Κυριακή 6 Μαΐου 2012

ΠΩΣ ΕΧΑΣΑ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΜΟΥ - Ο Γέρο-Πάντος





Θα κλείσω την περιγραφή του γηροκομείου με τον γέρο-Πάντο τον Αρβανίτη. Δεν ήταν καλόγηρος, δούλευε όμως σαν εργάτης στο μοναστήρι της Λαύρας περισσότερα από πενήντα χρόνια εκ νεότητας του. Και να! Τώρα πού κατέπεσε, οι φιλόστοργοι πατέρες τον γηροκομούσαν. Μαζί με τον γέρο-Μόδεστο, τον γέρο-Ζαχαρία, τον γ. Κυριάκο, τον γ. Θεοφύλακτο και άλλα γεροντάκια, ό Πόντος βρήκε ένα κρεβατάκι στοργής μέσα στο γηροκομείο της Μονής.


Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Αρβανίτη, πού μου προκαλούσε μεγάλη δυσκολία στην περιποίηση του, ήταν το βάρος του. ' Υπέρογκος, αλύγιστος από το πάχος, έπρεπε να του έχω τέσσερα μαξιλάρια για προσκέφαλο και για να τον μεταγυρίζω επάνω στο κρεβάτι, φώναζα κι άλλον αδελφό, τον π. Νεόφυτο να με βοηθήσει. Τώρα ή γιατί μούδιαζε και πιανότανε ή γιατί τώχε πάρει συνήθεια, μου φώναζε διαρκώς να τον μεταγυρίζω. «Πέτρο... Πέτρο» «Τί θέλεις γέρο-Πάντο;» «Γύρισε με.» Τον γύριζα. Σε λίγα λεπτά πάλι;
«Πέτρο... Πέτρο...» «Τί είναι πάλι; Τί θέλεις;» «Γύρισε με από την άλλη πάντα.» κι αυτό συνεχίζονταν όλην την ήμερα. ' Εννοείται ότι έπρεπε να τον λούζω, όπως ή μάνα το μωρό σ' όλο του το σώμα και εκεί ήταν το δράμα. Με αγωνία τον σηκώναμε όρθιο, μαζί με τον π. Νεόφυτο τον στηρίζαμε ανάμεσα σ' ένα τραπέζι και το κρεβάτι και ενώ ό π. Νεόφυτος το έσκαζε και έφευγε, μη υποφέροντας την δυσωδία, εγώ ανελάμβανα καθήκοντα μητέρας στο μωρό της. 


Όταν βάρυνε ό γέρο-Πάντος τον μεταφέραμε σε ιδιαίτερο δωμάτιο. Τα γεροντάκια δεν μπορούσαν να τον ακούν να μου φωνάζει συνέχεια. Είναι αλήθεια πώς κάποτε έχασα την υπομονή μου. ' Αμάρτησα, το ξέρω. Με ελέγχει ή συνείδηση μου και υποφέρω μέχρι σήμερα ψυχικά, όταν το θυμηθώ.


Ήταν παραμονή των Τριών Ιεραρχών. Έπρεπε να φύγω για την σκήτη των Καυσοκαλυβίων, δυόμισι ώρες μακριά από την Λαύρα. Θα πήγαινα στους ζηλωτές πατέρες να παρακολουθήσω την αγρυπνία και να μεταλάβω των Αχράντων Μυστηρίων. Από το πρωί τακτοποίησα τούς γέρους μου και κατά το απόγευμα ετοιμάστηκα να φύγω. ' Επήγα κοντά στο «μωρό» μου και του είπα ότι θα φύγω για λίγες ώρες. Άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα. Του ετοίμασα ένα τσάι και άρχισα να τον ποτίζω, εκείνος δεν ήθελε, δεν εννοούσε να ρουφήξει ούτε σταγόνα. «Γέρο-Πάντο μη με παιδεύεις, έλα πιες το τσάι σου.» Έκανε όπως το μικρό παιδί, γέμιζε το στόμα του τσάι και αντί να το καταπιεί, το έφτυνε πάνω στα ρούχα του. «Γέρο-Πάντο σε παρακαλώ, σε παρακαλώ ή ώρα περνά, θα νυχτωθώ, έχω τρεις ώρες κοντά για να πάω στα Καυσοκαλύβια, μη με παιδεύεις, έλα πιες το τσάι σου.» 

 Εκείνος τα Ίδια αγανάκτησα. Έδωσα μια του φλιτζανιού έξω από το παράθυρο. Είχα χάσει την υπομονή μου.
«Μη φεύγεις, μη φεύγεις! Πέτρο... Πέτρο...» άκουγα τις τελευταίες του φωνές καθώς έβγαινα από το γηροκομείο.


Την άλλη μέρα γυρνώντας από την αγρυπνία των Καυσοκαλυβίων, οι πατέρες της Λαύρας με καλωσόριζαν με το θλιβερό μαντάτο: «Ζωή σε λόγου σου, π. Πέτρο.» «Τί συμβαίνει πατέρες;» «Ό γέρο-Πάντος σ' άφησε για πάντα. Χθες τη νύχτα, απέθανε.»
Έχουν περάσει περίπου σαράντα χρόνια από τότε κι όμως όταν θυμηθώ τον γέρο-Πάντο, ακούω τις τελευταίες του φωνές: «Πέτρο... Πέτρο... ».

 Η συνείδηση με ελέγχει για το πέταγμα του φλιτζανιού με το τσάι έξω από το παράθυρο.

Ο γέρο-Αρβανίτης με ήθελε να είμαι κοντά του στις τελευταίες του στιγμές, πού Ίσως να τις προείδε. Ποιος ξέρει!

ΙΕΡΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΝ ΜΥΡΟΒΟΛΟ ΧΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ.
ΑΘΗΝΑ 1990
ΥΠΟ ΤΟΥ ΣΕΒ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΣΤΟΡΙΑΣ
Κ.Κ. ΠΕΤΡΟΥ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.