Ίερομάρτυς Μιχαήλ
(Κοσούχιν)
ΣΤ0 ΧΩΡΙΟ Γιάρενσκι της επαρχίας Τβέρ ήταν ή γενέτειρα του ιερομάρτυρας Μιχαήλ. Γιός του ιερέα π. Αλεξίου Κοσούχιν, γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου του 1858. Από μικρός αγάπησε τον Χριστό και την Εκκλησία, γι’ αυτό μετά τη φοίτησή του στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της Μόσχας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το 1907 ανέλαβε
εφημέριος στον ναό του χωριού Ντίμτσεβο της επαρχίας Τβέρ. Στη θέση αυτή ό π.
Μιχαήλ παρέμεινε τριάντα χρόνια -ως τη σύλληψή του-, διακονώντας τον Θεό μέ ευλάβεια
και ποιμαίνοντας τούς πιστούς μέ ζήλο.
Ή υποδειγματική βιωτή και το ποιμαντικό έργο του απλού λευίτη κίνησαν το μίσος των μπολσεβίκων, οι όποιοι άρχισαν σιγά-σιγά να δημεύουν τά λίγα περιουσιακά στοιχεία πού διέθετε, επιβάλλοντας του δυσβάσταχτους φόρους. Έτσι, το 1929. όντας πια χήρος και ζώντας μέ τη μοναχοκόρη του, είχε χάσει όλη του την περιουσία -το σπίτι του, το αγρόκτημα του, ένα άλογο, μία αγελάδα και πενήντα μελίσσια. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να εγκατασταθεί στο σπιτάκι πού βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία.
Την περίοδο εκείνη γίνονταν πολλές συλλήψεις Ιερέων. Ό π. Μιχαήλ, ωστόσο, δεν συνελήφθη, καθώς ήταν ήδη πάνω από εβδομήντα χρόνων. Οι άθεοι εξουσιαστές πίστευαν ότι σύντομα θα πέθαινε ή τουλάχιστον δεν θα ήταν σε θέση να λειτουργεί, οπότε θα έκλειναν μια για πάντα τον ναό του χωριού.
Αλλά ό καιρός περνούσε και ό ενάρετος εφημέριος του Ντίμτσεβο επιτελούσε μέ νεανικό ζήλο το έργο του. Ή αναμονή του θανάτου, μάλιστα, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, τον έκανε πιο αποφασιστικό και πιο άφοβο. Μέ παρρησία κήρυσσε τον λόγο τού Θεού και μέ αυτοθυσία μοχθούσε για την ψυχική σωτηρία αλλά και για τις υλικές ανάγκες των ενοριτών του, που τον σέβονταν και τον αγαπούσαν απέραντα.
Οι αρχές, ενοχλημένες από τη δραστηριότητά του, άρχισαν να τον παρακολουθούν στενά. Αποφάσισαν, μάλιστα, να τον διώξουν από το σπιτάκι της εκκλησίας, όπου έμενε με την κόρη του, και να εγκαταστήσουν εκεί ένα κτηνιατρείο. Ό πρόεδρος του τοπικού Σοβιέτ επισκέφτηκε τον π. Μιχαήλ και τού ανακοίνωσε την απόφαση. Ό ιερέας, όμως, αρνήθηκε κατηγορηματικά να εγκαταλείψει το εκκλησιαστικό οίκημα.
'Ύστερα’ απ’ αυτό, στις 25 Μαρτίου τού 1936, ημέρα Κυριακή, ό πρόεδρος έδωσε εντολή στούς υφισταμένους του να ξηλώσουν τά παραθυρόφυλλα του σπιτιού, πιστεύοντας ότι έτσι ό π. Μιχαήλ, μην αντέχοντας το κρύο, θ’ αναγκαζόταν να φύγει. Ό άνθρωπος του Θεού, όμως, την άλλη μέρα το πρωί, μετά τη Λειτουργία, γνωστοποίησε το γεγονός στο εκκλησίασμα. Την ίδια ώρα όλοι σύσσωμοι -εκατόν πενήντα πιστοί περίπου- έφυγαν για το Σοβιέτ, αποφασισμένοι να προστατεύσουν τον πνευματικό τους πατέρα και να να μην επιτρέψουν στις αρχές τη λεηλασία και την αρπαγή του εκκλησιαστικού οικήματος. Ό πρόεδρος, βλέποντας τόσο πλήθος να πλησιάζει, αντιλήφτηκε την αιτία και κλειδώθηκε στο κτίριο. Οι πιστοί βρήκαν όλες τις πόρτες ασφαλισμένες, αλλά, γνωρίζοντας πώς ό πρόεδρος ήταν κρυμμένος μέσα, μέ δυνατές φωνές απαιτούσαν να επιστρέψει στον ιερέα τά παραθυρόφυλλά του. Ό πρόεδρος ούτε αποκρίθηκε ούτε φάνηκε. Τελικά, έπειτα από πολλή ώρα, οι ενορίτες διαλύθηκαν.
’Άν και τά
παραθυρόφυλλα δεν επιστράφηκαν, ό π. Μιχαήλ δεν έφυγε από το σπίτι.
- Δεν πάω πουθενά, έλεγε αποφασιστικά στούς ενορίτες, κι ας υποφέρω από το κρύο. ’Αν θέλουν, ας έρθουν να μέ βγάλουν από το σπίτι μέ τη βία. Δεν φοβάμαι κανέναν, παρά μόνο τον Θεό.
Οι αρχές, ωστόσο, επειδή υπολόγιζαν πολύ τη λαϊκή αντίδραση, δεν αποτολμούσαν να χρησιμοποιήσουν βία. Και ό π. Μιχαήλ συνέχιζε να λειτουργεί και να κηρύσσει τον λόγο του Θεού μέ γενναίο πάντοτε φρόνημα.
Το 1937, ό διωγμός κατά της Εκκλησίας γνώρισε πρωτοφανή έξαρση. Σ’ όλη τη χώρα απλώθηκε ή κόκκινη τρομοκρατία και χιλιάδες κληρικοί οδηγήθηκαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Τότε ή ΝιΚαΒεΝτε αποφάσισε τη σύλληψη και του π. Μιχαήλ, μολονότι αυτός ήταν ήδη εβδομήντα εννέα χρόνων και για αρκετούς μήνες βρισκόταν κατάκοιτος στο σπίτι. Όταν πήγαν να τον συλλάβουν, αγνοώντας τά δάκρυα και τις ικεσίες της κόρης του, τον σήκωσαν από τα χέρια και τά πόδια και τον πάταξαν στο αυτοκίνητο. Τον μετέφεραν στη φυλακή της γειτονικής πόλης Μπέζετσκ, όπου ό γιατρός διέγνωσε μυοκαρδίτιδα και παράλυση των κάτω άκρων Ή ανάκριση του έγινε από τον διαβόητο ανακριτή Γκολφάστ και υπήρξε ανελέητα σκληρή .
Ολοκληρώθηκε στις Αύγουστου του 1937 και του στοίχισε δύο σπασμένα πλευρά. Το ανακριτικό πόρισμα στάλθηκε στην τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε, η όποια στις 10 Αυγούστου καταδίκασε τον π. Μιχαήλ σε θάνατο με τουφεκισμό. Ό ιερέας, όμως, ήταν εντελώς ανίκανος να μετακινηθεί. Στις 16 Αυγούστου, μέ εντολή της διευθύνσεως της φυλακής, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της πόλης. Εκεί, στις 13 Σεπτεμβρίου τού 1937, ό πολιός λειτουργός τού Κυρίου άφησε την τελευταία του πνοή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.