Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΜΙΑΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΛΑΒΕ ΧΩΡΑΝ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ. ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣΑ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΩΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΕΤΟΣ 1009 Μ.Χ


ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΕ ΜΙΑ ΠΙΟ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΓΛΩΣΣΑ.

Όταν βασίλευε ό Βασιλέας Αμουράτ στην Βαβυλώνα και ο Αμφιλόχιος στην Αραβία, οι ασεβείς Ιουδαίοι έχοντες φθόνο για την πίστη μας αείποτε κατά των πιστών φιλονικούσαν με αυτούς στην Ιερουσαλήμ περί της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και περί της Αναλήψεως στους ουρανούς, από φθόνο κινούμενοι έλαβαν δώρα πολλά, και πήγαν στον Αμουράτ Βασιλέα προδίδοντας τούς χριστιανούς και λέγοντες.

Μεγάλε Βασιλιά στους αιώνας, γνώριζε ότι συνεβουλεύθησαν οι Χριστιανοί να σηκώσουν πόλεμο κατά σου, να πάρουν το βασίλειό σου και να βασιλεύσουν αυτοί στην Ιερουσαλήμ, για αυτό ήλθαμε να στο πούμε. Άκουσας ταύτα ο βασιλεύς θύμωσε πολύ ως άγριος λέων και ετοίμασε πολυάριθμο στράτευμα και έστειλε στον Αμφιλόχιο βασιλέα της Αραβίας, γράφων ούτω : Εγώ Άμουράτ ό Βασιλεύς Βαβυλώνος και παντός κόσμου, ήκουσα ότι πρόκειται οι Χριστιανοί να σηκώσουν καθ' ημών και να στήσουν βασιλέα στην Ιερουσαλήμ. Όθεν παρακινούμενος γράφω ταύτα Άμφιλόχιε βασιλεύ Αραβίας, να σηκωθείς με το στράτευμα σου να πάς στην Ιερουσαλήμ, στέλλω δε και βοήθειά σου και δικό μου στράτευμα αρκετό διά του οποίου, να υποδούλωσης και να αφανίσεις την πόλη Ιερουσαλήμ και τον χριστιανικό ναό του επί του μνήματος του Χριστού, για να μην ποτέ μνημονευθή εκείνου του πλάνου το όνομα, εάν δεν υπακούσης της προσταγής μου με πικρό θάνατον θα αποθάνεις.

Ό δεν Άμφιλόχιος ταύτα αναγνώσας, ετοίμασε στράτευμα και κίνησε κατά της Ιερουσαλήμ με πολλές χιλιάδες στρατεύματα των άσεβων. Ό δεν άγιος Θεός ό ετάζων καρδίας και νεφρούς δεν άφησε τον Άγιον Τόπον να είναι κατά το θέλημα του σατανά, ή κατά την πονηρία των Ιουδαίων, αλλά εμεγάλυνε το αγιόν του όνομα και φύλαξε τον άγιο Οίκον Του, για να αισθάνονται πάντες οι ασεβούντες διηνεκώς, και να γνωρίζουν τα έθνη την αληθινή πίστη την φωτίζουσα τα σκοτάδια της καρδίας, και τι είναι το μυστήριο της θείας Λειτουργίας.

Κατ' εκείνον τον καιρόν ήταν στην Ιερουσαλήμ Πατριάρχης ο άγιος Μεθόδιος, και άκουσας ότι έρχεται κατά τής Ιερουσαλήμ ο Άμφιλόχιος ό βασιλεύς με πολυάριθμο στρατό, φοβήθηκε έφυγε στην Αντιόχεια. Ιερομόναχος κάποιος εφημέριος είπε προς τον Πατριάρχη. Μακαριότατε εμέ τον αμαρτωλό άφησε με εδώ εις τον Αγιον Τάφον, ότι ο Δεσπότης Χριστός ποτέ δεν θα αφήσει να αφανισθή αυτός ό τόπος άλλ' ελπίζω να μ' ενδυνάμωση να νικήσω τον θρασύν και θυμού πλήρη Άμφιλόχιο, όπου έρχεται μετά μανίας πολλής κατά τής εκκλησίας του Χριστού. Άκουσας ταύτα ο Πατριάρχης είπε προς αυτόν, Ίωαννίκιε αδελφέ, μείνων με τον Χριστόν να σε ενδυναμώσει ή χάρις Του ευλογήσας και λειτουργήσας στον τάφον του Χριστού και άλλες ευχές λέγων με καθαρά καρδία μετά πολλών δακρύων, για να λύτρωση ό Δεσπότης Χριστός την εκκλησία του πείσματος των Εβραίων και εκ του δεινού εκείνου, ο οποίος αφάνισε όλη την Ιερουσαλήμ, και έστειλε να κατακάψει και την Εκκλησία του Χριστού.


Ό δε παντοδύναμος Θεός ο τά πάντα ποιήσας λίαν καλά, κατέπεσε ένα νέφος και σκέπασε τον οίκον του, και δεν μπορούσε να δουν τα φουσάτα εκείνα πού είναι ή Εκκλησία. Τότε ό Φελτμασιάρ πήγε εις τον Βασιλέα και του λέγει. Ύψιστε Βασιλέα τις προσταγές όλες τέλεσα αφανίζων όλους τούς οίκους και τά τείχη τής Ιερουσαλήμ, την δε Εκκλησία δεν μπορούσαμε να τον βρούμε. Τότε ό Βασιλιάς θύμωσε πολλή και φώναξε τον πιστό του Μπέην Μούσα και του λέγει: Πήγαινε να δεις αυτό το πράγμα ότι έχουμε να τελειώσαμε την προσταγή του αποστείλαντος. Και παρευθύς ο πιστός του πήγε εις τον ναό και εκείνα θείας βουλής εισελθών εις την Εκκλησία ουδέν εύρεν ειμή τον ιερομόναχο Ιωαννίκιον με τον γραμματικό του, ετοιμαζόμενους διά την Θεία Λειτουργία παρευθύς, ως λέων πήδησε θέλων να τον φέρει μετ' οργής στόν βασιλέα. Ό δε Πανάγαθος θεός, ό θελων πάντας σωθήναι οικονόμησε ώστε απλώνοντας τα χέρια του ό Μούσα μπέης στόν Ίωαννίκιον έμεινε ακίνητος ως σίδηρος και δεν μπορούσε να γυρίση προς εαυτόν, και τότε ευθύς καταλαμβάνει την αληθινή πίστη και έπεσε στα πόδια του ιερέως ζητώντας συγχωρέσει. Ό δε Ιερεύς λέγει : Συγχώρησαι σοι Κύριος, ο Θεός τέκνον, ύπαγε και είπε εις τον Άγαν σου να έλθει εδώ, και θαμαστότερα όψεται και εύλογήσας αυτόν ιάθησαν τα χέρια του και αμέσως ανήγγειλε στο Βασιλεία όλα με κάθε λεπτομέρεια. Ό δε Βασιλεύς ασέβεια κατεχόμενος είπε προς αυτόν.

Εσείς όσα βλέπετε εις τον όραμα σας (όνειρον) όλα τά πιστεύετε, όμως εγώ δεν είμαι νήπιο να μη τελέσω την διαταγή του μεγάλου βασιλέως Αμουράτ, όπου με πρόσταξε να χαλάσω εκ θεμελίων τον των Χριστιανών ευχής οίκον, για να μην το θυμάται κανείς στο κόσμο. Εσείς δώρα λάβατε παρά των Χριστιανών και λέγετε παραμύθια.


Ό Μούσας Μπέης του λέει Βασιλέα- από μικρό παιδί σε υπηρετώ και από μένα κανένα κακό δεν έχεις πάθει, επειδή όμως δεν με πιστεύεις πήγαινε μόνος σου να δεις θαυμάσια πράγματα και άλλα. Τότε ο Βασιλεύς θυμού πλησθείς ως πάρδαλις κατά της Εκκλησίας του Χριστού είπε, με την δύναμιν του Αγά μου Άμουράτ βασιλέως, ή Εκκλησία αυτή σε τρεις ημέρας θα γίνει στάβλος των άλογων, ζώων, καμήλων και ημιόνων. Τότε παρευθύς προσέταξε και έφεραν όλους τούς ίππους και καμήλους, και ιππεύσας ό ίδιος πήγε με θύμωσε κατά της Εκκλησιάς του Χριστού και εισήγαγε άπαντα στο Ναό και εισήρθε και ο ίδιος μετά πάντων των αρχόντων αυτού. Ο δε ιερέας κατά τον σύνηθες θέλων να λειτουργήσει εν φόβο Θεού, ήρξαντο την προσευχή ταύτη. «Κύριε, εξαπόστειλον την δεξιάν σου την ισχυράν έξ αγίου κατοικητηρίου σου, και ενίσχυσόν με εν τη θεία λειτουργία» και παρευθύς επεσαν επί της γης όλα τά άλογα ζώα και ψόφησαν.


Βλέποντας ό Βασιλεύς τούτο τον θαύμα εξεπλάγη, και πρόσταξε και έφεραν τον βασιλικό θρόνο στην εκκλησία και καθήσας πρόσταξε τούς άρχοντας να καθίσουν να δουν πώς λειτουργούν οι Χριστιανοί, και να τα διηγηθούν στο βασιλέα Άμουράτ. Ό δε Θεός ό θέλων ουδένα απολεσθήναι, αλλά πάντα έλκων προς την αληθινή πίστη και γνώναι αυτόν, αυτός ως ελεήμων εξαπέστειλε στην καρδία του βασιλέως Άμφιλοχίου φώς γνώσεως, και μετά μεγάλης κατανύξεως ακούει την Θ. Λειτουργία. Διά βασιλικής προσταγής βγήκαν εκ του ναού πάντα τα ψοφιμαία ζώα.

Ως είδε δε τον ιερέα εγγίζοντα το θυσιαστήριο, έβλεπε την όψιν του λάμπουσα ώ ήλιος και λευκή ως χιών, και βλέπει πλήθος νεανίσκων ενδεδυμένων λαμπροίς υματίοις και τά πρόσωπα στίλβοντα υπέρ τας ακτίνας του ήλιου, και ενδεδυμένων μέσω αυτών ενδεδυμένων νήπιο κοσμημένων υπέρ την στολή του ουρανού, υπέρλαμπρο και ωραιότατο, και έθηκαν αυτό επί του αγίου θυσιαστηρίου. Ό δε Ιερεύς κατά τον σύνηθες λαμβάνων με την αριστερά την προσφορά και μετά της δεξιάς την αγία λόγχη, είπε εις μνήμη του Κυρίου και Θεού, και Σωτήρος ημών Ί. Χριστού. Ό μεν Βασιλεύς προσφορά μη βλέπων εθεώρει βρέφος θαυμάσιο, όπερ λογχεύων ό Ιερεύς είπε.

Θυσιάζεται ο αμνός του Θεού διά την έγερσιν και σωτηρία παντός του κόσμου, και ευθέως βγήκε αίμα και ύδωρ. Τούτο είδε ό Βασιλεύς θύμωσε και είπε ούτος ό άνθρωπος φονιάς είναι άσπλαχνος που σφάζει τέτοιο βρέφος ωραιότατο όπου ή ώραιότης υπερβαίνει πασά την κτίσιν και προστάζει ευθύς τούς στρατιώτας να περιτριγυρίσουν την Εκκλησία όπως μη φύγει ο Ιερεύς διά να τον θανατώσει μετά την απόλυση της λειτουργίας.

Μετά από όλα αυτά είδε και πολλούς ανθρώπους, υπέρ ων προσέφερεν ο Ιερεύς θυσία, μερικών μεν ή θυσία ήτο φωτεινή, μερικών δε σκοτεινή. Οι δε Άγγελοι του Θεού λάμβαναν τις θυσίες των δικαίων και έθετον αυτές επί του θυσιαστηρίου, των δε αμαρτωλών τις έκαιγαν στην φωτιά.

Όταν είπε ό Ιερεύς τον «Ευλογημένη ή βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» εκείνην την ώρα επλήσθη όλος ο ναός θαυμάσιων λαμπάδων, και το άγιο βήματά πυρός Θεότητας. Βλέπων ο Βασιλιάς εξέστη και είπε προς τους μεγιστάνας αυτού' υπερθαυμαστον είναι τον θέαμα οπού βλέπω σήμερον. Όταν δε είπε ο Ιερεύς «Ενδεδυμένων ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν», τότε είδε ό Βασιλεύς πλήθος Αγγέλων οπού ήσαν γονατισμένοι

και να παρακαλούν τον Θεον δια την είρήνην παντός του κόσμου. Και όταν είπε ο ιερεύς «υπέρ πλεόντων οδοιπορούντων», εκείνην την ώρα έδειξε ο Πανάγαθος Θεός τω Βασιλεί θάλασσαν δεινοίς κυματισμοίς συνεχομένην, και ναύτας εις μέγα φόβο και με τους λόγους του ιερέως έγινε γαλήνη στην θάλασσαν και πάντες οι ναύτες ευχαριστούσαν το Θεό.


Και όταν είπε ό Ιερεύς «τής Παναγίας Αχράντου υπερευλογημένης ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπάρθενου Μαρίας», τότε είδε ό Βασιλεύς την Παναγία καταβαίνουσαν από τούς ουρανούς με πλήθος Αγγέλων στρατιάς, και παρισταμένην έμπροσθεν τής Αγίας Τραπέζης, όπου ύψωσε τας Αγίας της Χείρας στον ουρανό και μετά δακρύων έδέετο του ΙΙαναγάθου Θεού δι' όλους τούς Χριστιανούς όπου την ευλαβούντο. Όταν δε ό Ιερεύς εξήλθε στην είσοδο, τότε ο Βασιλεύς είδε τούς Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, όπου κρατούσαν τον Ιερέα εις εκείνην δεξιών και εις εξήλθε αριστερών Έως ουρανό είσήλθεν ο Ιερεύς.

Λέγων δε «ο Θεός Άγιος ο εν Άγίοις αναπαυόμενος», τότε είδε ο Βασιλεύς πλήθος Αγγέλων όπου σήκωσαν την θυσία, και είπε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ «πρόσχωμεν», ο δε Γαβριήλ «ειρήνη πασι».

Και μετά τον εισελθείν τον Ιερέα όπισθεν τής Αγίας Τραπέζης διά να προσμένει την ανάγνωσιν του Αποστόλου έλαβον αυτόν εκείθεν οι Άγγελοι και τον πήγαν μετά μεγάλης τιμής έμπροσθεν τής Αγίας Τραπέζης διά να προσεχή την άνάγνωσιν του Ευαγγελίου τότε ο Βασιλεύς είδε ότι κατέβηκαν εκείνην των ουρανών τριακόσιοι Άγγελοι πέριξ του Ιερέως άναγινώσκοντος του Ευαγγελίου, και έκαστος των Αγγέλων κατά την τάξιν αυτού έδέχετο τούς λόγους του Ευαγγελίου, και ευθύς ανέβησαν εις τούς ουρανούς αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν, και προσήγαγον έκαστος των Αγγέλων τούς λόγους του Ευαγγελίου έμπροσθεν του θρόνου τής δόξης του Θεού.

Ταύτα βλέπων ό Βασιλεύς εξεπλάγη λίαν και έντρομος γέγονε. Όταν δε είπε ό Ιερεύς "Ότι ελεήμων και φιλάνθρωπος" τότε είδε ό βασιλεύς έναν Άγγελο εξερχόμενο εκείνην του Αγίου Πνεύματος με ένα σκεύος πλήρες μύρου ευωδεστάτου και πολυτίμου, εκείνην του οποίου γέμισε όλη ή εκκλησία θαυμαστή ευωδία και με το μύρο μύρωνε τούς πιστούς δούλους του Θεού μη εύρων δε Χριστιανούς, διότι εκείνην φόβου, προς τον Βασιλέα, έφυγον, ήλθε προς τον βασιλέα ό Άγγελος λέγων: Ιδού το μύρο μένει, μη όντων Χριστιανών στον Άγιο τούτο τόπο από τον φόβο όπου έχουν προς σε, και συ θέλεις δώσει απολογία έμπροσθεν του φοβερού θρόνου του Χριστού.


Τότε ό βασιλεύς ομού με τον Μουσά Μπέην ομοφώνως ειπόν Μύρωσε και ημάς σωτηριώδώς ότι από τώρα θέλουμε πιστέψουμε στον Χριστόν τά όμοια ειπόν και οι άρχοντες σε αυτόν. Και αφού τούς μύρωσε ο Άγγελος με τον μύρο εκείνο, παρευθύς έπεσαν από τούς οφθαλμούς τους σαν λεπίδες μικρές. Και όταν είπε ο Ιερεύς. Όσοι κατηχούμενοι προσέλθετε τότε είδε ο βασιλεύς ομού με τους άρχοντας, όπου ήλθόν Άγγελοι από τους ουρανούς και έδεναν τούς αμαρτωλούς και εξέβαλλαν έξω των πιστών. Όταν δε είπε ό ιερεύς «Όπως υπό του Κράτους σου πάντοτε φυλαττόμενοι» τότε είδε ό βασιλεύς ότι κατέβη πλήθος Αγγέλων φωτεινών με άρματα πύρινα και μεθ' ετέρων σκοτεινών αγγέλων του σατανά, οίτινες έφεραν τας αμαρτίας των πταιόντων επάνω κατά του Ιερέως.


Τότε οι φωτεινοί άγγελοι έξήλθον έμπροσθεν αυτών και τούς εξέβαλλαν έξω της Εκκλησίας και έλαβαν τά Αγία Δώρα ομοθυμαδόν και έκαμαν την είσοδο κατά την συνήθεια περικυκλούντες τον Ιερέα με άρματα πύρινα έως ότου ήλθαν στην Αγία Τράπεζα με φόβο μέγα και ευλάβεια και έλαβαν τά Άγια Δώρα εκ της κεφαλής του ιερέως και εθηκαν επί της Αγίας Τραπέζης λέγοντες- «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ», και είπεν ό ιερεύς «Πνεύμα άγιον επίλεύσετε επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάση» τότε είδε ο βασιλεύς με τούς άρχοντάς του το Πανάγιο Πνεύμα ωσεί περιστερά κατεβαίνον εκκλησία των ουρανών και ανεπαύθη επί τά Αγία Δώρα, και όλος ό Ναός επλήσθη ευωδίας και χάριτος του Αγίου πνεύματος και υπερέλαμψε το Άγιον Βήμα υπέρ τας ακτίνας του Ηλίου. Λέγοντος δε του ιερέως «αγαπήσωμεν αλλήλους», είδε ό βασιλεύς τον Πατέρα καταβαίνοντα ούρανόθεν με δώδεκα Χερουβίμ εκ των δεξιών και εξερχόμενο ευωνύμων και ασπάσθη το θείο βρέφος και είπεν : «Ούτος εστίν ό Υιός μου ό αγαπητός ό αίρων την άμαρτίαν του κόσμου και πάλιν άνέβη εις τούς ουρανούς».


Ταύτα ιδών ό βασιλεύς έκλαυσεν. Είτα λέγει ο « Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου προσχώμεν την αγίαν αναφοράν εν ειρήνη προσφέρειν είδε βασιλεύς καταβαίνον το Πανάγιον Πνεύμα επί την κεφαλήν του ιερέως, και ειπόντος του ιερέως «άνω σχώμεν τας καρδίας», είδε ο βασιλεύς ότι άνελήφθη τά θυσιασθέν Αγιον βρέφος και ήλθον τεσσαράκοντα Σεραφίμ και περιεκύκλωσαν την άγίαν τράπεζαν. Του δε ιερέως ειπόντος «Τον έπινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεκραγότα και λέγοντα». Είδε ο βασιλεύς τον Πατέρα των Φώτων καταβαίνοντα ούρανόθεν με δώδεκα Σεραφίμ εκαστον ανά εξ πτέρυγας έχον, συν τοις ουσίν εκάλυπτον τά πρόσωπα αυτών, ταις δε δυσίν τούς πόδας και ταις δυσιν πετούσαν και έλεγον «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ» και πάλιν ό Πατήρ ησπάσθη τον Υιόν Αυτού τον αγαπητόν, και ανήλθε πάλιν στους ουρανούς. Λέγοντος του Ιερέως «Λάβετε, φάγετε τούτο μου εστίν το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον».


Είδε την Εκκλησία γεμάτη από Αγγέλους και άπαντες με μίαν φωνή βροντώδη ειπόν το Αμήν. Του δε Ιερέως ειπόντος «Πίετε εξ αυτού πάντες τούτο εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης». Είδε ό βασιλεύς τούς Αγγέλους καταβαίνοντας ούρανόθεν, ελάμβανον τας αμαρτίας των άνθρώπων και τις έκαιγαν. Λέγοντος του ιερέως «Έξαιρέτως τής Παναγίας Αχράντου». Είδε ό βασιλεύς ότι άνοιξε το μεμερισμένον σκότος και παρευθύς Άγγελος του Θεού προς τούς εκείδε χριστιανούς ευηγγελίσασο αυτοίς χαρά διά να παρηγορηθώσι διά των πρεσβειών τής Θεοτόκου. Λέγοντος του Ιερέως «εν ενί στόματι και μια καρδία δοξάζειν». Είδε ο βασιλεύς εν Σεραφίμ έξερχόμενον εκ του άγιου βήματος λέγων τοις πιστούς να δοξάζουσι ταύτην την ώραν τον Θεόν όλοι.


Συνεχίζουσα δε ή θεία Λειτουργία, και λέγων ο ιερεύς την εκφώνησιν, ταύτην ως εξής: «Καταξίωσον ημάς Δέσποτα μετά παρρησίας ακατακρίτως τολμάν επικαλείσθε Σε τον επουράνιον Θεον Πατέρα και λέγειν», είδε ό βασιλεύς καταβαίνοντας ούρανόθεν τούς Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ γονυπετούντας εν μέσω της Εκκλησίας μετά των χριστιανών λέγοντες το «Πάτερ ημών ό εν τοις ουρανοίς». Τού ιερέως λέγοντος«τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν». Ό βασιλεύς είδεν έναν Αγγέλλον ότι έξήλθεν από το Άγιον Βήμα έχοντα εν ταις χερσί κεχρυσωμένους στεφάνους τούς όποιους είχε διά να επίθεση επί των κεφαλών των πιστών ελθών και προς τον βασιλέα εθηκεν επί την κεφαλήν αυτά λέγων ίδού ή παρούσα κορώνα θα σε αξιώσει να γίνεις χριστιανός και έχεις να πάθεις βάσανα διά το όνομα του Χριστού, και έμπροσθεν του θρόνου του Θεού θέλεις την φορείς εις αιώνας αιώνων. Άκούσας ό βασιλεύς σφόδρα ηγαλλιάσατο τω πνεύματι, και μετά δακρύων εδέετο του Θεού να καταξιώση του Αγίου Βαπτίσματος.

Έβλεπεν ο βασιλεύς ότι εκείνοι οι οποίοι μιλούσαν στην Εκκλησία στον καιρό της Θείας Λειτουργίας ερχόντουσαν και καθόντουσαν επί αυτών δαίμονες παρακινούντες να μιλούν τά του κόσμου για να μη ακούουν τούς λόγους του Θεού. Λέγοντος δε του Ιερέως «χάριτι και φιλανθρωπία του Μονογενούς Σου Υιού» είδεν ό βασιλεύς ούρανόθεν καταβαίνοντα τον επουράνιο Βασιλέα και έλαβε τον Άγιον Άμνόν εκ των χειρών του Ιερέως και τον διαμοίρασε μόνος του και με τας Αγίας χείρας Του έδωκεν ειπών «Δόξα ο Του Υιού μου λειτουργός του σταυρωθέντος υπέρ παντός του κόσμου. Ομοίως και το Ποτήριον λαβών τούς αυτούς λόγους είπε. Και λέγοντος του Ιερέως. «Υψώθητι επί τούς ουρανούς ό θεός και επί πασαν την γήν ή δόξα Σου».

Είδεν ό βασιλεύς ούρανόθεν καταβαίνοντα τά ουράνια τάγματα εις το Άγιον Βήμα και μετά πολλής ευλαβείας έλαβον το θείον βρέφος όπου είδεν ο βασιλεύς έσφαγμένον, ζωντανό και αλώβητο, λαμπρόν υπέρ τον ήλιον και το ανεβίβασαν στους ουρανούς με πολλές αγγελικές υμνωδίες στον θεϊκό θρόνο. Βλέποντας αυτά ο βασιλεύς έπεσε πρηνής και είπε. Κύριε Ιησού Χριστέ ο αμνός του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλόν δούλον Σου εύσπλαχνίσθητί μοι και μη έγκαταλίπης με ίνα μη άπολεσθώ εν τω σκότει και γνόφω της άσεβείας. Εξήλθε φωνή λέγουσα βαπτίσθητι, και εν τω παρόντι τάγματι των Αγίων όπερ έώρακας και κατατάξω σε.

Λέγοντος του Ιερέως «Ορθοί μεταλαβόντες των Θείων Αγίων Αχράντων Αθανάτων Επουρανίων, Ζωοποιών και Φρικτών του Χριστού μυστηρίων». Είδεν ο βασιλεύς ένα φοβερό άγγελο όπου σήκωσε όλες τις αμαρτίας του Ιερέως, οι οποίες ήσαν γεγραμμέναι σε ένα βιβλίο και τις έκαψε, μένοντος του Ιερέως καθαρού από τις αμαρτίες. Και αφού τελείωσε την θεία λειτουργία έλαβε αντίδωρο και το πήγε στο βασιλέα. Ό δε βασιλεύς πειράζων αυτόν είπε.

Τί μου φέρης αυτά τά ψιχία του άρτου ; διότι εγώ σε είδον όπου έσφαξας ένα βρέφος του ήλιου λαμπρότερο του όποιου την σάρκα έφαγες, και γιατί δεν φέρνεις και σε μένα : Επειδή αληθώς γνωρίζω και εγώ ότι είναι ό Δεσπότης Ιησούς Χριστός. Ό δε ιερεύς φωτισθείς υπό του Αγίου Πνεύματος ευθύς εννόησε την επιφάνεια τής Θεοτόκου και είπε προς τον βασιλέα. Πλέον εκλεκτότερος είσαι έμπροσθεν του Θεού παρά εγώ ό αμαρτωλός Ότι εγώ λειτούργησα με αυτό τον άρτο το μυστήριο του Θεού και ουδέν πλέον είδον ώ ! ποίων χαρισμάτων ήξιώθης δέξαι τά παρόντα εκκλησιαστικά δώρα, αυτήν την διδομένη αναφορά, και αφού σε αξιώσει ό Πανάγαθος θεός να λουσθείς διά του Αγίου βαπτίσματος, θέλεις δεχθή και τον παρόντα θαυμάσιο του Παναγίου Σώματος και αίματος του Χριστού. Τότε ό βασιλεύς με όλους τούς άρχοντας του είπε βάπτισον εμάς τώρα του Υψίστου Θεού. Ό ιερεύς άπεκρίθη. Στον Νόμο μας δεν είναι πρέπον, ό ιερεύς να βάπτιση τον βασιλέα χωρίς τής ευλογίας του Πατριάρχου, μάλιστα το έργον τούτο του θείου βαπτίσματος ανήκει μόνον του Πατριάρχου να βάπτιση την βασιλεία σου. Λοιπόν σε συμβουλεύω, ή βασιλεία σου να στείλει στην Αντιόχεια να έλθει ό Πατριάρχης να σε ένδυση με το Άγιο βάπτισμα.

Αυτά άκουσε ο βασιλεύς Άμφιλόχιος αμέσως έστειλε στην Αντιόχεια γράφων παρακλητικός και λέγων, Άγιε Δέσποτα, ευσπλαχνίσθητί με διά να μην απολεσθώ στο σκότος τής ασεβείας, ότι ιδού ό ελεήμων Θεός με εύσπλαχνίσθη και με έδειξε το άπόκρυφον μυστήριο τής Άγιας του Πίστεως και εγώ δεν έγινα παρήγορος τής προσταγής του, από άγριος λέων γενόμενος αρνίο ήμερο. Λοιπόν ή αγιοσύνη σου άφησε τον φόβο, και έλθω να με βάφτισης με όλους τούς άρχοντας διά να φανούμε άξιοι τής Επουρανίου Βασιλείας.

Και έδωσε την επιστολή αυτή στον Πατριάρχη ο οποίος ευφράνθηκε στο πνεύμα του και γονατιστός είπε τα λόγια αυτά στον Θεό. Ευχαριστώ Σοι, Κύριε ο Θεός μου ότι με την θεία σου βουλήν φυλάξας τον άγιό σου Ναό εκλεκτότερος των παγίδων τούτο σατανά, όσα προσπάθησε να ενεργήσει διά των ανόμων Ιουδαίων. Απεναντίας δεν όλες τις πονηρές μηχανές μετέτρεψες σε όφελος τούτο άγιου σου τόπου. Εγερθείς ταχέως κίνησε για την πόλη Ιερουσαλήμ. Άκούσας ο βασιλεύς Άμφιλόχιος ότι πλησίαζε ο Πατριάρχης προσέταξε τούς άρχοντάς του να συναθροίσωσι τον στρατό και μετά μεγάλου θριάμβου εξήλθε σε προϋπάντηση του. Ό δε Πατριάρχης βλέποντας να έρχεται προς αυτών τόσο πολυάριθμο στράτευμα φοβήθηκε πολύ, μήπως έχει καμία τεχνική απάτη πλησιάζων όμως ο βασιλεύς στον Πατριάρχη ευθύς κατέβηκε από τον ίππο του και γονυπετήσας έκαμε τρεις μετανοίας και είπε .

Καλώς σε έκαμε Πάτερ ο φωτίζων τις ψυχές των αμαρτωλών ανθρώπων, Θεός, σκεύος, εκλογής του Αγίου Πνεύματος, αντιλήπτορα των ψυχών των αμαρτωλών, έδωσε σε εσένα εξουσία να φέρεις αυτές σε χείρας Θεού, ο όποιος σε έφερε να φωτίσει και εμέ τον αμαρτωλό και να με κάμης συμμέτοχο με τους άθλητάς του. Ό δε Άγιος Μεθόδιος γνωρίσας τούς μετά κατανύξεως λόγους του βασιλέως εννόησαν ότι φωτίσθηκε από τον Αγιον Πνεύμα και είπε χαίρε τίμιε βασιλεύ Άμφιλόχιε όπου έφάνης νοητής πασών των σατανικών δυνάμεων και προσήλθες γενναίως προς τον Δεσπότη Χριστόν, εύχομαι να σε αξιώσει με όλους τούς πιστούς τής βασιλείας Του, ίνα καλώς υπομένεις τον ζυγό του Χριστού και ενεργήσει Άγιο Πνεύματι Άγίω βασιλεύσης εις τούς αιώνας. Και ούτως ο Πατριάρχης άπαντας έλαβεν εκ τής χειρός και εισήγαγε αυτούς στην Εκκλησία του Αγίου Τάφου.

Πρώτον βάπτισε τον βασιλέα, έπειτα τους άρχοντας όλους κατά την τάξιν, και τέλος άπαντα τον στρατό, όπου ήλθεν στα Ιερουσαλήμ. Και μετά το βάπτισμα άπαντας κατηχησεν στην πίστη των χριστιανών, με ποικίλους λόγους και διδασκαλίας, προφητεύσας και αυτό ότι μέλλουν να τιμωρηθούν παρά του Άμουράτ του βασιλέως δι' αγάπη του Δεσπότου Χριστού.

Μετά από όλα αυτά άφησε πολλά δώρα στον Π. Τάφον αναχώρησε ό Άμφιλόχιος να υπάγεις στον Αμουράτ. Όταν δε έφθασε διηγήθηκε πάντα τά γενόμενα. Ό δε βασιλεύς Αμουράτ αφού ήκουσεν αυτούς τούς λόγους είπε προς αυτόν Άμφιλόχιε ευθύς να υπάγεις να θυσιάσεις στους Θεούς και να προσκύνησης τά είδωλα, ει δε με πικρό θάνατον θα σε θανατώσω. Ό δε Άμφιλόχιος άπεκρίθη ώ άπιστε βασιλεύ, εάν δεν πιστεύεις στους δικούς μου αληθείς λόγους διά να ωφεληθείς μεγάλως και μείνεις στην των ειδώλων προσκύνηση θα κολασθείς στους αίωνας. Ό δε ασέβαστος βασιλεύς βρυχήθηκε ως λέων κατ' αυτού και ευθύς πρόσταξε ανηλεώς και έκοψαν την κεφαλήν του Άμφιλοχίου και όλων των πιστευσάντων στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και ούτοι ήξιώθησαν άπαντες των μαρτυρικών στεφάνων παρά Χριστού του Θεού ημών ω πρέπει ή δόξα, ή τιμή και ή προσκύνησις εις τούς αιώνας. Αμήν.

Τύποις: ΧΑΡ. και ΙΩ. ΚΑΓΙΑΦΑ Πάτραι — Αθήναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.