Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ. Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΣΤΟ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟ.






Όταν πια κατέβηκα από το καράβι στην παραλία της ορθόδοξης χώρας του Μαυροβούνιου, είχα την αίσθηση πώς πάτησα σε «στέρεο» έδαφος, βρίσκοντας αμέσως την ανάπαυση πού ζητούσε ή ψυχή μου και πού δεν μπόρεσε να νιώσει στις λατινικές χώρες. Στο Μπάρ ρώτησα πώς μπορώ να έρθω σε επαφή με την μοναχή Άννα. Μου είπαν να περιμένω δύο ημέρες, μέχρι την Παρασκευή πού θα είχε αγορά, οπότε θα ερχόταν ό ιερέας πού θα μπορούσε να με πάει σ’ εκείνην. Όντως, την Παρασκευή ήρθε ό Ιερέας. Ήταν περίπου εβδομήντα χρονών, ωστόσο φαινόταν υγιής και ήταν ντυμένος πολύ απλά. Αφού τον γνώρισα και φανέρωσα την πρόθεσή μου να γνωρίσω την μοναχή, δέχθηκε να με βοηθήσει. Τον ακολούθησα για δώδεκα χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι του, όπου με φιλοξένησε. Τά επόμενο πρωί με οδήγησε στην μοναχή.


Όταν έφτασα εκεί, το πρώτο πράγμα πού αντίκρισα 
ήταν ένας μικρός ναός πού -όλως τυχαίως- ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο. Πλαισιωνόταν από ένα μικρό σπιτάκι και δύο συκιές, πού περίτεχνα άφηναν χώρο για να περνάει ό φεγγίτης. Σ’ αυτό το σπιτάκι έμενε και ή έξηντάχρονη μονάχη Άννα. Το χωριό στο όποιο βρισκόταν το εκκλησάκι ήταν φωλιασμένο στα βουνά, και ή μονάχη ήταν ή μόνη καλόγρια σε όλο το Μαυροβούνιο- γεγονός πού γνώριζε όλη ή χώρα. Όταν ήταν είκοσι χρόνων θέλησε να φύγει και να μονάσει στην Ρωσία. Τελικά όμως ό δεσπότης του Μαυροβούνιου την έκειρε μονάχη και της έδωσε ευλογία να εγκατασταθεί στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, στο χωριό της καταγωγής της, όπου και έζησε για σαράντα χρόνια. Το βιοποριστικό διακόνημά της ήταν ή ραπτική, πού απευθυνόταν στούς ανθρώπους του χωριού της. Ήταν ιδιαιτέρως αγαπητή για την σεμνότητα και την ακτημοσύνη της.
Μόλις μέ αντίκρισε χάρηκε και αναφώνησε: «ΤΙ, χρυσή μου, είσαι από την Ρωσία! Μείνε εδώ μαζί μου. Ρωσία! Ω, ξέρω πώς ή Ιερουσαλήμ βρίσκεται στην Ρωσία και πώς ό Βασιλεύς Δαυίδ κατάγεται από εκεί!». Έμεινα στο πλάι της για όλην την διάρκεια της νηστείας της Παναγίας, και προσευχόμουν συνέχεια στον Θεό να μέ οδηγήσει. Μαθαίνοντας για τον βίο του Αγίου Βασιλείου του Όστρογκ, πόθησα να προσκυνήσω τά άγια λείψανά του. Ή γερόντισσα μέ συνόδευε μέχρι το Ντάϊ-Μπάμπι, όπου και αποχαιρετιστήκαμε μέ Αγάπη.


Στο Ντάϊ-Μπάμπι ζούσε ό αρχιμανδρίτης Συμεών ό Μαυροβουνίτης. Από την διήγησή του έμαθα ότι αποφοίτησε από την Εκκλησιαστική Ακαδημία του Κιέβου, και υστέρα έφυγε για το Άγιον Όρος. Όταν κάποια στιγμή επέστρεψε στην πατρίδα του, συνάντησε έναν βοσκό που του είπε ότι είδε στον ύπνο του πώς σε ένα γνωστό λόφο υπάρχουν αγία λείψανα. Ό αρχιμανδρίτης αγόρασε εκείνον τον μικρό λόφο, που ήταν σκεπασμένος μέ πεύκα, κι απείχε μόλις πέντε χιλιόμετρα από το Ντάϊ-Μπάμπι, και εγκαταστάθηκε εκεί. Αφού έχτισε πρώτα ένα μικρό σπιτάκι μόνος του, κατόπιν μέ τα ίδια του τά χέρια έσκαψε στους βράχους και τά πετρώματα και σμίλεψε μία υπόγεια Εκκλησία, που την αγιογράφησε ό ίδιος. Έζησε δε εκεί για τριάντα χρόνια, λειτουργώντας και κάνοντας καθημερινά τον αγιορείτικο κανόνα του. Είχε και έναν δόκιμο. Παρέμεινα κοντά στον αρχιμανδρίτη τρεις ημέρες, και ξεκίνησα για το μοναστήρι του Αγίου Βασιλείου του Όστρογκ, το όποιο απείχε περίπου σαράντα χιλιόμετρα.
Αξέχαστος, αγιασμένος, μακάριος, ευλογημένος τόπος! Σκίρτησε ή ψυχή μου αντικρίζοντας την θέα της μικρής Εκκλησίας, που ήταν σαν κόσμημα καρφιτσωμένη στους βράχους, καθώς και την γεμάτη θήκη μέ τά άγια λείψανα. Γέμισε ή καρδιά μου από θερμή αγάπη και άρρητο έλεος. Δεν ήθελα να φύγω από τά άγια λείψανα. Άρχισα τον περίγυρο. Όχι πολύ μακριά από το μοναστήρι, λίγο ψηλότερα στο ίδιο βουνό, εντόπισα ένα 



Υπέροχο μέρος.
Ήταν μία ανοιχτή έκταση περικυκλωμένη από φλαμουριές, στην όποια υπήρχε ένα σπήλαιο. Στο ύψος αυτό τά πάντα είχαν μία καθαρότητα, και φαίνονταν να τά λούζει ένα υπερβατικό φως. Μέ την ψυχή γεμάτη ευγνωμοσύνη, κάθισα να ξεκουραστώ, και μέ δάκρυα στα μάτια προσευχήθηκα για αρκετή ώρα στον Χριστό και τον Άγιο Βασίλειο. Δεν γνώριζα τά επόμενα βήματά μου. Ή πνευματική μου κατάσταση ήταν τέτοια, ώστε να έχω αμφιβολίες αν θα μπορούσα να συνυπάρξω με άλλους ανθρώπους. Την σκέψη μου ταλαιπωρούσε ή ιδέα του αοράτου αυτού πολέμου. Τί θα συνέβαινε άραγε αν άκουγε κανείς τις κραυγές των εχθρών; Τί θα σκεφτόταν; Αν με έδιωχναν; Που θα έβρισκα καταφυγή;


Πόθησα τότε να εγκατασταθώ στο μέρος αυτό. Θα παρέμενα στο σπήλαιο. Την απόφασή μου στερέωνε ή σκέψη πώς θα έχω την βοήθεια του Αγίου Βασιλείου. Άρχισα να προσεύχομαι: «Κύριε, μην με εγκαταλείπεις χωρίς το έλεος Σου, δείξε μου το θέλημά Σου!». Ό μόνος τρόπος πού μπόρεσα να σκεφτώ εκείνην την στιγμή, ήταν να τραβήξω κλήρο αν πρέπει να φύγω ή να μείνω σ’ αυτόν τον τόπο- Στην συνέχεια δε, να πράξω ανάλογα με το αποτέλεσμα, σαν αυτά να ήταν το θέλημα του Θεού. Και τελικά το αποτέλεσμα ήταν να μείνω. Τότε όλη μου ή ψυχή ξεχύθηκε στην προσευχή. Παρακαλούσα τον Χριστά να με στηρίξει και να διαλύσει τον φόβο μου.
Το σπήλαιο εσωτερικά ομοίαζε με κενοτάφιο. Ήταν στενά και μπορούσε κανείς να ξαπλώσει, σταυρώνοντας τά χέρια του στο στήθος. Μάζεψα πέτρες και κλαδιά, κλείνοντας με αυτά την μία πλευρά, στην προσπάθειά μου να επιτύχω ως αποτέλεσμα την δημιουργία μίας φωλιάς, στην όποια θα έπρεπε να συρθώ για να εισέρθω. Την πρώτη νύχτα πλάγιασα νωρίς, ώστε να συνηθίσω και να μην φοβάμαι. Ό Θεάς αφαίρεσε από την ψυχή μου κάθε μορφή δειλίας. Το επόμενο πρωί κατηφόρισα προς το μοναστήρι. Μόναζαν δε εκεί ένας Ηγούμενος Ιερομόναχος, μέσης ηλικίας, ένας μονάχος εβδομήντα χρόνων και ένας υποτακτικός... ένα νεαρό αγόρι δεκατριών χρονών ως δόκιμος.


Πήγαινα καθημερινά στην Εκκλησία για τον Όρθρο και τον Εσπερινό, και έφευγα σιωπηλά. Μόνο υστέρα από κάποιες ήμερες, τους είπα ότι σκόπευα να μείνω στο σπήλαιο του βουνού. Από τότε άρχισαν να μου δίνουν ψωμί- και ό Ηγούμενος πληροφόρησε τον Μητροπολίτη της Τσετίνιε για την περίπτωσή μου.


Ήταν μία αλησμόνητη περίοδος! Εκεί μου αποκαλύφθηκε ή άμετρη Αγάπη του Θεού και ή άπειρη -στην σκληρή μάχη- ψυχή μου σκληραγωγήθηκε στην πείρα του πνευματικού πολέμου. Μόλις βράδιαζε, πλάγιαζα στο χώμα. Κατόπιν, κατά τις έντεκα-δώδεκα το βράδυ, σηκωνόμουν για να προσευχηθώ, και ανάβοντας ένα κερί διάβαζα Μεσονυκτικό και Ψαλτήριο. Οι τοίχοι του σπηλαίου ήταν γεμάτοι από διάφορα γνωστά και άγνωστα ζωύφια: σαύρες, σαρανταποδαρούσες, αράχνες και άλλα.
Όταν προσευχόμουν, οι κραυγές τών δαιμόνων εξαπλώνονταν και αντηχούσαν σε όλην την έκταση του βουνού. Ό πόλεμος ήταν τρομακτικός και τά εμπόδια ανείπωτα και ανυπόφορα. Αλλά ό Κύριος ενίσχυε την ψυχή μου διαρκώς, και μου έδειχνε το μέγα έλεος Του. Σε οποιονδήποτε μετεωρισμό μου αισθανόμουν σαν να μέ κρατάει το χέρι του Θεού. Ή ψυχή μου έφτανε συχνά στα όριά της, και βρισκόμουν σε μεγάλη ένταση. Αλλά ταυτόχρονα αισθανόμουν πλούσια και χειροπιαστή την θεία παρηγοριά, γεμάτη καθησυχασμό -σαν την πατρική στοργή- και ό φωτισμός πού ελάμβανα ήταν απερίγραπτος.


Εκεί βίωσα και άντιλήφθηκα πλήρως την ταπείνωση 
ενώπιον του Θεού. Ή ψυχή μου γνώρισε ότι είναι ασθενής και αδύναμη, και δίχως την βοήθεια της Θείας Χάριτος, μόνο όλεθρος και καταστροφή υπάρχουν- εκεί ουσιαστικά άρχισα να μετανοώ, όταν ή ψυχή μου κατανόησε την συγγένεια της με τον παλαιό Αδάμ και τις συμπλοκές της με τους δαίμονες. Στην μάχη εκείνη συνειδητοποίησα ποια είναι ή άβυσσος πού δίψα να κατασπαράξει την ψυχή, και από τί μάς σώζει ό Κύριος. Έβλεπα εν πνεύματι πια τις πύλες του ουρανού αλλά και του άδη ανοιχτές, και ή αιώνια είσοδός μου σε μία από τις δύο εξαρτιόταν από το έλεος του Θεού. Τις ικεσίες μου συνόδευαν ό θρήνος και ό κλαυθμός αλλά και ή αγάπη με την ευχαριστία.
Μετά την προσευχή, έσπευδα στο μοναστήρι για τον Όρθρο, πού ξεκινούσε στις τέσσερεις το πρωί. Το μονοπάτι πού οδηγούσε σ’ αυτά ήταν απότομο και δύσβατο. Μερικές φορές, περιπλανιόμουν γύρω από το μοναστήρι περίπου δύο ώρες, μέχρι να ανοίξουν τις πόρτες. Με το πέρας του Όρθρου, εφοδιαζόμουν συνήθως με ένα κομμάτι ξερά ψωμί. Έπαιρνα λίγο νερά από την θαυματουργική πηγή -πού ανέβλυσε κατόπιν προσευχής του Αγίου Βασιλείου- και επέστρεφα στα σπήλαιο. Είχα πάρει από τον Ηγούμενο την Βίβλο, την Φιλοκαλία και διάφορα άλλα πατερικά βιβλία. Την ημέρα μελετούσα, έκανα κάποιες εργασίες στην περιοχή του βουνού, γύρω από τά σπήλαιο, και αφιέρωνα όλον τον υπόλοιπο χρόνο μου στην προσευχή, έως ότου έρθει ή ώρα του Εσπερινού. Έκτος από ξερά ψωμί και νερό, έτρωγα και άγριο κρεμμύδι πού φύτρωνε τριγύρω.


Υστέρα από κάποιες ημέρες, ενημερώθηκα για την άδεια της Μητρόπολης πού μου επέτρεπε να συνεχίσω να διαβιώ στο σπήλαιο. Παραμονές της εορτής της Αγίας Σκεπής, ό Ηγούμενος ευλόγησε να πάω στην πόλη Νίκσιτς, και να παρουσιαστώ στον αρχιερατικό επίτροπο. Ή απόσταση πού έπρεπε να βαδίσω ήταν είκοσι χιλιόμετρα, με την συνοδεία του πολιού μονάχου της Μονής. Ό πρωτοσύγκελος ενέκρινε την πρόθεση μου, λέγοντας μου ότι μπορώ να ασκητεύω στον Άγιο Βασίλειο, ξεκινώντας αρχικά ως δόκιμη και συνεχίζοντας κατόπιν ως μοναχή. Τά ρούχα πού φορούσα μέχρι τότε ήταν κοσμικά, και δεν είχα μαντήλι. Ένα βαμβακερά φόρεμα ήταν ή μόνη μου ενδυμασία. Περπατούσα ξυπόλυτη, αφού είχαν σκιστεί τά παπούτσια μου. Ή παπαδιά αγόρασε μαύρο ύφασμα και μου έραψε ένα ζωστικό και ένα μαντήλι. Επίσης, μου αγόρασαν και όπάνκι . Ανήμερα της Αγίας Σκέπης, το 1920, ό ιερέας ευλόγησε τά ρούχα και αφού μου διάβασε την ευχή είπε: «Από τώρα είσαι δόκιμη μοναχή». Έτσι, γύρισα στο σπήλαιό μου μέ μοναχικά ρούχα.
Κάποιες φορές, ό Ηγούμενος μέ δοκίμαζε πετώντας το κομμάτι ψωμιού, πού επρόκειτο να μου δώσει, κατά γης. Εγώ από την άλλη σκεφτόμουν πώς ή δοκιμασία προέρχεται από τον Θεό. Έτσι, έπαιρνα από κάτω το ψωμί και ευχαριστούσα τον Ηγούμενο. Μία ημέρα, ήρθε το νεαρά αγόρι λυπημένο και μου είπε ότι ό Ηγούμενος ζήτησε να επιστρέψω το λινόπανο πού μου είχε δώσει για να σκεπάζομαι. Το έδωσα αμέσως. Είχα δύο τσουβάλια: το πρώτο το γέμισα μέ ξερά φύλλα, πού είχα μαζέψει, και έτσι ζέσταινα μέ αυτό τά πόδια μου τις νύχτες, βάζοντάς τα μέσα 
σ’ αυτό- και από το δεύτερο έφτιαξα μία κάπα. Άλλα ρούχα εκτός από το ζωστικό δεν είχα. Όταν άρχισε να ψυχραίνει ό καιρός, επειδή το μέρος ήταν αρκετά ψηλά, τις μέρες πού έβρεχε δεν είχα αλλαξιά, και όπως ήμουν βρεγμένη πλάγιαζα.


Μία φορά -τά μεσάνυχτα- ήρθε πάλι το νεαρό αγόρι και μου είπε πώς με καλέ! ό Ηγούμενος. Έσπευσα να τον συναντήσω. Όταν έφτασα μου επίταξε να πάω άμεσα στο ταχυδρομείο του Νίκσιτς. Σκέφτηκα ότι είναι μία ακόμη δοκιμασία του Θεού. Ξεκίνησα, λοιπόν, να βαδίζω είκοσι χιλιόμετρα μέσα στο σκοτάδι δίχως φόβο, παρά τούς πολλούς λύκους πού υπήρχαν στην περιοχή. Μόλις παρέδωσα τά γράμματα, έφαγα ψωμί και ένα μήλο, πού μου είχε δώσει κάποιος, και ξεκίνησα τον δρόμο της επιστροφής. Ή ψυχή μου χόρευε στούς παλμικούς ρυθμούς της χαράς πού πήγαζε από την υπακοή στο θέλημα του Κυρίου.
Μία άλλη φορά, ενώ τελείωνα τον κανόνα μου, εμφανίστηκαν ξαφνικά τρεις στρατιώτες. Ήταν σταλμένοι από τον Ηγούμενο για να με τρομάξουν- ωστόσο ό Θεός με δυνάμωνε διαρκώς. Έτσι, βλέποντας άτι δεν ταράχτηκα, μου είπαν πώς ό Ηγούμενος με καλεί. Εκείνος με έστειλε ξανά στο ταχυδρομείο, και εγώ υπάκουσα.
Κάποτε μία νύχτα, ξέσπασε δυνατή καταιγίδα. Ό αέρας σφυροκοπούσε, και οι πέτρες κατρακυλούσαν στην ορεινή πλαγιά πάνω από το σπήλαιό μου, καταστρέφοντας την οροφή του. Ή νεροποντή έμπαινε βίαια από τις τρύπες πού είχαν δημιουργηθεί, και έτρεχε σαν καταρράχτης πάνω στούς τοίχους. 


Μου ήταν αδύνατο να βγω έξω, καθώς ή βροχή μαστίγωνε με δύναμη τούς βράχους, και υπήρχε σο- βάρος κίνδυνος να χτυπηθώ από τις πέτρες που εκσφενδονίζονταν απ’ αυτήν. Το σκοτάδι ήταν πυκνά και το κερί μου δεν άναβε. Στεκόμουν ανήμπορη εκεί, κρατώντας στο στήθος μου την εικόνα του Σωτήρα με το ακάνθινο στεφάνι, προσπαθώντας να την προφυλάξω από το νερό. Οι παγωμένες ροές χύνονταν στην πλάτη μου. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες κύλησε όλη ή νύχτα. Ωστόσο, ή θέρμη της πίστης και ή χαρά της ακατάπαυστης προσευχής έλιωναν γλυκά την καρδιά μου.
Το βουνά ήταν γεμάτο λύκους πού ούρλιαζαν τις νύχτες και επιβάρυναν περισσότερο την εξάντλησή μου. Όλα αυτά, όμως, ήταν μηδαμινά και ασήμαντα μπροστά στην Αγάπη του Χριστού, ή οποία αισθανόμουν να σκεπάζει τά πάντα μέ την λάμψη της. Υπήρξαν νύχτες πού έβγαινα από το σπήλαιο για να προσευχηθώ κάτω από τον έναστρο ουρανό. Πρόφερα σχεδόν συλλαβιστά το «Πάτερ ημών», όπως ένα παιδί ομιλεί προς τον πατέρα του- και αισθανόμουν ότι βρίσκομαι στην αγκάλη Του. Παρ’ όλα αυτά ένιωθα την έλλειψη πνευματικού λόγου. Προσευχόμουν διαρκώς και παρακαλούσα τον Χριστό: «Κύριε, στείλε μου έναν Γέροντα ή μία Γερόντισσα- μόνη μου είναι αδύνατο να νικήσω σ’ αυτήν την μάχη!».
Λίγο πιο κάτω από εκεί πού βρισκόμουν -κοντά στην λεωφόρο- υπήρχε ένα μοναστήρι πού λεγόταν «Ντόλνι Όοτρογκ», και μέσα είχε μία Εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Τις Κυριακές και τις εορτές τελούσαν την Θεία Λειτουργία. Πήγαινα εκεί, καθώς στο ορεινά μοναστήρι το μυστήριο τελούνταν μόνο στις εργάσιμες ημέρες και σπανίως στις εορτές. 


Μία φορά, είχα δυνατό πονόδοντο. Ή πέτρινη κατοικία μου έμοιαζε μέ πάγο και το γεγονός αυτό συνέβαλε στην ενίσχυση του πόνου, που μέσα στην νύχτα γινόταν ανυπόφορος. Ωστόσο συνέχιζα να προσεύχομαι. Το επόμενο πρωί -πού ήταν Κυριακή- κατέβηκα δύο χιλιόμετρα στο κάτω μοναστήρι για να λειτουργηθώ. Κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ό πόνος σταμάτησε ξαφνικό και δεν ξαναεμφανίστηκε. Τότε ή ψυχή μου γέμισε από ευχαριστία προς τον Θεό, και προσευχόμενη επέστρεψα στην σπηλιά μου.



 ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ.ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.