Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ. Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΣΤΟ ΜΠΑΡΙ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ.









Μπάρι


Μόλις έφτασα στο Μπάρι, πήγα στην Ρωσική Εκκλησία. Ό ιερέας πού άλλοτε λειτουργούσε εκεί είχε προσφάτως κοιμηθεί, και στο σπίτι τού ναού έμεναν ή πρεσβυτέρα και ή κόρη του. Παραδίπλα, υπήρχε ένα κτίριο το όποιο χρησίμευε ως ξενώνας για τούς Ρώσους προσκυνητές εκείνην την εποχή ήταν άδειος. Ή πρεσβυτέρα μού είπε ότι, μετά τον θάνατο τού ιερέα, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την λύπη της και αδυνατούσε να είσέλθει στο γραφείο του. Μου το παραχώρησε και με παρακάλεσε να προσεύχομαι για την ψυχή του. Στο δωμάτιό του βρήκα πολλά πατερικά βιβλία, βίους αγίων και χαιρετισμούς.



Το επόμενο πρωί, πήγα στον λατινικά ναό του Αγίου Νικολάου. Προσευχήθηκα στην Άγιο και προσκύνησα τά άγια λείψανά του, πού ήταν τοποθετημένα κάτω από την εικόνα του. Ένιωσα την Χάρι τού Αγίου να με κατακλύζει, και ένα ορμητικά χρυσαφένιο ποτάμι εισχώρησε στην καρδιά μου. Την ίδια στιγμή έφυγε και εκείνος ό πειρασμός πού τόσο με είχε βασανίσει. Σύγκρινα τά βίωμα της χάριτος τού Αγίου πού ένιωσα, και φανερώθηκε αμέσως ή πλάνη και ή απάτη των ηδονικών αυτών αισθημάτων. Ή ψυχή μου μίσησε την ενέργεια τους, και με την Χάρι του Θεού και του Αγίου του δεν ξαναεμφανίστηκαν.
Όσο έμενα στο σπίτι του ιερέα, προσευχόμουν στον Άγιο Νικόλαο να μου υποδείξει την οδό στην όποια έπρεπε να πορευτώ- και πήγαινα καθημερινά να προσκυνήσω τά άγια λείψανά του. Κάποια στιγμή, ενώ διάβαζα τον Ακάθιστο 'Ύμνο στην Παναγία την Γοργοϋπήκοο, πρόσεξα στο βιβλίο πού κρατούσα την εικόνα της και επιθύμησα να αποκτήσω και εγώ μία ανάλογη. Δεν έφερα όμως τίποτα πάνω μου. Τά λίγα πράγματα πού είχα πάρει μαζί μου, φεύγοντας από το πατρικό μου σπίτι, τά είχα αφήσει κάπου προσωρινά έως ότου μου χρειαστούν. Τελικά έμειναν εκεί για πάντα. Εκείνην την στιγμή, μπήκε στο δωμάτιο ή παπαδιά κρατώντας την εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου στα χέρια της, λέγοντάς μου: «Αυτή ή εικόνα είναι προορισμένη για εσάς. Καθώς τακτοποιούσα τά λευκά είδη στο κομοδίνο μου, ενώ ή εικόνα αυτή βρισκόταν στο κάτω μέρος του συρταριού, έπεσε έξω. 



Την έβαλα στην δέση της, αλλά έπεσε ξανά. Προσπάθησα για τρίτη φορά, έπεσε όμως και πάλι. Συγχρόνως αισθάνθηκα εσωτερικά μία φωνή να λέει: δώσε αυτήν την εικόνα στην Λυδία, την περιηγήτρια» . Θαύμασα την γρήγορη απόκριση της Θεοτόκου, και αφού δέχτηκα την εικόνα γέμισε ή ψυχή μου με χαρά, και με ευγνωμοσύνη τελείωσα τον Ακάθιστο Ύμνο.
Είχε περάσει ήδη ένας μήνας, όταν ή πρεσβυτέρα μου είπε πώς δεν είναι συνετά να συνεχίσω να διαμένω στο γραφείο του ιερέα, και ότι θα ήταν καλύτερα να μεταφερθώ στον ξενώνα. "Ένιωσα πώς ενεργούσε ή Θεία Πρόνοια, και υπάκουσα. Το οίκημα ήταν τεράστιο και μπορούσε να χωρέσει έως δέκα χιλιάδες προσκυνητές, και παρ’ όλα αυτά ήταν άδειο. Επέλεξα ένα δωμάτιο και εγκαταστάθηκα.




Δύο ημέρες αργότερα, έχοντας επιστρέφει από το καθημερινό μου προσκύνημα στον' Άγιο Νικόλαο, καθόμουν στο δωμάτιο και διάβαζα. Ή ψυχή μου ήταν γεμάτη από πόθο για τον Χριστό. Ήταν περίπου δώδεκα το μεσημέρι, και δεν είχα φάει τίποτε ακόμη. Την περίοδο εκείνη έτρωγα δύο φορές την ημέρα ψωμί και φρούτα, έπινα δε μόνο νερό. Τά χρήματα για την αγορά τών τροφίμων τά είχε τοποθετήσει ό δούκας κρυφά -δίχως να το καταλάβω- μαζί μέ το εισιτήριο πού μου έδωσε. Διάβαζα, λοιπόν, και αναλογιζόμουν πώς να ευαρεστήσω τον Κύριο.
Ξαφνικά, άκουσα ξεκάθαρα στην καρδιά μου μία φωνή να μου λέει: «Μην φοβάσαι!». Εκείνην την στιγμή, έγινε κάτι αναπάντεχο. Το δωμάτιο γέμισε από κραυγές και θορύβους. Γονάτισα και ικέτευσα λέγοντας: «Κύριε, δεν θα τρώω και δεν θα πίνω τρεις ημέρες, Σε παρακαλώ σώσε με!». Το δωμάτιό μου γέμισαν αόρατες λεγεώνες δαιμόνων πού γαύγιζαν, φώναζαν, έπαιζαν, σφύριζαν, τίναζαν τον αέρα, χαχάνιζαν φοβερά και αφάνταστα, διαπερνώντας με, περιτριγυρίζοντάς με, πετώντας από πάνω μου. Δεν έβλεπα τίποτα, αλλά μπόρεσα να τούς αναγνωρίσω εν πνεύματι. Απαίσια, άσχημα και απεχθή πνεύματα, σιχαμερά και μιαρά, γεμάτα κακία και μίσος, είχαν την δυνατότητα να με αγγίζουν και να με διαπερνούν.



Προσευχόμουν αδιάλειπτα στον Χριστό τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Ό Κύριος με ενίσχυσε με τον λόγο: «Μην φοβάσαι!». Ή άρρητη δέηση της απροστάτευτης, ανήμπορης και πένητος ψυχής μου παρακαλούσε γονυπετής νυχθημερόν: «Σώσε με, Κύριε, λυπήσου την δούλη Σου, ελέησον με την ασθενή διά το όνομά Σου το Άγιο, λυπήσου με πολυεύσπλαχνε Κύριε!». Με την πάροδο τών τριών αυτών ήμερών σηκώθηκα. Κατόπιν τούτου, ανοίχτηκαν οι οφθαλμοί μου. Μπορώ να πω ότι γνώρισα τον άδη, την γη και την ουράνια βοήθεια. Τότε έλαβα την δυνατότητα να διακρίνω τά πνεύματα. Ή φοβερή πραγματικότητα μου αποκαλύφθηκε. Ταυτόχρονα μου φανερώθηκαν και ή ατελείωτη συμπαράσταση, ή εγγύτητα και ή Αγάπη του Σωτήρα, Κυρίου Ιησού Χριστού. Μέχρι εκείνην την στιγμή, ελάμβανα την ακτινοβολία του ελέους, την θεία παρηγοριά, την αγγελική χαρά και το καταύγασμα της προοιμιακής χάριτος. Είχε έρθει πια ό καιρός των πικρών πειρασμών και του πολέμου. Ό Κύριος είχε ενισχύσει την ψυχή μου, ώστε να μπορέσω να δεχτώ την πρόκληση και να βαστάξω τις δοκιμασίες αυτές.





Μία ημέρα, ενώ βρισκόμουν στα δωμάτιό μου και μελετούσα κάποια πατερικά βιβλία, την ανάγνωση μου διέκοψε ή είσοδος της πρεσβυτέρας. Με ενημέρωσε ότι κάποιος Μαυροβούνιος, πού είχε περάσει από εκεί, τούς είχε αναφέρει πώς στον τόπο του είχαν πολλά μοναστήρια, και πώς ιδιαιτέρως ξακουστή ήταν μία μοναχή, ονόματι Άννα. Δέχτηκα την πληροφορία αυτήν ως σημάδι από τον Κύριο, καθώς εκείνο τά διάστημα προσευχόμουν έντονα προς Αυτόν να με φωτίσει και να μου υποδείξει το μοναστήρι στο όποιο θα έβρισκε ή ψυχή μου την ανάπαυση πού ζητούσε.
Όμως, από τά Μαυροβούνιο με χώριζε μία θάλασσα, και δεν μπορούσα να φτάσω πεζή. Παρακάλεσα τον Άγιο Νικόλαο να με βοηθήσει. Τά βαπόρι πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα από το Μπάρι στο Μπάρ τού Μαυροβούνιου. Υπήρχε ακόμη ένα εμπόδιο, και αυτά ήταν ή έκδοση της βίζας πού ήταν απαραίτητη, για να μπορέσω να εισέλθω στην χώρα.
Έσπευσα προς τά Δημαρχείο, όπου μπήκα σε ένα δωμάτιο με έξι γραφεία και έξι δημοσίους υπαλλήλους. Γνώριζα έντός μου, από την προηγούμενη εμπειρία μου, πώς το εγχείρημα αυτά θα ήταν δύσκολο. Άρχισα, λοιπόν, να προσεύχομαι νοερώς με θερμή στον Άγιο Νικόλαο. Πλησίασα τον πρώτο υπάλληλο επιδεικνύοντας το διαβατήριό μου και του είπα: «Είμαι Χριστιανή Ορθόδοξη και σκοπεύω να πάω σε μοναστήρι. Πρέπει οπωσδήποτε να πάω στο Μαυροβούνιο». Εκείνος μου απάντησε ότι δεν ήταν σε δέση να με βοηθήσει, καθώς θα έπρεπε να προηγηθεί υπεύθυνα αίτηση στην Ρώμη και στο Μαυροβούνιο. Εγώ επέμενα λέγοντας πώς ήταν αναγκαίο να φτάσω στο Μαυροβούνιο- Τότε με παρέπεμψε στον επόμενο υπάλληλο, και κατευθυνόμενη συνέχισα να προσεύχομαι στον Άγιο.


Ή αλήθεια είναι, ότι εκείνο το διάστημα ήταν πολύ δύσκολο να λάβει κανείς την βίζα. Ήταν απαραίτητη ή δήλωση στις αρχές του προσώπου πού επρόκειτο να φιλοξενήσει τον αιτούντα την βίζα. Βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη θέση, διότι δεν μπορούσα να παραμείνω στο Μπάρι. Πλησίασα τον δεύτερο υπάλληλο ό όποιος μου επανέλαβε όσα άκουσα από τον πρώτο, και με παρέπεμψε στον τρίτο. ’Έτσι, περιφέρθηκα σε όλα τά γραφεία μέχρι πού με στείλανε σε άλλο τμήμα, πού είχε, επίσης, έξι γραφεία με έξι υπαλλήλους, και επαναλήφτηκε ή ίδια διαδικασία. Καθώς φαίνεται όμως, διά των πρεσβειών του Αγίου, δεν ήταν δυνάμενοι να μου αρνηθούν την χορήγηση της βίζας.

 Έτσι, όταν τελικά έφτασα στο τελευταίο γραφείο, με παρέπεμψαν ξανά στο πρώτο τμήμα. Ό υπάλληλος εκεί συγκινήθηκε, παρατηρώντας την ασυνήθιστη επιμονή μου, και αποφάσισε να με βοηθήσει, γράφοντας πάνω στο διαβατήριό μου εντολή -προς τον υπεύθυνο- ελεύθερης εισόδου. Ευχαρίστησα τον Θεά και τον Άγιο Νικόλαο. Μετά έμαθα πώς ό υπάλληλος εκείνος δέχτηκε παρατήρηση από τον προϊστάμενό του στην Ρώμη για την αδικαιολόγητη αυτή διοικητική του πράξη. Προσευχήθηκα
για τελευταία φορά στα λείψανα του Αγίου, και αγοράζοντας ένα εισιτήριο με τα χρήματα του δούκα, έφυγα για το Μαυροβούνιο.


 ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ.ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.