Οι
ψυχικές αυτές αδυναμίες τού πλούσιου και οι συνέπειες, της πνευματικής του
ιδίως φθοράς, έχουν προετοιμάσει την ψυχή του για να υποδουλωθεί στα διάφορα
πάθη. Τέτοια πάθη ειδικά της ψυχής τού πλούσιου κατά τούς Έλληνες Πατέρες είναι
τα ακόλουθα:
1) Ή
πλεονεξία. Ή πλεονεξία είναι πάθος της ατομικής και της κοινωνικής ζωής, πού
είχαν οι ειδωλολάτρες ή οι χριστιανοί πριν βαπτισθούν (όπως λέει ό Ιουστίνος),
ή όσοι είναι βαπτισμένοι χριστιανοί, άλλα δεν ζουν χριστιανικά -δεν είναι
επομένως πραγματικοί χριστιανοί. Ό Απόστολος Παύλος το λέει καθαρά: «Κάθε
πλεονέκτης είναι ειδωλολάτρης».
Αυτό
πού ορίζει τον πλεονέκτη είναι: «Αυτός πού με πάθος αγαπάει τα περισσότερα»
(Χρυσόστομος, Βασίλειος), δηλαδή «όσα βλέπει το μάτι του τα επιθυμεί και δεν
χορταίνει να παίρνει. Δεν λέει ποτέ: αρκεί» (Μ. Βασίλειος), όπως «ό Αδης», λέει
ό Σολομών. Ή καλύτερα, «ενώ πάντοτε αποκτούν κι άλλα, πάντοτε είναι λιμασμένοι,
αφού έχουν ανάγκη περισσοτέρων» (Γρηγόριος Ναζιανζηνός). Όπως «οι νεόπλουτοι,
πού ενώ έχουν αποκτήσει πολλά, επιθυμούν πιο πολλά» (Μ. Βασίλειος). Είναι μια
«παθιασμένη» ψυχική κατάσταση, πού κάνει τον άνθρωπο όμοιο με τα ζώα (Γρηγόριος
Νύσσης), μοιάζει με τη χολέρα, λέει ό Σειράχ. Είναι κατάσταση παραφύση, γιατί ό
πλεονέκτης ζητάει «παραπάνω απ' την ανάγκη του» (Μ. Βασίλειος), αφού πλεονέκτης
είναι «αυτός πού δεν στέκεται στην αυτάρκεια» (Μ. Βασίλειος)72. Γι' αυτό ό Χρυσόστομος
λέει: «αν ό πλούσιος "δυσκόλως εισελεύσεται", πολύ περισσότερο ό
πλεονέκτης».
Ή
πρόοδος είναι βέβαια μέσα στη φύση τού άνθρωπου, είναι ευλογία Θεού. Ό Θεός
προτρέπει τούς πρωτόπλαστους στο καλύτερο -σε μια πρόοδο. Π.χ. με το «καθ'
όμοίωσιν», εύχεται ό Θεός στον άνθρωπο «την κατά το δυνατόν ομοίωση στην αρετή»
(κατά την έκφραση τού Ιωάννη τού Δαμασκηνού)77. Και όπως λέει ό Γρηγόριος ό
Ναζιανζηνός, «είναι ή ανθρώπινη φύση άυπνη και ακοίμητη στην επιθυμία για το
περισσότερο». 'Αλλά σε τί «περισσότερο»; Ή ευλογία τού Θεού είναι για πρόοδο
στην αρετή -στο καλό, αλλά μετά την πτώση ό άνθρωπος διέστρεψε την τάση αυτή
για πρόοδο. Αντί για την αρετή ζητάει ό πλεονέκτης πρόοδο απεριόριστη στα οικονομικά
-στα υλικά αγαθά. Την ευλογία τού Θεού την έκανε ό άνθρωπος κατάρα.
Ό
πλεονέκτης, στην ατομική του ζωή, μόνος του, δημιουργεί τη δυστυχία του. «Αυτός
πού έχει ανάγκη από πολλά» αισθάνεται σαν να είναι φτωχός ενώ είναι πλούσιος,
κι ακόμη «λυπάται γι' αυτά πού υποθέτει πώς τού λείπουν» (Μ. Βασίλειος). Γι'
αυτό κι ό ψαλμωδός προσεύχεται: «Κλίνον την καρδίαν μου εις τα μαρτύρια Σου και
μη εις πλεονεξίαν». Ό πλεονέκτης παραβαίνει το νόμο τού Θεού, όχι μόνο στην
Καινή Διαθήκη, αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη. Ό πλεονέκτης δηλαδή δεν εφαρμόζει το
νόμο τού Θεού82. Διαστρέφει ακόμη τη χριστιανική διδασκαλία, κατά το Χρυσόστομο.
Ή πλεονεξία κάνει τον άνθρωπο ζηλιάρη και δούλο των παθών (Χρυσόστομος). Κι ό
Γρηγόριος ό Νύσσης λέει πώς «εγγόνια» της πλεονεξίας είναι ό φθόνος, το μίσος,
ή μνησικακία, το ψέμα, ή άπατη και ό πόλεμος. Τέλος ή πλεονεξία είναι πάθος πού
με τη χρήση του αυξάνει σε ένταση με συνεχή επιτάχυνση. «Πήρε το κτήμα του
γείτονα του, άλλος γείτονας παρουσιάσθηκε, τώρα θέλει κι αύτουνού τα κτήματα να
τα κάνει δικά του», λέει ό Μ. Βασίλειος.
Και συνεχίζει: «Όπως ή προσθήκη του
οίνου γίνεται στους μεθυσμένους μια νέα αφορμή να πιουν πάλι... Πάντοτε ή
προσθήκη δεν σταματάει την ορμή, αλλά περισσότερο ανάβει την όρεξη... Όπως τα
ποτάμια ξεκινάνε μικρά στην αρχή, έπειτα με τις μικρές συνεχείς προσθήκες (απ' τούς
παραπόταμους) αυξάνουν ανυπολόγιστα και παρασύρουν κάθε αντίσταση με τη δυνατή
ορμητικότητα τους». Δηλαδή για τον πλεονέκτη «πάντοτε ότι και να παίρνει
γίνεται υλικό και προσάναμμα για να επιθυμεί περισσότερα». Κι αν αντιληφθεί πώς
το πάθος της πλεονεξίας είναι μια «τυραννία» κι ένα «πολυκέφαλο θηρίο» (πού τού
καταστρέφει την ψυχή) όπως λέει ό Γρηγόριος ό Νύσσης, αρχίζει ένα συνεχή κι
ακατάβλητο αγώνα: «πιο επικίνδυνος κι απ' τη φωτιά, πού τα πάντα συνεχώς
εξουσιάζει». «Οι κλοπές, οι πλεονεξίες, οι πονηριές, οι δόλοι...
Όλα αυτά τα
κακά βγαίνουν από μέσα (απ' την ψυχή) και κάνουν τον άνθρωπο ακάθαρτο», είπε ό
Χριστός. Πάντοτε ό πλεονέκτης (όπως λέει ό Κλήμης ό 'Αλεξανδρινός) έχει «το
δυσκολότερο πόλεμο, τον εσωτερικό (ψυχικό)• απ' την ιδία την ψυχή τού καθενός
βγαίνει και με τις επιθυμίες της την κακομεταχειρίζεται. Αυτός ό πόλεμος είναι
ό πιο βαρύς κι ό πιο σκληρός, γιατί ξεκινάει από μέσα μας (απ' την ψυχή μας),
πάντοτε είναι μαζί μας, και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την καταδίωξη. Γιατί τον
εχθρό (το πάθος της πλεονεξίας) όπου και να πάμε τον φέρνουμε μέσα μας». Γι'
αυτό είπε ό Χριστός: «Προσέχετε και φυλαχθήτε από κάθε είδους πλεονεξία, γιατί
κι αν έχει κανείς αφθονία, τα πλούτη του δεν τού δίνουν ζωή». Μια μορφή της
πλεονεξίας είναι και ή ζήλεια.
Ό
πλεονέκτης στην κοινωνική ζωή: Ό πλεονέκτης με την απόκτηση μεγάλου πλούτου
αυξάνει και την κοινωνική του «δύναμη» συνέχεια, μέχρι να πέσει (με το θάνατο ή
με την αλλαγή των περιστάσεων), όπως υποδεικνύει ό Μ. Βασίλειος. Ό πλεονέκτης
αδικεί τούς συνανθρώπους του «τόσους πολλούς αδικεί, όσους μπορούσε να τούς
βοηθήσει οικονομικά και δεν τούς βοήθησε», λέει ό Μ. Βασίλειος και προσθέτει:
αυτός είναι ένα «είδος λωποδύτη», γιατί ενώ είναι οικονόμος τού θεού τα παίρνει
απ' τούς συνδούλους του για να γίνει «μονοφάγος» (Χρυσόστομος). Για τούς
γείτονες του όμως είναι ό πλεονέκτης «πονηρός σύνοικος» (Μ. Βασίλειος) και
επικίνδυνος (Χρυσόστομος), γιατί και τούς γείτονες του πού τούς αδίκησε μέχρι
τώρα μερικές φορές τούς εξαναγκάζει να τον βοηθήσουν (χωρίς να το θέλουν έστω) σε
νέες αδικίες εναντίον άλλων γειτόνων (Μ. Βασίλειος).
Ακόμη, ό πλούτος πού
δημιούργησε και ή κοινωνική δύναμη πού απέκτησε μ' αυτόν προκαλεί τα πάθη των
άλλων ανθρώπων: την οργή και το φθόνο (Γρηγόριος Νύσσης). Ή αιτία τού πολέμου
είναι «οι μάχες για το περισσότερο» (Γρηγόριος Νύσσης). Αλλά «ή αχορτασιά είναι
σε κάθε περίπτωση σιχαμερή» (Γρηγόριος Ναζιανζηνός), γιατί ό πλεονέκτης είναι:
«πικρός τύραννος, βάρβαρος αδιάλλακτος, θηρίο άπληστο και πιο άγριος κι απ' το
θηρίο» (Γρηγόριος Νύσσης). Γι' αυτό ό πλεονέκτης πρέπει να είναι «μακριά απ' την
Εκκλησία», λέει ό άγιος Γρηγόριος ό θαυματουργός, δηλαδή πρέπει να
«αφορίζεται».
2) Ή
ζήλεια. Ή ζήλεια (ή ζηλοτυπία) έχει πολλές έννοιες. Ή πρώτη: Ό ζηλιάρης
στενοχωριέται γιατί κάποιος άλλος έχει περισσότερα υλικά (συνήθως) αγαθά απ'
αυτόν, ή έχει μεγαλύτερη κοινωνική επιτυχία. Ή δεύτερη: Ανησυχεί για την πίστη και
αφοσίωση σ' αυτόν αγαπημένου του προσώπου (συνήθως συζύγου). Ή τρίτη: Ό
προσεκτικός και αφοσιωμένος σε κάτι: στην πίστη του (ζηλωτής), στην εργασία του
κλπ. Ή ζήλεια φθάνει στο φθόνο (ζηλοφθονία) κι έτσι παρουσιάζεται ή ζήλεια στην
πιο έντονη μορφή της. Ή ζήλεια είναι ένα πολύ διαδεδομένο πάθος, ιδίως στα
μικρά μέρη (χωριά - στενή κοινωνία) και εκδηλώνεται με διάφορες αφορμές, προ
πάντων όμως με αφορμή τη διαφορά του πλούτου. Ή λαϊκή παροιμία: «Να 'ταν ή
ζήλεια ψώρα θα κόλλαγε όλ' ή χώρα», δείχνει την εύκολη και γρήγορη μετάδοση τού
πάθους, πού το χαρακτηρίζει σαν φοβερή αρρώστια. Είναι ένα πάθος πού δεν
θεραπεύεται εύκολα, αλλά συνεχίζει να είναι βασανιστικά καταθλιπτικό, πού
υποδουλώνει τον άνθρωπο με μεγάλες συνέπειες στην ατομική και την κοινωνική
ζωή. Ό Ανδρέας Λασκαράτος λέει: «κακό φυτό ή ζήλεια, κακά και τα προϊόντα της».
Ό φιλόσοφος ALAIN
τη χαρακτηρίζει «το πιο
τρελό πάθος». « Ο φθόνος και ή ζήλεια (βασκανία) μπροστά στην ευημερία τού άλλου
δεν αφήνει αυτόν πού δεν είναι καλός χριστιανός να χαρεί κι αυτός μαζί με τον
άλλον», λέει ό Χρυσόστομος. Κι άλλου λέει ό ίδιος: «ή ζήλεια είναι φοβερό κακό,
γιατί καταντά στην παραφροσύνη». Ή ζήλεια «οπλίζει τα μάτια των βασκάνων», λέει
ό ίδιος, ενώ ό Γρηγόριος ό Νύσσης λέει πώς ό φθόνος είναι το εγγόνι της
πλεονεξίας. Ό σοφός Σολομών λέει: «Σπεύδει πλουτείν ανήρ βάσκανος, και ουκ ουδέν
ότι ελεήμων κρατήσει αυτού». Γι' αυτό και ό Σειρά λέει: «Στο φθονερό (βάναυσο)
άνθρωπο, τί χρειάζονται τα χρήματα;». Τέλος ό Απόστολος Παύλος μάς λέει επιγραμματικά:
«Ή αγάπη δε ζηλεύει».
Ή
ζήλεια είναι ή αιτία σε πολλά πάθη, λ.χ. στη φιλαργυρία, και γενικά στον
πλούτο. Λ.χ. «το ασήμι πού 'χεις κοντά σου ξεσηκώνει το φθόνο των άλλων», λέει
ό Χρυσόστομος. Αλλά επιδρά και μεταδίδεται και στους άλλους ανθρώπους και
«ανάβει το καμίνι της φτώχειας» (Χρυσόστομος). Κατακρίνεται βέβαια απ' τη
χριστιανική διδασκαλία, γι' αυτό «μη ζηλέψεις - φθονήσεις το γείτονα σου», λέει
ό Χρυσόστομος.
3) Ή επιθυμία τού περιττού. Συνέπεια της
πλεονεξίας (και της ζήλειας) είναι ή επιθυμία τού περιττού, πού τόσο πολύ είναι
ανεπτυγμένη σήμερα στη λεγόμενη «καταναλωτική κοινωνία».
4) Ή φιλαργυρία. Οι δύο άκρες της κακής
χρήσης τού πλούτου είναι ή φιλαργυρία και ή άσωτεία122. Το πάθος της φιλαργυρίας
είναι να αγωνίζεται ό άνθρωπος μόνο να συσσωρεύσει θησαυρούς, γιατί πιστεύει
ότι σκοπός της ζωής είναι ή συγκέντρωση τού χρήματος. «Ή φιλαργυρία είναι
γνώρισμα ταπεινών και χυδαίων ψυχών. (Το πάθος αυτό) αυξάνει με την ηλικία,
δεσμεύει τον άνθρωπο ισόβια και μαραίνει κάθε ευγενή ορμή και συναίσθημα».
«Κανένα
ξέσχισμα καρδιάς δεν μπορεί να φθάσει το δικό του (τού φιλάργυρου), λέει ό
Άνδρ. Λασκαράτος. Εκείνο πού διά κάθε άλλον άνθρωπο είναι διαθήκη, διά τον
δυστυχή φιλάργυρο είναι καταδίκη! Καταδίκη πού την υπαγορεύει αυτός ό ίδιος!
'Αλλοίμονο, διπλοκαταδίκη! Ιδού ό φιλάργυρος. Αρχίζει ελεεινός και τελειώνει
άξιοδάκρυτος». «Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη φιλαργυρία σαν το άκρον άωτον της
αντιθέσεως, πού δημιουργεί ή άμαρτωλότης έναντι των άξιων της χριστιανικής
θρησκείας. Φιλάργυρος και χριστιανός είναι δύο ασυμβίβαστες έννοιες».
«Ή
κενοδοξία, ή φιλοχρηματία και ή φιληδονία είναι το τρίκλωνο σχοινί τού σατανά».
«Ή φιλαργυρία είναι προσκύνηση των ειδώλων, θυγατέρα της απιστίας κλπ. Όταν
(δηλαδή) συγκεντρώνει τα χρήματα, σφίγγουν τα χέρια του», λέει ό Ιωάννης ό
Σιναΐτης. Και ό «φιλάργυρος συνειδητά παραβαίνει τις ευαγγελικές εντολές. Απ' το
φιλάργυρο δε θα λείψει ή οργή και ή λύπη, όπως απ' τη θάλασσα δεν θα λείψουν τα
κύματα», συμπληρώνει ό ίδιος άγιος. Ή φιλαργυρία με την πλεονεξία είναι ένα απ'
τα θανάσιμα αμαρτήματα. Ό άγιος Γρηγόριος ό Διάλογος χαρακτηρίζει τη φιλαργυρία
αμάρτημα πνευματικής φύσεως (όχι δηλαδή σωματικής φύσεως), γιατί συντελείται
στην ψυχή τού άνθρωπου.
Ό
ίδιος ό Χριστός είπε: «Όπου είναι ό θησαυρός σου, εκεί είναι και ή καρδιά σου»,
δηλαδή αφού ό θησαυρός του φιλάργυρου είναι τα χρήματα, και ή καρδιά του λατρεύει
τα χρήματα για θεό. Ό Ωριγένης μάλιστα ερμηνεύει συμβολικά (κατά τη συνήθεια
του) πώς ό «στατήρας», πού βρέθηκε στο στόμα τού ψαριού συμβολίζει τη
φιλαργυρία. Ό φιλάργυρος δηλαδή αντί στο στόμα να έχει τα λόγια τού θεού, έχει
μόνο θέματα οικονομικά - χρηματικά. Οι Φαρισαίοι ήταν φιλάργυροι και ένα απ' τα
χαρακτηριστικά της εξαχρείωσης των ανθρώπων θα είναι ή φιλαργυρία, είπε ό
Παύλος. Ή Σοφία Σειράχ λέει για το φιλάργυρο πώς δεν θα συγχωρεθεί απ' το θεό
«ό αγαπών χρυσίον» και ότι πολλοί κατεστράφησαν απ' αυτό το πάθος.
Ή
αιτία πού προκαλεί το πάθος της φιλαργυρίας είναι ή κενοδοξία και ή ηδονή, κατά
τον άγιο Μάρκο τον ερημίτη. 'Αλλά τα αποτελέσματα της είναι πολύ μεγάλα, «γιατί
ή ρίζα όλων των κακών είναι ή φιλαργυρία. Λόγω τού πάθους αυτού, μερικοί
πλανήθηκαν απ' την πίστη και κάρφωσαν τον εαυτό τους με βάσανα πολλά», λέει ό
Απόστολος Παύλος. Ενδεικτικά αναφέρω πώς ό φιλάργυρος στις σχέσεις του με τούς
άλλους ανθρώπους είναι σκληρός (Χρυσόστομος), με αποτέλεσμα να γίνεται άρπαγας και
φονιάς (Οίκουμένιος). «Ή φιλαργυρία τα πάντα ανέτρεψε» στην κοινωνία
(Χρυσόστομος). Ό Μολιέρος σε ειδικό έργο του γελοιοποίησε το «Φιλάργυρο». Γι'
αυτό, γράφει ή Προς Εβραίους Επιστολή, πρέπει «ή συμπεριφορά σας να είναι
απαλλαγμένη από τη φιλαργυρία και να αρκείσθε σ' όσα έχετε».
5) Ή φιληδονία. Όχι μία απλή υλική
απόλαυση, αλλά ή «απολαυστική» χρήση τού πλούτου καταντά κατάχρηση στις υλικές
απολαύσεις. Επομένως ή υποδούλωση τού άνθρωπου στην ηδονή, δηλαδή ή φιληδονία
είναι πάθος.
Τη
φιληδονία π.χ. αναφέρει ό Μ. Βασίλειος στα πάθη.
6) Ή υπεροψία. Επειδή ό «απολαυστικός»
πλούσιος υπερτονίζει την αξία τού πλούτου, αρχίζει να αισθάνεται μια ανωτερότητα
απέναντι στους άλλους, με αποτέλεσμα την υπερηφάνεια.
Ό
πλούτος είναι ό «πατέρας της υπεροψίας», λέει ό Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης, γιατί ή
«ευημερία φουσκώνει» την υπερηφάνεια, λέει ό Χρυσόστομος. Δηλαδή ό πλούτος και οι
συμφεροντολογικές κολακείες των άλλων προς τον πλούσιο καλλιεργούν τον «τύφο» και
την «αλαζονεία» (Χρυσόστομος και Γρηγόριος Ναζιανζηνός). «Παρατήρησα και
πρόσεξα», λέει ό Σολομών, «ότι.... δεν δίνεται ό πλούτος στο συνετό». Και
ρωτάει: «Σε τί συνέβαλε στην ευτυχία μας ό πλούτος με την αλαζονεία;». Γι' αυτό
ό Παύλος συνιστά: «Να παραγγείλεις στους πλούσιους του κόσμου αυτού να μην
είναι υπερήφανοι». Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος αναφέρει λ.χ. ένα περιστατικό:
«Αν κάποτε είναι ανάγκη ή κυρία να συναντήσει την άρρωστη δούλα της, δεν την
επισκέπτεται με τρόπο σαν να 'ναι απ' το ίδιο ανθρώπινο γένος. Αλλά την
προσέχει μ' ένα βλοσυρό βλέμμα και της μιλάει με αυστηρά λόγια. Γιατί αρνείται
πώς έχει μια φυσική συγγένεια μαζί της (σαν άνθρωπος), κι αυτό απ' την
εξογκωμένη υπερηφάνεια της». Ή υπερηφάνεια μάς φέρνει σε αντίθεση με το Θεό
(Νείλος), όπως λέει κι ό Σολομών: «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς
δέ δίδωσι χάριν», γι' αυτό ό υπερήφανος τιμωρείται απ' το Θεό (Θεοδώρητος ό
Κυρου). Λέει πάλι ό Σολομών: «Τί μάς ωφελεί ό πλούτος με την αλαζονεία;».
7) Ή αδικία. Ό «μονοφάγος» πλούσιος αδικεί,
γιατί, ενώ είναι οικονόμος Θεού, δεν προσφέρει τίποτα στους άλλους (τούς
φτωχούς). Αδιαφορεί για τον αδελφό του όπως λέει ό Χρυσόστομος, «περιορών τούς
άλλους εν πενία». Κι ό επίσκοπος Άμασείας Αστέριος λέει: Για να είσαι εσύ πλούσιος
«πόσοι φτωχοί αδικούνται;». «Θα ξεράσει τον άδικο πλούτο πού θησαύρισε. Ό
τιμωρός άγγελος θα βγάλει το θησαυρό απ' το σπίτι του». Γι' αυτό «μη στηρίζετε τις
ελπίδες σας στην κρυφή αδικία και μην ποθείτε φανερά αρπάγματα». Γιατί «ή
πονηρή αδικία σας αποξεραίνει πνευματικά την ανθρώπινη ψυχή».
8) Ή δουλοπρέπεια. Πολλές φορές ό πλούσιος
φέρεται με δουλοπρέπεια (όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς) στους άλλους, απ'
τούς οποίους εξαρτώνται οικονομικά ιδίως συμφέροντα του. «Δούλος» των αναγκών
του γίνεται ό πλούσιος, λέει ό Χρυσόστομος.
9) Ή αντικοινωνικότητα. Ή υπεροψία και τα
άλλα πάθη υπερτονίζουν τον ατομισμό στο «μονοφάγο» πλούσιο και τον κάνουν
αντικοινωνικό. «Είναι άτοπο ενώ οι περισσότεροι πεινούν, ό ένας να έχει μεγάλες
απολαύσεις» αυτό «δεν είναι χαρακτηριστικό τού άνθρωπου, ούτε της καλής
κοινωνικής συμπεριφοράς», λέει ό Κλήμης ό Αλεξανδρινός. Αυτός «είναι άγνώμων» προς
την κοινωνία (Χρυσόστομος) και «αυτός πού ζει μόνο για τον εαυτό του και
περιφρονεί όλους τούς άλλους ανθρώπους, είναι άχρηστος, και δεν είναι άνθρωπος»
(Χρυσόστομος).
Ή
δεύτερη μορφή τού «μονοφάγου» μικρού πλούσιου είναι: Ή απολαυστική ζωή χωρίς
στιγμές έστω πνευματικής άνατάσεως.
Αυτή
ή μορφή σ' αυτό το σκαλοπάτι
(6ο:
«Απολαυστική» χρήση της μικρής περιουσίας ή «μονοφάγος» μικρός πλούσιος) έχει για
τύπο τον «άφρονα πλούσιο» τού Ευαγγελίου. Αυτός φρόντιζε να χρησιμοποιήσει τα
υλικά αγαθά για την ατομική του και μόνον απόλαυση, χωρίς να σκεφθεί καθόλου το
Θεό — μια ψυχική καλυτέρευση ή μια βοήθεια στους φτωχούς. Γι' αυτό ό Χριστός αφού
έδειξε στον πλούσιο με το θάνατο τη ματαιότητα στις φροντίδες του, συμπεραίνει:
«Αυτά παθαίνει εκείνος πού θησαυρίζει μόνο για τον εαυτό του και δεν φροντίζει να
γίνει πλούσιος ως προς το Θεό».
Ν.Θ.
ΜΠΟΥΓΑΤΣΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.
ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΑΠΟΨΗ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΡΑΛΙ 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.