Εκάθισεν Αδάμ τότε, καί έκλαυσεν απέναντι τής τρυφής τού Παραδείσου, χερσί τύπτων τάς όψεις, καί έλεγεν. Ελεήμον, ελέησόν με τόν παραπεσόντα.
· Ιδών Αδάμ τόν Άγγελον, ωθήσαντα, καί κλείσαντα τήν τού θείου κήπου θύραν, ανεστέναξε μέγα, καί έλεγεν. Ελεήμον, ελέησόν με τόν παραπεσόντα.
· Συνάλγησον Παράδεισε, τώ κτήτορι πτωχεύσαντι, καί τώ ήχω σου τών φύλλων, ικέτευσον τόν Πλάστην, μή κλείση σε. Ελεήμον, ελέησόν με τόν παραπεσόντα.
·
Παράδεισε πανάρετε, πανάγιε, πανόλβιε, ο Εύαν κεκλειδι Αδάμ πεφυτευμένος, καί διά την σμένος, ικέτευσον Θεόν διά τόν παραπεσόντα. Ελεήμον, ελέησόν με τόν παραπεσόντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.