ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙ.
«Έχω
δει πολλά στο κελί του π. Γαβριήλ, αλλά ένα μέχρι σήμερα έχει μείνει ανεξίτηλο στη
μνήμη μου. Ήταν το κάτι άλλο. Γι` την ακρίβεια, μέχρι σήμερα αδυνατώ να
καταλάβω τι σήμαιναν όλα αυτά. Βρισκόμουν σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση πνευματική
Κάτι μου έλειπε. Κάτι μου χρειαζόταν. Μια λέξη, ίσως, που θα ελευθέρωνε απ'
όλα. Περίμενα από τον π. Γαβριήλ να μου πει εκείνος κάτι.
Εντούτοις ο Γέροντας,
ενσυνείδητα, δεν μου έλεγε τίποτα. Δυο μήνες με ανάγκαζε να πηγαίνω στο κελί
του, για ν' ακούσω κάτι που τόσο πολύ επιθυμούσα. Κουράστηκα! Με είχε καταλάβει
η σύγχυση και η αβεβαιότητα. Κάθε τόσο μου ζητούσε να του πάω βούτυρο και λάδι,
όχι επειδή του χρειάζονταν, αλλά για να έχω αφορμή να πηγαίνω κοντά του. Αφού
κατ' αυτόν τον τρόπο πέρασαν δυο μήνες, μου είπε:
— Εσύ μείνε μαζί μου. Κάθισε εκεί. Μην
κουνηθείς. Εγώ θα κοιμηθώ. Σε μισή ώρα θα ξυπνήσω και θα σου πω, εσύ όμως δεν
θ' αντέξεις. Καλύτερα να μην ξέρεις. Είναι χειρότερα. Αλλά, αφού εσύ το θέλεις
τόσο και μου το ζητάς, θα στο πω.
Ξάπλωσε,
σκεπάστηκε με το μανδύα, έβαλε πάνω στην καρδιά του το κομποσκοίνι και το
σταυρό και ησύχασε. Μες στο σκοτάδι έμοιαζε σαν νεκρός. Στην ησυχία και με το
μονότονο τικ τακ του ρολογιού, σκεφτόμουν πως το κάθε λεπτό και η κάθε στιγμή
είναι μετρημένα. Θυμήθηκα τα λόγια του π. Γαβριήλ: "Κάθε λεπτό είναι καταγεγραμμένο
από τον Θεό". Ύστερα από 30 λεπτά λοιπόν, πάνω που σκέφθηκα πως δεν
ξύπνησε, τον είδα να σαλεύει. Μουρμούρισε:
— Να, ήρθε βροχή κι αέρας!
Και
σαν να παραμερίστηκε κάποια κουρτίνα, πέρασα σε μια άλλη πνευματική κατάσταση.
Γέμισα μελαγχολία και θλίψη. Ο π. Γαβριήλ φαινόταν να στέκεται στην κορυφή
κάποιου βουνού, ενώ εγώ ήμουν μπροστά του γονατιστή. Η φωνή του σιγά σιγά
δυνάμωνε:
— Πάρε κρασί και πίνε.
Και
ξαφνικά άνοιξε πιο πολύ η κουρτίνα και άλλαξε όλο το σύμπαν. Μπήκε η γνώση.
Θυμήθηκα τον π. Γαβριήλ, όπως τον γνώριζα από τα παιδικά μου χρόνια και όλη τη
ζωή μου περιμένοντας εκείνη τη "λέξη" που θα τα έβαζε όλα στη θέση
τους! Ήξερα ότι έχασα κάτι που έψαχνα και μου έκαιγε την ψυχή. Αισθανόμουν ότι
αυτή η θλίψη ερχόταν από την παιδική μου ηλικία. Και είδα το μέγεθος, το ύψος
και το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου. Φοβήθηκα. Ύστερα σκέφθηκα: "Τώρα θα
μου πει". Και τον άκουσα να λέει:
— Πάρε το σταυρό και ντύσου. Ντύσου!
Και
σαν να άνοιξε εντελώς η κουρτίνα, ήθελα να σηκωθώ και να φωνάξω. Ήμουν σίγουρη
πως θα μου έλεγε εκείνη τη λέξη. Φοβόμουν, αλλά τον άκουσα πάλι να λέει:
— Φέρε λεκάνη, φέρε αλεύρι, διόρθωσε το
ρολόι. Γύρνα. Τι στέκεσαι; Γύρνα! Απάντησε! Απάντησε!
Εγώ
στενοχωριόμουν επειδή τα ξεχνούσα όλα, η γνώση εξαφανιζόταν και η προσωρινή
αποκάλυψη του σύμπαντος κόσμου χάθηκε και ξανάγινε κρυφή. Σε μια στιγμή όλα
έγιναν αόρατα, όλα τέλειωσαν και η κουρτίνα έκλεισε.
— Εντάξει, καλά, κάθισε, μου είπε με αγάπη.
Πέρασε
καιρός όταν πήγα πάλι στον π. Γαβριήλ. "Πώς τα βλέπει όλα με τόση
ακρίβεια;" σκεφτόμουν. Και μου απάντησε:
— Να, ο Χριστός μου είπε κατευθείαν:
"Σήμερα θα έρθει η Κετεβάνι σε σένα". Από το πρωί λοιπόν σε
περίμενα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.