Το 1200, τέσσερα χρόνια πριν από τη λατινική εισβολή στο Βυζάντιο και την κατάληψη της Πόλης, επισκέπτεται τη βασιλεύουσα ο αρχιεπίσκοπος του Νοβγκόροντ Αντώνιος.
Ή πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας βρισκόταν στην ακμή της. Αλλά ο Ρώσος αρχιεπίσκοπος δεν είδε σχεδόν τίποτα από τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των Βυζαντινών. Το οδοιπορικό του αναφέρεται στα ιερά κειμήλια και στα λείψανα των αγίων πού είδε στις αναρίθμητες εκκλησίες της Πόλης .
Ό Ρώσος αρχιεπίσκοπος καταγράφει μια απίστευτη συλλογή αντικειμένων πού αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη και στα Ευαγγέλια και άλλων κειμηλίων πού προορίζονταν για την τροφοδότηση της χριστιανικής πίστεως
«Στο ναό της Αγίας Σοφίας προσκύνησα την τράπεζα όπου ο Χριστός δείπνησε τη Μεγάλη Πέμπτη με τούς μαθητές του, τις πλάκες του Μωϋσέως με τις Δέκα Εντολές και τα χρυσά αγγεία με τα δώρα των Μάγων. Ασπάσθηκα, επίσης, το αίμα πού έτρεξε από την κεφαλή του Χριστού όταν τον χτύπησε κάποιος Εβραίος, τις αλυσίδες του Αποστόλου Πέτρου και τις αμπάρες της φυλακής του, τα πριόνια πού χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του Σταύρου, τη χάλκινη σάλπιγγα του Ιησού του Ναυή, πού μόλις αντήχησε γκρεμίστηκαν τα τείχη της Ιεριχούς, Το μαργέλι του πηγαδιού της Σαμαρείτιδος και την εικόνα του Χριστού πού ζωγράφισε ο Απόστολος Παύλος με χρώματα από τριμμένα μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια» .
Ό αρχιεπίσκοπος του Νοβγκόροντ παρακολούθησε και τη Θεία Λειτουργία στο ναό της Αγίας Σοφίας :
«Καθώς γινόταν ή έξοδος των Τιμίων Δώρων οι διάκονοι κρατούσαν τις πλάκες του Μωϋσέως και οι ευνούχοι έψελναν το Αλληλούια. Εκείνη τη στιγμή όλο το εκκλησίασμα έκλαιγε. Τι ιερός φόβος, πόση ταπεινοφροσύνη και κατάνυξη κυριαρχούσε στους επισκόπους, τούς ιερείς και τούς διακόνους αυτής της θείας λειτουργίας. Τι μεγαλοπρέπεια είχαν τα χρυσά και ασημένια δισκοπότηρα πού ήταν στολισμένα με πετράδια και μαργαριτάρια ».
Συλλογή ιερών χριστιανικών κειμηλίων υπήρχε και στο αυτοκρατορικό παλάτι. Εκεί ο Ρώσος αρχιεπίσκοπος προσκύνησε τον Σπόγγο, τούς Ήλους του Σταυρού, Το Αίμα του Σωτήρος, τον Πορφυρό Μανδύα, τη Λόγχη, τον Χιτώνα του Χριστού, τη Ζώνη της Θεοτόκου, τα Υποδήματα του Ιησού και την μαρμαρένια λεκάνη όπου ο Ναζωραίος ένιψε τα πόδια των μαθητών του.
Στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ πού βρισκόταν στο παλάτι είχε την ευκαιρία να ασπασθεί και άλλα κειμήλια :
«Τη χάλκινη σάλπιγγα του Ιησού του Ναυή, τα κέρατα του κριού πού θυσίασε ο Αβραάμ αντί του Ισαάκ, τη ράβδο του Μωϋσέως πού άνοιξε δρόμο στην Ερυθρά θάλασσα για τη διάβαση των Εβραίων, την τράπεζα όπου συνέφαγε ο Αβραάμ με την Αγία Τριάδα, ένα σταυρό από το κλήμα πού φύτεψε ο Νώε μετά τον κατακλυσμό, Το κλαδί της ελιάς πού έφερε το περιστέρι στην Κιβωτό και δώδεκα πανέρια με άρτους από κείνους πού ευλόγησε ο Χριστός και έθρεψε πεντακισχιλίους πιστούς» .
Στο ναό της Αναστάσεως προσκύνησε τούς ήλους του Σταυρού και Το αίμα του Ιησού. Στο ναό της Αγίας Παρθένου πού βρίσκεται στην έμβολο του Ιπποδρόμου ασπάσθηκε μία δεύτερη τράπεζα του Μυστικού Δείπνου. Στη Μονή του Παντοκράτορας είδε τη σανίδα όπου απέθεσαν το σώμα του Χριστού μετά την Αποκαθήλωση. «Πάνω Στη σανίδα διακρίνονται τα δάκρυα της Παναγίας σαν σταγόνες κεριού ».
Σε τρεις χιλιάδες υπολογίζει ο αρχιεπίσκοπος του Νοβγκόροντ τούς ιερείς και μοναχούς της Αγίας Σοφίας : «Ανάμεσα στην ελληνική και στη ρωσική θάλασσα», σημειώνει στο χρονικό του, «υπάρχουν εκκλησίες με σαράντα χιλιάδες ιερείς, χωρίς να λογαριάζω τα μοναστήρια όπου ζουν δεκατέσσερες χιλιάδες μοναχοί ».
Στα πλαίσια όμως των επισκέψεων του στις εκκλησίες και στα μοναστήρια της Πόλης καταγράφει και διάφορα περίεργα. ένα αντίδοτο λ.χ. για την καταπολέμηση των δηλητηρίων :
«Οι κυριότερες πόρτες του ναού της Αγίας Σοφίας κλείνουν με χάλκινα ρωμανήσια . Όταν δαγκωθή κανείς από φίδι ή δηλητηριασθή με άλλον τρόπο, του βάζουν αμέσως το «ρωμανήσιν» στο στόμα και δεν το βγάζουν ώσπου μαζί με το σάλιο να βγει και το δηλητήριο ».
Έξω από τα κειμήλια και τα λείψανα των εκκλησιών οι πληροφορίες του Ρώσου αρχιεπισκόπου είναι ελάχιστες. Αναφέρεται λ.χ. στις υπόγειες «κιστέρνες» της Αγίας Σοφίας πού αποτελούσαν το ψυγείο του πατριάρχη, καθώς και στις σωληνώσεις του υδραγωγείου :
«Τα κάθε λογής φρούτα πού προορίζονται για το τραπέζι του πατριάρχη, τα πεπόνια, τα μήλα, τα αχλάδια διατηρούνται στο βάθος της κιστέρνας μέσα σε πανέρια κρεμασμένα από σχοινιά. Όταν θέλει να φάει ο πατριάρχης ανασύρουν ένα καλάθι κι' είναι όλα ολόφρεσκα. Έτσι γεύεται τούς καρπούς και ο αυτοκράτορας. Το νερό των πηγών ανεβαίνει με σωλήνες ενώ το νερό της βροχής διατηρείται στις κιστέρνες».
Περιγράφει επίσης και τις περίφημες εμβόλους, τούς σκεπαστούς δρόμους της Πόλης (σημειώνει την έμβολο των Μαύρων και την έμβολο των Ρώσων). οι αψιδωτές στέγες επέτρεπαν στους εμπόρους να τοποθετούν και να ασφαλίζουν την πραμάτεια τους και τα τεζάκια. οι κατοικίες των έμπορων βρίσκονταν πλάι στο μαγαζί, ή γύρω από την έμβολο. Κάθε συντεχνία και κάθε έθνος είχε την δική του έμβολο.
Με την τετάρτη Σταυροφορία ένα κύμα προσκυνητών, τυχοδιωκτών και περιέργων κατακλύζει την Κωνσταντινούπολη. Ό Βιλλαρδουίνος, περιγράφει στο χρονικό του τη βαθιά εντύπωση πού προκάλεσε ή Πόλη στους σταυροφόρους :
«Δε μπορούσαν να φαντασθούν πώς υπήρχε σ' όλον τον κόσμο μία τόσο πλούσια πολιτεία, καθώς έβλεπαν τα πανύψηλα τείχη, τούς μεγαλόπρεπους πύργους πού την έκλειναν από παντού, τα επιβλητικά παλάτια, τις πελώριες εκκλησίες και Το μάκρος και Το φάρδος της πολιτείας. Πρέπει να ξέρετε ότι κι' ο πιο σκληρός πολεμιστής ένοιωθε τη σάρκα του ν' ανατριχιάζει» .
Ο Βιλλαρδουίνος είδε τη βαρειά αλυσίδα πού έκλεινε την είσοδο του Χρυσού Κέρατος, και στο βάθος του λιμανιού μία πέτρινη γέφυρα πού την είχαν γκρεμίσει οι Έλληνες κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Ήταν ή γέφυρα πού είχε χτίσει ο Ιουστινιανός τον ΣΤ' αιώνα σ' αυτό Το τεράστιο λιμάνι που κατέληγαν, όπως γράφει ο Βιλλαρδουίνος, όλοι οι μεγάλοι εμπορικοί δρόμοι της οικουμένης.
Τότε έγινε και ή πυρκαγιά πού αφάνισε την Πόλη :
«Έβλεπες τις πανέμορφες εκκλησιές και τα πλούσια παλάτια να γκρεμίζονται και ν' αφανίζονται, και τούς μεγάλους εμπορικούς δρόμους να τυλίγονται στις φλόγες. από Το λιμάνι ή φωτιά εισόρμησε στις πιο πυκνοκατοικημένες συνοικίες, έφθασε ως την άλλη άκρη, πλάι στο ναό της Αγίας Σοφίας. Κράτησε δυο μέρες και δυο νύχτες. Ανθρώπινο χέρι ήταν αδύνατο να σβήσει τη φωτιά, πού καθώς κυλούσε, πύρινος ποταμός, κατέτρωγε τα πάντα σε πλάτος μισής λεύγας. Κανείς δε μπορεί να υπολογίσει ούτε τα πλούτη πού αφανίσθηκαν, ούτε τούς ανθρώπους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, πού χάθηκαν μέσα στις φλόγες».
Ή Κωνσταντινούπολη έγινε και πάλι Το κέντρο του ελληνισμού όταν ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος κατόρθωσε να εκδίωξη τούς Φράγκους (1261). Ή πολιτεία είχε υποστεί συμφορές. Όπως είναι γνωστό, αμέσως μετά την κατάληψη από τούς Λατίνους, την ήμερα του Πάσχα 1204, ή πολιτεία παραδόθηκε στη λαφυραγωγία και στις φλόγες επί τρεις ήμερες. Όλοι οι θησαυροί της θα μεταφερθούν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Στις αρχές του ΙΔ' αιώνα ο Άραβας γεωγράφος 'Αμπουλφέντα πού ταξίδεψε στη βυζαντινή πρωτεύουσα είδε στο εσωτερικό της πολιτείας «χωράφια σπαρμένα, περιβόλια και πολλά ερειπωμένα σπίτια» .
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ . ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ. ΤΟΜΟΣ Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.