Παρασκευή
4 Μαρτίου:
Γύρω στις 11:00 τον είδα να μπαίνει από την
μπροστινή αυλόπορτα με μιαν αξίνα και μια μεταλλική λίμα στα χέρια. Είχε πάει στο
κοντινό δάσος για να κόψει ξύλα. Μαζί του ήταν και ένας καθηγητής —λαϊκός— της
Εκκλησιαστικής Σχολής του Αγίου Όρους, πού μόλις είχε έρθει από τις Καρυές.
Βλέποντάς με φώναξε: «Πάτερ Λαυρέντιε! Ό άγιος Λαυρέντιος τά μοίρασε όλα στις ελεημοσύνες»
Μου είπε να τον περιμένω στο παρεκκλήσι,
όπου έκαιγε θυμίαμα.
Έπειτα
από καμιά ώρα αρχίσαμε να μιλάμε. Του είπα ότι κι ένας αδελφός μας ξέρει την
ξυλογλυπτική τέχνη, αλλά τώρα τελευταία δεν την ασκεί, γιατί είναι αναγκασμένος
να κάνει τον οικοδόμο στο μοναστήρι.
Χαμογέλασε.
Σήμερα έφτιαχνε ένα κομποσκοίνι. Με ρώτησε πόσο καιρό είμαι μοναχός. Του
διηγήθηκα με συντομία πώς ό αβάς μου είπε να αναλάβω τη μελέτη της Αγίας Γραφής
σε οικογένειες. Και για την ευθύνη πού είχα όταν εκείνος απουσίαζε και μάς
παρακολουθούσε από μακριά.
Κατόπιν πώς με πήρε από το χέρι με δύναμη, καθώς όλα
γύρω μου σταδιακά ερήμωναν: «Το πνεύμα μου ήταν έτοιμο, γιατί ήξερα από την
Αγία Γραφή πώς πρέπει να ζει ένας μοναχός, αλλά ή σάρκα μου μόχθησε πολύ. Ό
Κύριος όμως φώτισε και δυνάμωσε τον γέροντά μου. Και τώρα μπορώ να ευχαριστώ τον
Κύριο γι' αυτό. Ό γέροντάς μου με οδήγησε στο δρόμο των Πατέρων
Με
έστειλε για προσκύνημα στους τόπους πού μαρτύρησαν άγιοι της Εκκλησίας μας», και
του ανέφερα μερικούς, τελειώνοντας με τον άγιο Ιγνάτιο πού μαρτύρησε στο Κολοσσαίο.'
Ύστερα του μίλησα για την πορεία της μοναστικής μας οικογένειας.
«Στην
επισκοπή όπου ανήκουμε υπάρχουν λείψανα» συνέχισα και του ανέφερα τούς αγίους
Βιθύνιο και Μαύρο «Συχνά ό γέροντας μάς
στέλνει να τά προσκυνήσουμε. Αυτές είναι οι γιορτές μας...»
«Κοίταξε»
αποκρίθηκε ό γέροντας Παΐσιος, «τις προάλλες σου έλεγα για τη λογική...
Υπάρχουν κι εκείνοι πού με την 'Αγία Γραφή στο χέρι λένε πώς δεν μπορεί κανείς να
κάνει υπακοή ούτε στον γέροντα, ούτε στον επίσκοπο. ούτε στο Χριστό... αλλά
μόνο στον Θεό! Και ως Θεό εννοούν κάτι άπειρο...
Πρέπει να επιστρέψουμε στην ευλάβεια.
Εσείς έχετε τόσα λείψανα. Μα γιατί τά κρατάτε κρυμμένα; Εγώ έχω την εικόνα της
Σινδόνης... Με συγκινεί! Την εκθέτουν σε προσκύνημα; Τά λείψανα των αγίων έχουν
το Άγιο Πνεύμα! Πρέπει να επιστρέψουμε στον αγιασμό, στην προσκύνηση των λειψάνων...
Εγώ κατάγομαι από την Καππαδοκία. Πίναμε για τριάντα έξι χρόνια τον ίδιο
αγιασμό και δεν χάλαγε. Μερικές φορές έρχονται σ’ έμενα δαιμονισμένοι. Κι εγώ
τί να κάνω; Δεν μπορώ τίποτα να κάνω, ούτε καν ιερέας δεν είμαι...
Έχω μερικά
λείψανα και μ’ αυτά αγγίζω τούς δαιμονισμένους. Μια
φορά
ήρθε ένα παιδάκι δέκα χρόνων, δαιμονισμένο. Το συνόδευε ό πατέρας του. Πήγα
λοιπόν στο παρεκκλήσι με σκοπό να πάρω τά λείψανα. Το παιδάκι, που δεν ήξερε
τίποτα, άρχισε να βγάζει αφρούς από το στόμα και να λέει: Όχι αυτά! Όχι αυτά!”
Σημείωσε, μάλιστα, ότι το παιδί ήταν άλαλο! Να γιατί πρέπει να επιστρέψουμε στην
ευλάβεια».
«Πάτερ,
χαίρομαι πολύ πού μπορώ να είμαι πλάι στα πόδια σας όπως στα πόδια του
Χριστού... Το ήθελε κι ό γέροντάς μου, σάς γνώριζε από καιρό, ενώ εγώ όχι...»
«Με
έχει συναντήσει;» ρώτησε ό γέροντας.
«Όχι,
σάς έχει ακουστά και μου είπε να σάς συναντήσω, αν ήταν δυνατόν, έστω και μια
φορά... Εσείς όμως μου δώσατε την άδεια να έρχομαι όποτε θέλω. Ό Κύριος μου κάνει
αυτήν τη χάρη για τον γέροντα μου και για ολόκληρο το μοναστήρι. Δεν το κάνει για
μένα. Εγώ είμαι τόσο ακάθαρτος, τόσο μολυσμένος από τη λογική. Ωστόσο, σ’ έμενα
επέτρεψε να βρίσκομαι έδώ και να μεταφέρω τη χάρη Του. Είμαστε έδώ για να
μάθουμε, για να ταπεινωθούμε, για να λάβουμε το Πνεύμα».
«Βέβαια,
το Πνεύμα...» συμφώνησε ό γέροντας. Και συνέχισε: «Ό άγιος Λαυρέντιος δεν είχε
λογική. Τά ξεπούλησε όλα, και όταν τον έκαψαν από τη μια πλευρά, ζήτησε να τον
κάψουν κι απ’ την άλλη. Βλέπεις, ή καρδιά δεν καίγεται ποτέ...»
είπε
γελώντας πλατιά, με το στόμα ανοιχτό και με μάτια πού έλαμπαν.
«Να
γίνεστε ολοένα και περισσότερο καλοί καθολικοί, κι εμείς καλοί ορθόδοξοι»
συνέχισε. «Μόνο άνθρωποι πού έχουν ενωθεί με τον Θεό μπορούν να ενώσουν και τις
Εκκλησίες. Πρέπει να αναζητάς τούς δρόμους πού ανυψώνουν το πνεύμα. Σήμερα και στην
πνευματική ζωή προσπαθεί ό άνθρωπος να φτάσει στον Θεό αμέσως και χωρίς κόπο. Μα
αυτό είναι αδύνατον! Χρειάζεται κόπος. Κόπος σωματικός! Τί ωραία παραδείγματα
έχουμε από τη ζωή των Πατέρων της Δύσης και της Ανατολής- συγκινούμαι όταν τά
σκέφτομαι. Σήμερα ή κατάσταση των Εκκλησιών είναι πολύ δύσκολη. Δεν το καταλαβαίνουν,
αλλά έτσι είναι. Μάς περιμένουν πολλές θλίψεις. Σε λίγα χρόνια θα έχουμε μεγάλη
δοκιμασία. Οι πιστοί θα δοκιμαστούν σκληρά. Μα ευτυχώς όχι για πολύ. Μετά δεν θα
υπάρχει ούτε ένας άπιστος. Ή Ευρώπη θα γίνει μεγάλη δύναμη, με επικεφαλής έναν Εβραίο.
Κι όχι μόνον αυτό' θα αναζητήσουν και έναν πνευματικό ηγέτη για να έχουν
περισσότερη δύναμη και θα βρουν τον Πάπα, ό όποιος θα τούς φέρει όλους κοντά
του, τούς καθολικούς, τούς προτεστάντες, τούς “υιούς τού διαβόλου”, τούς
μουσουλμάνους. Θα τούς ενώσει όλους, αφήνοντας τους όμως ανεξάρτητους... Ζούμε την
εποχή της Αποκαλύψεως, σαν τά χρόνια τού Νώε, πού τον κορόιδευαν... Σήμερα
κανείς δεν το πιστεύει, αλλά βρισκόμαστε στο χείλος τού γκρεμού. Οι πιστοί θα
δοκιμαστούν, αλλά για λίγο χρόνο. Αυτά τά πράγματα τά προφήτεψαν με σαφήνεια ό
Ιεζεκιήλ και ό Ζαχαρίας...» και αναφέρθηκε στον Γώγ και τον Μαγώγ, αλλά δεν τον
κατάλαβα καλά.
«πάτερ,
εσείς πιστεύετε ότι ό Πάπας μπορεί να φτάσει σ’ αυτό το σημείο;» τον ρώτησα.
«Βέβαια,
θα συμβεί αυτό. Θα γίνει μεγάλη καταστροφή, αλλά μετά θα έρθουνε μέρες ειρήνης.
Και κανείς άπιστος δεν θα υπάρχει πια ακόμα και οι Εβραίοι θα πιστέψουν στον
Χριστό. Σε λίγο καιρό θα συμβούν αυτά. Εσείς πώς θα αντιδράσετε όταν ό Πάπας ενεργήσει
έτσι;»
«Ό
γέροντάς μας λέει ότι, αν ο Πάπας δεν άκολουθεί το Ευαγγέλιο, δεν είμαστε
υποχρεωμένοι να τον υπακούμε...»
«Ή
ένωση θα έρθει, αλλά θα προηγηθούν δοκιμασίες και καταστροφές. Εμείς, ωστόσο,
πρέπει να στρέφουμε το βλέμμα μας ψηλά... στο έλεος του Θεού.
»Ή
Γραφή λέει ότι τά οστά του νεκρού Ελισαίου, μόλις άγγιξαν ένα άλλο κουφάρι, το
έκαναν ν’ αναστηθεί. Γιατί λοιπόν εμείς προσκυνούμε τά λείψανα των άγιων; Μα
γιατί αγαπώντας τούς αγίους δείχνουμε την Αγάπη μας προς τον Θεό. Οι άγιοι μάς
οδηγούν στον Χριστό. Οι άγιοι είναι ό ίδιος ο Χριστός!
«Μερικοί
ορθόδοξοι θεολόγοι αρνούνται την προσκύνηση των αγίων και της Θεοτόκου γιατί,
όπως λένε, μάς αποσπά απο αυτό
προϋποθέτει και την άμεση επαφή με τά λείψανα διά του ασπασμού τη λατρεία της
θεότητας του Χριστού...
Μα εγώ αγαπώντας τη Μητέρα αγαπώ τον Υιό!»
διαμαρτυρήθηκε με τρυφερή αυστηρότητα και αγάπη. «Να γιατί δεν έχουν σημασία οι
ξένες γλώσσες. Προ καιρού μου έγραψε ό π. Άθως από τη Δαμασκό» —στην πρώτη μας
συνάντηση π. Παΐσιος με είχε ρωτήσει αν τον
γνωρίζω και του μίλησα γι’ αυτόν— «και ζητούσε ευλογία να μάθει ούτε πού
θυμάμαι πλέον, ποιά γλώσσα... Μα κινδυνεύει να χάσει χρόνο...»
«Σύμφωνοι,
πάτερ, όμως αν ό πνευματικός μου δεν μ’ έβαζε να μάθω ελληνικά, δεν θα μπορούσα
να σάς μιλήσω...»
«Τά
ελληνικά είναι διαφορετικό πράγμα. Είναι ή γλώσσα της Γραφής και των
Πατέρων...» αποκρίθηκε ό γέροντας.
Κατόπιν
του εξήγησα ότι τά αραβικά έχουν σχέση τόσο με το Ευαγγέλιο, όσο και με το ρεύμα
πού παρατηρείται προς την Ινδία και την Άπω Ανατολή.
«Για
να πάει κανείς στην Ινδία πρέπει να είναι πολύ δυνατός. Εκεί δεν είναι όπως στην
Αφρική. Έχουν υψηλή πνευματικότητα. Αυτοί κάνουνε τά αντικείμενα να κινούνται!
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι πρόκειται για δαιμονικές και μαγικές δυνάμεις, αλλά
όπως και να ’ναι τά κάνουν να χορεύουν γι’ αυτό εμείς πρέπει να είμαστε τόσο
δυνατοί άγιοπνευματικά, ώστε να κάνουμε κι εμείς τά αντικείμενα να χορεύουν...»
Μίλησε
για το ταξίδι του στην Αυστραλία, όπου είχε πάει πριν από αρκετά χρόνια με τον
π. Βασίλειο. Αναφέρθηκε και σε μια γυναίκα πού του είχε γράψει ζητώντας του να
προσεύχεται γι αυτήν:
«Φαντάσου
ευλάβεια! Μου έγραψε το εξής: “Πάτερ, προσευχηθείτε για μένα, γιατί εγώ
προσεύχομαι λίγο, δεν έχω χρόνο. Δουλεύω οχτώ ώρες και προσεύχομαι μόνο άλλες
τόσες”».
Επανειλημμένως έκανε λόγο για την επίσκεψή του στο Σινά —όπου έμεινε στη μονή της
Μεταμορφώσεως αρκετούς μήνες— και στα Ιεροσόλυμα:
«Οι
Εκκλησίες στον Πανάγιο Τάφο μοιάζουν με μωρά πού μαλώνουν χωρίς σταματημό... Μα
πόσο ωραίο είναι να βλέπεις ότι όλοι αγαπούν τόσο πολύ τον Κύριο!» λέει και τά
μάτια του βουρκώνουν... Ή χαρά των πτωχών είναι αδύνατον να περιγράφει-.
«Ξέρετε
κάτι, γέροντα;» τον ρώτησα. «Το ίδιο πράγμα άκουσα και από τον πνευματικό μου προ
καιρού, ό όποιος είχε μείνει στην Παλαιστίνη για τέσσερα χρόνια. Εξέφρασε στον
επίσκοπο την επιθυμία του να καρεί μοναχός στο όρος Σιών και ό επίσκοπος
συμφώνησε. Πράγματι, στις 4 Σεπτεμβρίου 1978, κατά τη διάρκεια ενός
προσκυνήματος στους Αγίους Τόπους, τον έκειρε μοναχό».
Ό
π. Παΐσιος ανασηκώθηκε, με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια, μου χαμογέλασε και
συνέχισε σιωπηλός να πλέκει το κομποσκοίνι του. Ή δουλειά του προχωρούσε αργά.
'Όσο μιλούσε δεν το άγγιζε.
«Εσείς
έχετε το μοναχικό σχήμα;» με ρώτησε.
Ξεκούμπωσα
το πανωφόρι μου και τού έδειξα το σταυρό. Πλησίασα λίγο προς το μέρος του, εκείνος
άπλωσε το χέρι, έπιασε το σταυρό και τον παρατήρησε ικανοποιημένος. Τον έχω
δείξει και σ’ άλλους πού έχουν ζητήσει να τον δουν. Μένουν ικανοποιημένοι,
γιατί αυτό το «σχήμα» είναι ουσιαστικά ίδιο με το δικό τους. Το σύμβολο τού
σταυρού είναι το κυρίαρχο στοιχείο τού μοναχικού σχήματος.
Στη
συνέχεια προσπάθησα να τού εξηγήσω γιατί φοράμε λευκά ενδύματα. Δεν το
σχολίασε.
Τού
μίλησα και για τη γυναικεία αδελφότητα. «Μένουν δεκαπέντε λεπτά με τά πόδια μακριά
μας. Κάνουν μαζί μα: τον Όρθρο και τη Θεία Λειτουργία. Κατά τ’ άλλα ή ζωή τους
είναι τελείως αυτόνομη. Ό γέροντάς μας είναι πολύ αυστηρός πάνω σ’ αυτό το
θέμα» του εξήγησα.
«Ναι,
χρειάζεται πολλή προσοχή» συμφώνησε ό π. Παΐσιος.
Κατόπιν
αναφέρθηκε στο ράσο:
«Κι
έδώ στην Ελλάδα μερικοί ιερείς θέλουν να ντύνονται σαν τούς κοσμικούς ή οι
μοναχές να φοράνε πιο κοντά ενδύματα ή κοντομάνικα. Μια φορά το συζητούσα αυτό με
έναν ιερέα. Τον οδήγησα έξω, κοντά σε μια ελιά. Της αφαίρεσα μερικά φύλλα και
τού είπα: “Κοίταξε τώρα να δεις τί θα πάθει αυτή ή ελιά! Είναι σαν να βγάζεις
ένα τούβλο από ένα σπίτι. Εκείνη τη στιγμή δεν συμβαίνει τίποτα. Αλλά σιγά σιγά
μπαίνουν νερά, βγαίνει το ένα τούβλο μετά το άλλο και στο τέλος το σπίτι
γίνεται ερείπιο”».
Τού
μίλησα και για τις οικογένειες μας.
Ήταν
περίπου 13:00. Ακούστηκε δύο φορές το καμπανάκι, αλλά αυτός συνέχιζε να
συνομιλεί μαζί μου σαν να μην είχε ακούσει τίποτα. Έπειτα από λίγο χτύπησε ή
πόρτα. Ήταν ό π. Θεολόγος, ό Κουτλουμουσιανός, ένα πνευματικό του παιδί, πού
γνωρίζει τη μυστική είσοδο. Τούς χαιρέτησα και τούς δύο και σηκώθηκα. Ό π. Παΐσιος
με συνόδεψε ως την έξοδο.
«Θα
έρθω την επόμενη εβδομάδα» τού είπα φεύγοντας. «Τη Δευτέρα, αν θέλει ό Θεός».
«Έλα
όποτε θέλεις» μου απάντησε και, γνωρίζοντας από τον π. Θεολόγο ότι ολόκληρο το
μοναχικό μου όνομα είναι Λαυρέντιος Αγαπητός, πρόσθεσε: «Είσαι αγαπητός, μα το
Θεό!»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.
ΛΟΡΕΝΤΖΟ ΝΤΙΛΕΤΤΟ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.