Κυριακή 6 Μαΐου 2012

ΓΗΡΟΚΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΑΥΡΑ.


 Σε προηγούμενο φύλλο του «Πυρσού της ' Ορθοδοξίας», ανέφερα πώς έφυγα από τη Σκήτη της ' Αγίας Άννας με πόθο να γίνω ερημίτης. Δεν άντεξα όμως στην έρημο του άγιου Βασιλείου, και κατέληξα γηροκόμος στο μεγάλο μοναστήρι του ' Αγίου ' Αθανασίου, την περίφημη Λαύρα.

Οι Επίτροποι της Μονής, καλοκάγαθοι και ενάρετοι πατέρες, με δέχτηκαν με κατανόηση και καλοσύνη. Θυμάμαι τα ονόματα μερικών αν και έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε, γύρω στα 38 χρόνια. Ήταν ό γέρο-Γεράσιμος ό Χιώτης, ό γ. Αμβρόσιος, ό γ. Έπιφάνιος, ό παπά-Νίκανδρος, ό παπά-' Ιωακείμ, ό γιατρός Παυλίδης και άλλοι, πού στόλιζαν τη Μονή με τη θεάρεστη πολιτεία των. Γέλασαν καλοκάγαθα όταν τούς διηγήθηκα το πάθημα μου και μου πρότειναν αν θέλω να πάρω το διακόνημα του γηροκόμου. Είχαν ανάγκη μου είπαν από έναν αλτρουιστή νέον αδελφό, πού θα εξυπηρετούσε τα γεροντάκια με αγάπη και ζήλο.

Δέχτηκα την πρόταση με μεγάλη ευχαρίστηση αφού και αυτοί άκουσαν και δέχτηκαν τούς δικούς μου όρους. Θα μου επέτρεπαν να προσεύχομαι ιδιαίτερα στο παρεκκλήσι του άγιου Χαραλάμπους και ακόμη, όποτε ήμουνα έτοιμος, θα πήγαινα στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων να μεταλαμβάνω τα Άχραντα Μυστήρια. '  Ανήκα βλέπετε στην παράταξη των Ζηλωτών πατέρων, πού δεν επικοινωνούσαν εκκλησιαστικώς με τούς μνημονεύοντας τον νεοημερολογίτην Οίκουμενικόν Πατριάρχη.

Έβαλα μετάνοια στην εικόνα του άγιου Αθανασίου και μια κοινή στους γέροντες και ανέλαβα το διακόνημα μου. Ένα χρόνο κάθισα στο γηροκομείο της Λαύρας. Τα γεροντάκια βρήκαν στο πρόσωπο μου τον άγγελο εξ ουρανού, όπως έλεγαν ευχαριστημένα.

Ένα από τα γεροντάκια μου ό γέρο-Μόδεστος, ένας ψηλός ξερακιανός καλόγηρος πρώην καπετάνιος στο πλοίο του μοναστηρίου, φορούσε ένα σκουφάκι σαν του άγιου Σπυρίδωνα κρατούσε στο χέρι ένα μακρύ ραβδί και είχε πάντα ριγμένο στους ώμους το κοντόρασό του. Συχνά, αναστέναζε και τον άκουγες να επαναλαμβάνει, κάτω από τις βυζαντινές καμάρες πού γύριζε: «Έ, ρε άγιε ' Αθανάσιε και πού είσαι να βλέπεις.» "Όταν τον ρωτούσα τί θέλει να ειπεί, ό ογδοντάρης Ίμβριος απέφευγε να απάντηση - άλλαζε λόγια.

Αλλά κι ό γέρο-Κυριακός είχε τα γούστα του. Ήταν ένα σπιθαμιαίο αλλήθωρο γεροντάκι πού είχε μια κακή συνήθεια. Ώσπου να πάρει βόλτα το απόγευμα τα κελιά των πατέρων, μια και σαν απόμαχος δεν είχε τί άλλο να κάνει, μου γύριζε πίσω στο γηροκομείο μεθυσμένος. «Τί γίνεται σήμερα γέρο-Κυριακέ;» τον ρωτούσα γελώντας. «Πά, πά, πά,» μού απαντούσε τρεβλίζοντας, ενώ το αριστερό του μάτι γινόταν πιο αλλήθωρο. «Πά, πά, πά, μεγάλο κακό μεγάλο κακό• σαν τον κούκο.» (Κούκος λέγεται μια ψηλοκορφή δυτικά του μοναστηριού, πού ασκήτευε ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς.) Το κακό λοιπόν πού βρήκε τον γέρο Κυριάκο, ήταν μεγάλο σαν τον Κούκο. «Μα τί σου συμβαίνει γέρο Κυριάκε, ποιό είναι το κακό;» Και για πρώτη φορά χωρίς να τραυλίζει μου εξήγησε. Οι πατέρες δεν τον κέρασαν εκείνη την ήμερα το τακτικό του ποτηράκι, γιατί τις προάλλες όπως πήγαινε παραπάτησε στα σκαλοπάτια, γλίστρησε και έσπασε το χέρι του. Μεγάλο λοιπόν το κακό, μεγάλο σαν τον Κούκο.

Αλλά και ό γ. Ζαχαρίας, αν και τυφλός, στόλιζε το γηροκομείο με την σιωπηλή και ευγενική πάντοτε στάση του. Πριν χάση το φως του, ήταν ό ανθοκόμος της Λαύρας. Φρόντιζε να καλλιεργεί όσο περισσότερα λουλούδια μπορούσε και μ' αυτά στόλιζε τις εικόνες. Πάντα στα δάκτυλα του, στριφογύριζε ένα λουλουδάκι και τακτικά το έφερνε στη μύτη, το μύριζε βαθειά, κι άφηνε ένα αναστεναγμό. Με αγαπούσε ιδιαιτέρως. Καταγόταν από τη Σμύρνη και συχνά μου διηγιόταν ιστορίες της πατρίδας μου. Όταν τελείωσε ή αποστολή μου και ξαναγύρισα στη Σκήτη της άγιας Άννας, έκαμα ύστερα από ένα χρόνο επίσκεψι στη Λαύρα, προσκυνητής της «Κουκουζέλισας» της Παναγίας πού μπροστά της ό ' Ιωάννης ό Κουκουζέλης, έψαλε και έλαβε από τα χέρια Της το χρυσό νόμισμα. 

Μετά το προσκύνημα μου, προχώρησα στο βάθος της αυλής προς το γηροκομείο. Στην εξώπορτα καθόταν ό τυφλός Ζαχαρίας, Κρατούσε στο χέρι του το απαραίτητο λουλουδάκι. «Ευλόγησαν γέροντα.» Χαιρέτησα. ' Εκείνος δεν γνώρισε τη φωνή μου. «Τί κάνετε γέροντα; Πώς περνάτε;» Και ό καλοκάγαθος και ευγενής Σμυρνιός, με αγανάκτηση ψυχής μου απάντησε. «Κακά ψυχρά κι ανάποδα.» «Γιατί γέρο-Ζαχαρία;» «Γιατί έναν Πέτρο είχαμε και μάς τον πήρανε. Ουλη τη Σμύρνη να γυρίσεις και ούλη τη Σαλονίκη, Πέτρο δεν βρίσκεις.» Δεν βάσταξα τον αγκάλιασα και του φίλησα το χέρι. «Γέρο-Ζαχαρία, εγώ είμαι- ήλθα να σάς ιδώ.» Το τί έγινε δεν περιγράφεται. 'Αλλά θα επανέλθω για να σάς διηγηθώ για τον γέρο-Πάντο και να κλείσω τις αναμνήσεις μου από το γηροκομείο της Λαύρας.


ΙΕΡΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΝ ΜΥΡΟΒΟΛΟ ΧΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ.
ΑΘΗΝΑ 1990
ΥΠΟ ΤΟΥ ΣΕΒ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΣΤΟΡΙΑΣ
Κ.Κ. ΠΕΤΡΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.