Ό Κίρκεγκωρ περιγράφει με επιτυχία το ξύπνημα ενός αμαρτωλού στην Κόλαση: «Τι ώρα είναι;», φωνάζει, και με παγερή αδιαφορία ό Σατανάς του απαντά: «ή αιωνιότητα».
Ή κόλαση ορίζεται σαν πυρ: «πορεύεσθε απ' εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το εξώτερον» (Ματθ. 25, 41). Ή εμπειρία του πλουσίου της παραβολής το «επιβεβαιώνει»: «οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη» (Λουκά 16, 23). Στην Αποκάλυψη (κεφ. 21, 8) περιγράφεται ως έξης: «τοις δε δειλοίς και απίστοις και βδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσιν τοις ψευδέσιν το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένω πυρί και θείω ο εστίν ό θάνατος ό δεύτερος». Στο βιβλίο όμως του Ενώχ ορίζεται κατά τρόπο χαρακτηριστικό από τον αυτόπτη της μάρτυρα: «Εισήνεγκάν με εις τον ουρανό και εισήλθον εις τας γλώσσας του πυρός και πυρ φλεγόμενον κύκλω των τοίχων και θύραι πυρί καιόμενοι... και ιδού άλλη θύρα... και ό οίκος όλος οικοδομημένος εν γλώσσαις πυρός του εδάφους αυτού ην πυρ φλέγον και υποκάτω του θρόνου εξεπορεύοντο ποταμοί πυρός φλεγόμενοι και ουκ ηδύναντο πάσα σαρξ ιδείν αυτού πυρ φλεγόμενον κύκλω και πυρ μέγα παρειστήκει αυτών (Κεφ. 14, 10 - 22).
Και ή Πατερική σκέψη χαρακτηρίζει την κόλαση σαν πυρ. Ό Μ. Βασίλειος λ.χ. λέει: «της ζωής ταύτης τα τερπνά ύλας μόνο κατασκευάζονται τω αιωνίω πυρί» (Ρ.Ο.Τ. 32, 293). Και ό Μ. Αθανάσιος: «Δια τούτο και κόλασις ημίν ητοίμασται και εαυτοίς το πυρ εξάπτομεν οτι λογικοί όντες τοις αλόγοις ζώοις εαυτούς εικάζομεν» (Ρ.Ο.Τ. 28. 256).
Τί είναι όμως αυτό το πυρ; Ό Μ. Χρυσόστομος δίνει την απάντηση: -«Μη γαρ επειδή πυρ ήκουσας, τοιούτον (δηλ. το φυσικόν), είναι, νομίσεις πυρ τούτο μεν γαρ όπερ αν λαδή κατέκαυσε και απήλλαξεν' εκείνο δε τους άπαξ κατασχεθέντας καίει δια παντός και ουδέ ποτέ παύεται, δια τούτο και άσβεστον είρηται. Ει γαρ ποτέ εν Βαλανείω, γένοτο σφοδρότερο κατεσκευασμένω του δέοντος, τότε μοι το της γεένης εννόησαν πυρ... ώσπερ γαρ ουκ εστίν αναλωτικόν εκείνο το πυρ ούτως ουδέ φωστικό ουδέ γαρ αν σκότος ην».
Είναι, αυτό το πυρ, ή ανικανότητα του ανθρώπου να δεχθεί σαν σωτηρία το ανέσπερο και θείο φως. Ή στέρηση των απαραίτητων προϋποθέσεων για μια τέτοια εμπειρία. Είναι δηλαδή τόσο αδύνατος ό κολασμένος, ώστε αδυνατεί να αντικρύσει και να δεχθεί το θείο φως. Και καίγεται και κατακαίγεται και φλέγεται και πυρούται από τις λαμπρές του ακτίνες, όπως τα άρρωστα μάτια βλάπτονται από τις ισχυρές ακτίνες του ηλίου. Και κλαίει ό κολασμένος πικρά γι' αυτή τη μεγάλη συμφορά του. (Φαίνεται πώς έχουν μέσα τους αλήθεια οι αντιλήψεις του λαού γύρω από την κόλαση, πώς «υπάρχουν εκεί πάνω μεγάλα καζάνια όπου βράζουνε οι άνθρωποι». Εκφράζουν παραβολικά το μαρτύριο της Κολάσεως, την κόλαση σαν πυρ).
Ή κόλαση επομένως δεν είναι ή τιμωρία του Θεού για τον άνθρωπο, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Ή πτωχή του σχέση με το Θεό. Ό Θεός χύνει το φως Του πλούσια σ' όλους «ως μακρόθυμος και πολυέλεος, ό τους δικαίους αγαπών και τους αμαρτωλούς ελεών». Και ό καθένας με τη δύναμη του δέχεται το φως.
Παρουσία του σκότους και απουσία του φωτός είναι ή κόλαση. Έτσι όλοι οι κολασμένοι στο σκοτάδι βυθισμένοι (ενν. το πνευματικό σκοτάδι), βρίσκονται μακριά από το Θεό κι από το έργο του Θεού.
Μόνο όσοι έχουν υγιείς οφθαλμούς μπορούν να δουν το θείο φώς «οι υιοί του φωτός» (Ιωάνν. 12, 36). Να λαμπρυνθούν και να ευφρανθούν από την γλυκύτητα του και ταυτόχρονα να μεταμορφωθούν: «επειδή δύο είσιν εν τω πυρί δυνάμεις, ή τε καυστική και ή φωτιστική, τον μεν δριμύ και κολαστικόν του πυρός τοις αξίοις της καύσεως προσαπομένη, το δε φωτιστικόν αυτού... τί φαιδρότητι των ευφραινομένων αποπληρωθή. Φωνή, οδν Κυρίου διακόπτοντες φλόγα πυρός και μερίζοντες, ως άλαμπές μεν είναι το πυρ της Κολάσεως, άκαυστον δε το φως της αναπαύσεως απομείναι» (Μ. Βασίλειος Ρ.α.Τ. 29, 247).
Επομένως «ει τις χρυσίον έχει τα έργα λαμπρότερος γίνεται, ει τις καλαμώδη έχει την πραξιν κατακαίγεται υπό του πυρός» (Κύριλλος Ίεροσολ. Όμιλ. εις τους Κατηχ. 15, 21). Είναι το πυρ αυτό, όπως ή κάμινος του πυρός, οπού ρίχτηκαν οι τρεις παίδες. Φωτιά για τους προσκυνούντες τα είδωλα, δροσιά για τους προσκυνούντες τον Κύριο.
Μέχρις ενός σημείου ή θεωρία της από καταστάσεως των πάντων δεν είναι μακριά από τη διδασκαλία και την αποστολή της Εκκλησίας. Ή Άγια μας Εκκλησία εργάζεται για τη σωτηρία όλων των μελών της, «ζώντων τε και τεθνεώτων». Γιατί ό Χριστός, ή κεφαλή της θέλει ολόκληρο το γένος των ανθρώπων να μπει στον Παράδεισο. Εργάστηκε γι` αυτό με κόπο κηρύττοντας και στη γη και στον άδη, στον τόπο των ζώντων και των τεθνεώτων. Επιζητεί, θα λέγαμε, «την αποκατάσταση των πάντων». Αν όμως δε σωθούν όλοι, ή ευθύνη δεν είναι του Χριστού. Αυτός ήρθε για όλους.
Ακόμα και μετά την τελική κρίση ό Θεός Πατέρας εργάζεται γι' αυτό δίδοντας το φως Του σ` όλους. Προσπαθεί κατά κάποιο τρόπο να καταργήσει την κόλαση «ως μακρόθυμος και πολυέλεος... και τους αμαρτωλούς ελεών».
Αυτός όμως ό αγώνας του Θεού καταντά: μια ματαιόπονη
προσπάθεια, επειδή ακριβώς οι κολασμένοι «αδιαφορούν». Είναι τόσο αδύνατοι πού δε μπορούν να μετανιώσουν είναι τόσο ψυχροί πού δε μπορούν να δεχθούν το Θεό σαν Σωτηρία! Τόσο τυφλοί πού δε μπορούν να δουν το φως της δόξης του Κυρίου! Παράδειγμα ή κάθοδος του Χριστού στον άδη. Κατέβηκε, ό Χριστός, στον άδη και κήρυξε σ' όλους το Ευαγγέλιο Του. Δε μετάνιωσαν όμως όλοι. Μόνο οι δίκαιοι, οι ισχυροί. Αυτοί πού είχαν τη δύναμη να μετανιώσουν. Οι λοιποί ήταν τρομερά αδύνατοι.
Ή κόλαση είναι σε τούτο το σημείο, μια δημιουργία και αποθέωση ταυτόχρονα της ανθρώπινης αδυναμίας, πού θα βασιλεύει «εις τους αιώνας και εις τους αιώνας των αιώνων». Υπάρχει για όσους την επιθυμούν, για τους αμετανόητους. Σαν τέτοια δε μπορεί να θεωρηθεί σαν θρίαμβος του βασιλείου του διαβόλου (ΒεΓάίαε^) παρά μάλλον σαν τη συντριβή του. Ή εξουσία του θα συντρίβει βίαια στον τόπο της βασάνου, θα μείνει εκεί αιώνια φυλακισμένος, χωρίς πια να εξουσιάζει τους ανθρώπους. Χωρίς να δολοφονεί τα παιδιά του Θεού, και να διασκεδάζει με τις δολοφονίες τους.
Ευφραίνεται ό διάβολος όταν τρώγει τη σάρκα των ανθρώπων και πίνει αχόρταγα το αίμα τους. Για τούτο τρέχει ανάμεσα τους «ως λέων ωρυόμενος ζητών τίνα καταπιείν» (Α. Πέτρου 5, 8). Βασανίζεται επομένως όταν χάνει τους ανθρώπους, όταν φυλακίζεται στην κόλαση. Δεν «του κάνει όρεξη» να ξαναφάει πια τα θύματα του. Το ανθρωποφάγωμα έφτασε στο τέλος, τέλειωσε ή τροφή του. Από την πολλή την πείνα, ή παχυσαρκία του θα ισχνέψει, κι όλο θα πεινά, χωρίς να προσδοκά τροφή. Εγκαταλείπει τώρα όλους τους «φίλους» του, τους ανθρώπους, για να κλειστεί ό καθένας στη φρικτή φυλακή της μοναξιάς του. Δεν τους χρειάζεται πια άλλο. Ό άλλοτε μισόκαλος, μεταμορφώνεται σε αδιαφορία για το θύμα του. Ό Κίρκεγκωρ περιγράφει με επιτυχία το ξύπνημα ενός αμαρτωλού στην Κόλαση: «Τι ώρα είναι;», φωνάζει, και με παγερή αδιαφορία ό Σατανάς του απαντά: «ή αιωνιότητα».
1. Το ίδιο ισχύει και για το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Είναι φωτιά που κατακαίει τους ανάξιους: «ό δούς τροφήν μοι σάρκα Σήν εκουσίως, ό πυρ Ύπαρχων και Φλέγων αναξίους μη δή καταφλέξης με, μη Πλαστουργέ μου... Θεουργόν αίμα φρίξον, άνθρωπε, βλέπων. «Ανθραξ γαρ εστί τους αναξίους φλέγων». (Ακολουθία της Θ. Μεταλήψεις). Κολαζόμαστε όταν κοινωνούμε ανάξια. «Τα άχραντα μυστήρια τον καλόν τον φωτίζουν και τον κάμνουν ωσάν άγγελο, τον αμαρτωλό τον σκοτίζουν και τον κάμνουν ωσάν τον διάβολο». (Αγιος Κοσμάς ό Αιτωλός). Οταν κοινωνούμε βάζομε μέσα μας ένα «βαρυ φορτίο», και φθειρόμαστε, όταν αδυνατούμε να το σηκώσομε. Αρρωσταίναμε στα αλήθεια: «Ώστε ός αν έσθίη τον άρτου ή πίνη το ποτήριο του Κυρίου αναξίως, ένοχος εσται του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του άρτου έσθιέτω και εκ του ποτηριού πινέτω· ό γαρ έσθίων και πίνων κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διάκριναν το σώμα δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί», (Α' Κορινθ. Π, 27, 31).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.