Κυριακή 6 Μαΐου 2012

ΤΟ ΓΙΑΚΩΒΑΚΙ ΚΑΙ Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ





Αυτούς τούς δύο, οι γεροντάδες μας στην αγία Άννα, τούς είχαν σε μάς τούς νέους ως παράδειγμα. Ό πρώτος ήταν θεληματάρης, και ό άλλος, ό δεύτερος, υπερήφανος. Το Γιακωβάκι, ένα στρουμπουλό, κοντό γεροντάκι, και ό Παντελής ό βασιλιάς, ένας μεσήλικας Καππαδόκης, γύριζαν και οι δύο, ξεσκούφωτοι, κουρελήδες, και ξυπόλυτοι μέσα στη Σκήτη.


Ξαφνικά πετιόταν μπροστά μας σαν φαντάσματα, πίσω από τούς θάμνους και τα βράχια, πού ήσαν κρυμμένοι. Το Γιακωβάκι για να ξεσπάσει σε ένα εκνευριστικό γελοίο και να παραπονιέται ότι πεινά, και ό βασιλιάς ό Παντελής για να αρχίσει τις ελληνικούρες του, παρμένες από την Αποκάλυψη. Κρατούσε πάντα εάν πράσινο κλαδί στα χέρια για σκήπτρο, και του άρεσε να λέγει συχνά, «Και κατέστησας ημάς βασιλείς και ιερείς...» Πίστευε ότι είναι ό προφητευμένος βασιλιάς ' Ιωάννης, πού θα πήγαινε στην άγια Σοφία, στην Πόλη, για να βασιλεύση.
Ρώτησα τον γέροντα μου να μου πει πώς έπαθαν οι δύο μοναχοί και κείνος μου είπε την ιστορία τους. Το Γιακωβάκι - γιατί όπως ανέφερα ήταν μικρόσωμος - δαιμονίστηκε ξαφνικά την ήμερα της χειροτονίας του. «Θέλω να με βγάλετε  Αναστάσιο. Αυτό το όνομα θέλω, Αναστάσιο. Όχι άλλο.» Ήταν τόση ή επιμονή του πού αναστάτωσε την Σκήτη.


Ο γέροντας του, σύμφωνα με τούς όρους και τα τυπικά τα Μοναστηριακά, θα κρατούσε μυστικό το όνομα πού θα του έδινε μέχρι την τελευταία στιγμή, την ώρα της κούρας. Ό Ιάκωβος όμως επέμενε. «Αναστάσιο θέλω, Αναστάσιο». Και επειδή δεν έπαιρνε την πληροφορία πού ήθελε, προτίμησε να φύγει από τη συνοδεία. «Αφού δεν θα με βγάλετε Αναστάσιο, φεύγω κι εγώ,» κι όρμησε έξω από την καλύβι σαν σίφουνας. Όταν το βράδυ βγήκαν οι πατέρες να τον γυρέψουν, τον βρήκαν να κάθεται με ξεσχισμένα τα ράσα, αγριεμένο το πρόσωπο, και να λέγει λόγια ασυνάρτητα. Το καημένο το παιδί είχε δαιμονιστή.


Χρόνια πολλά έμεινε σ' αυτή την κατάσταση. Γύριζε μέσα στους δρόμους ελεεινός και τρισάθλιος με κουρελιασμένα ρούχα, πού κι αυτά τα πετούσε πολλές φορές από πάνω του και γύριζε ολόγυμνος.

Πολλές φορές τον συναντούσα κάτω από τα «πεζούλια» της  Αναλήψεως, με μελανά και πρησμένα τα πόδια, από το κρύο και τα χιόνια. Γελούσε καλόκαρδα σε όλους, και πάντα τρομαγμένος, απέφευγε τούς πατέρες, και έτρεχε σαν κυνηγημένο ελάφι να κρυφθεί πίσω από τα βράχια και στις σπηλιές.


Στην ιδία εποχή, 1933, γύριζε στα καλντερίμια της Σκήτης και ό Βασιλιάς, με τα αχτένιστα άγρια μαλλιά, το άπλυτο πρόσωπο, και τα βαθουλωτά του μάτια, πού πολλές φορές κοκκίνιζαν από το κρύο και τις αγρυπνίες, και έμοιαζε με ασκητή της παλιάς εποχής πού αναφέρουν τα συναξάρια.
Ήταν πολύ διαβασμένος. Είχε εκείνη την ωραία Καππαδόκικη προφορά πού σου άρεσε να τον ακούς.  Ό Παντελεήμων δεν απέφευγε τούς πατέρες. Αντιθέτως τούς πλησίαζε για να τούς πληροφόρηση ότι ήγκικεν ό καιρός, έλήλυθεν ή ώρα, όπως βασιλεύση εις την Κωνσταντινούπολη ν.
Από τον γέροντα μου έμαθα ότι ήτο μεγάλος ασκητής, νηστευτής από τούς ολίγους, φιλακόλουθος, εργατικός. Έπεσε όμως σε περηφάνια. Πίστευε ότι είχε φθάση σε μέτρα άγιότητος, και έχασε τας φρένας. Το Γιακωβάκι και ό Παντελής ό Βασιλιάς ήταν ζωντανά παραδείγματα διά να προσέχουν οι νέοι καλόγεροι. Μακριά από το θέλημα και την περηφάνια.


ΙΕΡΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΝ ΜΥΡΟΒΟΛΟ ΧΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ.
ΑΘΗΝΑ 1990
ΥΠΟ ΤΟΥ ΣΕΒ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΣΤΟΡΙΑΣ
Κ.Κ. ΠΕΤΡΟΥ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.