὶ νικῶ ἐπειδὴ ὡς ὅπλο ἔχω τὸ ὄνομα Ἰησοῦς – ἐν τῷ ὀνοματί σου ἐκβάλωμεν τὰ δαιμόνια, τοῦ λένε οἱ μαθητές.
Ὁ ψαλμὸς τελειώνει μὲ τὴν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὸν πιστὸ δοῦλο του ποὺ τὸν ἐμπιστεύεται. Τοὺς τρεῖς αὐτοὺς στίχους τοὺς ἐξαγγέλλει ὁ
ἀρχιερέας, ὡς ὁρατὸς ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ, δεδομένου ὅτι ὁ ψαλμὸς εἶναι λειτουργικός.་

Ο άγιος πατήρ ημών Ιωάννης Καλαΐδης.



Ο άγιος πατήρ ημών Ιωάννης Καλαΐδης.

Από την πνευματική μας αδερφή Θεοδώρα Καλαΐδου, κόρη του αγίου πατρός μας Ιωάννη, λάβαμε την παρακάτω επιστολή την οποία και δημοσιεύουμε:
"Χριστός Ανέστη εν Χριστώ αδέρφια μου! Σαν σήμερα γεννήθηκε ο μακαριστός πατέρας μου
(8 Μαΐου του 1925) και γι' αυτό είχε ονομαστεί Ιωάννης, από τον άγιο Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Άγιο της αγάπης. Είχε πολύ αγάπη προς τον Θεό αλλά και προς όλους τους ανθρώπους! Πιστεύω ότι αυτό ήταν χάρισμα από τον Θεό, που τον προόριζε, από κοιλίας μητρός να γίνει ιερέας αλλά και από τον Άγιο. 
Ας έχουμε τις πρεσβείες του αλλά και την βοήθειά του για την σωτηρία μας! "

Θεοδώρα Καλαΐδου

Το άγιο παιδί είναι το πνεύμα των αιώνων.


Το άγιο παιδί είναι το πνεύμα των αιώνων

 Σήμερα είναι η πιο όμορφη μέρα στο σύμπαν.
 Και αυτό γιατί εορτάζουμε την κοίμηση του Αγίου Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Σωτήρος Χριστού.  Ένας παιδικός ψαράς, ο μικρότερος αδερφός του Ιάκωβ, με γαλήνιο βλέμμα σαν θάλασσα μια Πρωτομαγιά, ο μικρότερος γιος του Ζεβεδέου. 

 Ένα κοπιαστικό παιδί, με παλάμες σκισμένες από σχοινιά, με ρούχα να μυρίζουν ψάρι και θάλασσα, με βαριά μάτια να κοιτούν την αυγή τα θολά νερά της θάλασσας της Γαλιλαίας. 

 Κι όμως κάτι μεγαλύτερο από τους ουρανούς συμβαίνει στην καρδιά αυτού του παιδιού.  Ανοίγει ο εγκέφαλός του και καταλαβαίνει ότι μπροστά του, στην όχθη της θάλασσας, είναι Κάποιος πέρα ​​από κάθε κατανόηση και φόβο.  Και μαζί με τον αδελφό του φεύγει με τον Χριστό, στους σκονισμένους δρόμους της Γαλιλαίας για να μάθει πώς να μην ξαναπεθάνεις ποτέ.
 

Είναι ο αγαπημένος μαθητής του Σωτήρα, ο πιο ευάλωτος, ο πιο ευωδιαστός της παρθενίας, με ορθάνοιχτα μάτια ανοιχτά στη χιονοστιβάδα των θαυμάτων, το σιωπηλό παιδί που παρακολουθεί τους ουρανούς να ανοίγουν και το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνει στον Μεσσία.  Και μετά ο σεισμός της ύπαρξης και οι θεραπείες.  Ο θάνατος σπάει από τους ανθρώπους, τα μάτια εκρήγνυνται από φως, τα κλειστά αυτιά ανοίγουν για να ακούσουν τον Λόγο, οι παράλυτοι πετούν κλαίγοντας και ευχαριστώντας τον ευγενικό, και ο μαθητής σιωπά και παρακολουθεί.  Τα μάτια του απορροφούν, σαν θεϊκό σφουγγάρι, όλη την πλημμύρα φωτός που βασιλεύει στο σύμπαν.
 
Είναι παντού δίπλα στον Δάσκαλό του.  Στέκεται κοντά στον Θεό σαν βλεφαρίδα, νιώθει την πνοή Εκείνου που έχτισε τους γαλαξίες, τρώει με τον Τροφό των κόσμων, αγγίζει την απέραντη Φωτιά με τα χέρια του.  Είναι τόσο φυσικός και αθώος, και στην καρδιά του είναι εμποτισμένη η αγάπη του Θεού περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.  Αφήστε τους γονείς και τους συγγενείς, αφήστε τα δίχτυα και αρχίστε να οργώνετε τις ψυχές.  Βαδίζει προσεκτικά στα χνάρια του Χριστού, τον βλέπει να υποφέρει, να κουράζεται, να χαμογελά, να κλαίει στην προσευχή, να θυμώνει (Άπιστο έθνος, μέχρι να είμαι μαζί σου...


 Και τότε, στη δόξα του Θαβώρ, ο Ιωάννης το άγιο παιδί και βρέφος στην καρδιά βλέπει όλη την ιστορία να συγκεντρώνεται και να γονατίζει σε μυστικό συμβούλιο με τον Θεό, βλέπει τον Μωυσή και τον Ηλία, τον Νόμο και τους Προφήτες, να υποκλίνονται μπροστά σε Αυτόν που θέλει πεθάνει για τον άνθρωπο.  Δεν λέει τίποτα, είναι τόσο γεμάτος κατάπληξη που δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια του, πέφτει στο έδαφος διαπερασμένος από το φως, τον κυριεύει η έκχυση της χάρης.  Κλείνει τα μάτια του στο Θαβώρ και τα μάτια της ψυχής του ανοίγουν στον κόσμο πέρα ​​από το θάνατο.

Μετά, πριν από τον Μυστικό Δείπνο, όταν ο Χριστός αιμορραγούσε με την ψυχή του από τον πόνο των εκατομμυρίων θανάτων για τους οποίους θα πεθάνει, έχει μια στιγμή αδυναμίας.  Πηγαίνει με τον αδερφό του για να ζητήσει να είναι στα δεξιά και στα αριστερά του θυσιασμένου Αρνιού.  Ο Χριστός τους ρωτά: «Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που θα πιω εγώ και να σας βαφτίσετε με το βάπτισμα με το οποίο θα Με βαφτίσω;».  Αφελώς απαντούν: «Μπορούμε».  Και το χάσμα του μαρτυρίου ανοίγει στις ψυχές τους, οι τύχες τους αλλάζουν ακαριαία, είναι γραμμένο στους ουρανούς πώς θα πεθάνουν και οι δύο για τον Θεό.


 Και στη θεία Τράπεζα, όταν ο Χριστός δίνει το Σώμα του ως Άρτο της αιωνιότητας, ο Ιωάννης, η ευωδιασμένη αγιότητα, δεν λέει τίποτα.  Γυρίζουν όλοι και ρωτούν αν είναι αυτοί που θα πουλήσουν τον Ιησού.  Ο Ιωάννης δεν λέει τίποτα, είναι μάτια και αυτιά, και μια χειρονομία μεγαλύτερη από τους αιώνες, ορίζει τη ζωή και την αιωνιότητα του.  Ακουμπάει το κεφάλι του στο στήθος του Σωτήρα.  Είναι η υπέρτατη δήλωση αγάπης, η σιωπή πιο εκκωφαντική από τα κύματα της θάλασσας, μέσω της οποίας ο μαθητής αγγίζει το στήθος του Κτίστη και ακούει με άγια έκπληξη τον καρδιακό παλμό του Θεού.  Η ιστορία της Εκκλησίας είναι γραμμένη στη χειρονομία αγάπης της.  Όλοι οι ιερείς της εποχής, όταν χειροτονούνται από τον ιεράρχη, ακουμπούν τα κεφάλια τους στην Αγία Τράπεζα που είναι ο Χριστός, στη δεξιά πλευρά, όπως ο νεαρός Ιωάννης, ο Ιερέας του μυστηρίου της αγίας αγάπης.  Στο μέτωπό του είναι γραμμένη αόρατα η ιστορία της ιεροσύνης όλου του κόσμου, η θυσία και η προσφορά των ανθρώπων για να δανείσουν τα ανάξια χέρια και το στόμα τους στον Θεό.


 Στη συνέχεια, ενώ όλοι φεύγουν εκεί όπου, μετά τη σύλληψη του Ιησού, ο Ιωάννης είναι εκεί, ταπεινωμένος, καταλαβαίνοντας ότι κάτι πιο σημαντικό από όλη την ιστορία συμβαίνει εκεί.  Μπήκε στο προαύλιο του επισκόπου γιατί εκεί είχε γνωστούς, πήρε και τον Πέτρο μέσα και τον μετέφερε στη φωτιά που θα τον έκαιγε ολόκληρο και θα τον καθάριζε αργότερα.
 Ο Ιωάννης βρίσκεται στους πρόποδες του Σταυρού, κλαίει για τη λαχτάρα Εκείνου που συνέτριψε τον εαυτό Του από αγάπη για εμάς.  Ακούστε πώς ο Ιδρυτής του κόσμου λαχανιάζει και αναστενάζει από τον πόνο και πώς στενάζει ο Ζωοδότης από τον πόνο.  Βλέπει πώς ο Θεός αιμορραγεί από όλες τις αρθρώσεις του, αλλάζει πρόσωπο μαζί με τον Άνθρωπο με πρόσωπο γεμάτο αίμα και αγκάθια.  Και λαμβάνει το μεγαλύτερο δώρο των αιώνων: την εντολή του Χριστού να φροντίζει ό,τι ο Θεός έχει στη γη πιο αγνό και πιο άγιο: τη Μητέρα Του.
 

Από αυτήν είναι τα ιερά μυστήρια της δημιουργίας, η μυστική θεολογία που πηγάζει από τη θεία παρθενία.  Ο παρθένος μαθητής ακούει την Παναγία να κλαίει, γνωρίζει με Άγιο Πνεύμα τι ένιωσε όταν γέννησε τον Θεό.  Από εδώ κοσκινίζεται το Ευαγγέλιο του Αετού, το μυστικό βάθος των Μυστηρίων του Θεού, η θεολογία του αιώνιου Λόγου.  Ο Ιωάννης είναι ο άγιος κηπουρός του πιο αγίου Κρίνου της ιστορίας, της Μαρίας και από αυτήν δέχεται την ευωδία του ουρανού στο μυαλό του και τη γράφει για πάντα στην περγαμηνή του κόσμου.
 Ο Ιωάννης είναι πάντα εκεί, κουβαλώντας μαζί με τον όμορφο Ιωσήφ και τον Νικόδημο το Σώμα του Χριστού, μαζεύοντας το Αίμα του Θεού στο δισκοπότηρο της καρδιάς του, αλείφοντας τον Χριστό με μύρο, ξεκινώντας ολόκληρο το ιερό ιερατείο της Εκκλησίας, που δίνει τον Θεό στον κόσμο.
 Ο νεαρός που κρατήθηκε στο στρίφωμα του χιτώνα του Ιησού, το ευγενικό και σιωπηλό παιδί, γίνεται ο Ιερέας των αιώνων, ο άγιος μάρτυρας της Ανάστασης, ο συγγραφέας του Ευαγγελίου της αγάπης, η εκπλήρωση και η αρχή των συνοπτικών.  

Ο νους του βασισμένος στον Θεό, πληγωμένος από τον πόνο του να δει τον αγαπημένο του Δάσκαλο να πεθαίνει και να θεραπεύεται από το φως των ματιών του αναστημένου, γίνεται το πιο τρομερό όπλο ενάντια στον διάβολο.  Γράψε, γκρεμίζοντας τα τείχη της κόλασης, την Αποκάλυψη, την απελευθέρωση όλων των διαβολικών φυλών, την προφητεία των τελευταίων ημερών, τη λόγχη που χώθηκε στην καρδιά της μετά θάνατον ζωής.
 Γράψε τις λέξεις που αψηφούν την ιστορία και κλονίζουν τα θεμέλια της κόλασης: Ο Θεός είναι αγάπη.  Σκίζει τρομερά με όλη του τη λεπτότητα και την πραότητα, με τον λόγο, όλα τα πονηρίσματα του Σατανά.  Βαθιά στο σπήλαιο της Πάτμου, μεταφέρεται στα πόδια του σταυρωμένου Βασιλιά και βλέπει τη νίκη Του επί του κόσμου.
 Τι θαύμα ανθρώπου γιορτάζουμε σήμερα!  Και πόσο μακριά είμαστε από τον στεναγμό της καρδιάς του.  Πριν να είναι πολύ αργά, ας επιστρέψουμε στα λόγια και στα δάκρυά του.


πατήρ Ιωάννης Ιστρατι 


Ψαλμός 90. Ερμηνεία! Στίχοι 89,10,11,12.




8 πλὴν τοῖς ὀφθαλμοῖς σου κατανοήσεις καὶ ἀνταπόδοσιν ἁμαρτωλῶν ὄψει.


Βέβαια πρέπει νὰ κατανοήσεις αὐτοὺς τοὺς κινδύνους, ἂν δὲν τοὺς
κατανοήσεις δὲν προστατεύεσαι. Επομένως ἀναφερόμαστε σὲ γνώση
τῆς ἁμαρτίας. Ἂν δὲν γνωρίσεις τὴν ἁμαρτία, ἡ ἁμαρτία θὰ σὲ προσβάλει, καὶ αὐτὴ ἡ προσβολὴ εἶναι μία ἀνταπόδοση, σοῦ γυρίζει πίσω ἡ
ἁμαρτία τὴν ἀπροσεξία σου.
Λέει ὁ λαὸς τώρα στοὺς ἱερεῖς ποὺ τοῦ εἶπαν αὐτὰ τὰ πράγματα:
* Οτι σύ, Κύριε, ἡ ἐλπίς μου· τὸν Ὕψιστον ἔθου καταφυγήν σου.
Ὅλα αὐτὰ ποὺ προηγουμένως διατύπωσε ὁ χορὸς τῶν ἱερέων, τὸν τρομάζουν τὸν λαό, γι' αὐτὸ καταθέτει τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεό. Μόνο ἐκεῖ
μπορεῖ νὰ βρῶ μία ἀνταπόκριση.
Καὶ ἀπαντᾶνε οἱ ἱερεῖς στὸ ἡμιστίχιο τοῦ 9ου στίχο: τὸν Ὕψιστον ἔθου καταφυγήν σου, αὐτὸν θὰ κάνεις καταφύγιό σου.
10 Οὐ προσελεύσεται πρὸς σὲ κακά, καὶ μάστιξ οὐκ ἐγγιεῖ ἐν τῷ σκηνώματί σου.
Ἐὰν ὁ Κύριος γίνει καταφυγή σου, δὲν θὰ σὲ προσβάλουν κακὰ καὶ δὲν θὰ ἀγγίξει μάστιγα τὸ σπίτι σου.
Ὁ 11ος καὶ 12ος στίχος ἀναφέρονται στὸ πῶς θὰ προστατευθεῖ ὁ πιστός.
ἔχει ἐναποθέσει τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεό. Προστατεύεται διὰ τῶν ἀγγέλων:
11 Ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σεσε, μήποτε προσἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς σου· 

12 ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί κόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου·
Στὴν ὁδοιπορία ποὺ κάνεις, σὲ μία ὁδὸ ποὺ ἀκολουθεῖς, προσέχεις νὰ μὴν σκοντάψεις πάνω στὴν πέτρα. Επομένως αἴρεσαι κατὰ κάποιον
τρόπο. Ὁ δρόμος γίνεται διαφορετικὸς ὅταν ἔχεις παραδοθεῖ στὸν Κύριο,
ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ ὁδοιπορεῖς ὅταν δὲν ἔχεις παραδοθεῖ στὸν Κύριο. Τί σημαίνει αὐτό; Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ὅταν ἀρχίζει νὰ περιγράφει τὴ δημόσια δράση τοῦ Χριστοῦ, μᾶς παραθέτει τὸ περιστατικὸ τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου (βλ. Ματθ. 4,1-11). Ὁ πειρασμὸς αὐτὸς περιγράφεται ὡς πειρασμὸς ποὺ προέρχεται ἀπὸ ὑπόσταση, καὶ ἔχει ὄνομα: ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος θέτει στὸν Χριστὸ τρεῖς πειρασμούς. Ὁ δεύτερος
πειρασμὸς διατυπώνεται ὡς ἑξῆς: Τότε παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, καὶ ἵστησιν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ναοῦ
(τὸ πτερύγιον εἶναι τὸ γεῖσο τοῦ ναοῦ) καὶ λέγει αὐτῷ· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ,
βάλε σεαυτὸν κάτω (πέσε κάτω, ἀφοῦ λὲς ὅτι εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ). Δὲν θὰ πάθεις τίποτα διότι γέγραπται ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται
περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν
πόδα σου. Εἶναι ἀκριβῶς ὁ 12ος στίχος τοῦ ψαλμοῦ ποὺ σχολιάζουμε
Ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο; Σοῦ ἔχει στείλει τοὺς ἀγγέλους νὰ σὲ προστατεύουν, πέσε κάτω, δὲν θὰ πάθεις τίποτα, θὰ σὲ πάρουν στὰ χέρια τους οἱ ἄγγελοι. Ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πάλιν γέγραπται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ εἰσάγει μιὰ ἄλλη διάσταση στὶς ἀναγκαιότητες τῆς ζωῆς. Αὐτὲς τώρα δὲν ἀντιμετωπίζονται μέσῳ μηχανισμῶν
συναλλαγῆς στὶς σχέσεις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Δὲν παραδίδεσαι σὲ μία κατάσταση συναλλαγῆς, παραδίδεσαι σὲ μία κατάσταση ἔρωτος. Πα
ραδίδεσαι στὸν ἔρωτά σου. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος σὲ μία ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Φιλιππησίους, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πεῖ νὰ μὴν ἀνησυχεί γιατί
ἔχουν «μέσο» στη Ρώμη ποὺ τὸν πᾶνε, νὰ τὸν γλιτώσουν ἀπὸ τὰ θηρία,
τοὺς παρακαλεῖ νὰ μὴν κάνουν τίποτα, γιατί προτιμᾶ νὰ ἀλεστεῖ σὰν
σπάρι ἀπὸ τὰ δόντια τῶν θηρίων καὶ νὰ γίνει ψωμὶ γιὰ τὸν Νυμφίο του.
Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται, τοὺς λέει. Αὐτὴ εἶναι μία άλλη κατάσταση,
παραδίδομαι τελείως. Δὲν παραδίδομαι γιὰ νὰ εἰσπράξω τὴν προστασία του.
Ξαναπάω στον 9ο στίχο: σύ, Κύριε, ἡ ἐλπίς μου, καὶ ἐκεῖ τελειώνουν ὅλα. Δὲν παραδίδομαι σὲ ἀνταπόδοση. Τὸ οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν
θεόν σου, εἶναι ἀπὸ τὸ Δευτερονόμιο, εἶναι αὐτὸ ποὺ προτείνει ὁ Μωυσῆς
στὸν λαό του, ἄλλο ἂν ὁ λαὸς τὸ ἐφάρμοσε ἢ δὲν τὸ ἐφάρμοσε.
Λέει ὁ Μέγας Αθανάσιος στὸ σημεῖο αὐτό; Πανταχόθεν τοίνυν μαν θάνομεν, ὡς καὶ διὰ ἀγγέλων φρουρεῖ τοὺς εἰς αὐτὸν πεποιθότας ὁ τῶν
ὅλων Θεός'. Οἱ ἄγγελοι εἶναι διάκονοι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀγγέλλουν, ἐξ οὗ καὶ ἄγγελοι, ἀναγγέλλουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι
τὸ ἔργο τους. Ἡ ἴδια ἡ ἀγγελία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, εἶναι καὶ ἡ βοήθεια στὸν ἄνθρωπο. Κατὰ τοῦτο εἶναι φύλακες καὶ βοηθοί μας, γιατὶ μᾶς
ἀναγγέλλουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἐκδιπλώνεται πολὺ συχνὰ μέσα σὲ ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
τῆς δημιουργίας, καὶ λαμπρύνεται, γίνεται λαμπερὸ τὸ θέλημα αὐτοῦ
στὴν Καινὴ Διαθήκη: πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν (Α' Τιμ. 2,4).
Οἱ ἱερεῖς τοῦ λένε ὅτι μὲ τὴ δύναμη ποὺ θὰ ἔχεις ἐπειδὴ ἔχεις παραδοθεῖ στὸν Κύριο, ἔχεις πιὰ μιὰ δύναμη;


Ψαλμός 90. Ερμηνεία! 7 πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου χιλιὰς καὶ μυριὰς ἐκ δεξιῶν σου, πρὸς σὲ δὲ οὐκ ἐγγιεῖ·

 


7 πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου χιλιὰς καὶ μυριὰς ἐκ δεξιῶν σου, πρὸς σὲ δὲ οὐκ ἐγγιεῖ· 

Οἱ δυνάμεις ποὺ θὰ σὲ προσβάλουν οἱ πειρασμοί, μποροῦμε νὰ ποῦμε, οἱ δαιμονικοὶ πειρασμοί- εἶναι πολλὲς καὶ δὲν μετρῶνται εὔκολα. Ἀπὸ τὰ αριστερά 
σου ἔρχονται χίλιοι, ἀπὸ τὰ δεξιά σου ἔρχονται δέκα χιλιάδες.
Βέβαια οἱ σχολιαστὲς προσπαθοῦν νὰ δοῦν γιατί χίλιοι ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ
καὶ δέκα χιλιάδες ἀπὸ δεξιὰ καὶ κάνουν χαριτωμένες προσεγγίσεις, μὲ
τὴν ἔννοια ὅτι ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ ἔρχονται οἱ ἐξωτερικοὶ ἐχθροί, ἀπὸ τὰ δεξιὰ ἔρχονται οἱ ἐσωτερικοὶ ἐχθροί. Δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως συμβαίνουν μέσα στὴ ζωή σου, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δεξιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ κοχλάζουν μέσα σου καὶ εἶναι πολὺ περισσότερα καὶ πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνα. Παρ' ὅλα αὐτὰ οὐκ ἐγγιεῖ (ἀττικὴ σύνταξη), δὲν θὰ σὲ ἀγγίξουν αὐτὰ τὰ πράγματα.


The Synaxis of Sinai Saints - .




Christos Anesti! Christ is Risen!

The Synaxis of Sinai Saints - Bright Wednesday:
THE LIVING LEGACY

'Standing out majestically above the waters, and even more powerfully above the cool upland plain', Mount Sinai is the place where union with God was understood as the objective of life. 

Moreover, it is the place where countless holy ascetics, martyrs, and teachers summited the goal by pursuing purity of heart, recording their revelations for all generations to follow.

Not surprisingly, this legacy grew on the roots of the Burning Bush where God revealed His name to humankind, and has flourished ever since ‘at the foot of the Mountain' where the first and greatest commandment manifested the path: love God first, above everyone and everything.

Thus, in the light of the risen Christ, both the lawgiver and the fulfillment of the law of love, Renewal Wednesday, the first Wednesday after Holy Pascha, is devoted each year by the universal Orthodox Church to the commemoration of All the Saints of Sinai.

A total of 181 recognized saints include the 3rd c. Martyr-Saints Galaktion and Epistimi, the Holy Forty Martyrs of Sinai and Raitho in the 4th and 5th, St. John Klimakos in the 6th and his disciples throughout the following centuries, theologians and ascetic writers Hesychios, Philotheos, and the two Anastasios of Sinai, Nikon and Moses of Raitho, and St. Gregory of Sinai (of 13th-14th c.) who is credited with translating Sinai’s ancient tradition of hesychasm, or ‘prayer of the heart’ to the Slavic lands, and a cloud of others whose names and struggles in the formidable desert remain hidden in God.

… In whose understanding, to paraphrase St. Hesychios of the Monastery of the Bush, ‘the holy name of Jesus shone without ceasing, bringing to it riches and fullness of light in all its thoughts.’

"By a flood of tears you made the desert fertile, and your longing for God brought forth fruits in abundance. By the radiance of miracles you illumined the whole universe! O our Holy Venerable Fathers of Sinai, pray to Christ our God to save our souls!"
(Troparion of the Feast)


Να είσαι λίγο πιο ευδιάθετος. Αυτό, ξέρετε: η θεραπεία ενάντια στους πειρασμούς δεν είναι μόνο η προσευχή, αλλά και η πνευματική χαρά και η χαρά που μετατρέπεται σε χαρά. «Χαίρε και αγαλλιάσου», μας προτρέπει ο Σωτήρας.



«Να είσαι λίγο πιο ευδιάθετος.  Αυτό, ξέρετε: η θεραπεία ενάντια στους πειρασμούς δεν είναι μόνο η προσευχή, αλλά και η πνευματική χαρά και η χαρά που μετατρέπεται σε χαρά.  «Χαίρε και αγαλλιάσου», μας προτρέπει ο Σωτήρας.

    Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν ότι είναι πλεονασμός, αλλά η χαρά δεν είναι το ίδιο με το κέφι.  Η χαρά είναι η κατάσταση του νου που νιώθετε να δονείται μέσα σας.  είσαι σε κατάσταση χαράς.

    Η χαρά είναι η εκδήλωση αυτής της χαράς, είναι ο καρπός της εσωτερικής χαράς.  Όταν η ψυχή σου είναι λυπημένη, όταν η ψυχή σου είναι κλειστή, δεν μπορεί να χαρεί.  Είτε έτσι είτε αλλιώς, πρέπει να καλλιεργήσουμε τη χαρά».

 IPS Iustinian Chira


Ανάσταση το 1954.



Ανάσταση το 1954

   Ο πατέρας Iustin Pârvu μας διδάσκει για τη γιορτή της Ανάστασης, ότι ανέδειξε την τραυματική προσωπική εμπειρία που υπέστησαν τα χρόνια του κομμουνισμού οι ομολογητές της αληθινής πίστης.

 «Ο Χριστιανός δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, αν έχει δίπλα του, Δάσκαλο και Βασιλιά τον Χριστό τον Σωτήρα.
     Προχώρα μαζί Του και μη φοβάσαι τι θα σου πουν, μη φοβάσαι καθόλου!».

 «Το 1954 γιορτάσαμε την Ανάσταση του Χριστού 800 μέτρα κάτω από τη γη σε ένα αλατωρυχείο.

 Πώς θα μπορούσαμε να γιορτάσουμε το Πάσχα;

    Πήρα όλα τα μεταλλικά κομμάτια από τους βραχοκόπτες και τα έβαλα σε ένα κορδόνι.

     Έκαναν υπέροχο θόρυβο.  Τα χτύπησα όλα με μια μεταλλική ράβδο από τη μια άκρη της χορδής στην άλλη.  Η ώρα της συνέλευσης ήταν 2:30.

    Αυτή ήταν η στιγμή που μπήκαμε στο ασανσέρ, και που όλοι αρχίσαμε να κάνουμε θόρυβο.

    Ήταν η στιγμή της ζωής μας που νιώσαμε ένα βαθύ, πνευματικό κόψιμο της αναπνοής μας.

    Εμείς οι παπάδες ψελναμε ό,τι ξέραμε δυνατά, βαθιά, με όλο το ρίσκο.  Ήμασταν κατά κάποιον τρόπο έξω από τον εαυτό μας.  Κανείς δεν φοβόταν τον κίνδυνο – ήταν τότε ή ποτέ.

     Όταν μπήκα στο ασανσέρ, μπήκα εψελα το «Χριστός Ανέστη!».

      Μετά άκουσα αυτούς που κατέβαιναν από την επιφάνεια στο ορυχείο αντί για εμάς, μπορούσα να ακούσω το τραγούδι τους βαθιά στο ορυχείο.  Το τραγούδι ξεκίνησε κάτω από το έδαφος, συνεχίστηκε στο ασανσέρ και στην επιφάνεια».
   
    Χριστός Ανέστη!
       Αναστήθηκε αληθινά!

     Ο Θεός να σε ελεήσει με οικοδομητική και παρηγορητική πνευματική χαρά!

ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΈΣΤΗ!




Ο μακαριστός διευθυντής δημοτικού σχολείου, Γεώργιος Παπαδόπουλος, προσερχόμενος,επί 40 μέρες μετά το Πάσχα,στο σχολείο, χαιρετούσε τους συναδέλφους του με το χαιρετισμό των ημερών " Χριστός Ανέστη". Κάποια μέρα του λέει ο υποδιευθυντής του: "Καλά βρε Γιώργο δε βαρέθηκες επί 40 μέρες να μας λες " Χριστός Ανέστη" και Χριστός Ανέστη "; Και η απάντηση του διευθυντή:" πες πως εγώ βαρέθηκα ( που δε βαρέθηκα με τίποτα) εσείς δε βαρέθηκατε επί 365 μέρες το χρόνο να λέτε "καλημέρα " ,και"καλημέρα" που δεν είναι και σίγουρο ότι θα είναι και καλή , ενώ το " Χριστός Ανέστη " έχει τη σιγουριά της αιωνιότητας..

Did You Know:



Christ is Risen!

Did You Know:

Historically, when making the sign of the cross upon your person, it was done from right to left, as is still practiced in the Eastern Orthodox Church. Western, or Roman Catholics (Latin Rite) however, altered this method somewhere around Medieval times, going from left to right, although Eastern Rite Catholics continue to follow the Eastern Orthodox Church’s practice.

Fr. John

Παρακλητικός Κανών εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον την ΥψενήνΠοίημα Κυρίλλου Μητροπολίτου Ρόδου†Εορτάζετε 3 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.

Παρακλητικός Κανών εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον την Υψενήν
Ποίημα Κυρίλλου Μητροπολίτου Ρόδου


†Εορτάζετε 3 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.

Εΰλογήσαντος τοῦ ίερέως άρχόμεθα άναγινώσκοντες τον ΡΜΒ’ (142) Ψαλμόν.
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τή ἀληθεία σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τή δικαιοσύνη σού καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὂτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου, ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδίασεν ἔπ ἐμέ τό πνεῦμά μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἄπ ἐμοῦ, καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί  σοῖ ἤλπισα γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἤ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μού ἐξελού μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρός σέ κατέφυγον. Δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μού τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθεία. Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ, ἐν τή δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλός σου εἰμι.

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος α’. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὀνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος β’. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἡμυνάμην αὐτοῦς.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος γ’. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἶτα τὰ παρόντα τροπάρια.

Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῷ θεοφόρῳ ἀσκητῇ Μελετίῳ, ὡς τῆς βουλῆς σου ὑπουργῷ θαυμασίῳ, τὴν θείαν φανερώσασα, Εἰκόνα σου Ἁγνή, ἐξ αὐτῆς τὴν χάριν σου, εἰς ψυχῶν σωτηρίαν, τῶν ὑμνολογούντων σε, δαψιλῶς ἀναβλύζεις· ἧς καὶ ἡμᾶς Παρθένε Ὑψενή, τοὺς προσιόντας σοι πόθῳ ἀξίωσον.

Δόξα. Τὸ αὐτό. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομέν ποτε Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι· εἰμὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο, ἐκ τοσούτων κινδύνων; τίς δὲ διεφύλαξεν, ἕως νῦν ἐλευθέρους; οὐκ ἀποστῶμεν Δέσποινα ἐκ σοῦ· σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ὁ Ν΄ (50) Ψαλμός.
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καί ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοὺ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καί τὰ κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπὶ σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα  συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.

καὶ ὁ Κανὼν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, οὗ ἡ Ἀκροστιχὶς ἐν τῷ δ´ Τροπαρίῳ ἑκάστης Ὠδῆς· «Κυρίλλου».

ᾨδὴ α´. Ἦχος πλ. δ´. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Πολλοῖς ἀπειλούμενος πειρασμοῖς, πρὸς σὲ καταφεύγω, Θεονύμφευτε Ὑψενή· ἄκουσον ἐν τάχει τῆς κραυγῆς μου, καὶ ἐξελοῦ με αὐτῶν τῆς κακώσεως.

Τῷ πλήθει στενάζων τῶν συμφορῶν, προστρέχω ἐν πίστει, τῇ Εἰκόνι σου Ὑψενή· σῶσόν με τὸν ἄθλιον Παρθένε· πλήν σου γὰρ ἄλλην οὐκ ἔχω βοήθειαν.

Ψυχῆς μου προσώζεσαν χαλεπῶς, οἱ μώλωπες Κόρη, διὰ πλῆθος ἁμαρτιῶν· σὺ δὲ Ὑψενὴ τὴν ἰατρείαν, αὐτῇ παράσχου ἐν τάχει καὶ σῶσόν με.

Κακοῖς χειμαζόμενον λογισμοῖς, δεῦρο ἐξ αὐτῶν με, ἀπαλλάτουσα Ὑψενή, καὶ δὸς μοι φρονεῖν τῇ χάριτί σου, τὰ τῷ Σωτῆρι Παρθένε εὐάρεστα.

ᾨδὴ γ´. Οὐρανίας ἁψῖδος.
Τῇ ψυχῇ μου ἐπῆλθε, πικρὸς χειμὼν Ἄχραντε, καὶ ἡ καταιγὶς ἀπειλεῖ με, παθῶν τὸν ἄθλιον· ἀλλὰ προφθάσασα, τῆς ἀπωλείας με ῥῦσαι, Ὑψενὴ καὶ σῶσόν με, τῇ προστασίᾳ σου.

Επὶ σοὶ ἐκ καρδίας, ὦ Ὑψενὴ ἤλπισα· ἐκ τῶν διωκόντων με σῶσον, Μῆτερ Πανύμνητε, καὶ μὴ ἐάσης αὐτῶν, ἐπίχαρμά με γενέσθαι· καὶ γὰρ τῇ Εἰκόνι σου, προσπίπτω Δέσποινα.

Βοηθὸς Ὑψενή μοι, ἀναψυχὴ γένοιτο, ἡ ἐκ τῆς Εἰκόνος σου χάρις, καὶ παραμύθιον· εἰς σὲ γὰρ Δέσποινα, ἀπὸ καρδίας ἐλπίζω, καὶ ὑμνῶ τὸν τόκον σου, τὸν ὑπερύμνητον.

Υψενὴ Παναγία, Μῆτερ Θεοῦ Ἄχραντε, λύκων νοητῶν ἐξ ἀγέλης, ταύτην τὴν ποίμνην σου, φύλαττε Δέσποινα, καὶ πρὸς νομὰς σωτηρίου, ποίμαινε ὡς εὔσπλαγχνος, καὶ σῷζε πάντοτε.

Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων καὶ πάσης κακοπραγίας, ὦ Ὑψενὴ τὴν θεόλεκτον ποίμνην σου, καὶ σκέπε πάντας τοὺς πίστει σοι προσιόντας.

Επίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ Πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα.
Ἦχος β´. Πρεσβεία θερμή.
Εἰκόνι τῇ σῇ, Παρθένε προσπελάζοντες, τῶν σῶν ἀγαθῶν, τὴν χάριν κομιζώμεθα, καὶ χαρᾶς πληρούμεθα, τὰς ψυχὰς ἐκ πόθου βοῶντές σοι· Χαῖρε Ἁγνὴ Κυρία Ὑψενή, τῆς Ῥόδου τὸ κλέος καὶ διάσωσμα.

ᾨδὴ δ´. Εἰσακήκοα Κύριε.
Τῶν πενήτων εἰσάκουσον, τὴν ἐπιθυμίαν, ἡμῶν Θεόνυμφε, Ὑψενὴ διδοῦσα ἅπασι, τῆς χρηστότητός σου τὰ δωρήματα.

Σὺ φυλάξαις ὡς εὔσπλαγχνος, καὶ διατηρήσαις ἡμᾶς Πανάχραντε, Ὑψενὴ ἐν τῷ θελήματι, τοῦ ἐκ σοῦ τεχθέντος ὑπὲρ ἔννοιαν.

Ιδοὺ πάντες προσπίπτομεν, Μῆτερ τῇ Εἰκόνι σου ἀνακράζοντες· Ὑψενὴ ἡμῖν πρυτάνευσον, ἀγαθότητός σου τὰ χαρίσματα.

Ρῦσαι πάσης κακώσεως, ταύτην σου τὴν ποίμνην ἀνακειμένην σοι, καὶ τὴν πάντιμον Εἰκόνα σου, Ὑψενὴ ὡς πλοῦτον θησαυρίζουσαν.

ᾨδὴ ε´. Φώτισον ἡμᾶς.
Κέρας Ὑψενή, σωτηρίας ἡ πρεσβεία σου, γένοιτό μοι ἵνα πάντοτε ὑμνῶ, τῆς ἁγίας σου Εἰκόνος τὰ θαυμάσια.

Σὺ μου τοῦ νοός, τὴν σκοτίαν διασκέδασον, ἐξ Εἰκόνος σου τῆς θείας Ὑψενὴ, χάριτός σου τὴν αὐγὴν ἐξανατέλλουσα.

Νῶτον Ὑψενή, δὸς ἐχθρῶν μοι τὴν παράταξιν, τῶν ζητούντων μου συλῆσαι τὴν ψυχήν, καὶ ποιῆσαί με εἰς χεῖρας αὐτῶν παίγνιον.

‘΄Ιδε Ὑψενή, συμπαθῶς ταύτην τὴν ποίμνην σου, τῇ δυνάμει τῆς πρεσβείας σου αὐτήν, λυτρουμένη ἐξ ὀργῆς καὶ πάσης θλίψεως.

Ὠδὴ στ´. Τὴν δέησιν ἐκχεῶ.
Τὴν δέησιν ἐκχεῶ Πανύμνητε, ἐπὶ σὲ τὴν κραταιάν μου ἐλπίδα· μὴ Ὑψενή με ἀπώσῃ εἰς τέλος, μηδὲ παρίδῃς τὸν ἄθλιον δοῦλόν σου, τὰ μεγαλεῖα τὰ πολλά, τῆς σεπτῆς σου Εἰκόνος κηρύττοντα.

Ως εὔσπλαγχος εὐλογίαν πάρεχε, τοῖς τιμῶσί σου πιστῶς τὴν Εἰκόνα, καὶ εὐλογοῦσιν ἐξ ὅλης καρδίας, τὸν ὑπερύμνητον Δέσποινα τόκον σου, δι᾿ οὗ ἐῤῥύσθη Ὑψενή, τῆς κατάρας τὸ βρότειον φύραμα.

Βοήθειαν τὴν σεπτήν σου Δέσποινα, μὴ μακρύνῃς ἀφ᾿ ἡμῶν τῶν ἀνόμων, ἀλλ᾿ εἰς ἡμῶν τὴν ἀντίληψιν πρόσχες, πάσης ἡμᾶς λυτρουμένη κακώσεως, τοὺς ἀπονέμοντας τιμήν, Ὑψενὴ τῇ πανσέπτῳ Εἰκόνι σου.

Λαμπρόμορφος καθορᾶται πάντοτε, τοῖς πιστοῖς ἡ σεβασμία Εἰκών σου, οἷς καὶ ἐπίφανον Ἄχραντε Κόρη, τὸν φωτισμὸν τοῦ ἁγίου προσώπου σου, σκότος ἐλαύνων ἐξ αὐτῶν, Ὑψενὴ κατηφείας τῶν θλίψεων.

Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων καὶ πάσης κακοπραγίας, ὦ Ὑψενὴ τὴν θεόλεκτον ποίμνην σου, καὶ σκέπε πάντας τοὺς πίστει σοι προσιόντας.

Ἄχραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμε-ρῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.

Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα.
Ἦχος β´. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοὺς τῇ ἁγίᾳ Μονῇ σου προστρέχοντας, καὶ τὴν τιμίαν τιμῶντας Εἰκόνα σου, Ἁγνὴ Ὑψενὴ ὡς φιλάγαθος, τῇ φοβερᾷ προστασίᾳ σου λύτρωσαι, ἐκ πάσης ἀνάγκης καὶ μάστιγος.

Προκείμενον
Μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ.
Στίχ. Ἄκουσον, Θύγατερ, καὶ ἴδε, καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου, καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου, καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου, καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου.

Εὐαγγέλιον, ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν.(Κεφ. α´ 39-49, 56)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἀναστᾶσα Μαριὰμ ἐπορεύθη εἰς τὴν Ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς, εἰς πόλιν Ἰούδα˙ καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου καὶ ἠσπάσατο τὴν Ἐλισάβετ. Καὶ ἐγένετο, ὡς ἤκουσεν ἡ Ἐλισάβετ τὸν ἀσπασμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς˙ καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ, καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν˙ Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Καὶ πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἰδοὺ γάρ, ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου. Καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου. Καὶ εἶπε Μαριάμ˙ Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον, καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρί μου, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί˙ ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατὸς καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ. Ἔμεινε δὲ Μαριὰμ σὺν αὐτῇ ὡσεὶ μῆνας τρεῖς καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.

Δόξα.
Πάτερ, Λόγε, Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ἐν Μονάδι, ἐξάλειψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στ.: Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός…
Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, τῷ ἱερῷ Μελετίῳ, πάλαι φανερώσασα, παραδόξως Δέσποινα, ὡς φιλάγαθος, ταύτην ἀνέδειξας, τῇ ἐπισκιάσει, τῆς σεπτῆς σου Μῆτερ χάριτος, σκεῦος οὐράνιον, τῶν θεουργικῶν χαρισμάτων σου, καὶ πέλαγος ἀχείμαστον, τῆς θεοειδοῦς εὐσπλαγχνίας σου· ἧς δεῖξον ἀξίους, ἡμᾶς Εὐλογημένη Ὑψενή, τοὺς εὐλαβῶς προσιόντας σοι, καὶ ὑμνολογοῦντάς σε.

Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου…

ᾨδὴ ζ´. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Επληθύνθησαν Μῆτερ, αἱ ὀδύναι καὶ θλίψεις, τῆς ζοφερᾶς μου ψυχῆς· ἀλλ᾿ ὡς παντελεήμων, τῆς παρακλήσεως σου, γλυκασμὸν τὸν οὐράνιον, ἐκ τῆς Εἰκόνος τῆς σῆς, Ἁγνὴ ἐπίσταξόν μοι.

Τὴν ταπείνωσιν ἴδε, καὶ τὸν κόπον μου πάντα, Μῆτερ Ἁγνὴ Ὑψενή, καὶ πρέσβευε ἀπαύστως, πολλῇ ἐν παῤῥησίᾳ, τὸν ἐκ σπλάγχνων σου Κύριον, ἵνα μοι δώσῃ Ἁγνή, ἁμαρτιῶν τὴν λύσιν.

Εν τῷ αἴρειν με χεῖρας, πρὸς Μορφῆς σου τὸν τύπον, Μῆτερ Ἁγνὴ Ὑψενή, μὴ παρασιωπήσῃς, ἀπὸ δεήσεως μου, ἀλλὰ πρόσχες μοι Ἄχραντε, ἀναψυχὴν τῇ ἐμῇ, παρέχουσα καρδίᾳ.

Λυτρωτὴν ἡ τεκοῦσα, τῶν ἀνθρώπων τῷ γένει, ἄνευ φθορᾶς Ὑψενή, τὴν ποίμνην σου ἐκ πάντων, τῶν πονηρευομένων, κατ᾿ αὐτῆς Μῆτερ λύτρωσαι· σκέπην σε γὰρ καὶ φρουρόν, ἔχει Θεοκυῆτορ.

ᾨδὴ η´. Τὸν Βασιλέα.
Κραταίωμα μου, γενέσθω Μῆτερ ἡ χάρις, ἡ τῇ θείᾳ σου προνοίᾳ προϊοῦσα, ἐκ τῆς εὐαγοῦς σου, ὦ Ὑψενὴ Εἰκόνος.

Κλῖνον τὸ οὖς σου, τῇ ἐκ βαθέων κραυγῇ μου, Ὑψενὴ Θεοχαρίτωτε Παρθένε, καὶ ἐκ τῶν παγίδων, τοῦ πλάνου ἐξελοῦ με.

Γένοιτο Κόρη, τὸ μητρικὸν ἔλεός σου, ἐφ᾿ ἡμᾶς τοὺς συναχθέντας ἐν Ναῷ σου, καὶ ἀσπαζομένους, τὴν θείαν σου Εἰκόνα.

Ὄμβρισον Μῆτερ, τῶν οἰκτιρμῶν σου τὸ ὕδωρ, τοῖς προστρέχουσι τῇ θείᾳ σου Εἰκόνι, τῇ δεδοξασμένῃ, θαυμάτων ἐνεργείαις.

ᾨδὴ θ´. Κυρίως Θεοτόκον.
Ανάστηθι Παρθένε, εἰς βοήθειάν μου· ὦ Ὑψενὴ Παντευλόγητε σῶσόν με, ἀπὸ ἐχθρῶν ἀοράτων, τῇ ἀντιλήψει σου.

Μή με ἐγκαταλίπῃς, Ὑψενὴ Παρθένε· μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦ οἰκέτου σου, ὅτι εἰς σὲ τὴν ἰσχύν μου, ἔχω Πανύμνητε.

Εὐδόκησον Παρθένε, Ὑψενὴ Κυρία, τοῦ ῥύσασθαί με αἰσχύνης τῶν ἔργων μου, ταῖς μητρικαῖς σου πρεσβείαις, πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον.

Υπέραγνε Μαρία, Ὑψενὴ Παρθένε, φύλαττε φρούρει καὶ σκέπε τὴν ποίμνην σου, ἐγκαυχωμένην τῷ κάλλει, τῶν θαυμασίων σου.

Αξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.

Καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια,
Δεῦτε καὶ προσδράμωμεν ἀδελφοί, ἐν οἴκῳ ἁγίῳ, Θεοτόκου τῆς Ὑψενῆς, αὐτῆς τὴν Εἰκόνα, τιμῶντες μετὰ δέους, ὡς πᾶσι χορηγοῦσαν, χάριν σωτήριον.

Φλέγει με ὁ πόθος τοῦ καθορᾷν, Μορφῆς σου τὸ κάλλος, τὸ θαυμάσιον Ὑψενή· ἀλλ᾿ ἐπίφανόν μοι, τὸ φῶς τοῦ σοῦ προσώπου, καὶ λῦσον τῶν παθῶν μου, σκότος τὸ ἄφεγγον.

Χαίροις Θεονύμφευτε Ὑψενή, ταύτης τῆς Μονῆς σου, προστασία ἡ φοβερά· χαίροις τῶν Ῥοδίων, ἀγλάϊσμα καὶ τεῖχος, καὶ θεία συμμαχία, τῶν προσιόντων σοι.

Χαίροις Θεονύμφευτε Ὑψενή, ἔφορος καὶ σκέπη, τῆς ἁγίας ταύτης Μονῆς· χαίροις ἡ ἰάσεις, ἀφθόνως χορηγοῦσα, καὶ πάντας ἐκ κινδύνων, δεινῶν ἐξαίρουσα.

Χαίροις Θεονύμφευτε Ὑψενή, τῶν ἀπεγνωσμένων, γλυκυτάτη καταφυγή· χαίροις τῆς Μονῆς σου, χαρὰ καὶ σωτηρία, καὶ τῶν ἐν ἀσθενείαις, θεία ἀντίληψις.

Σκέπε τὴν Μονήν σου ὡς ἀγαθή, ἐκ πάσης ἀνάγκης, παμμακάριστε Ὑψενή, καὶ φύλλατε πάντας, τοὺς ἐπικαλουμένους, τὸ θεῖον ὄνομά σου, ἐν περιστάσεσι.

Ποίμνη σου ὑπάρχομεν Ὑψενή, καίπερ ἀναξίως, διὰ πλῆθος ἁμαρτιῶν· μὴ ἀποστερήσῃς, ἡμᾶς Εὐλογημένη, τῆς μητρικῆς στοργῆς σου, καὶ ποιμασίας σου.

Ἔχοντες Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, πολύτιμον σκεῦος, τῆς σῆς χάριτος Ὑψενή, αὐτὴν ἐν ἀγάπῃ, πολλῇ καταφιλοῦμεν, καὶ ᾄδομέν σοι αἶνον, εὐχαριστήριον.

Δεῦρο ἐκ τῆς δόξης σου Ὑψενή, τῶν ἄνω ἁψίδων, ἐποπτεύουσα συμπαθῶς, τοὺς πόθῳ φοιτῶντας, Ναῷ σου ἐν ἁγίῳ, καὶ ἐπιβοωμένους, τὴν προστασίαν σου.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τὸ Τρισάγιον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τρίς).
Δόξα Πατρί, καί Υἱῶ, καί ἁγίῳ Πνεύματι,
καί νῦν, καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς· Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τάς ἀνομίας ἡμῖν· Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.

Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα Πατρί…

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καί ἐπί τῆς γῆς. Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον· καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

καί τά Τροπάρια ταῦτα. Ἦχος πλ. β΄.
Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί  προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα.
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν  ὡς  εὔσπλαχνος καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου  καί  τό  ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν.
Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν  περιστάσεων· Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ’ ἥν ψάλλομεν τὸ ἑξῆς.

Ἦχος β´. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Δεῦτε καὶ προσδράμωμεν πιστοί, ἐν ἀγαλλιάσει καρδίας, ἐν Ὑψενῆς τῇ Μονῇ, ἔνθα τεθησαύρισται, Εἰκὼν ἡ πάντιμος, τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, καὶ καταφιλοῦντες, ταύτην ἀνακράξωμεν, ὅλης ἐκ πίστεως· Μῆτερ τοῦ Θεοῦ Παναγία, φύλαττε βοήθει καὶ σκέπε, τοὺς τῇ ἀντιλήψει σου προστρέχοντας.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὅ Θεός ἡμῶν έλέησον ἡμᾶς.
’Ἀμήν.

Δίστιχον.
Σῷζε Ὑψενῆ Κύριλλον τὸν τῆς Ῥόδου,
Ταύτην σοι πιστῶς πλέξαντα ἱκεσίαν.

 

Ψαλμός 90. Ερμηνεία! Απὸ βέλους πετομένου ἡμέρας.



Απὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, 
Ἡ εἰκόνα εἶναι πάλι ἀπὸ πόλεμο τῆς
ἱστορίας, ἕνα βέλος ποὺ πετιέται τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ σὲ πλήξει. Θὰ σὲ γλιτώσει ἀπὸ αὐτὰ ὁ Κύριος. Αναγωγικά, ἢ ἂν θέλετε ἀλληγορικά, ἢ ἂν θέλετε συμβολικά, τὸ πετόμενο βέλος εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ διορίσεις ἀπὸ ποῦ ἔρχεται, δὲν μπορεῖς νὰ προσδιορίσεις τὴν πηγή του.
Πρέπει νὰ προφυλαχτεῖς. Ὄχι, ἑπομένως, μόνο ἀπὸ τοὺς ὁρατοὺς κινδύνους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς νοητοὺς κινδύνους.
· ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ.
Κάθε πράγμα ποὺ θὰ σὲ πλήξει μέσα στὸ σκοτάδι, δὲν φαίνεται, διαπορεύεται, κινεῖται, ἔρχεται πρὸς ἐσένα μέσα στὸ σκοτάδι, καὶ δὲν τὸ βλέπουμε.
Τὸ σύμπτωμα εἶναι συγκυρία πολλὲς φορές. Ἡ ζωή μας εἶναι εὐάλωτη σὲ συμπτώματα. Καὶ τὸ δαιμόνιο τὸ μεσημβρινὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ
ὀνομάζουμε ἀκηδία. Τὸ γὰρ μεσημβρινὸν δαιμόνιον φησὶν εἶναι τῆς ἀκηδίας, κατὰ τὸν Μέγα Αθανάσιο.

Τί εἶναι ἡ ἀκηδία; Τὸ ἀντίστροφο τῆς ἀκηδίας εἶναι ἡ ἐγρήγορση, δηλαδὴ ἡ συνεχής προσοχή, ὁ ξύπνιος νοῦς. Ακηδία σημαίνει νὰ βυθιστῶ
στὴν ἀπραξία. Καὶ νὰ ἀφήσω νὰ γίνει ἡ ἀπραξία κατάσταση. Ἡ ἀπουσία ἔγνοιας γιὰ τοὺς ἄξονες τῆς ζωῆς μου, νὰ γίνει κατάσταση. Αὐτὸ
τὸ ὀνομάζουν στὴ νηπτικὴ παράδοση «ἀκηδία», καὶ περιγράφονται καὶ δρόμοι μὲ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ τὴν πολεμήσεις αὐτὴ τὴν ἀκηδία.
Τὸ μεσημβρινὸ δαιμόνιο εἶναι ἡ χαύνωση, ποὺ παραφυλάει νὰ προσβάλει τὸν ἄνθρωπο τὸ μεσημέρι, τὴν ὥρα τῆς μεγάλης ζέστης. Μέσα
σ' αὐτὴ τὴ χαύνωση οἱ ἀντιστάσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀδυνατίζουν. Ὁ ποιητὴς βέβαια δὲν ἀναφέρεται σὲ μία κατάσταση ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ κάποια μεσημβρινὴ ὥρα, ἀλλὰ λαμβάνει αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ
τὴν ἀνάγει σὲ καθολικότερο τρόπο ζωῆς, γιὰ νὰ μὴν πῶ στάση ζωῆς, μιὰ
διαρκὴ δηλαδὴ χαύνωση ποὺ ἐπέρχεται στὸν ἀμελὴ ὡς πρὸς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες.
Καταλαβαίνετε ὅτι ὁ ποιητὴς θέλει νὰ μᾶς γυρίσει γύρω ἀπὸ τὰ πάθη
τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ πάθη καλούμαστε νὰ ἀπαλλαγοῦμε.

Ψαλμός 90. Ερμηνεία! Ο φόβος στο σκοτάδι!



5 Οὐ φοβηθήσῃ ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας,
Ἡ νύχτα εἶναι ὁ χρόνος ὁ ἄγνωστος. Ὁ ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα μιᾶς ἀγροτικῆς κοινωνίας ἄνθρωπος, τὴ νύχτα τὴν φοβᾶται. Ὅταν γέρνει ἡ ἡμέρα ὁ ἄνθρωπος μαζεύεται καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεό, νὰ περάσει
αὐτὴ ἡ νύχτα. Μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ὅταν ξέρουμε πὼς αὐτὴ ἡ νύχτα
ἔχει νικηθεῖ ὡς θάνατος μὲ τὴν Ἀνάσταση, μαζευόμαστε πάλι στὸ τέλος τῆς ἡμέρας, ὅταν δύει ὁ ἥλιος, γιὰ νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχει σκοτάδι
μέσα στὸ σκοτάδι. Καὶ θυμόσαστε ὅτι σ' αὐτὴ τὴ συγκέντρωσή μας ὑμνοῦμε τὸ φῶς, ἕνα φῶς ποὺ φωτίζει καὶ ἔχει ἐξαφανίσει τὸ σκοτάδι, καὶ
τὸ ὀνομάζουμε μάλιστα «χαριτωμένο» φῶς, ἱλαρὸ φῶς.
Λοιπόν, θὰ σὲ προφυλάξει, δὲν θὰ φοβηθεῖς τώρα τὴ νύχτα, πάει ὁ νυχτερινὸς φόβος, τελείωσε, καὶ αὐτὴ ἡ διατύπωση εἶναι μία ἐξαγγελία τῆς
ἐνανθρωπήσεως, γιατὶ ὁ νυχτερινὸς αὐτὸς φόβος, ποὺ περιγράφετε καὶ σὲ ἄλλους ψαλμοὺς περιγράφεται, ὁ νυχτερινὸς αὐτὸς φόβος τελειώνει μὲ τὴν Ἀνάσταση. Ἡ Ἀνάσταση φωτίζει πιὰ ὅλη τὴ Δημιουργία, κάνει φωτεινὴ ὅλη τὴ
Δημιουργία. Γι' αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἡ ἡμέρα μετὰ τὴν Ἀνάσταση
«ἀνέσπερη» – ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς ἀναστάσεως, τραγουδᾶμε τὸ
βράδυ τῆς Ἀνάστασης.

Ψαλμός 90. Ερμηνεία!1.0 κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται.2 .Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου, καὶ ἐλπιῶ ἐπ᾿ αὐτόν,


Ο λαός, ὁ χορὸς τῶν Λευϊτῶν, ὁ ἀρχιερέας.
Ὁ λαὸς λοιπόν:
1.0 κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται.
2 .Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου, καὶ ἐλπιῶ ἐπ᾿ αὐτόν,
Ἡ κατοικία τοῦ ἀνθρώπου προσδιορίζεται ἀπὸ τὴ σχέση τῶν κατοικούντων αὐτὴν μὲ τὸν Θεό. Ἡ αὐλὴ αὐτῆς τῆς κατοικίας, στὴν ὁποία
αὐλίζεται ὁ πιστός, ἔχει ὡς σκέπη της τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Πέραν τῆς ἀναφορᾶς στὴ θεοσέβεια τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος καταφεύγει στὴ θεία βοήθεια –ὅλοι τὸ ἀντιλαμβάνονται αὐτό ὁ στίχος θεωρεῖται καὶ προφητεία γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ σκέπη τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ αὐλὴ μέσα στὴν ὁποία αὐλίζεται ὁ πιστός;
Μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἐμφανίζεται ὡς αὐλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ θὰ γίνει ὁ οἶκος καὶ ἡ αὐλὴ τοῦ Κυρίου. Σ' αὐτὴν παρατίθεται τὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας. Σ' αὐτὴν τρέφεται ὁ πιστὸς ὡς μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ ἔξοχη περιγραφὴ αὐτῆς τῆς
αὐλῆς βρίσκουμε στὸ Κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο (10,1-18), όπου κατατίθεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ μία εἰκόνα, ποὺ ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν
ὀνομάζει «παροιμία», καὶ περιγράφεται ἀκριβῶς ἡ αὐλὴ τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία: Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ ληστής.
Υπάρχει, λοιπόν, μία αὐλή, στὴν ὁποία αὐλίζονται τὰ λογικὰ πρόβατα, καὶ ὑπάρχει ἕνας ποὺ ὁρίζει αὐτὴ τὴν αὐλή. Ὅμως αὐτὴ τὴν αὐλὴ
τὴν διεκδικοῦν καὶ ἄλλοι. Αὐτοὶ οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ ἐχθροί. Αὐτὸς ποὺ δὲν
μπαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς αὐλῆς, εἶναι ὁ ἐχθρός, ὁ ὁποῖος μπαίνει ἀπὸ
ἀλλοῦ. Τί θὰ πεῖ ὅτι δὲν μπαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα; Τὸ ἀκοῦμε παρακάτω:
...
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. Δηλαδή
ὅποιος δὲν ἔρχεται σὲ σχέση μὲ τὰ μέλη τοῦ σώματός μου δι᾿ ἐμοῦ, εἶναι
κλέπτης, εἶναι ληστής. Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι' ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. Ο κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ παρακάτω: Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· καὶ μᾶς λέει γιατί εἶναι ὁ ποιμὴν ὁ καλός: ... καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς
γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα. Δηλαδὴ ὁ Χριστὸς
ἀνάγει αὐτὴ τὴ γνώση, τὴ γνώση-σχέση, σὲ ἕνα πρότυπο, στὸ πρότυπο
τῆς σχέσης ποὺ ἔχουν τὰ πρόσωπα μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα.
Ὁ λαός, λοιπόν, ἔχει συνείδηση ὅτι θὰ κατοικήσει στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ,
αὐτὴ εἶναι ἡ αὐλή του. Καὶ σὲ αὐτὴν τὴν αὐλὴ παρὼν εἶναι ὁ Θεὸς στὸν
ὁποῖο μὲ ἐλπίδα καταφεύγει. Ἀπαντοῦν τώρα οἱ ἱερεῖς στὸν λαό: ἔχεις δίκιο μ' αὐτὴ τὴ στάση ποὺ κρατᾶς. Ἐκεῖ θὰ βρεῖς τὴν καταφυγή σου, στὸ
σπίτι τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ γλιτώσει ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν κυνηγῶν καὶ ἀπὸ τὸν ταραχώδη λόγο.


3 ὅτι αὐτὸς ῥύσεταί σε ἐκ παγίδος θηρευτῶν καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους.
Καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Προφητῶν, κυρίως ὅμως στὴν ἐποχὴ τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουμε ἕναν διάλογο τοῦ ἀνθρώπου τοῦ
Θεοῦ ἢ τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ μὲ τὶς δαιμονικές δυνάμεις. Υπάρχει μία μάχη. Στὰ ἁγιολογικὰ κείμενα αὐτὸ περιγράφεται πολὺ ἔντονα, ἰδίω
ὅσον ἀφορᾶ τὴ ζωὴ τῶν ἀσκητῶν. Σᾶς θυμίζω ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαίους δασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Μέγας Αθανάσιος, περιγράφοντας τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ἀναφέρεται σὲ τέτοια μάχη. Ὁ βίος
τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ποὺ συγγράφει ὁ Μέγας Αθανάσιος, εἶναι μία περιγραφὴ ὅλης αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς πάλης τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τῶν
ἀντίθεων δυνάμεων.
Ποιὲς εἶναι αὐτὲς οἱ ἀντίθεες δυνάμεις; Ποιὲς εἶναι αὐτὲς οἱ παγίδες;
Καὶ στὰ ἁγιογραφικὰ κείμενα, καὶ στὰ ἁγιολογικὰ κείμενα, πατέρας
τῶν παγίδων αὐτῶν καὶ ποιητὴς τῶν παγίδων αὐτῶν, εἶναι μία ὑπόσταση ποὺ ὀνομάζεται διάβολος (ἀπὸ τὸ διαβάλλω), σατανᾶς κλπ. Σήμερα πολὺ λίγο πιὰ στὸν θεολογικό μας λόγο μιλᾶμε γιὰ τὸν σατανᾶ,
γιατί κάνουμε ἀπρόσωπες τὶς δυνάμεις αυτές. Εἶναι παραδεκτὸ νὰ
μιλᾶς γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ θεωρεῖται ἀπαράδεκτο νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν σατανᾶ.
Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ μάχη πηγάζει ἀπὸ μία ὑπόσταση, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ μὲ
τρόπους ποὺ δείχνουν νὰ ἔχουν ἀπρόσωπο χαρακτήρα, δηλαδὴ ὡς δυνά-
μεις ἐσωτερικὲς τοῦ ἀνθρώπου, ἢ δυνάμεις ἐξωτερικές μιᾶς δημιουργίας
καὶ μιᾶς φύσης καὶ μιᾶς κτίσης, ἡ ὁποία ἀντὶ νὰ φέρνει ἁρμονία, πολλὲς
φορὲς φέρνει μία δυσαρμονία. Ἡ ἀρρώστια π.χ. δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μία κατάσταση λάθους. Ὁ πόνος ἢ ὁ θάνατος 
δὲν εἶναι μέσα στη φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ο θάνατος ἐπέρχεται. Καὶ ἔτσι ἔχουμε μία ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς μάχης ἐναντίον παγίδων ποὺ στήνει ὁ κυνηγὸς - διάβολος, τῆς μάχης ποὺ δίνει ὁ πιστὸς ἀπέναντι στὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ, τοῦ πατρὸς τοῦ ψεύδους, παγίδες ποὺ ἐνθρονίζουν
ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου τὸν ταραχώδη λόγο. Αὐτὸ πιὰ εἶναι καθαρὰ ἐσωτερικὴ κατάσταση καὶ ἐσωτερικὴ μάχη τοῦ ἀνθρώπου, μάχη ἐναντίον
τοῦ ταραχώδους λόγου.

Στοὺς μακαρισμοὺς ὁ Χριστὸς ἐπισημαίνει τὴ σημασία τῆς πραότητας, δηλαδὴ μιᾶς ἐσωτερικῆς κατάστασης ἀντίθετης στὸν ταραχώδη
λόγο: μακάριοι οἱ πραείς, μὲ ἀναγωγὴ μάλιστα στὸν ἴδιο ποὺ μᾶς προβάλλεται ὡς πρότυπο: μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ
καρδίᾳ (Ματθ. 11,29). Ἡ πραότητα είναι μία ἐσωτερικὴ εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου, μία ἐσωτερικὴ εὐταξία τοῦ ἀνθρώπου. Ωστόσο ὅλοι μας πολλὲς
φορές ζοῦμε μία ἐσωτερικὴ ἀταξία.
Πηγή, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἀρχὴ καὶ τέλος αὐτοῦ τοῦ ταραχώδους λογισμοῦ, εἶναι τὸ διαβολεμένο μας «Εγώ». Ἐκεῖ παίζεται ὅλο τὸ παιχνίδι.
Γι' αὐτὸ ἡ φράση τοῦ Χριστοῦ «ὅποιος δὲν σκοτώσει τὸ ἐγώ
τὸ βρεῖ ποτέ του», εἶναι συγκλονιστική. Ὅποιος, λέει, δὲν σκοτώσει τὴν
ψυχή του, δὲν θὰ βρεῖ τὴν ψυχή του.

Λοιπόν, ὁ μόνος τρόπος γιὰ τὸν ποιητή να ξεφύγουμε αὐτὸν τὸν ταραχώδη βίο ἢ τὸν λόγο τὸν ταραχώδη, δηλαδὴ τὸν ἐγκλωβισμό μας σ'
αὐτὲς τὶς ἐσωτερικές μας ταραχές, εἶναι νὰ βρεθοῦμε κάτω ἀπὸ μία
σκέπη. Ξανάρχομαι λοιπὸν στὸν 1ο στίχο: ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται.
Συνεχίζουν οἱ ἱερεῖς καὶ λένε στὸν λαό:
4 Ἐν τοῖς μεταφρένοις αὐτοῦ ἐπισκιάσει σοι, καὶ ὑπὸ τὰς πτέρυγας αὐτοῦ ἐλπιεῖς· ὅπλῳ κυκλώσει σε ἡ ἀλήθεια αὐτοῦ.
Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀπὸ πόλεμο. Μετάφρενα εἶναι ἡ πλάτη. Σ' ἕναν πόλεμο ὑπάρχει μία δύναμη ποὺ ὑποστηρίζει τὰ ὄπισθεν τοῦ στρατεύματος,
γιατί χρειάζονται μία προστασία. Θὰ σὲ ἐπισκιάσει λοιπὸν ἀπὸ πίσω, γιὰ
νὰ μὴν σὲ προσβάλει ὁ ἐχθρός. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Θὰ ἁπλώσει τὰ φτερά του νὰ σὲ καλύψει γιὰ νὰ μὴν σὲ προσβάλουν ἄλλες δυνάμεις ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ἀλλοῦ, ἀπὸ ὑψηλά. Ὅπλῳ κυκλώσει σε ἡ ἀλήθεια αὐτοῦ.
Ἐνῶ περιγράφει ἕναν πόλεμο ποὺ εἶναι τῆς ἱστορίας, συγχρόνως εἰσάγει ὅπλα ποὺ δὲν εἶναι τῆς ἱστορίας. Τὸ κυριότερο ὅπλο εἶναι ἡ ἀλήθεια
τοῦ Θεοῦ. Θὰ σὲ ὁπλίσει μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ὅπλο θὰ νικήσεις τοὺς ἐχθρούς, τοὺς νοητοὺς βέβαια ἐχθρούς.