Αρχές Μαρτίου 1998. Όλοι σχολίαζαν και μάλλον γκρίνιαζαν, πώς τέλειωνε ό χειμώνας και χιόνια δεν είχαμε δη ακόμα- ότι 'μπήκαμε στον Μάρτη και είχαμε αίσθηση και όσφρηση Μάιου, αφού ή γη καταπρασίνιζε, τα δένδρα ξεθάρρευαν και τ' ακρόκλαρα χοντρομπομπούκιαζαν άσε πού τα κυκλάμινα, τα γιασεμιά, τα ζουμπούλια και οι ανεμώνες απ' αρκετού μάς ευμόρφαιναν τον τόπο και μοσχοβολούσαν τον αέρα.
- Μη ξενοιάζετε, αν δεν περάσουν και οι 40 Μάρτυρες (9 Μαρτίου)· έλεγαν οι γεροντότεροι. Συνηθίζουν και το κάνουν κάθε χρόνο «το θαύμα τους» αν όχι ανήμερα της μνήμης τους, πάντως κάπου πολύ κοντά.
Εννοούν ότι, και καλός να είναι ό καιρός τον χαλάνε οι άγιοι Σαράντα, για να υπομνήσουν στους πιστούς το φρικτό μαρτύριο πού υπέστησαν στην παγωμένη λίμνη της Σεβαστείας της Καππαδοκίας, το 320 επί Λικινίου.
Είχα επιστρέψει στη Λαύρα, μετά από πολυήμερη παραμονή μου στην Αθήνα για κάποιες ιατρικές εξετάσεις και άλλες υποχρεώσεις και ετοιμαζόμουν να συμμαζευθώ, επί τέλους, στο ησυχαστήριο μου. Δίσταζα όμως να υποβληθώ στην ταλαιπωρία της διακινήσεως, γιατί παρά το ήπιο του χειμώνος ή κατ' αυτόν χρονίως κατατρίχουσά με τραχειοβροχγίτις βρισκόταν σε έξαρση και ό βήχας ακατάσχετος.
- Που θα πας, στην κατάσταση πού είσαι; Σε δύο-τρεις μέρες θα «έχουμε» και τους Σαράντα, πανηγυρίζει και το παρεκκλήσι του άγιου Αθανασίου, συμβαίνει να «πέφτη» και Κυριακή ή μνήμη τους 'φέτος· δεν κάνεις λοιπόν λίγη υπομονή να συνεορτάσουμε, να καταλύσουμε και τα λαδερά μας και ύστερα δυναμωμένος ν' αναχώρησης με το καλό; 'πρότεινε ευδιάθετος ό ηγούμενος, στο τέλος μιας κατά τις παραμονές Προηγιασμένης. Συνηγόρησαν και παριστάμενοι πατέρες και έτσι παρέμεινα.
Σαν μακρινό και ασυνήθιστο υπόκωφο αισθάνθηκα το άκουσμα τού ντάν, ντάν, ντάν της ειδικής καμπάνας πού την 'λέμε «ξυπνητήρι», στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, για να σηκωθούν οι πατέρες και ν' αρχίσουν τον προσωπικό τους «κανόνα», μια ώρα ακριβώς προτού κατέβουν στο Καθολικό για το «Μεσονυκτικό» και τον όρθρο. Κρατάει καλά τον λογαριασμό με τούς κόμβους του κομποσκοινιού του ό Εκκλησιαστικός. Πενήντα και μία πρέπει να είναι οι τριάδες των χτυπημάτων του γλωσσιδιού στο άκροχείλι της καμπάνας, για να συμποσωθούν 153 ακριβώς οι κρούσεις, σε συμβολισμό και ανάμνηση των 153 ψαριών, πού έπιασαν στα δίχτυα τους οι άγιοι απόστολοι, όταν, ψαρεύοντας ανεπιτυχώς στην Τιβεριάδα μέχρις εκείνης τής στιγμής, τους προσέταξε ό εμφανιστείς Κύριος να βάλουν τα δίχτυα τους «εις τα δεξιά μέρη». (Ίωάν. 21,6). {«ανέβη Σίμων Πέτρος και είλκυσε το δίκτυον επί τής γης, μεστόν ιχθύων μεγάλων εκατόν πεντήκοντα τριών», (αυτόθι 11)}.
Περίεργο! Και του «τάλαντου» οι χτύποι παράξενα κοφτοί και χωρίς αντήχηση και διαπεραστικότητα ακούγονταν τώρα καθώς ό πατήρ Σωφρόνιος (Ανδρούτσος Διονύσιος του Ιωάννου εκ Βαρθολομιού Ηλείας, υπό έτος γεν. 1959, προσελ. 1993, κούρας 1994) κύκλωνε πολύ ανοιχτά το Καθολικό και, κατά τα καθιερωμένα, περνούσε κάτω απ' τα παράθυρά μας, χτυπώντας ρυθμικά το ξυλοσήμαντρο, υπενθυμίζοντας μας ότι με το τέλος της τρίτης «στάσεως», θα βάλη «ευλογητός» ό εφημέριος στο ιερό Βήμα.
Τράβηξα στο πλάι την κουρτίνα και τότε κατάλαβα τί γινόταν έξω. Αρκετές νιφάδες αναπαύονταν στα σκελετώματα του παραθύρου κι' ήταν υπολογίσιμο το πάχος των άλλων στο περβάζι. Προσπάθησα να 'δώ προς την άπλα της αυλής. Αγωνίζονταν οι φανοί του Συνοδικού τώρα έκτος απ' το πυκνό σκοτάδι και του χιονιού τον εμποδισμό να διαπεράσουν, και 'μπόρεσα με θαυμασμό να διακρίνω το κυπαρίσσι του άγιου Αθανασίου και την μανόλια του Ιωακείμ του Γ, πού σε θεόρατες φαντασμαγορικές βαμβακοθημωνιές είχαν μεταβληθεί και σε ανάλογες του Καθολικού οι τρούλοι. Και έριχνε, έριχνε ασταμάτητα και με πυκνότητα ασυνήθιστη εδώ και χρόνια.
Είχε αρχίσει την τρίτη στάση ό πατήρ Σωφρόνιος. Κόλλησα το πρόσωπο μου στο τζάμι, και στου φαναριού τον μουντό φωτισμό μόλις πού μπόρεσα να τον διακρίνω στο γώνιασμα της κόρδας, σαν ετοιμαζόταν να εύθυάση τούς βηματισμούς του προς τα δυτικά.
Ευλαβέστατος στην βιωτή και στο διακόνημα και πιστός στην ακρίβεια και την τάξη, δεν παρέλειψε, παρά την κακοκαιρία, να φορέσει το επανωκαλύμαυχό του κι' ας μη τον έβλεπε κανένας άλλος.
Κι' έσπρωχνε περισσότερο παρά δρασκέλιζε το χιόνι με τα κνημοπόδαρά του, αφού το ύψος του 'πλησίαζε τα γόνατα. Δεν ανασήκωσε ό ευλογημένος το ζωστικό και το ράσο του, να τα στεριώσει στην ζώνη, όπως κάνουμε στις μεγάλες πορείες και στα μονοπάτια, και τώρα σβαρνίζονταν μέσα στο χιόνι- κι' ερχόταν τελικά ό πολύπτυχος και μακρύς μανδύας του να ισοπεδώνει απαλά τα πίσω του και να κάνη ώστε να μη φαίνονται καθόλου οι ιχνοπατημασιές του.
Ποσοστός άραγε να είναι στο διάβα τόσων αιώνων στην αράδα των εκκλησιαστικών, πού εκτελεί το ιερό τούτο διακόνημα και καθήκον, στην 'ίδια κυκλοτερή διαδρομή, με την ίδια μοναχοπρεπή εξάρτηση και ένδυση, τόσο στην κάψα του καλοκαιριού όσο και στην βαρυχειμωνιάτικη νύχτα; Ακατόρθωτο να το βρεις κι' αν το βρεις σε τί θα σου χρησιμεύει; Άς έχει δόξα ό Θεός, πού μακραίνει και μακραίνει τις χορείες ‘όλων των διακονητών της Μάνδρας του αγίου Αθανασίου μας και κάνει κι' εμάς αίσιοδόξως να διαπιστώνουμε, ότι και σ' όλο το Άγιονόρος μας «γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται» (Έκκλ. 1,4).
Σε 'λίγο ακούστηκαν και οι τρεις τελευταίοι χτύποι του, σκόπιμος εντονότερα απ' όλους τούς άλλους. Καιρός πλέον για κάθοδο στο Καθολικό και στου στασιδιού το ευχετικό πόστο.
«Αθρόων ό Κριτής επελεύσεται, και εκάστου αι πράξεις γυμνωθήσονται· άλλα φόβω κράξωμεν εν τω μέσω της νυκτός Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ό Θεός· διά της Θεοτόκου έλέησον ημάς». (Τής προοιμιακής του όρθρου προσευχής).
Έτσι «τής κλίνης και του ύπνου» σηκώνονταν και από τούτη την ώρα ώρθριζαν σε αδιάκοπη διαδοχή οι Λαυριώτες προκάτοχοι πατέρες εδώ και 'πάνω από χίλια χρόνια. Ακλόνητη ή πίστης, ή δύναμις και ή αντοχή στον ισόβιο αγώνα τους. Ή κοινωνία με τα θεία και τούς άγιους, ή χαρά τής καρδιάς τους. Το συν Χριστώ αιωνίως είναι και ή απόλαυσης των επηγγελμένιον αγαθών Του, ή προσδοκία και ή απαντοχή τους με το πέταμα τής ψυχής τους στα επουράνια και την εναπόθεση του ταπεινού σκήνους τους στα χώματα του Κοιμητηρίου των Αγίων Αποστόλων...
Φορτισμένη ή εκτίμησης των επί τής αθωνικής και λαυριωτικής γης παρεπιδημούνταν, επιτυχημένη ή εκλογή τους, αξιόστεπτη ή προσπάθειά τους στους όρθρους, στην διακονία, στην αγάπη· χαρμόσυνη αναμονή ή ένδυση Κυρίω κοίμησίς τους. «Τί γάρ έστι τα ανθρώπινα πράγματα; Τέφρα και κόνις και ωσεί χνούς κατά πρόσωπον άνεμου· καπνός και σκιά και φύλλον περιφερόμενον και άνθος· όναρ και διήγημα και μύθος-... ρεύμα παρατρέχον, και ει τι τούτων ουδαμινέστερον». (Ί. Χρυσοστ., ΡΟ 63, 82).
Στο στάδιο όμως των πνευματικών αγώνων σήμερα και τώρα τρέχει ή δική μας γενιά. Κουράγιο λοιπόν για νόμιμη και νικηφόρα άθληση με την δύναμη του Θεού, έως ότου πάμε να βρούμε Εκείνον, εκείνους και εκείνα- αφού «ό θάνατος των άγιων ουκ εστί θάνατος, άλλα μετάστασις από των ελαττόνων επί τα βελτίω, από των συνδούλων επί τον Δεσπότην, από των ανθρώπων προς τους αγγέλους». (Του αυτού, ΡΟ 56, 276).
Πρόσθετη δυσκολία και δισταγμός το έξω κρύο και το χιόνι και πρόκλησης δυνατή του κρεβατιού ή ζεστασιά και της κέλλας ή θάλψις. Αλλά έτσι και καθυστέρησης λιγάκι και επιδοθείς σε νωχέλειες και χασμουρητά, τότε έπεσες στην παγίδα και στα τεκταινόμενα του άλλου συναγερμού, πού 'σήμανε και για τούς πονηρούς «οξαποδώ» το «τάλαντο» του Σωφρονίου, καθώς πολύ παραστατικά τον περιγράφει κι' εκείνον ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακος:
«Επιτηρήσωμεν, και ευρήσομεν της πνευματικής σάλπιγγος σημαινούσης, ορατώς μεν αθροιζομένους τούς αδελφούς, αοράτως δεν συναγομένους τούς εχθρούς· διό οι μεν επιστάντες την κλίνη, μετά την εγερσιν πάλιν ημάς επί ταύτης ανακλιθήναι παραβιάζονται μείνον, λέγοντες, άχρι συμπληρώσεως των προοιμιακών ύμνων, είθ' ούτως εν την εκκλησία πορεύση» (Λόγ. ΙΗ', γ')· έτσι και ξεγελασθείς και ενδώσεις στην «συμβουλή», τότε έγινες καταγέλαστος και αξιοκατάκριτος, αφού σίγουρα θα ροχαλίζεις όχι μόνο καθ' ην στιγμή οι πατέρες θα κατανύσσωνται στου «Άμωμου» την ανάγνωση αλλά κι' όταν ακόμη στους «χορούς» θα ενηχούν των «Πασαπνοαρίων» τα ακροτελεύτια...
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΔΡΩΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΡΟΔΟΣΤΟΛΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.