Σ' ένα μικρό χωριό του Πηλίου, ένα ζευγάρι μεσήλικων ήταν
αγκαλιασμένοι μπροστά σ' ένα μεγάλο τζάκι, μέσα σ' ένα παλαιό αρχοντικό. Ό
Πέτρος και ή Ιωάννα δεν είχαν το ένα εκατομμύριο πού κόστισε αυτό το τζάκι και
ή επισκευή του παλιού αρχοντικού και αναγκάσθηκαν να το δανεισθούν από τον
πατέρα της Ιωάννας. Έτσι, αγοράζοντας και επισκευάζοντας αυτό το παλιό πηλιορείτικο
σπίτι πραγματοποιούσαν ένα μεγάλο όνειρο. Είχαν ζήσει πολλές όμορφες και
τρυφερές στιγμές μπροστά σ' αυτό το τζάκι. Καθώς απολάμβαναν τη θαλπωρή της
φωτιάς, θυμόντουσαν ανάλογες τρυφερές στιγμές μπροστά στο τζάκι του εξοχικού του
πατέρα της Ιωάννας, όταν ήταν ένα παράφορα ερωτευμένο ζευγάρι στα τελευταία
λυκειακά τους χρόνια.
«Πέτρο, τούτα τα Χριστούγεννα θέλω να σου πω πόσο θαυμάσιος
άνθρωπος είσαι».
«Έλα, μην υπερβάλλεις», απάντησε εκείνος ελαφρά ντροπιασμένος, αλλά
και με ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως.
«Σοβαρέψου λιγάκι και άκουσε με. Ή καρδιά σου είναι καλή, τρυφερή, και
γεμάτη αγάπη και είσαι τόσο δυνατός». Καθώς μιλούσε τα δάχτυλα της χάιδευαν τα
μαλλιά του και το πρόσωπο του, δίνοντας του ένα αιώνιο μήνυμα γεμάτο έρωτα και
αγάπη. Ό Πέτρος μεθούσε για δεκαπέντε χρόνια με τον τρόπο πού ή σύζυγος του μιλούσε και τον χάιδευε.
Η Ιωάννα ήταν μεσαία κόρη
μιας οικογένειας πού είχε πέντε κορίτσια και είχε τη χάρη και το θέλγητρο πού
μαθαίνεται μόνο από αδελφές. Ή προσωπικότητα της έλαμπε και το χαμόγελο της
ήταν γοητευτικό. Όταν έμπαινε σε ένα δωμάτιο, δεν μπορούσε να μην την προσέξει
κανείς, χωρίς να αισθανθεί μια έκσταση. Ελάχιστες φορές άλλες γυναίκες
αισθάνθηκαν ότι ή ομορφιά της Ιωάννας αποτελούσε για αυτές απειλή, γιατί ή
Ιωάννα είχε μάθει πώς να καλλιεργεί καλές σχέσεις, καλλιεργώντας καλές σχέσεις με
τις μεγαλύτερες και μικρότερες αδελφές της. Ό πατέρας της, πού ήταν καθηγητής
Πολυτεχνείου, δεν είχε πει ποτέ στην κόρη του πόσο χαριτωμένη ήταν, παρόλο πού
ήταν ένας αφοσιωμένος οικογενειάρχης και είχε καλές σχέσεις με όλα τα κορίτσια
του. Ή Ιωάννα μπορούσε να πειράζει τον πατέρα της και να αισθάνεται τη σιγουριά
ότι ό τρόπος πού θα αντιδρούσε, θα ήταν τόσο θερμός και καλόκαρδος όσο ό τρόπος
πού τον πείραζε. Η Ιωάννα πλησίαζε τούς άλλους με ένα χαρούμενο αυθορμητισμό. Δεν
είχε γνωρίσει ποτέ τί σημαίνει απόρριψη.
Ό Πέτρος ήταν καθηγητής σε μία σχολή τέχνης στο Βόλο. Ήταν ό πιο
ευτυχισμένος και ό πιο φτωχός καθηγητής μεταξύ Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Δεν
υπήρχαν πολλές προοπτικές για το μέλλον στη θέση πού είχε, αλλά αυτό το ήξερε
όταν την δέχθηκε. Εξ άλλου, ό Πέτρος και ή Ιωάννα ήθελαν να μείνουν στο Πήλιο και
ό Πέτρος ήθελε να διδάξει ζωγραφική. Δεν ενδιαφερόταν τόσο πολύ για προαγωγές,
όσο ή Ιωάννα ήταν ευτυχισμένη. Ή Ιωάννα είχε βαθιές ρίζες στο Πήλιο και ήθελε να
μείνει εκεί και γι` αυτό ό Πέτρος είχε αρνηθεί μία θέση στη σχολή Καλών Τεχνών στην
Αθήνα. Θα μπορούσε να είχε γίνει επιμελητής, αν το είχε δεχθεί, αλλά απ' τον
καιρό πού παντρεύτηκε, αντάλλαξε τις φιλοδοξίες του για μια ζωή γεμάτη από
αγάπη και έρωτα με την Ιωάννα.
Ο Πέτρος και ή Ιωάννα προέρχονταν από ένα σημαντικά παρόμοιο
περιβάλλον. Ήταν και οι δύο τους παιδιά καθηγητών Πανεπιστημίου. Οι μητέρες
τους ήταν ζωγράφοι, πού είχαν εκθέσει τα έργα τους σε διάφορες γκαλερί της
Αθήνας και είχαν μάθει τα παιδιά τους, από μικρή ηλικία, να εκτιμούν τη
ζωγραφική. Ό Πέτρος ήταν ό μικρότερος από τα τρία παιδιά της οικογενείας του και
γι' αυτό όλη ή οικογένεια του τον είχε περιβάλλει με πολύ ενδιαφέρον και
στοργή. Όταν γεννήθηκε, οι γονείς του είχαν περάσει τα σαράντα τους χρόνια. Ήθελαν
κορίτσι, αλλά τον αγαπούσαν πολύ από την πρώτη στιγμή. Ό πατέρας της Ιωάννας
ήθελε ένα αγόρι, αλλά τα μαύρα της μαλλιά και το ωραίο της δέρμα έκλεψαν την
καρδιά του αμέσως. Οι δύο οικογένειες είχαν μια θρησκευτική προέλευση και είχαν
δραστηριοποιηθεί σε χριστιανικές οργανώσεις στα νεανικά τους χρόνια. Επίσης, οι
δύο οικογένειες είχαν αυστηρές αρχές όσον άφορα την ανατροφή των παιδιών. Ο
πατέρας της Ιωάννας πάντοτε γελούσε όταν ανέφερε ένα περιστατικό σχετικό με την
ώρα του ύπνου.
«Μπαμπά, μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό;»
«Όχι, κούκλα μου, ήπιες νερό πριν πάς στο κρεβάτι». Μετά από
τριάντα λεπτά:
«Μπαμπά, μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό σε παρακαλώ;»
«Ιωάννα σου είπα όχι! "Αν με ρωτήσεις ξανά θα σηκωθώ και θα σε
δείρω.» Μετά από μισή ώρα:
«Μπαμπά, όταν σηκωθείς να με δείρεις, μπορείς να μου φέρεις και ένα
ποτήρι νερό;»
Ό Πέτρος και ή Ιωάννα είχαν αγωνισθεί να αποκτήσουν μια ανοικτή και
ειλικρινή σχέση μεταξύ τους. Όταν πέθανε ή μητέρα του Πέτρου, ή Ιωάννα του είπε
πόσο ένιωθε τον πόνο του και ό Πέτρος αντέδρασε, λέγοντας ότι αυτή δεν μπορούσε
να αισθανθεί τον πόνο του, γιατί δεν είχε στενές σχέσεις με τη μητέρα της, όπως
είχε αυτός με τη δική του. Όταν πέθανε ό πατέρας του Πέτρου, ή ' Ιωάννα έκανε
τρομερές προσπάθειες να αποφύγει τις κοινοτοπίες, πού όλοι οι άλλοι
χρησιμοποιούσαν. Το ότι είχαν καλλιεργήσει μια τόσο ειλικρινή σχέση μεταξύ
τους, είχε σαν αποτέλεσμα το γεγονός να μπορούν να χαίρονται έντονα ό ένας τη
συντροφιά του άλλου. Δεν είχαν όμως καλλιεργήσει στενές σχέσεις με άλλους
φίλους. Έβλεπαν τούς φίλους τους σαν επιπόλαιους, επιφανειακούς, ρηχούς και πληκτικούς.
Τούς ευχαριστούσε να περνούν τα βράδια τους στο παλιό αρχοντικό τους,
διαβάζοντας ποίηση και ακούγοντας κλασική μουσική. Όταν τα γούστα τους διέφεραν
στη λογοτεχνία ή τη μουσική, είχαν βρει τον τρόπο να ξεπερνούν τη διαφωνία τους
και να φθάνουν τελικά στο σημείο να μπορούν να τα χαίρονται όλα μαζί. Όταν
έβγαιναν για κοινωνικές υποχρεώσεις, ήταν καλοδεχούμενοι, αλλά έβγαιναν πολύ
σπάνια.
Παρόλες τις προσπάθειες πού έκαναν, ή Ιωάννα δεν έμεινε έγκυος.
«Να είμαι ειλικρινής», έλεγε ό Πέτρος, «δε θα ήθελα να σε μοιραστώ με
κάποιον άλλο, ούτε ακόμη και με ένα γιό. Ξέρω ότι ακούγομαι εγωιστής, αλλά
υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα πού θα μπορούσαμε να κάνουμε μαζί, χωρίς τις
φροντίδες και τις υποχρεώσεις πού δημιουργεί ένα παιδί».
Η Ιωάννα συζήτησε με τον Πέτρο τις φυσικές μητρικές της ανάγκες και
έφθασε στο σημείο να μην της στοιχίζει το γεγονός ότι ήταν στείρα. Όλες οι
αδελφές της είχαν παιδιά και έτσι δεν την πίεζαν οι γονείς της να τούς κάνει
εγγόνια. Τελικά, ή Ιωάννα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα επιζούσε με τη
ζωγραφική της και ό Πέτρος στήριζε πρόθυμα αυτό το συμπέρασμα.
Ή Ιωάννα διαπίστωσε, για πρώτη φορά, ότι είχε ένα λίπωμα στο στήθος
της, όταν έκανε λουτρό. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν για δύο εβδομάδες, αλλά μετά
άρχισε να ανησυχεί.
«Ιωάννα, τί έχεις; εδώ και μια εβδομάδα φαίνεσαι στενοχωρημένη ».
'Η 'Ιωάννα ξέσπασε σε λυγμούς λέγοντας: «Έχω ένα λίπωμα στο δεξιό
μου στήθος και δε θέλω να πάω στο γιατρό».
Την άλλη μέρα ό Πέτρος πήγε μαζί της σ' έναν γιατρό. Μετά από
πολλές εξετάσεις, ή διάγνωση έγινε χωρίς να υπάρχει καμιά αμφιβολία. Τα
αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν θετικά. Ύστερα από δύο εγχειρήσεις και πέντε
μήνες στο νοσοκομείο, ή Ιωάννα πέθανε σε ηλικία σαράντα τριών χρόνων. Ή ζωή του
Πέτρου τελείωσε τη στιγμή πού ή γυναίκα του έφυγε. Ένιωθε ότι ή Ιωάννα
γλίστρησε απ' τα χέρια του, παρόλο πού κρατούσε το χέρι της σφικτά την ώρα του
θανάτου της.
«Σε ικετεύω», έλεγε κλαίγοντας, «μη μου φύγεις. Σε θέλω, σε
χρειάζομαι», αλλά στις πέντε και μισή το απόγευμα ή Ιωάννα έφυγε.
Για έξι μήνες μετά το θάνατο της ό Πέτρος έζησε σε μια ζάλη.
Περιορίστηκε στο σπίτι και καταδίκασε τον εαυτό του σε ανυπαρξία. Κοιμόταν με
πίνακες της Ιωάννας, πού δεν είχε κορνιζάρει και πού, καμιά φορά, τούς τύλιγε με
ένα νυχτικό της. Ό θρήνος του για την Ιωάννα είχε γίνει ένα είδος μαγικής
τελετουργίας με την οποία προσπαθούσε να την φέρει πίσω, αλλά εκείνη δεν τον
άκουγε και δεν επέστρεψε.
Το επόμενο φθινόπωρο, ό Πέτρος πίεσε τον εαυτό του να πάει στη
δουλειά του. Δίδασκε με ένα μηχανικό τρόπο, σαν ρομπότ και οι παρατηρήσεις πού
έκανε στους μαθητές ήταν πάντοτε οι ίδιες: «καλό φαίνεται» ή απλώς «εντάξει»,
άσχετα αν το έργο του μαθητή ήταν καλό ή κακό. Μερικοί καθηγητές τον κάλεσαν στο
σπίτι τους για να περάσουν μαζί μια βραδιά και άλλοι προσπάθησαν να βγουν μαζί
του έξω, αλλά ό Πέτρος αρνήθηκε κάθε πρόσκληση ευγενικά και αμετακίνητα. Τα δύο
αδέλφια του Πέτρου είχαν εγκατασταθεί στο εξωτερικό και έτσι του ήρθε πιο
εύκολο να κόψει κάθε επικοινωνία μαζί τους. Έβγαινε μόνο για να πάει στον τάφο
της ' Ιωάννας και στον τάφο των γονέων του. Μετά από δύο χρόνια ανυπαρξίας, ό
διευθυντής της σχολής στην οποία δίδασκε ό Πέτρος, τον κάλεσε στο γραφείο του.
«Πέτρο, στενοχωριέμαι πού πρέπει να σου πω αυτό πού θα σου πω, αλλά
ή ποιότητα της δουλειάς σου έχει υποβαθμισθεί πολύ και αν αυτό συνεχισθεί θα
είναι δύσκολο να διατηρήσεις τη θέση σου. Αν υπάρχει τίποτα πού εγώ και ή
γυναίκα μου μπορούμε να κάνουμε για να σε βοηθήσουμε να βγεις από την
κατάθλιψη, μη διστάσεις να μάς το πεις».
Αμέσως μετά ό Πέτρος έδωσε την παραίτηση του. Κανένας δεν μπορούσε να
αλλάξει τη γνώμη του. Πήγε στο σπίτι για να πεθάνει, και πραγματικά πέθανε
ύστερα από οκτώ μήνες. Το πτώμα του βρέθηκε οκτώ μέρες μετά από μία συγκοπή της
καρδιάς του. Μερικοί άνθρωποι του χωριού στάθηκαν έξω απ' το παλαιό αρχοντικό
όταν οι αρχές ήρθαν να πάρουν το πτώμα. Αισθάνθηκαν κάπως ένοχοι πού δεν
έδειξαν περισσότερο ενδιαφέρον.
«Συνήθως κατέβαινε στην πλατεία κάθε τόσο να πάρει μια εφημερίδα»,
είπε ό περιπτεράς, «αλλά δεν είχε κατεβεί για ένα μήνα τώρα. Νομίζαμε όλοι ότι
είχε φύγει». Άλλος έλεγε ότι δεν έβλεπε κανένα φώς αναμμένο στο σπίτι, για να
μπορεί να πει αν ήταν εκεί, και ακόμα, άλλος είπε ότι την τελευταία φορά πού τον
είδε, είπε ότι θα έφευγε για ένα μακρινό ταξίδι. Όλοι σχολίαζαν το γεγονός, ότι
ένας υπάλληλος του ΟΤΕ είχε έλθει να βγάλει το τηλέφωνο του, γιατί είχε μήνες να
πληρώσει το λογαριασμό.
«Τί κρίμα», είπε μια κυρία. Κάθε φορά πού σχολίαζαν το φρικτό αυτό
γεγονός, ακολουθούσε μια βοερή ησυχία.
«Μήπως ξέρει κανείς τί απόγιναν οι πίνακες πού είχε;», ρώτησε
κάποιος και κάποιος άλλος απάντησε ότι δεν υπήρχε κανένας πίνακας στο σπίτι και
ότι φαινόταν ότι κάποιος είχε ανάψει μια μεγάλη φωτιά στο τζάκι, πού ήταν
καλυμμένο από καπνιά και όπου υπήρχαν μερικές μισοκαμμένες κορνίζες.
«Τί να κάνουμε. Ο Θεός δίνει
και ό Θεός παίρνει», είπε μια άλλη κυρία.
Τέσσερα άτομα υπήρχαν στην κηδεία του Πέτρου: ό παπάς, ό
νεκροθάφτης, ένας αδελφός και ό διευθυντής της σχολής στην οποία δίδασκε. Μετά την
κηδεία, όλοι αποχαιρετίσθηκαν και ό καθένας επέστρεψε στο δικό του στενό και
ασφαλή κύκλο.
Ο Πέτρος και ή Ιωάννα νόμισαν ότι θα μπορούσαν να είναι τα πάντα ό
ένας για τον άλλο και ότι δε χρειαζόντουσαν ούτε το Θεό ούτε την κοινότητα — την
Εκκλησία — αλλά έξω απ' αυτήν δεν υπάρχει σωτηρία, δηλαδή έξω από την
κοινότητα, την ' Εκκλησία, δεν υπάρχει ζωή, παρά μόνο θάνατος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΓΑΜΟΣ. ΠΑΠΑ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ -ΠΑΠΑ ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.