Ή Ελπίδα Άλεξανδρίδου γεννήθηκε το 1950 και ήταν το έκτο παιδί πολύτεκνης οικογένειας 7 αδελφών.
Όταν ήταν 18 χρόνων αρρώστησε από νεφροπάθεια. Σύντομα μπαίνει στις περιτοναϊκές πλύσεις. Ακολουθεί ή πρώτη μεταμόσχευση νεφρού. Μετά τρία χρόνια απορρίπτεται ό νεφρός και μπαίνει στην αιμοκάθαρση. Συνολικά έκανε αιμοκάθαρση 24 χρόνια από τα όποια τα 4 σχεδόν χρόνια ήταν ανάπηρη στο καρότσι από βαρύ αιμορραγικό εγκεφαλικό πού έπαθε. Αυτά τα 4 χρόνια δεν μπορούσε να μιλήσει. Μόνο μία λέξη έλεγε' «έλα».
Στα χρόνια της αιμοκάθαρσης το 1983, έκανε και δεύτερη μεταμόσχευση νεφρού χωρίς επιτυχία, από την οποία ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα.
Σε όλα τα χρόνια της ζωής της, βεβαιώνει ή αδελφή της κ. Αικατερίνη, ουδέποτε την είδα απογοητευμένη. Πίστευε πώς ό Θεός δίνει στον καθένα μας τον σταυρό πού μπορεί να σηκώσει. Αυτό το πίστευε ακράδαντα και έκαμνε πάρα πολύ υπομονή. Συνέχεια μας έλεγε' όσο αντέχουμε τόσο μάς δίνει ό Θεός, όχι περισσότερο. Δεν έχω λόγια να περιγράψω την ευχάριστη υπομονή της.
Δεν την άκουσα να παραπονεθεί ποτέ! Διαρκώς έλεγε: «Εγώ πολύ καλά είμαι, με τα δικά σας προβλήματα ασχολούμαι».
Συγκεκριμένα ό Γέροντας Παΐσιος έλεγε' «ή Ελπίδα έρχεται σε μένα, και όλο για το σόι της και για άλλους μου λέει». Τόνιζε μάλιστα πολύ την υπομονή της. Πολλές φορές έχει πει' «Την Ελπίδα έπρεπε να την βαφτίσουν Υπομονή».
Τούς νεφροπαθείς τούς στήριζε πολύ λέγοντας διαρκώς, «έχουμε καλή αρρώστια. Σκεφθείτε να ήμασταν ανάπηροι σε καρότσια, βουβοί, τυφλοί;».
Όταν έμεινε ανάπηρη, εγώ ή αδελφή της, είχα λογισμό «μήπως τώρα μέσα της ή Ελπίδα παραπονεθεί στο Θεό γιατί να γίνει έτσι». Αν και ήμουν σίγουρη για την απάντηση, επειδή όμως με απασχολούσε της το είπα μια μέρα. Μόνο να βλέπατε την μορφή της! Επειδή δεν μπορούσε να μιλήσει, να μου δώσει απάντηση με λόγια, αγρίεψε, μου έκλεισε το στόμα με το χέρι της, σαν να μου έλεγε αυστηρά' «Τί είναι αυτά πού λες».
Πολλές φορές, επιστρέφοντας από την αιμοκάθαρση στο σπίτι, την ρωτούσε κάποια ψυχή.
«Που ήσουν Ελπίδα;» Και απαντούσε με χιούμορ «Να πήγα έγραψα το μεροκάματο και ήρθα».
Όταν περπατούσε, πηγαινοερχόταν στο νοσοκομείο με τα πόδια μόνη της. Ελεημοσύνη έδινε και ήταν το μοναδικό πού δεν το έλεγε ούτε και σε μένα. Πολλές φορές μου έλεγε «Μία δραχμή να έχω περισσότερη από αυτά πού μου είναι απαραίτητα, μου φέρνει στενοχώρια». Δεν φρόντισε ποτέ να έχει έστω μία δραχμή στην άκρη. Τα μόνα έσοδα της ήταν ή σύνταξη των νεφροπαθών.
Σε δύσκολες φάσεις της ζωής της, όπως στην δεύτερη μεταμόσχευση, πού κινδύνεψε πολύ ή ζωή της και σε άλλες, πού είχε με ανακοπές, μου έλεγε: «Δεν με νοιάζει πού θα φύγω από αυτή την ζωή. Για μένα έτσι αγάπησε ό καλός Θεός, όμως σκέπτομαι πού θα λυπηθείτε».
Πολλές φορές με στήριζε, λέγοντας μου' «Μη φοβάσαι, δεν θα πεθάνω όταν σου λένε οι γιατροί, άλλ' όταν θέλει ό Θεός». Και όντως έτσι έγινε. Όσες φορές μου είπαν θα πεθάνει ή Ελπίδα, συνερχόταν πάλι.
Στα τελευταία της έπαθε δεύτερο εγκεφαλικό. Έμεινε 40 ήμερες στο νοσοκομείο, και τα ξημερώματα των Τριών Ιεραρχών, 30 Ιανουαρίου του 2001, ή Ελπίδα έφυγε για να συναντήσει το Θεό, πού τόσο πολύ αγάπησε.
Στην Θεία λειτουργία δεν καθόταν. Δεν ήθελε να κάθεται, μόνον όταν πονούσε πάρα πολύ, επειδή είχε συν τοις άλλοις βαρειά οστεοπόρωση και ήταν αρκετά κυρτωμένη.
Στον εαυτό της άντεχε και υπέμενε πολλά, στους άλλους όμως και το παραμικρό να είχαν πονούσε πολύ.
Θύμωνε πάρα πολύ όταν κάποια ψυχή την έλεγε: «Ελπίδα εσύ θα αγιάσεις».
Με βλέπουν πού πηγαίνω στην Εκκλησία και νομίζουν ότι κάτι είμαι. Δεν ξέρουν τί χάλια έχω. Το έλεγε και το πίστευε.
• Άφηνε τα πάντα στον Θεό. Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στο Θεό.
Μια φορά της είπα Ελπίδα δεν γράφεσαι και σύ στη λίστα για μεταμόσχευση νεφρού; Μου απάντησε: Αχ αδελφή, με τί κάθεσαι και ασχολείσαι! Άσε να τα κάνει ό Θεός αυτά, δεν ξέρει ό Θεός;
Ήταν ένας μικροσκοπικός άνθρωπος, 40-45 κιλά, και έκρυβε μέσα της πολύ αγάπη, για τον Θεό, πολύ εμπιστοσύνη και πολύ υπομονή.
Έκτος από την πλάτη της όλο το σώμα της είχε μικρές και μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις.
Μας στήριζε περισσότερο αυτή παρά εμείς αυτήν.
Στις ολονύχτιες αγρυπνίες χαιρόταν τόσο πολύ, πού έλεγε' «Αυτές είναι αγρυπνίες».
Ένοιωθε για τον εαυτό της ότι ήταν πολύ χάλια σαν άνθρωπος, ευελπιστούσε, λόγω της αρρώστιας της, να την σώσει ό Κύριος.
Στον Α' τόμο του Γέροντος Παϊσίου της εκδόσεως του Ιερού Ησυχαστηρίου ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Σουρωτής, σελ. 148, γράφονται τα έξης, πού αφορούν την μακαριστή αδελφή Ελπίδα:
Ή αδελφή Ελπίδα, μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο, το 1997.
Και τώρα πού ήμουν στο νοσοκομείο (το 1994, στο Θεαγένειο), ήρθε μια γυναίκα, πού τα χέρια της ήταν τρυπημένα από τις μεταγγίσεις! Ήταν τελείως χάλια! Δεν είχε ή φουκαριάρα φλέβα για φλέβα! «Δεν έχω κανένα καλό, μου λέει. Μήπως με λυπηθεί από αυτά ό Θεός και με πάρει στον Παράδεισο! Έχω εκείνο, εκείνο το ελάττωμα...». Και έλεγε - έλεγε ένα σωρό κουσούρια. Τί λεπτή εργασία έκανε στον εαυτό της! Εγώ σε τέτοια κατάσταση άλλον άνθρωπο δεν είδα!
Επίσης και στον Τόμο, σελ. 211, γράφονται τα έξης πού αφορούν την αείμνηστη Ελπίδα.
Σήμερα μου είπε μια νεφροπαθής πού χρόνια τώρα κάνει αιμοκάθαρση:
«Παππούλη, σταυρώστε, σας παρακαλώ, το χέρι μου. Οι φλέβες είναι όλο πληγές και δεν μπορώ να κάνω αιμοκάθαρση».
«Αυτές οι πληγές, της είπα, στην άλλη ζωή θα είναι διαμάντια μεγαλύτερης αξίας από τα διαμάντια αυτού του κόσμου. Πόσα χρόνια κάνεις αιμοκάθαρση;»
«Δώδεκα», μου λέει. «Δηλαδή δικαιούσαι ένα "εφάπαξ" και μία σύνταξη μειωμένη», της είπα. Μετά μου δείχνει μια πληγή στο άλλο χέρι και μου λέει:
«Παππούλη, αυτή ή πληγή δεν κλείνει' φαίνεται το κόκκαλο».
«Ναι, αλλά από εκεί μέσα φαίνεται ό Ουρανός, της λέω. Άντε, καλή υπομονή. Εύχομαι ό Χριστός να σου αυξάνει την αγάπη Του, για να ξεχνιέται ό πόνος σου. Φυσικά υπάρχει και ή άλλη ευχή, να εξαλειφθούν οι πόνοι, αλλά τότε εξαλείφεται και ό πολύς μισθός. Επομένως, ή προηγούμενη ευχή είναι καλύτερη». Παρηγορήθηκε ή καημένη.
ΒΙΒΛ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.