Αναμνήσεις τοῦ ἡγουμένου
τῆς ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους
ἀρχιμ. Γρηγορίου
Ζουμῆ τοῦ Παρίου
Όταν διερχόταν κανεὶς
παλαιότερα τὴν ὁδὸ Παροικίας - Νάουσας καὶ ἄρχιζε νὰ κατηφορίζη τὸν Ἔλητα, δεξιὰ
ἔστρεφε τὸ κεφάλι του νὰ δῆ τὴν παλαίφατο Λογγοβάρδα καὶ ἀριστερὰ τὸ ἡσυχαστήριο
τοῦ Ὁσίου Φιλοθέου καὶ πιὸ ᾿κεῖ τὸν ψηλὸ φοίνικα. Συνήθως κανεὶς κοιτάζει ἐκεῖ
ποὺ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, νὰ δῆ τὰ ἴχνη τῆς ζωῆς τους.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἡσυχαστήριο
ἡσύχαζαν δύο μοναχές, ἡ Παρθενία μὲ τὴν ἀδελφή της Ἀναστασία. Τὸ εἶχαν στήσει
μόνες τους, μετὰ τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς, σὲ πατρογονικό τους κτῆμα, ποὺ εἶχαν
κληρονομιὰ ἀπὸ τὴ μάννα τους Μαρουσώ, τὸ γένος Ζουμῆ.
Αὐτὸ τὸ μικρὸ
Κάθισμα ὑπῆρξε σ᾿ ἐμένα τὸ πνευματικό μου λίκνο. Τὰ παιδιακίστικα παιχνίδια δὲ
μὲ τραβοῦσαν τόσο ὅσο ἡ συντροφιὰ τῶν δύο καλογραιῶν. Αὐτὰ τὰ τρυφερὰ χρόνια αἰσθανόμουνα
βασιλιάς, νὰ μ᾿ ἔχουνε οἱ θεῖες μου στὴ μέση καὶ νὰ μοῦ ἐξιστοροῦν τὰ σκάμματα
τῶν Μαρτύρων καὶ τὰ παλαίσματα τῶν Ὁσίων. Ὧρες ἀτέλειωτες ἄκουγα χωρὶς ἀνάσα πῶς
ἁγιάσανε τὰ ράσα οἱ Ἅγιοι, ποὺ περισσότερο ἀναπνέανε Χριστὸ παρὰ τὸν ἀτμοσφαιρικὸ
ἀέρα. Μοῦ διάβαζε ἡ θεία ἡ Παρθενία τόσο κατανυκτικὰ καὶ πειστικὰ τὰ γράμματα τῶν
Ἁγίων, ποὺ ἀκουμποῦσαν τὴν παιδική μου καρδιά. Στὸ σπίτι μου ἐπέστρεφα
κατάφορτος καὶ χαρούμενος καὶ διηγούμουνα μὲ τόση ἀκρίβεια ὅσα ἄκουγα, ποὺ ἡ
μάμμη μου μοῦ σταύρωνε τὸ κεφάλι. Κανένας φόβος δὲν ὑπῆρχε ἀπὸ τοὺς γονεῖς
μήπως γίνω μοναχὸς καὶ χάσουν τὴ διαδοχή. Μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς διηγήσεις δὲν
παρέλειπε νὰ μοῦ ἐξιστορῆ καὶ τὴ δική της αὐτοβιογραφία:
– Μέχρι τὰ δεκαοκτώ
μου χρόνια δὲν ἤξευρα τίποτε γιὰ τὸν μοναχισμό· οὔτε ἂν ὑπῆρχε στὸ νησὶ
γυναικεία Μονὴ γνώριζα. Ἤμουν μιὰ κόρη ὅπως
ὅλες τοῦ χωριοῦ.
[Ὄντως ἔτσι ἦταν. Ἕνας
θεῖος μου, ποὺ ἐργαζόταν ἐπιπλοποιὸς στὴν Ἀθήνα, μοῦ εἶπε πὼς σὲ κάποια ἐπίσκεψή
του στὴν Πάρο τὴν εἶδε στὸ πανηγύρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου στὶς 29 Αὐγούστου καὶ ἐθαύμασε
τὸ κάλλος της καὶ ὡμολογοῦσε πὼς ὡραιότερη γυναίκα δὲν εἶδε στὸν κόσμο. «Ὑψίκορμη,
γεμάτη, μὲ μεγάλα ὁλοστρόγγυλα μάτια, ἀληθινὴ Καρυάτιδα. Ὅταν ἔμαθα πὼς ἔγινε
μοναχή, θαύμασα τὴν δύναμή της».]
Μοῦ διηγεῖτο λοιπὸν ἡ
γερόντισσα Παρθενία:
– Κεντοῦσα
ξέγνοιαστη τὴν προῖκα μου καὶ σιγοτραγουδοῦσα. Hταν σούρουπο. Ὁ Εὐαγγελισμὸς
χτυποῦσε Ἑσπερινό. Ἄκουσα μιὰ φωνὴ νὰ μοῦ λέγη:
– Νὰ τὰ ἐγκαταλείψης
ὅλα καὶ νὰ μὲ ἀκολουθήσης.
– Καὶ ποιός εἶσαι ἐσὺ
ποὺ θέλεις τόσο μεγάλη θυσία ἀπὸ μένα; – τοῦ λέγω.
– Ἐγὼ εἶμαι ὁ
Χριστός.
Τὸ κράτησα μυστικὸ
μέχρι νὰ γυρίση ὁ πατέρας μου ἀπὸ τὸ ταξίδι. Ὅταν γύρισε καὶ μείναμε μόνοι μας,
τοῦ ἐμπιστεύθηκα:
– Πατέρα, ἄκουσα αὐτὴν
τὴν φωνή. Τί νὰ κάνω;
– Ρωτᾶς, παιδί μου;
Αὔριο τὸ πρωὶ φεύγουμε γιὰ τὴν μονὴ Χριστοῦ.
[Τὴν μονὴ Χριστοῦ τὴν
εἶχε ἱδρύσει στὸ τέλος τοῦ 1700 ὁ ἱερομόναχος Ἰωάσαφ ὁ Πάριος σὲ κτῆμα τῶν
Μαυρογένηδων, ποὺ τὸ εἶχαν ἀφιερώσει στὴν Παναγία τὴν Καταπολιανή. Πρῶτες μοναχὲς
ἔκανε τὴν μητέρα του καὶ τὴν ἀδελφή του.]
– Πατέρα –τὸν
ρώτησα– ποῦ εἶναι αὐτὸ τὸ μοναστήρι;
– Πέρα ἀπὸ τὴν
Παρικιὰ καὶ βλέπει τὸ νησὶ τῆς Ἀντιπάρου.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ
γερο-καπετάνιος φώναξε ἀγωγιάτη, μοῦ φόρτωσε τὰ πράγματα καὶ τὰ προικιά μου καὶ
φύγαμε γιὰ τὸ μοναστήρι. Εἰσῆλθα στὴν ὑπακοὴ τῆς μεγάλης γερόντισσας Παρθενίας
Μάντηλα, ἡ ὁποία στὴν κουρά μου μοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομά της. Αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ
μεγαλύτερη Γερόντισσα ποὺ γνώρισε ἡ μονὴ Χριστοῦ. Φθάσαμε τὶς ὀγδόντα
καλογριές. Στὴν ἐκκλησία ὑπῆρχε τὸ ἀδιαχώρητο. Στὶς ἀγρυπνίες οἱ ψαλμωδίες ἦταν
ἀγγελικές. Οἱ ἀκολουθίες ἐπιτελοῦντο κατὰ τὸ τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως
δίδαξε τὶς πρῶτες μοναχὲς ὁ ἱερομόναχος Ἰωάσαφ. Τὸ μοναστήρι ἦταν ἐπίγειος
παράδεισος, κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τῶν ἁγίων Γερόντων τῆς Λογγοβάρδας. Πολὺ τὸ
ἀγάπησε ὁ γέροντας Ἱερόθεος ὁ Βοσυνιώτης καὶ τὸ βοήθησε καὶ ὑλικὰ καὶ
πνευματικά. Ποτέ δὲν μᾶς ἄφησε χωρὶς παπᾶ. Ἂν δὲν εἶχε νὰ στείλη, ἐρχόταν ὁ ἴδιος,
ἀκόμη καὶ στὸ βαθύ του γῆρας.
Ἡ Γερόντισσά μου εὐθὺς
ἀμέσως μ᾿ ἔβαλε σὲ πρόγραμμα πνευματικό. Ἡ πρωινὴ ἔγερση καὶ τὸ κλείσιμο τῆς ἡμέρας
ἐγίνοντο μὲ τριακοσίας γονυκλισίας κάθε φορά. Μὲ δίδαξε νὰ λέγω τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ,
ὄχι μόνον τὴν ὥρα τοῦ κανόνος, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν μέρα. Στὸ θέμα τῆς νηστείας, καὶ
τὸ νερὸ μοῦ περιώρισε.
– Κόρη μου –ἔλεγε ἡ
μητέρα μου– δὲν ἔχετε νερό, γι᾿ αὐτὸ πίνεις λίγο;
Μᾶς εἶχε ἀπαγορεύσει
κάθε ἔξοδο στὸν κόσμο. Γιὰ μᾶς ὑπῆρχε μόνον ἡ μονὴ Χριστοῦ καὶ ὁ οὐρανός.
Οἱ Γέροντες, γιὰ νὰ
μὴ ζητοῦμε ἐξόδους, μᾶς εἶχαν ὁρίσει διακονητή, πατέρα σπουδαῖο στὰ πνευματικά.
Θὰ σοῦ διηγηθῶ καὶ τὸ ἔργο τοῦ διακονητοῦ, γιὰ νὰ δῆς πόσο οἱ πατέρες φρόντιζαν
νὰ μᾶς περιχαρακώσουν ἀπὸ τὸ κακό. Κάθε πρωί, μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀκολουθίας,
τοποθετούσαμε τὰ καλαθάκια μας στὴν πεζούλα, ποὺ εὑρίσκετο στὴν ἐξωτερικὴ αὐλὴ τοῦ
μοναστηριοῦ, μὲ τὶς παραγγελίες μας γραμμένες στὸ χαρτὶ καὶ τὰ χρήματα χωρὶς ὄνομα.
Ἤτανε, βλέπεις, τὸ μοναστήρι ἰδιόρρυθμο καὶ ἔπρεπε μόνες μας νὰ οἰκονομηθοῦμε. Ὅταν
ἀφήναμε τὶς παραγγελίες στὰ ἀπρόσωπα καλαθάκια, ἔκλεινε ἡ θύρα τοῦ μοναστηριοῦ.
Τότε μόνον ἐρχόταν ὁ διακονητὴς μοναχός, φόρτωνε τὰ καλαθάκια στὸ γαϊδουράκι καὶ
ἔφευγε γιὰ τὴν χώρα. Στὴν ἐπιστροφή, ἄφηνε τὰ καλαθάκια στὴν πεζούλα, χτυποῦσε
τὸ πλῆκτρο τῆς πόρτας καὶ ἐξηφανίζετο. Πολλὲς ἴσως οὔτε τὸ ανάστημά του δὲν εἴδαμε.
Κάποτε, κάποια ξεχασμένη βγῆκε μετὰ τὸ κλείσιμο τῆς πόρτας νὰ συμπληρώση τὴν
παραγγελία της. Μόνον ποὺ δὲν τὴν σκότωσε! Καμμιά δὲν ἤθελε νὰ φαίνεται τὴν ὥρα
ποὺ ἔφευγε ἢ ἐρχόταν ἀπὸ τὰ ψώνια. Ἡ τάξις αὐτὴ ἐτηρεῖτο μὲ ἀκρίβεια ἀπαρασάλευτη.
Οἱ Γέροντες ρώτησαν μοναχό, ποὺ χρημάτισε διακονητὴς περὶ τὰ σαράντα χρόνια, ἂν
ποτὲ πειράσθηκε.
―Μὲ τὴν εὐχή σας οὔτε
πρόσωπο εἶδα οὔτε ὀπίσθια. Καὶ ὁ Θεὸς μὲ φύλαξε ἀκόμη καὶ ἀπὸ ψιλὸ λογισμό.
Σ᾽ ἐκεῖνο ποὺ ἰδιαίτερα
μὲ βοήθησε ἡ Γερόντισσά μου ἦταν ν᾽ ἀγαπήσω τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη εὐχή.
Καὶ ἀλήθεια εἶναι, αὐτὴ μὲ ἔσωζε τὴν ὥρα τῶν πειρασμῶν. Αὐτὴ ἔκανε τὴν καρδιά
μου πύρινη.
[Καὶ ἔτσι δείχνουν τὰ
πράγματα. Πρόκοψε πνευματικὰ καὶ κοντά της εἵλκυσε καὶ τὶς δύο ἄλλες ἀδελφές
της καὶ στὸ τέλος καὶ τὴν μητέρα της, κι ἔτσι ἔγιναν στὸ Κελλὶ τέσσερις. Ὁ ἀδελφός
της, μὲ τὶς συνεχεῖς διδαχές της, ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ καὶ ἔγινε καὶ αὐτὸς
μοναχὸς στὴν μονὴ Λογγοβάρδας μὲ τὸ ὄνομα Μόδεστος.]
Μέχρι τὴν ἐγκαθίδρυση
τοῦ μητροπολίτου Χερουβείμ, ὅλα πήγαιναν καλὰ στὴν μονὴ Χριστοῦ. Ὁ ἀριθμὸς τῶν
καλογραιῶν ηὔξανε καὶ σὲ ποσότητα καὶ σὲ ποιότητα. Εἶχε σπουδαῖες μοναχὲς τὸ
μοναστήρι. Ἡ μοναχὴ Μελάνη, τὴν ὁποία ἔζησα, ὅταν πῆγε στὴν Κρήτη, ἔγινε ὑπόδειγμα
Γερόντισσας. Ὅταν στὴν Κρήτη ἤθελαν νὰ χαρακτηρίσουν κάποια καλὴ μοναχή, ἔλεγαν:
– Αὐτὴ εἶναι σὰν τὶς
μοναχὲς τῆς γερόντισσας Μελάνης.
Ὁ μητροπολίτης
Χερουβεὶμ μπαινόβγαινε στὸ μοναστήρι, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἄρεσε στὴν γερόντισσα
Παρθενία. Τὴν ἔβγαλε ἀπὸ ἡγουμένη καὶ ἔκανε τὴν χειρότερη καλογριά. Ἀπὸ τότε
χάσαμε τὴν εἰρήνη στὸ μοναστήρι. Ἄρχισαν διάφορες φασαρίες, ποὺ ἀνάγκασαν τὴν
γερόντισσα Παρθενία νὰ φύγη μὲ σαράντα μοναχὲς ἀπ᾽ τὸ μοναστήρι. Τότε ἔφυγε καὶ
ἡ Μελάνη μὲ ὡρισμένες ἄλλες καὶ μείναμε πολὺ ὀλίγες, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον Παριανές.
Καὶ ἡ ἀδελφή μας τότε ἔφυγε μὲ ἀφορμὴ τὸ θέμα τοῦ ἡμερολογίου. Ἐγὼ μὲ τὴν ἀδελφή
μου Ἀναστασία κάθε μέρα ἤμαστε στὸ στόχαστρο τῆς νέας ηγουμένης, γιατὶ ημουνα μὲ
τὴν γερόντισσα Παρθενία καὶ πολλάκις εκθείαζα τὶς αρετές της. Δὲν τὸ ἀποτολμοῦσα
ὅμως νὰ φύγω χωρὶς εὐλογία τοῦ Γέροντα καὶ πληροφορία. Μὲ φωνὴ Θεοῦ ἔγινα
μοναχὴ καὶ μὲ φωνὴ Θεοῦ ἔπρεπε νὰ φύγω. Ἔκανα πολλὲς προσευχὲς γιὰ τὸ θέμα τῆς
φυγῆς μου ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Τὴν τελευταία φορὰ πῆγα στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου,
γονάτισα καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα τὸν παρεκάλεσα νὰ μοῦ δείξη τί δρόμο πρέπει νὰ
πάρω. Στὸ τέλος τῆς δεήσεώς μου πρόσθεσα ὅπως πάντα καὶ τὸ «Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων
πατέρων ἡμῶν καὶ τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου...» καί, προτοῦ ὁλοκληρώσω, ἄκουσα
μέσα ἀπὸ τὸν τάφο του τὸ «Ἀμήν, Παρθενία μου».
Μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ
γέροντα Φιλοθέου στήσαμε τὸ ἡσυχαστήριο στὸ κτῆμα αὐτό, τὸ ὁποῖο εἴχαμε
κληρονομιὰ ἀπὸ τὴν μητέρα μας, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὸ γένος Ζουμῆ. Ὁ ἀδελφὸς τῆς
μητέρας μας, ὁ γερο-Χρουσῆς, πολὺ μᾶς ἀγαποῦσε. Ἐρχότανε στὸν Χριστὸ κάθε
δεκαπενθήμερο καὶ μᾶς ἔφερνε στὸ δισάκκι του ἀπ᾽ ὅλα τὰ καλὰ ποὺ διέθετε μιὰ ἀγροτικὴ
οἰκογένεια τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Μᾶς εὐλαβεῖτο πολὺ καὶ μᾶς φρόντιζε. Οἱ ἄλλες
καλογριὲς ρωτοῦσαν τὴν Ἀναστασία:
– Τί σᾶς ἔφερε ὁ
γερο-Ζουμῆς;
– Τίποτες –ἔλεγε.
– Τί τίποτες, δυὸ
διπλῶ πήγαινε γιὰ νὰ μεταφέρη τὸ δισάκκι.
Τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς
ὑποφέραμε πολύ. Παραλίγο νὰ πεθάνουμε ἀπὸ τὴν στέρηση καὶ τὴν πεῖνα. Ἡ θειά σου
ἡ Μαρούλη, καὶ νῦν μοναχὴ Θεοκτίστη, μᾶς φρόντιζε πολύ. Κρυφὰ καὶ φανερὰ μᾶς ἐξοικονομοῦσε
τὸ ψωμί. Τὸ ᾿48 συνέβη καὶ ἐκεῖνο τὸ φοβερό: οἱ κομμουνιστὲς νὰ ἐκτελέσουν τὸν ἀδελφό
μας, τὸν πατέρα Μόδεστο.
http://www.xrspitha.gr/home
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.