Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Ή ανωτέρω ομιλία έξεφωνήθη υπό του Γέροντος Σπυρίδωνος εις τον Ιερόν Ναόν Αγίου Ελευθερίου Αθηνών, τη δ' Κυριακή των Νηστειών, σωτηρίου έτους 2005.
Ευλαβέστατο ιερατείο, ευσεβέστατη ομήγυρης, χαίρετε και ενδυναμούσθε εν τη χάριτι του Κυρίου.


Η προτρεπτική και συνάμα παρακλητική πρόσκληση του σεβαστού προϊσταμένου του Ιερού τούτου Ναού με φέρνουν σήμερα κοντά σας, σ' αυτόν τον ιερό και ευλογημένο χώρο, στην ευλογημένη σύναξη. Ή Εκκλησία, κατά την ιερά περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, προβάλλει ασκητικές μορφές της Ορθοδοξίας για δύναμη και καταρτι­σμό των Μοναχών και των Ορθοδόξων, όπως σήμερον τον άγιων Ιωάννη της Κλίμακος, ηγούμενο της Μονής Σινά, μέγα ασκητή και πολυγραφότατων συγγραφέα.
Με κάλεσε να μιλήσω. Να μιλήσω για ποιόν; Τον Γέροντά μου, τον γέρο-Γεράσιμο, τον Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας- τον πολυγραφότατο και ολιγομίλητο· τον κοινωνικότατο και ακοινώνητο τον χαρίεντα και σοβαρό· τον γλυκύτατο και στυφό τον πολυμαθέστατο και απλούστατο τον τραχύ και άκακο τον αυστηρό και συμπα­θητικό· τον εύκολο και δύσκολο.
Θα μου πείτε, τί περίεργος άνθρωπος, σκέτος οξύμωρος, Έτσι είναι, αδελφοί μου, οι άγιοι και ά­γριοι συνάμα ασκητές- άλλοι στον εαυτόν τους, άλλοι στους άλλους· άλλοι στους μαλακούς, άλλοι στους σκληρούς· άλ­λοι στους πεπαιδευμένους, άλλοι στους απαίδευτους· άλ­λοι στους εργατικούς, άλλοι στους οκνηρούς· άλλοι στους ανευλαβείς, και άλλο ι στους ευλαβείς. Και εν ολίγοις, διαφοροποιούνται κατ' άτομο με γνώμονα την αγάπη του Θεού.
Σύμφωνα με τον συνομιλητή κινείται και μιλεί. Δεν παίζει θέατρο. Δεν γνωρίζει από υποκρισία. «Σχηματίζεται την αρετή ούχ όπως απατήση, άλλ' όπως ωφελήση» κατά τον Πέτρο Δαμασκηνό. Προσεκτικός και διακριτικός δάσκαλος· ακουστής και του πλέον αδαούς και διορθωτής ταπεινός· ε­πιδεκτικός κάθε νέου ορθού ακούσματος, τιμητής αυστηρός πάσης παρεκκλίσεως πίστεως και παραδόσεως· κρυφός ερ­γάτης της προσευχής, αλλά και διακριτικός εκφραστής των όσων ζει και έζησε. Ουδέποτε προβάλλει τον εαυτόν του· τις επιδόσεις του τις προσάπτει σε άλλον. Αγωνίζεται να απο­φυγή την υπερηφάνεια και συνεχώς επιτιμά και υποτιμά τον εαυτόν του. Ανεβαίνει την κλίμακα των αρετών, κατεβάζον­τας την υπόσταση του έως 'Άδου.
Έτσι σκιαγραφείται ό άγιος και άγριος ασκητής. Αυτός ήταν ό γέρο-Γεράσιμος γι' αυτόν θα πούμε λίγα λόγια. Λίγα, λέω, γιατί, ενώ γνωρίζουμε πολλά απ' αυτά πού βλέπαμε και ακούγαμε, εν τούτοις ή εν Χριστώ κρυφή ζωή του ελάχι­στα, σχεδόν καθόλου, μας αποκαλύφθηκε.
Στον νουν του κυριαρχούσε πάντα το γνωμικό· «αρετή αποκαλυπτόμενη, μοιχεία παρά τω Θεώ γνωρίζεται»· και το άλλο· «ουαί εάν περισσεύση το όνομα ημών πλείων των έρ­γων ημών».
Γνωρίζω επίσης ότι παραβαίνω κάποια εντολή μιλώντας γι' αυτόν, αλλά θα μιλήσω, γιατί δεν θα σας τον παρουσι­άσω ουρανοκατέβατο άγγελο, άγιο, αλλά άνθρωπο απλό, αγωνιζόμενο για την σωτηρία του, προσδοκώντα δι' αυτής την Βασιλεία των Ουρανών. Θα σας τον παρουσιάσω, όπως τον γνώρισα στα δεκαεπτά μου χρόνια, πρώτα στην Θεσσα­λονίκη, την πατρίδα μου, και έπειτα στο Άγιο ν Όρος, στην Μικραγιάννα, μαζί με τους αείμνηστους ιερομόναχους Διονύσιο και Μητροφάνη, τους ανθρώπους που απετέλεσαν ορόσημα στη ζωή μου.
Από μικρός ήμουν τακτικός στην Εκκλησία της Ενορίας μου, τον Άγιο ν Θεράποντα Θεσσαλονίκης, και αγαπώντας τις ακολουθίες, με την βοήθεια του τότε προϊσταμένου του Ναού, αειμνήστου πρεσβυτέρου-οίκονόμου Παναγιώτου Καρατάσιου, μυήθηκα στην εκκλησιαστική ζωή. Έβλεπα στην ακολουθία του Αγίου Θεράποντος ότι «εποιήθη υπό Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου, Υμνογράφου της Μεγάλης του Χρίστου Εκκλησίας» και θαύμαζα και απορούσα, πώς μπορούσε κάποιος άνθρωπος να γράψει τέτοια πράγματα. Ό παπα-Παναγιώτης μου τον παρουσίαζε όπως έπρεπε, και εγώ τον έπλαθα όπως ήθελα. Το Άγιο ν Όρος ήταν για μένα ένα γνωστό-άγνωστο μυστήριο, γεμάτο έκ­σταση και θαυμασμό. Ό παπα-Παναγιώτης ήταν τακτικός επισκέπτης του και είχε γνωριμίες με πολλούς και σπουδαί­ους ανθρώπους, που τους συμβουλευόταν για πολλά και ποικίλα θέματα. Ένας απ' αυτούς ήταν και ό μακαριστός γέροντας μου Γεράσιμος.
Αλλ' ας έπανέλθωμεν «επί το προκείμενον», κατά την ό­μορφη φράση που λέγουν οι εγκωμιαστικοί λόγοι.
Ό αείμνηστος Γέροντας μου γεννήθηκε στην Βόρειο Ήπειρο, στο χωριό Δρόβιανη. Χωριό των μορφωμένων και των δασκάλων το λέγανε. Οι κάτοικοι του αγαπούσαν τα γράμματα και γι' αυτό από παλιά είχαν πλούσια βιβλιοθή­κη, ανώτερη και από του Αργυροκάστρου, την οποία έκα­ψαν οι Γερμανοί με την οπισθοχώρηση τους.
Σ' αυτό το χωριό, λοιπόν, είδε το φως ό Αθανάσιος (Ανα­στάσιος Γραίκας του Ιωάννου και της Αθηνάς). Σ' αυτό το χωριό φάνηκε ή κλίση του και ή αγάπη του για τα γράμμα­τα, όταν κατόρθωνε με την εξυπνάδα του να περνά δύο-δύο τις τάξεις.
Αλλ' έλα πού ή ζωή στο σκληροτράχηλο και άγονο χωριό ήταν δύσκολη και ανάγκαζε τους περισσοτέρους Δροβιανίτες να ξενιτεύουν, άλλοι στον ελλαδικό χώρο, άλλοι στην Αίγυπτο, άλλοι στην Αμερική, αποβλέποντας ένα καλύτερο αύριο, ένα μέλλον πιο λαμπρό γι' αυτούς, για τους άλλους, για το χωριό. Ίδιον των αποδήμων να αγαπούν και να ενδι­αφέρονται για την γη πού τους γέννησε.
Έτσι λοιπόν και ό μικρός Αθανάσιος (Αναστάσιος) παίρ­νει τον δρόμο της ξενιτιάς πίσω περπατώντας, για να βλέπει και να χόρταση όσο μπορεί πιο πολύ το χωριό του, να το τύπωση στη μνήμη του. Βλέπει το σχολείο του, τις εκκλησίες, το σπίτι του. Μάλλον καταλάβαινε ότι δεν θα τα ξανάβλεπε. Έφυγε μια και καλή, αλλά κουβαλούσε όλες αυτές τις εικό­νες και την ζωή μέσα στο έξυπνο μυαλό του και στην απαλή καρδιά του μέχρι τέλους και ξύπναγαν όλα αυτά και εμφα­νίζονταν έντονα, όταν αργότερα εμείς σαν μικροί, σαν νέοι καλόγεροι ζητούσαμε να μάθουμε για την ζωή του.
Έρχεται στην Αθήνα. Μια Αθήνα, ένα κράτος ταλαιπω­ρημένο από πολέμους και διχόνοιες δολερές. Ευτυχώς, σπίτι, σχολείο, εκκλησία συνθέτουν το τρίστρατο της ζωής του.
Δεν ξεφεύγει απ' αυτό, και αποφεύγει έτσι τις αναμίξεις σε πολιτικά πάθη. Αιτία ό πόθος για σπουδή, για γράμμα­τα, γι' αυτό και ό ξενιτεμός του.
Μένοντας στο σπίτι της θείας του, στο τότε απλό και άση­μο Κολωνάκι, και μάλιστα στην Πατριάρχου Ιωακείμ, βρί­σκει τον Άγιο Γεώργιο Ριζάρη, αναπαυτήριο της ψυχής του. Όαση πνευματική στην αθηναϊκή Σαχάρα των πολιτικών δολοπλοκιών και άλλαξοκυβερνήσεων. Πώς να μη ξεκουρά­ζεται ή σφριγηλή ψυχή του, εκείνη την στιγμή πού ένας μεγά­λος Δεσπότης λειτουργεί εκεί; Άραγε ποιος να είναι;
Είναι ό άγιος Νεκτάριος, ό πράος και γλυκύς, ό ειρηνικός και ειρηνοποιός, ό ταπεινόφρων και ησύχιος. Το κήρυγμα του βγαίνει απ' την ζωή του. Και ή εργάτιδα μέλισσα ρουφά το νέκταρ από το όμορφο και ευωδιαστό λουλούδι και το βάζει στην κηρύθρα της. Που να φανταζόντουσαν και οι δυο, ότι ό ένας θα αγίαζε και ό άλλος θα τον υμνούσε;
Κυλά ή ζωή και το Βορειοηπειρωτάκι γίνεται έφηβος με καλές επιδόσεις στα γράμματα και πολλές μαθησιακές εφέ­σεις.
Ή δίψα του για τα γράμματα δεν σβήνει. Και πώς να σβήση, όταν γι'αυτά και μόνο ξενιτεύτηκε και έφυγε από το χωριό των δασκάλων για την πόλη των σοφών και φιλοσό­φων; Από το πετρώδες χωριό, στην πλατειά Αθήνα, από το ξερό και άνυδρο, στην καταπράσινη Αττική, από την ήρεμη και ήσυχη ζωή, στον θόρυβο.
Αλλά όμως' «Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, αλλά δε Θεός κελεύει». Ό Άγιος Θεός του επεφύλασσε αλλά, καλύτερα και μεγαλύτερα. «Ους και προώρισε, τούτους και κάλεσε, ους δε κάλεσε, τούτους και δόξασε», κατά τον άγιο από­στολο Παύλο. Το θεϊκό κτύπημα στην πόρτα της καρδιάς του το άκουσε αμέσως. Το άκουσε και άνοιξε.
Ένας καλόγερος στο νεανικό του διάβα, μια απλή για την σωτηρία της ψυχής κουβέντα, αρκούσαν για να βάλουν φωτιά στον νεαρό Δροβιανίτη και να δώση φλεγόμενος μια υπόσχεση. Και έτσι ό ζηλωτής των γραμμάτων «ζηλεί τα κρείττονα», τα πνευματικά, και κρυφά από τους δικούς του έρχεται στο Περιβόλι της Παναγίας, για να φυτευθη εκεί. Και που; Στη Μικραγιάννα. Φθάνει στην Δάφνη με το καράβι.
Ή θέα από μακριά του Άθω τον συναρπάζει, τον ενθουσιάζει, του ανοίγει πρόωρα το στόμα σε δοξολογία και αίνο του Θεού.
Φθάνει σε ένα χώρο πού λίγο-πολύ έμοιαζε με το χωριό του. «Εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω», όπως αργότερα θα διαβάζη στο Ψαλτήρι. Βέβαια πιο δύσβατη, πιο έρημη, πιο άνυδρη ή Μικραγιάννα. Ή βροχή γέμιζε την πελεκημέ­νη στο βράχο μέσα στερνούλα. Δεν τον ένοιαζε όμως! «Πυρ πνέων», παραμέριζε την ενθύμηση των Αθηνών και τα τό­τε καλά της, και έλεγε: «Ως ωραίος ούτος ό τόπος. Αυτή ή κατάπαυσης μου εις αιώνα αιώνος. Ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν». Αγαπούσε την ησυχία, την μητέρα της φιλοσοφίας, τα γράμματα, την μοναξιά, και την βρήκε. Βρέ­θηκε σε πέλαγος μαθήσεως. Έψαχνε για πνευματικό οδηγό και βρήκε απλό, άγιο και ανεπιτήδευτο άνθρωπο, πού γνώ­ριζε Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον. Τί άλλο μπορούσε να θέλει; Ή σωτηρία του εξαρτώνταν πλέον από τον ίδιο με την υπομονή, την υπακοή και την επιμονή στα δύο πρώτα.
Έτσι μ' ένα θεϊκό καυστήρα διαρκώς φλογιζόμενο αρχί­ζει ό αγώνας. Ή αρετή της ξενιτείας πρώτη-πρώτη τον επι­σκέπτεται, και απαρνείται σύντομα την έξω ζωή πού τον έφερε στην Αθήνα με τις ανέσεις της. Λησμονεί με αγώνα τους γονείς, τους συγγενείς, το όμορφο και άγριο χωριό με τα πουλάκια να κελαηδούν την ακατάπαυστη δοξολογία, και προσεύχεται θερμά για όλους, ακόμα και γι' αυτούς πού πολέμησαν την φυγή του.
Εδώ, την Αθήνα της ανέσεως την διαδέχεται ή κακοτράχαλη Μικραγιάννα· τα ρούχα τα κα­λά, τα φτωχά και μπαλωμένα- τα παπούτσια, τα τσαρούχια τα φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιού. Τα γράμματα προς το παρόν στο περιθώριο (ήλθα να σώσω την ψυχήν μου). Μα­θητεύει στην εκκοπή του θελήματος- γράμματα, ή υπακοή-βιβλίο, το εργόχειρο- μολύβια, τα εργαλεία του εργόχειρου. Εργόχειρο, σφραγίδες προσφορών και κουτάλια- σκληρό εργόχειρο. Τα μαλακά χέρια γίνονται σκληρά. Κόβεται από τα μαχαίρια του εργόχειρου, αλλά εκεί δεν το βάζει κάτω. Το θέλημα κομμένο. Πτωχεία κατά Θεόν. Επιμέλεια στο ερ­γόχειρο, πού γίνεται απαρχή της επιμελημένης και προσεκτι­κής στο μέλλον ζωής του. «Ή αμέλεια του μονάχου στο εργό­χειρο του ανατρέπει την πνευματική του ζωή», λέγει ό άγιος Έφραίμ ό Σύρος και ό δόκιμος το τυπώνει μέσα του.
Αργό­τερα ή ευταξία του και ή τυπικότητα του από την τάξη του στο εργόχειρο διακρίνονται πιο εύκολα και στην μετέπειτα καλογερική του ζωή.
Έτσι κυλούν τα δύο χρόνια με επιδόσεις στην υπομονή, στην υπακοή και στην επιμονή. Ας μη λησμονούμε ότι υπο­τάχθηκε εθελουσίως ό πανέξυπνος σε απλό και ολιγογράμ­ματο άνθρωπο με απλή καρδιά, χωρίς καν να το διακρίνει. Είναι μαρτύριο, αδελφοί μου, αυτό και «ό υπομείνας εις τέ­λος σωθήσεται», κατά τον λόγο του Χριστού. Ή προθυμία του και ό ζήλος θα επαινεθούν και θα βραβευθούν με την κούρα του. «Πρόσδεξαι τον δούλον σου Γεράσιμον μοναχόν εις την πνευματικήν σου ποίμνην». «Ναι, του Θεού συνεργούντός μοι, Τίμιε Πάτερ». Ή αποδοχή φέρνει τις υποσχέ­σεις. Υποσχέσεις πού τήρησε μέχρι τέλους.
Ή δοκιμή τελείωσε, ή δοκιμασία αρχίζει, ατέλειωτη. Πρώ­τη και καλύτερη και χειρότερη, ή φυγή του Γέροντα του. Δεν μας νοιάζει γιατί.
Μας ενδιαφέρει πού μένει μόνος, νέ­ος, άγουρος, άπειρος. Έμεινε χωρίς πνευματικό μπαστούνι, ανάπηρος, ορφανός. Γιατί από τώρα ή δοκιμασία; Τι είδε ό Θεός και το επέτρεψε; Τον βρήκε έτοιμο; Τον βρήκε δυνατό; Τώρα πού χρειαζόταν παράκληση, παρηγοριά, βρέθηκε απαράκλητος. Κύριος γινώσκει. Ή δοκιμασία αυτή τον βρήκε δόκιμο εργάτη της μοναχικής ζωής. Δεν πτοήθηκε από τον πειρασμό της μονώσεως. Δεν λιγοψύχησε στους ποικίλους πειρασμούς. Έμεινε όρθιος στο μετερίζι του, στην καλύβι του Τιμίου Προδρόμου, με άγιο πείσμα, με ζήλο φωτιά. Εί­πε τότε, θα πεθάνω εδώ, άλλ' από τον Τίμιο Πρόδρομο δεν φεύγω. Και ό Τίμιος Πρόδρομος δεν έφυγε από κοντά του. Απομακρυνόταν, αλλά δεν έφευγε. Τον είδε ό γέρο-Έφραίμ ό Ταλαίπωρος, έξω από την καλύβα στον Τίμιο Πρόδρομο, και με απορία τον ρώτησε τί θέλει εκεί, και του απάντησε ότι προσέχει το καλογέρι του, πού ασκητεύει μόνο του στο κελί μέσα.
Και ό Γεράσιμος έμενε πιστός στην κλήση του, στα πα­ραγγέλματα της καλογερικής, στις υποσχέσεις του.
Αλλά όλα βραβεύονταν, και ή χάρις του Θεού επισκίαζε σιγά-σιγά. Στα πρώτα του βήματα γνωρίζεται με τον πρώτο του πνευματικό, τον περίφημο παπά-Ίγνάτιο στα Κατουνάκια, άνθρωπο απλούστατο, άγιο, λιμάνι μετανοίας, σωτηρία ψυχής, οδηγό πρακτικής αρετής, φίλο και συνασκητή των μεγά­λων πνευματικών της Μικραγιάννας και του Αγίου Όρους, Γρηγορίου και Σάββα. Εκεί «εξαγγέλλει τα της καρδίας του κρυπτά», τα αγαθά σκιρτήματα της καρδίας του και τα σκουπίδια των λογισμών. Και αυτός, γιατρός καλός, πράος και μειλίχιος «επιχέει έλαιον και οίνον» στην ψυχή του μικρού, κατά την καλογερική ζωή, Γερασίμου, και τον παρη­γορεί στις θλίψεις του και τον γιατρεύει και τον σηκώνει «από κλίνης οδυνηράς και στρωμνής κακώσεως»· Και ή ζωή συνεχίζεται γλυκιά και πικρή, απαλή και σκληρή.
Ή πρώτη του παρηγοριά μετά την φυγή του γέροντα του.
Αλλά και ό παπά-Ίγνάτιος μεθίσταται εκ των πρόσκαι­ρων. Πάλιν ό Γεράσιμος ορφανός, πάλιν μόνος. Πάλιν λο­γισμοί. «Αλλά ό πάντα προς το του πλάσματος συμφέρον οικονόμων» Θεός, τον ανταμείβει και του χαρίζει νέο πνευ­ματικό θησαυρό, θεωρητικό μεγάλο της νοεράς προσευχής, διορατικό άνθρωπο, έγκλειστο, διακριτικό καθοδηγητή, τον Καλλίνικο τον Ησυχαστή. Σε καλό μέτρο ηλικίας που βρίσκεται και με την πρακτική αρετή ζυμωμένος βρίσκει τον εαυτό του στερημένο της θεωρίας και γίνεται μαθητής και φοιτητής του Καλλινίκου και σαν έξυπνος ό Γερασιμάκης, χαϊδευτικό διότι ήτο μικρόσωμος και αδύνατος, σιωπά και ακούει.
Τυπώνει μέσα του με ανεξίτηλο μελάνι «ά βλέπει και ακούει» και σαν σφουγγάρι ρουφά και την τελευταία σταγόνα των λόγων του Καλλινίκου και τον κρατά θησαυ­ρό διπλοκλειδωμένο. Αναλογίζεσθε τί πράξη θα έκανε ό καλός μαθητής τα λόγια του δασκάλου του; Γίνεται μύστης των απορρήτων, μπαίνει στα άδυτα. Γνωρίζει τα άγνωστα. Εργάζεται για να γεωργήσει την ζωή του, και έτσι τα θεωρη­τικά του Καλλινίκου συμπληρώνουν τα πρακτικά του παπά-Ιγνατίου Και ό Γεράσιμος μεγαλώνει στην ηλικία και στα πνευματικά. Στην καλογερική του νεότητα δεν στερεί­ται και της συναναστροφής και ενός άλλου σπουδαίου και σοφού γείτονα, του γέρο-Δανιήλ Σμυρναίου, του ιδρυτή της γνωστής αδελφότητας των Δανιηλαίων. Τα λόγια του, ζείδωρη αύρα, δροσίζουν παντοιοτρόπως την φλεγόμενη από θείο ερωτά καρδία του καλογεριού. Τί ευλογημένη γειτονιά! Μικραγιάννα, Καρούλια, Κατουνάκια. Τί περιβόλι όμορφο και ευωδιαστό! Οι αλάλητοι στεναγμοί αγιάζουν τον αέρα και οι ασκητικοί αγώνες ποτίζουν την έρημη γη και βγάζει καρπούς, σωσμένους ανθρώπους, καλούς καλογήρους.
Ουράνιοι άνθρωποι, επίγειοι Άγγελοι. Περίοδος αναγεν­νήσεως του μοναχικού φρονήματος μετά τις εθνικές περιπέ­τειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Οκτωβριανής Επαναστάσεως. «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα». Άγιος Βασίλειος, Κερασιά, Καυσοκαλύβια, Βίγλα, Αγ. Πέτρος, Αγ. Άννα, Νέα Σκήτη, όλες έχουν να επιδείξουν αγίους ανθρώ­πους, άξιους καλόγερους, αφανείς ήρωες της σκληρής ασκη­τικής ζωής. Έτσι ή ορφάνια του Γερασιμάκη ήταν πρόσκαι­ρη. Αυτά τα πνευματικά αναστήματα πού υπήρχαν και άλλα πού δειλά-δειλά αναφαίνονταν τον βοηθούσαν, τον συγκρατούσαν. Και ή ανάβασης συνεχίζεται. Ή κορυφή του Άθω είναι ψηλά και όποιος ανεβεί εκεί βλέπει και θαυμάζει
«α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη».
Στο εργόχειρο του το πτωχό και ταπεινό έχει συνεργάτη την ευχή· την σωτήριο ευχή. Συμπορεύεται με την προσοχή για το φτιάξιμο του σφραγιδιού, του κουταλιού. Εργάζεται και για τα δυο, εργάτης του πνευματικού και του υλικού.
Ή διαρκής ευχή θαυματουργεί, μπαίνει μέσα του και γι' αυτό τα χέρια του δουλεύουν ασταμάτητα και ευθυγραμμισμένα, Βραβείο του αγώνα του τα καλά και επιμελημένα σφραγίδια και κουτάλια. Άλλος βέβαια τα κινεί τα χέρια του, όπως αργότερα θα ειπεί και για τα υμνογραφήματά του. Βλέπει όμως συγχρόνως ότι «ουκ έπ' άρτω μόνον ζήσεται άνθρω­πος» και αρχίζει και μειώνει, λιγοστεύει την επίδοση του στο εργόχειρο και λίγο-λίγο εργάζεται για τα προς το ζην και ασχολείται πλέον με το διάβασμα και το γράψιμο· «σώ­μα εργάζου ίνα τραφής, ψυχή νήφε ίνα σωθής», και ή νήψις ολίγον κατ' ολίγον κατοικεί μέσα του. Παίρνοντας ευλο­γημένη ορμή από την ανάγνωση των πατερικών κειμένων, δεν του αρκούν πλέον οι αναγνώσεις της ακολουθίας στην Εκκλησία. Ασχολείται με την σωτήριο ευχή και διαβάζει από τους Πατέρας ότι πρέπει, ότι, μπορεί, συμφωνά με τις πνευματικές του δυνάμεις.
Αυτό αργότερα μας το μεταφέρει πατρικά και πρακτικά. «Όταν πηγαίνουμε στο Δημοτικό σχολείο, δεν διαβάζουμε μαθήματα του Πανεπιστημίου. Κίν­δυνος παρανοήσεως και παρεξηγήσεως, παιδιά μου».
Λόγια μεστά διακριτικής σοφίας. Οι «εν Αθήναις» γνώσεις του τον βοηθούν, διότι ωφελή­θηκε εξ ελληνικών λόγων στο να καταλαβαίνει τους Πατέ­ρας.
Διαβάζει ασταμάτητα. Αποταμιεύει όσα μπορεί νοήμα­τα, που με την βοήθεια της αγίας ευχής του «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» τυπώνονται μέσα του, και ή ανάβασης συνεχίζεται. Βραβεύεται ή εργατικότητα του και ή σωστή καλογερική με τάλαντο. Δεν το κρύβει, αλλά εργάζεται μ' όλη του την δύναμη να το παρουσίαση αυξημένο. Ό Δωρεοδότης δίδει και ό δωρεοδόχος παίρνει, για να ανταποδώση ευχαριστώντας «όλη ψυχή και διανοία». «Ή του θείου Πνεύ­ματος επιδημήσασα δύναμις» έρχεται και στον πατέρα Γε­ράσιμο «ως ήχος φερομένης βιαίας πνοής» και πληροί τον οίκον της ψυχής του και τον σπρώχνει στην βουλή του Θεού. Τον θέλει Υμνογράφο των μεγαλείων Του, των ευαρεστησάντων Αυτόν Αγίων Του. Τον εκλέγει. Τον χαριτώνει. Του επιτρέπει πειρασμούς, αλλά και δύναμη να τους σηκώνει και να τους αντιμετωπίζει. Τον ταπεινώνει, για να μη χάση. Τον φωτίζει να γραφή, αλλά και να ζητεί: «Φώτισόν μου το σκό­τος», όπως ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς. Τον θέλει «υιόν του κατά χάριν». Και ό Γεράσιμος υπακούει και ή κάθοδος της φλογός αρχίζει και συνεχίζεται. «Λαλεί Κύριε και ό δούλος Σου ακούει».
Αρχίζει ή συγγραφή. Πρώτο υμνογραφικό έργο στην Παναγία, σημάδι της αγάπης του γι' αυτή, αναγνώριση της κυριότητος του τόπου Της, παράκληση για την πρεσβεία Της, σιγουριά για την κατάληξη του. Και γράφει. Γράφει τα πρώτα, τα δεύτερα, τα τρίτα. Δεν μένει μόνο στα γραπτά, στον άγουρο του λόγο. Ταπεινώνεται. Αναγνωρίζει ότι εί­ναι νέος και άπειρος και τα δείχνει στους τότε σοφούς και γνώστες του είδους, όπως ό Εύλόγιος Κουρίλας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών. Ζητεί παρατηρήσεις, διορθώσεις, προτάσεις. Ή ταπείνωση του βραβεύεται με τις προτροπές και τους επαίνους. Κάθε αρχή και δύσκολη, αλλά και λό­γος καλός για την συνέχιση.
Και συνεχίζει να γραφή. Υμνεί τα μεγαλεία του Θεού, της Κυρίας Θεοτόκου, των εκλεκτών του Θεού Αγίων. Πώς άραγε γράφει; Έτσι; Απλά; Αβίαστα; Χωρίς τίποτε; Χωρίς επίκληση; Όχι αδελφοί μου. Όλη του ή ζωή ήταν προσευχή. Ή ευχή ήταν ή αναπνοή του και το «ελθέ και σκήνωσον εν ημίν» ή ολοήμερος επίκληση του. Το ζητούσε με μεγάλη ταπείνωση, γιατί γι' αυτό ξενιτεύθηκε, και ό Θεός «έτεινε ευήκοον ους» και του έλεγε: «Πατήρ σου και Μήτηρ σου και αδελφός σου ειμί», μη φοβάσαι, «έτι σου λαλούντος, εγώ πάρειμι». Και αυτό το είχε πιστέψει, το είχε χωνέψει, ότι τίποτε δεν είναι δικό του στη ζωή του, πολύ μάλλον αυτό το χάρισμα.
Γι' αυτό και πάντοτε διεκήρυττε ότι «Θεού το δώρον, ούκ έξήμών». «Ό Θεός χρησιμοποιεί το χέρι μου σ' αυτά. Δεν είναι δικά μου. Μόνα τους βγαίνουν. Άλλος μου τα λέει», και άλλα παρόμοια. Τα έλεγε και τα πίστευε. Δεν ταπεινολογούσε κενολογώντας ψευδόμενος, δι­ότι «το Πνεύμα το άγιον ην εν αυτώ» και στα γραπτά του. Και ή ηλικία περνάει και ό χρόνος τρέχει, χωρίς να γυρίζει πίσω. Μαζί με την πνευματική ισχυροποίηση και ενδυνάμωση, αυξάνει και ό πόλεμος. Ό πειρασμός μεγαλύτερος, αλλά και ή αντίσταση σιδερένια. Ή χάρις δεν τον εγκαταλείπει. Οι καρποί της μυστικής ζωής του φαίνονται στο δένδρο, μιας και τα λουλούδια παραχώρησαν την θέση τους στους καρπούς, και ό Γεράσιμος, γνώστης της αναξιότητας του, τους μαζεύει και τους φυλάγει, μη χαλάσουν και μείνει νηστι­κός πνευματικής τροφής.
Κατ' αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζει τον Σατανά, πού οφθαλμοφανώς πλέον του παρουσιάζεται σαν σκυλί σε μια φεγγαρόλουστη καλοκαιρινή και με το τεμπελόξυλο Ακο­λουθία, το όποιο, όταν ό απλούς και απονήρευτος Γερά­σιμος πλησιάζει να χαϊδέψει, εξαφανίζεται με θόρυβο και δυσοσμία. Του εμφανίζεται σαν άσπρος τράγος με κόκκινα μάτια και βλέμμα τρομερό σε μέρος πού δεν υπήρχε ζωή στα βράχια της Αγίας Αννης. Του εμφανίζεται σε σύννεφο πού βγάζει γυναικείες φωνές και γέλια στη θέση «Κρύα Νερά» της Λαύρας. Αλλά πώς να τον πειράξουν τον αγωνιστή; Ού­τε καν επιτρέπει ό Θεός να τον αγγίξουν. Μόνον έμπειρο τον κάνουν. Αυξάνουν οι πνευματικές εμπειρίες και αυτό του δίδει δύναμη για την συνέχιση του έργου του, του τα­λάντου του.
Και ή καταξίωση συνεχίζεται με την αποδοχή και αγάπη των πατέρων, Όταν ό Γερασιμάκης θεραπεύει την ευλάβεια τους προς κάθε τι πού θέλει υμνολογία, αλλά σταδιακά και από την Εκκλησία της Ελλάδος, σε σημείο μάλιστα πού κα­τά καιρούς λαμβάνει εύφημους μνείας και επαίνους από τους Αρχιεπισκόπους Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, Σπυρίδωνα Βλάχο, Θεόκλητο και Χρυσόστομο και από άλλους κατ' ιδί­αν Αρχιερείς. Στα δαυϊτικά του χρόνια αναφέρεται από τον Γρηγόριο Παπαμιχαηλ στην Ακαδημία Αθηνών και τιμάται αργότερα απ' αυτήν με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημί­ας Αθηνών. Όλα αυτά όμως δεν τον συγκινούν. Δέχεται α­πλά την καταξίωση και «σκύβαλα πάντα ηγείται, ίνα Χριστόν κερδήση». Αν και βλέπει και αισθάνεται ότι με μεγάλη ευχέρεια «ύμνους υφαίνει συντόνως τεθηγμένους», αν και αναγνωρίζει ότι «εργώδες εστί», εν τούτοις δεν υπερηφανεύ­εται, δεν φουσκώνει που τα κατορθώνει.
Και ή κάθοδος της φλογός συνεχίζεται- μια ατελείωτη Πεντηκοστή, πλούσια και δαψιλής. Όντως ή υπόσχεσης ότι «ποταμοί ρεύσουσιν εκ της κοιλίας αυτού» λαμβάνει σάρ­κα και οστά. Και γράφει, γράφει. Τί γράφει; Ύμνους και δοξολογίες. Δεν διακρίνει κανέναν. Τους ικανοποιεί και τους ευχαριστεί όλους. Γιατί όλοι θέλουν να προσφέρουν, στον Θεό, στην Παναγία, στους Αγίους που ευλαβούνται, κάτι, και αυτό με την πέννα του Γερασιμάκη. Κατ' αυτόν τον τρόπο «ομολογούν την χάριν, κηρύττουν τον ελεον, ου κρύπτουσι την ευεργεσία». Και καταξιώνεται ή ταπείνω­ση του. Τώρα την έχει συγκάτοικο του. Τον κάνει αγαπητό. Τον διατηρεί καταδεχτικό. Ζει όσο του επιτρέπει ό Θεός κρυ­φά και μυστικά. Αγωνίζεται να βίωση το «ή ζωή ημών κέκρυπται» και το πετυχαίνει.
Ή αγωνία της σωτηρίας του, ό λόγος «δι' ον εξήλθε» δεν του επιτρέπει να ευχαριστιέται στους επαίνους, στις τιμές, στις δόξες. Χαιρόταν για ότι του λέγανε, άλλα όχι για το πρόσωπο του, αλλά γιατί το έργο του καταξιωνόταν ανα­γνωριζόμενο από τους πνευματικούς ανθρώπους. Τα τιμητικά διπλώματα, τα μετάλλια και τις οποιεσδή­ποτε επί χάρτου διακρίσεις, τα έβλεπε μια και μόνο φορά.
Δεν έπαιζε μ' αυτά. Δεν ευχαριστιόταν στην επανάληψη της ανάγνωσης τους. Δεν περιεργαζόταν τα μετάλλια. Τα έκρυβε επιμελώς και τα έδινε και τα έκρυβα κατόπιν εγώ. Δεν ή­θελε να τα εμφανίζουμε. Μου έλεγε χαρακτηριστικά: «Έλα πάρ' τα, φτάνει, τα είδα παιδάκι μου. Ό Θεός να με φύλαξη απ' αυτά. Ουαί εάν περισσεύση το όνομα μου πλείον των έρ­γων μου. Μπορώ να πάρω βραβείο εκεί; Αυτό θα μου μείνει. Κρυφό τα τώρα. Δεν μου χρειάζονται.
Νάναι καλά οι άνθρω­ποι, αλλά αλλοίμονο μου».
Ποτέ δεν πρόβαλε τον εαυτό του. Όπου πήγαινε, όπου τον καλούσαν, αν και τον τιμούσαν οι πατέρες, περίμενε πότε θα του μιλήσουν και που θα τον βάλουν. Ζητούσε την αφάνεια και επεδίωκε αυτήν την αφάνεια, αλλά μέχρι πότε; Το θεοφιλές έργο του τον έκανε σεβαστό και αγαπητό και υπολογίσιμο. Αλλά ό αείμνηστος άλλου είχε τον νουν του. Όταν έπαιρνε το κομποσκοίνι χανόταν σε άλλους κόσμους. Κάποτε του ξέφευγαν φράσεις, λέξεις που προσπαθούσαμε να αντιληφθούμε, αλλά μάταια. Ή προσευχή του ήταν αίτη­ση ελέους και φωτισμού, και τα έπαιρνε. Έβλεπε το έργο του όντως δώρο Θεού, πνευματοκίνητο και όχι ανθρωποκίνητο, όχι δικό του, ποτέ. Ούτε το πίστευε ποτέ, ούτε το δια­κήρυξε.
Τότε έρχεται πλέον μια αναγνώριση πού ούτε την περίμε­νε. Ό Πατριάρχης Αθηναγόρας με την Ιερά Σύνοδο τον ανα­γορεύει «Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησία του προς την καθόλου Εκκλησία. Αυτό του δίδει μεγάλη χαρά, χαρά που προέρ­χεται από την υπερβολική του αγάπη και προσήλωση στον Οικουμενικό Θρόνο, στην Κωνσταντινούπολη. Ή αγάπη του και ή πολυμάθεια του για την Πόλη των ονείρων ήταν κάτι μεγάλο, ξακουστό. Ήταν γι' αυτόν ή πηγή όλων των καλών, σε όλους τους τομείς. Ή παράκληση του: να την δη ελεύθερη.
Έτσι λοιπόν, προσευχόμενος, γράφοντας και τιμώμενος φθάνει στη δύση του. Μεστωμένος, παραγωγικότατος, πολυγραφότατος, εκφραστικότατος, θεολογικώτατος πάνω από όλα και ασκητικότατος στο έπακρο. Οι πνευματικές του δυ­νάμεις δεν τον εγκατέλειψαν. Οι σωματικές για την ηλικία του ήταν πολύ καλές και δεν άφηνε τόσο την νοερά όσο και την αισθητή προσευχή.
Διάβαζε και προσευχόταν. Τερπνά του αναγνώσματα: ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, Όμιλίαι Πνευματικοί Μακαρίου του Αιγυπτίου, Φιλοκαλία. Διαβάζοντας, πετούσε άλλου ό νους του, σε άλλες θεωρίες. Όταν δε έγραφε και έβγαινε μετά το τέλος κάποιας ακολουθίας, ήτο άλλος, άλλ' ουκ αλλιώς, έ­φεγγε λουσμένος από την θεία χάρη και το καταλαβαίναμε και εμείς «οι μη έχοντες τι».
Ή φυσική αιτία της φυγής του από τον κόσμο, τον βρήκε γράφοντας στο γραφείο του. Άφησε ατελείωτη την ακολου­θία του οσίου Στεφάνου του Ομολογητού, γιατί τον κάλεσε ό Θεός. Την άφησε στους Αίνους και την συνεπλήρωσε με την κοίμηση του στους Ουρανούς, για να μη τον αφήσει παραπονεμένο.
Έφυγε «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος» μέσα στην αγκαλιά μας. Την προηγουμένη τον μεταλάβαμε και ήτο πολύ συντετριμμένος, γιατί μετέλαβε στο δωμάτιο του, και έκλαιγε για την συγκατάβαση Του, να έλθει στο δω­μάτιο του ό Χριστός. Ποτέ δεν το διανοήθηκε. Και επετάσθη επί πτερύγων ανέμων, εις την αίδιον μακαριότητα, α­ναμένοντας την Δευτέρα Παρουσία, κοιτάζοντας με και εκπνέοντας σαν πουλάκι. Οι τελευταίες του φράσεις ήταν επικλήσεις στους αγίους πατέρας Διονύσιο και Μητροφάνη και στον άγιο Νεκτάριο, Αγίους που ιδιαιτέρως τίμησε, και προπάντων στην Παναγία, την οποία «Κύριος οίδε» πόσες φορές θα ένοιωσε δίπλα του.
Ή όλη του ζωή χαρακτηριζόταν από την κατά Θεόν πτώ­χεια, την σωματική ταλαιπωρία (στο κρεβατάκι του δεν χωρούσε, ποτέ δεν άπλωνε τα πόδια του). Ευχαριστιόταν στα δυόμισι τετραγωνικά, το θεωρούσε παλάτι· χαρακτηριστικό το λιτοδίαιτο του. «Παχεία γαστήρ λεπτόν ου τίκτει νόα», έλεγε μεταχειριζόμενος το αρχαίο γνωμικό. Φιλακόλουθος στο έπακρο, παράδειγμα για μας.
Διορθωτής τέλειος στα λε­κτικά σφάλματα μας. Πρώτος έμπαινε στην Εκκλησία, τε­λευταίος έβγαινε. Θεωρούσε την Ακολουθία προοίμιο της καρδιακής προσευχής, και πάντα ανέφερε το παράδειγμα του αγίου Παλαμά, πού τον προέτρεψε ό άγιος Αντώνιος να πάη να προσευχηθεί με τους άλλους Πατέρας, όταν ήθελε να προσευχηθεί με κομποσκοίνι και μόνος. Θεωρούσε την νοερά προσευχή βραβείο υπακοής και χάρισμα όχι για όλους. Ή αποφυγή κοσμικών φροντίδων φέρνει τον νουν σε θεωρία πάντα με υπακοή· «υπακοή ζωή, παρακοή θάνατος».
Συγκινούμαι που τον ενθυμούμαι. Όταν τον γνώρισα στην Θεσσαλονίκη μέσω του σεβαστού και πολυφίλητου νυν Μητροπολίτου Βέροιας, Ναούσης και Καμπανιάς, μου φάνταζε μυθικός γίγαντας με αρχοντική ιεροπρέπεια. Μάτια σπινθηροβόλα, γέλιο μικρού παιδιού, συμπεριφορά αριστοκράτου και λόγος «αλάτι ηρτυμένος». Όταν δέθηκα στο άρ­μα του, τότε τον γνώρισα καλύτερα. Βρήκα στοργικό πάτερα με αυστηρότητα και γλυκύτητα. Βρήκα τον αδελφό, τον φίλο, το στήριγμα, την παρηγοριά, τον μεσίτη στον Θεό.
Επανέρχομαι, όμως, στην αξέχαστη μακαριά απλότητα του, που πίστευε τα πάντα και τους παντας, αυτός ό τόσο ευφυής. Απλότης μικρού παιδιού, αφέλεια μικρού παιδιού. Ή απλότης είναι μισή αγιότης, έλεγε αγιορείτης γέροντας. «Ανήρ αγαθός πιστεύει παντί ρήματι», μας έλεγε όταν τον πειράζαμε. Αλλά ό Θεός αναπαύεται σ' αυτούς, όπως και στους ταπεινούς. Αμίμητη ή υπακοή του και ή προσήλωση του στους λόγους του αειμνήστου γέροντος Διονυσίου. Αρχιερεύς της Ελλαδικής Εκκλησίας εξεπλάγη, όταν τον παρέπεμψε στον π. Διονύσιο για κάποιο ζήτημα.
Όταν σαν άνθρωποι λέγαμε καμιά κουβέντα παραπάνω, πρώτος ση­κωνόταν και έβαζε μετάνοια, παρακαλώντας να τον συγχω­ρέσουμε, επειδή πίστευε ότι ήταν ή αιτία του πειρασμού. Ξεχνιούνται αυτά; Στερούμενος στα ταξίδια Ακολουθίας, έκαμε αυτήν με το κομποσκοίνι. Δεν άφηνε χαμένο καιρό. Ή ευχή ήταν στο στόμα του. Όλο μας προέτρεπε. «Ονόματι Χριστού μάστιζε πολεμίους. Μη μετεωρίζεστε από εδώ και από εκεί. Να αιχμαλωτίζετε τον νουν σας εις το όνομα του Χριστού».
Ή ελεημοσύνη του παροιμιώδης. Φιλοξενούσε και περιέθαλπε φίλους και γνωστούς, καλογήρους και λαϊκούς. Στην ομιλία του ήταν προτρεπτικός για μετάνοια και εξομολόγη­ση και επιπλέον στους μοναχούς τόνιζε την υπακοή. Την υ­πακοή, πού γεύθηκε τους καρπούς της. Αγαπούσε το φυσικό περιβάλλον και το πρόσεχε.
Το λίγο χώμα πού είχε το αξιο­ποιούσε, και πάντα είχε και λίγα λουλούδια για τον Τίμιο Πρόδρομο. Ευχαριστιόταν πολύ στη φύση και ασχολείτο με αυτήν στο σκάψιμο, στο φύτεμα, στο κλάδεμα. Ή ζωή στη Μικραγιάννα αναγκαστικά σε' μαθαίνει πολλά πού πρέπει να κάνης μόνος σου.
Ή αγάπη του και ή ευσπλαχνία του επεκτεινόταν και στα κατοικίδια, και τα περιποιείτο το κατά δύναμιν. «Δί­καιος οικτείρει ψυχάς κτηνών αυτού», έλεγε. Εδώ αναγκά­ζομαι να αναφέρω ότι τα διάφορα ζώα πού έχουμε -εν φόβο Θεού το λέγω- όταν τα φώναζε, ερχόντουσαν κοντά του, τα χάιδευε, τα τάιζε, κάτι πού πολλές φορές αδυνατούσαμε να κάνουμε εμείς.
Τον πείραζα και τον έλεγα Γεράσιμο Ιορδανίτη και γελούσε σαν μικρό παιδί.
Φιλάσθενος στην κράση του και φιλάδελφος ήταν. Δύο γεροντάκια περιέθαλψε φυματικά με' κίνδυνο της ζωής του. Αλλά ό Θεός ήταν κοντά του και δεν τον άγγιξε ή αρρώστια. Αγαπούσε την ειρήνη και την επεδίωκε σαν μέσο α­ναβάσεως.
Υπηρέτησε με αυταπάρνηση την Σκήτη μας σαν Βιβλιοθηκάριος και Τυπικάρης. Στο διακόνημά του τυπικός και προσεκτικός, δεν φοβήθηκε καιρικές συνθήκες, χιόνι, βροχή, αέρα, διότι έπρεπε να πηγαίνει μακριά.
Ήξερε ότι υπηρετεί την Αγία Άννα. Κολλάει το μυαλό μου και όχι ή γλωσσά μου στο να σας μεταφέρω αυτά τα εξωτερικά του που γνώρισα.
Αυτά όλα που προανέφερα, αυτά που ένοιωσα, αυτά που είδα, αυτά που άκουσα «δια πολλών μαρτύρων, ταύτα παραθέτω πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και έ­τερους διδάξαι». Είναι, επαναλαμβάνω, τα εξωτερικά. Για την υπομονή του επαινέθηκε, για την υπακοή του τον ευλαβήθηκαν, για την επιμονή του τον ύψωσαν, για την αγάπη του τον αγάπησαν, για το έργο του τον τίμησαν, για την ζωή του τον προέβαλαν ως παράδειγμα. Θυμάμαι χαρακτηριστι­κά τον γέρο-Γερόντιο των Δανιηλαίων να μου λέει: «Άκου πάτερ, ό Γεράσιμος είναι ήρωας, γιατί κάθισε μόνος στην ε­ρημιά και για αυτό τον ευλόγησε ό Θεός. Αν δεν έχεις κότσια, δεν κάθεσαι.
Λοιπόν να τον σέβεσαι και να τον ακούς». Πώς να ξεχαστούν αυτά; Πώς να ξεχάσω την ώρα της Μεταλήψεως, πού έκλαιγε και έλεγε λόγια που μόνος αυτός τα καταλά­βαινε; Πώς να ξεχάσω τα δάκρυα στο κελλάκι του, που τα δικαιολογούσε με την στερεότυπη φράση, «κλαίω τις αμαρ­τίες μου»; Άραγε αυτή ήταν ή αίτια ή κάτι άλλο; Ουκ οίδα, ό Κύριος οίδε. Εγώ μόνον εξωτερικά γνωρίσματα αντιλαμ­βανόμουν.
Δυστυχώς για εμάς, ευτυχώς για εκείνον, κρατούσε μυστι­κότητα ζωής. Μετά δυσκολίας θα του έβγαζες λόγο για τον εαυτόν του, και αυτόν θα τον κάλυπτε τεχνικά να μη φανεί ότι προέρχεται από αυτόν. Εάν ενίοτε παραχωρούσε ό Θεός για να στηριχθούμε εμείς, τότε ως εκ θαύματος, έστω και μετρημένες φορές, μαθαίναμε κάτι για την ζωή του. Της χάριτος όμως τα σημεία, ουδέποτε απεκάλυψε. Ιδιοτροπία, παραξενιά, φόβος μη χάση απ' αυτά που κέρδισε; Πάντως νομίζω ότι μας αρκούσαν. Εδώ δεν κρύβω ότι στα γεράμα­τα του, ευδοκία Θεού, μας αποκάλυψε μια και μοναδική πε­ρίπτωση Θεοφανίας. Ποιος ξέρει, πώς και από που πιέστη­κε; Το μεταφέρω στην αγάπη σας.
Στα πρώτα χρόνια της εγκαταλείψεως από τον Γέροντα του, πειράχθηκε δυνατά. Λογισμοί διάφοροι και ποικίλοι τον «εκύκλωσαν ώσπερ μέλισσαι κηρίον». Ή μοναξιά συνέ­τεινε στην όλη κατάσταση και ό ίδιος ήταν μια φουρτουνια­σμένη θάλασσα. Δεν τον χωρούσε ούτε το κελλάκι του, ού­τε το εργαστήριο του. Φαγητό και νερό δεν κατέβαιναν. Ό ύπνος κόπηκε, ή διάθεση άλλαξε.
Ό πειρασμός δεν έφευγε. Μόνο καταφύγιο ή προσευχή. Μόνη ανάπαυση ό ναός του Τιμίου Προδρόμου. Μπαίνει στον ναό, γονατίζει, και με το κεφάλι κάτω κλαίει ασταμάτητα και παρακαλεί. Παρακα­λεί για το έλεος του, για την ενίσχυση του, για την παραμο­νή του, για την υπομονή του. Το ξύλινο πάτωμα μούσκευε και ή καρδιά του επιζητούσε δροσιά. Ποιος ξέρει πόσην ώρα μένει γονατιστός, κλαίγοντας. Ξαφνικά στα κλειστά δα­κρυσμένα μάτια του κάποια λάμψη περνάει, σαν αστραπή. Μια ανταύγεια. Τολμά και ανοίγει τα μάτια του και, ώ των θαυμάσιων Σου Χριστέ μου, χωρίς να σηκωθεί, αισθάνεται απέναντι του ότι υπάρχει κάτι το φωτεινό, το ηλιόλουστο, το χιονοφεγγές. Συγκεντρώνει τον εαυτό του και παρατηρεί δειλά-δειλά δυο πόδια γυμνά, ένας ολόλευκος χιτώνας.
Τα πόδια έχουν πληγές, άλλ' ό χιτώνας καθαρός. Λίγο ακόμα και αντικρίζει δύο παλάμες, δυο παλάμες με πληγές. Δεν προχωρά στο ανασήκωμα. Φτάνει έως εδώ. «Ό Κύριος μου και ό Θεός μου!» Είδον οι οφθαλμοί μου τον Σωτήρα μου. Είδα τους τύπους των ήλων, το φως της Μεταμορφώσεως με τα στίγματα της σωτηρίας μας. Τί άλλο ήθελε; Γέμισε ή ψυχή του, «ηγαλλιάσατο το πνεύμα του επί τω Θεώ τω Σωτήρι του». Ή απερίγραπτη δύναμη του σ' αυτό οφείλεται. Ή όλη του ζωή εξαρτήθηκε απ' αύτη την Θεοφάνεια. Τον αγάπησε ό Θεός και δεν τον εγκατέλειψε. Απομακρύνθηκε για δοκιμή και πάλι επέστρεψε και τον στερέωσε. Τον ήθελε, τον ήθελε Υμνογράφο Του, υπηρέτη Του και υμνητή των Αγίων Του.
Προσευχή πριν γράψει, προσευχή στο γράψιμο, προσευ­χή και μετά το γράψιμο. Βρισκόταν σε συνεχή προσευχή. Αυτή τον ανέβαζε και του κατέβαιναν νοήματα τόσα πολ­λά, πού απορούσε ποιο να πρωτοχρησιμοποιήση.
Ή χάρις του Παναγίου Πνεύματος φαινόταν, καθώς «επί τίνα επιβλέψω, άλλ' ή επί τον πραον και ησύχιον και τρέμον­τα μου τους λόγους», κατά τον Προφήτην, δια τούτο και αλλοιωνόταν ή μορφή του. Και δεν ήμουν ό μόνος πού το καταλάβαινα, ήταν και οι άλλοι, και όλοι το ομολογούσαν.
Προσηλωμένος στην καλογερική αδιάλειπτα, έκανε τον ατομικό του κανόνα· πάντα κρατούσε περίσσευμα για ώρες ανάγκης. Ό κανόνας στον μοναχό είναι ό αποταμιευόμενος θησαυρός με το μεγάλο επιτόκιο και τους ανάλογους τό­κους. Σταματά ό νους μου για άλλα. Ίσως επειδή επιμελώς απέφευγε να μιλά ό ίδιος και δεν δεχόταν να μιλούν οι άλλοι για κείνον.
Εφοβείτο πολύ το κριτήριον, λόγω του ότι ένοιωθε ότι δεν έκανε τίποτε. «Τί απολογήσομαι;» έλεγε και ξανάλεγε.
Την ώρα του κοινωνικού, πριν μεταλάβει, πάντα με δά­κρυα κατανύξεως προσευχόταν και εμείς μικροί τότε αργή­σαμε να καταλάβουμε ότι ή στιγμή της ενώσεως αυτής με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού ήταν τόσο μεγάλη και φρικτή, γι' αυτό πού κοπίασε ώστε να φέρει τα ευλογημέ­να δάκρυα. Με τέτοια δάκρυα αρκετές φορές τον συναντώ στο κελλάκι του, αλλά πάντοτε με την στερεότυπη φράση, «κλαίω τις αμαρτίες μου». Άραγε αυτό ήταν; Μήπως ήταν κάτι άλλο; Μήπως έβλεπε ή άκουγε ή οσφραινόταν κάτι; Ουκ οίδα, ό Κύριος οίδε. Δυστυχώς για μας, ευτυχώς για κείνον, ήταν πολύ μυστικός. Ελαχιστότατα έβγαζε από το στό­μα του κάτι για τον εαυτόν του. Τυχαία, ίσως κατά παραχώρησιν Θεού, όπως γίνεται συνήθως, για να ενισχυθούμε.
Τους οφθαλμοφανείς πειρασμούς του τους έλεγε για δικό μας καταρτισμό. Τους μάθαμε και μας τους φύτευσε για να προσέχουμε. Αλλά της χάριτος τα σημεία, ουδέποτε τα απε­κάλυπτε. Είχε στο νου του το πατερικό πού ανέφερα στην αρχή της ομιλίας μου, «αρετή αποκαλυπτόμενη, μοιχεία πα­ρά τω Θεώ γνωρίζεται».
Δεν γνωρίζω άλλα να πω αδελφοί μου για τον Γέροντα μου, γιατί ήταν για τον εαυτό του. Δεν έκανε όμως κακό.
Καλό προξένησε στην ψυχή του. Κέρδισε, δεν έχασε. Σε τί θα τον ωφελούσε να εξωτερικεύει τα βιώματα του; Τα ση­μεία της χάριτος είναι χειροπιαστά για λίγους και σε λίγους κατανοητά. Ήταν εσωτερικός, δεν ήταν εξωτερικός. Το πα­ράδειγμα του στην συναναστροφή μας, μας αρκούσε.
Έτσι σκεφτότανε, έτσι έκανε. Προσπαθούσε να είναι τύπος εν πάσι και το κατάφερε. Μας άφησε τρόπο ζωής, ζωής καλογερι­κής, ζωής αγιορείτικης, ζωής διακρίσεως.
Αυτό, αδελφοί και πατέρες, είναι το μοναδικό των όσων γνωρίζω. Τίποτε άλλο. Πάντως εμείς και αν δεν ακούσαμε, δεν χάσαμε. Τον είχαμε ζωντανό δάσκαλο με τα λόγια του και τα έργα του. Ή εν γένει συναναστροφή του ήταν ένα παράδειγμα για μίμηση.
Το χάρισμα, το τάλαντο το απέκτησε από μόνην αυτήν την γνήσια καλογερική αγιορείτικη ζωή. Ζωή πού δεν είχε παραθυράκια διαφυγής. Εν γνώσει του καλογέρεψε, εν γνώ­σει του παρέμεινε, εν γνώσει του απέφυγε δόξες και τιμές δελεαστικές για τον καθένα μας. Δεν άλλαξε το μοναχικό ράσο με τον σάκο του Επισκόπου, ούτε το ταπεινό εργα­στήρι του με το γραφείο του Καθηγητού Πανεπιστημίου και την αετοφωλιά του με θαυμάσιο σπίτι, ούτε την αγιορείτικη ορθόδοξη παράδοση του με αλλότρια και οθνεία δόγματα, πού σιγά-σιγά και δειλά-δειλά δυστυχώς μπαίνουν στο Άγι­ο ν Όρος.
Παρέμεινε πιστός στον αναδείξαντα αυτόν Χριστό μας και γενόμενος σκεύος του Παναγίου Πνεύματος φωτίστη­κε και έγραψε ότι έγραψε. Αν ό Γεράσιμος δεν είχε άγιο Πνεύμα, τότε ποιος είχε; Ήταν ταμειούχος της θείας χάριτος ή όχι; «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Αυτός ήταν, γι' αυτό και έγραψε και τέτοια έργα.
Θα μπορούσα να σας αναφέρω πάμπολλα για τον Γέροντα μου από ανθρώπους οι όποιοι και τον έζησαν ως προσκυνηταί στο κελί μας και συνομίλησαν μαζί του, αλλά και στις εξόδους του στον κόσμο.
Πριν κλείσω την πνευματική μου φλυαρία, χρέος θεωρώ να αναφέρω τα της τελευτής του. Ζήτησε από την Παναγία, όταν θα έλθη ή ώρα του, να μη μας κούραση αλλά και να έχει σώας τας φρένας του, τα μυαλά του. Έτσι και έγινε. Εί­κοσι λεπτά πριν κοιμηθή τον ύπνο των δικαίων, χτενίσθηκε, ξάπλωσε και μίλησε με τον γείτονα μας π. Δανιήλ των Δανιηλαίων και έκανε να ανασηκωθεί. Του έπιασα το χέρι και με κοίταξε· έγειρε στο μαξιλάρι του, ανέπνευσε τρεις φορές και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, προσδοκώντας την ανάσταση και την κρίση πού με τόσο πόθο εσκέπτετο.
Επειδή δε ήτο πάντα άνθρωπος της ησυχίας, προφανώς θα ζήτησε να φυγή αθόρυβα χωρίς Ιδιαιτερότητες. Και αυτό εκπληρώθηκε. Όταν κοιμήθηκε, έπιασε φοβερή κακοκαιρία και χιονιάς πρωτοφανής, θαλασσοταραχή αναπάντεχη και δεν μπόρεσαν να έλθουν αυτοί πού επιθυμούσαν, φίλοι Αρ­χιερείς, ό εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχου, κλη­ρικοί και άπειροι γνωστοί λαϊκοί. Έτσι ή κηδεία του έγινε απλή, απλούστατη, καλογερική, με τους ανθρώπους πού συνέζησε. Όπως πάντα ήθελε να αποφυγή τις φασαρίες.
Σε φίλο κληρικό της Κορίνθου που εξέφρασε την επιθυμία να παρευρέθη στην κηδεία του, του είπε: «Παπά μου, δεν θα έλθεις, γιατί θα γίνει εν Σαββάτω και καιρώ χειμώνος». Ό­πως το είπε, έτσι και έγινε, και δεν ήλθε ό κληρικός.
Είναι πολλά, αξιόλογα, αληθινά και ανεπιτήδευτα. Προ­έρχονται και από επίσημα στόματα και από ταπεινά, από μικρούς και μεγάλους, από μορφωμένους και αμόρφωτους. Όλα έχουν την αξία τους, όλα την αλήθεια τους.
Προτίμησα, λοιπόν, να αναφερθώ σ' αυτά που άκουσα, που είδα, που ένοιωσα, και να σας τα μεταφέρω χωρίς ρητορίες και θεολογικούς σχεδιασμούς. Άλλωστε είμαι και ολιγογράμματος. Δόξα τω Θεώ, και συγχωρέστε με, αν παρέτεινα τον λόγο μου ή πάνω σ' αυτόν είπα κάτι που έβλαψε.
Ή χάρις της Κυρίας Θεοτόκου να σας σκέπη και οι πρεσβείες του Τιμίου Προδρόμου να σας ενισχύουν στον πνευ­ματικό σας αγώνα, δια ευχών του σεβαστού μου αγίου Γέροντος.

ΒΙΒΛΙΟΓ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡ 34

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.