Κυριακή 22 Μαΐου 2016

ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ. Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΒΕΣΣΑΡΑΒΙΑ. ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΖΑΜΠΚΑ. Η ΜΟΝΑΧΗ ΔΙΟΔΩΡΑ Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ.





Βεσσαραβία- Μοναστήρι Ζάμπκα

Στις αρχές της νηστείας της Παναγίας, έφτασα στο μοναστήρι Ζάμπκα. Στον εσωτερικό χώρο της Μονής υπήρχε ένα τρισυπόστατο καθολικό και ένα χειμερινό παρεκκλήσι. Λειτουργούσαν τρεις ιερομόναχοι, οι δε αδελφές, πού ασκήτευαν, ήταν εκατόν πενήντα. Ή Ηγούμενη του μοναστηριού ονομαζόταν Δωροθέα. Ή Θεία Λειτουργία τελούνταν καθημερινά. Οι αδελφές έψαλλαν πολύ ωραία και τηρούσαν το ίδιο τυπικό με το Χόποβο. Κοντό στην εξωτερική πύλη ήταν χτισμένο ένα μικρό σπιτάκι πού δεν κατοικείτο από κανέναν και αποτελούνταν από έναν προθάλαμο και ένα μικρό κελί. Ζήτησα ευλογία να μείνω σ’αύτό. Το διακόνημά μου ήταν να κουβαλάω νερό -από την πηγή- στην τράπεζα και την κουζίνα. Ήμουν παρούσα σε όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Δεν πήγαινα, όμως, ποτέ στην τράπεζα, άλλα έτρωγα το ψωμί στο κελί μου.



Τρεις ήμερες αργότερα, συνάντησα την μοναχή Διοδώρα, την όποια όλοι θεωρούσαν ως διαταραγμένη προσωπικότητα. Δεν γνώριζα τίποτα για εκείνην, άλλα μόλις την είδα ένιωσα τον φύλακα άγγελό μου να την χαιρέτα. Αισθάνθηκα μία δύναμη βαθιά στην καρδιά μου να μέ ελκύει προς το μέρος της. Εκείνη μέ κοίταξε έκπληκτη και είπε: «Δόξα τω Θεώ!». Αμέσως κατάλαβα πώς οι προσευχές μου είχαν εισακουστεί από τον Κύριο.


Ή μοναχή Διοδώρα ήταν εξήντα οκτώ χρόνων. Είχε ζήσει σαράντα χρόνια στο μοναστήρι κάνοντας διάφορα διακονήματα, και τα τελευταία έξι έτη ήταν διά Χριστόν σαλή. Παρ’ ότι φορούσε κουρελιασμένα ράσα και ήταν βρώμικη, εγώ έβλεπα σ’ εκείνην την δύναμη τού Αγίου Πνεύματος. Τόσον καιρό δεν είχα διάκριση να καταλάβω τούς πειρασμούς πού βίωνα, και τον πόλεμο πού δεχόμουν. Απορούσα αν συνέβαινε μόνο σ’ εμένα ή και σε άλλους αν όλα αυτά ήταν το τίμημα για τις αμαρτίες πού έχω κάνει ή εάν επρόκειτο για κάποια δοκιμασία. Παρακαλούσα ακούραστα και δίχως σταματημό τον Θεό να μού στείλει κάποιον, για να μέ καθοδηγήσει πνευματικά και να μού εξηγήσει τί μού συνέβαινε. Είχα την αίσθηση ότι ή μοναχή Διοδώρα ήταν εξοικειωμένη στις συνθήκες τού πνευματικού πολέμου. Οι σκοτεινές δυνάμεις της ήταν γνωστές και είχε πλήρη κατανόηση όλων όσων βάραιναν την ψυχή μου. Ένιωθα πώς ή ταλαιπωρημένη ψυχή μου βρήκε επιτέλους πνευματική στεριά.
Σχηματίστηκε έτσι, μεταξύ μας μία μυστική πνευματική επικοινωνία, μέσω της όποιας ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή μέ τά αγνά πνευματικά αισθήματα, πού τά χαρακτήριζε ή απόλυτη αποδοχή, και βίωσα την εν Χριστώ Αγάπη. 





Από σεβασμό προς το πρόσωπό της δεν κάθισα ποτέ ενώπιον της. Όταν έβλεπα τούς αγώνες της, μέ διαπερνούσε ένα αίσθημα συγκίνησης όμοιο μέ εκείνο πού νιώθει κανείς την Μεγάλη Εβδομάδα. Ερχόταν και εκείνη σε κάθε ακολουθία, και ή συμπροσευχή μας ενίσχυε τούς πνευματικούς δεσμούς μας. Ένιωθα τις ευχές της και με τον Ίδιο τρόπο ευχόμουν για εκείνη στον Κύριο, ευχαριστώντας Τον για την πρόνοια και την ευεργεσία Του.


Όταν προσευχόμουν τις νύχτες στο κελί μου, ό θόρυβος και οι κραυγές εμφανίζονταν ξανά. Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο από κάποιες αδελφές, οι όποιες άκουσαν τις λυσσώδεις φωνές και κατάλαβαν άτι κάνω αόρατη μάχη μέ τον εχθρό. Άλλωστε κι εγώ δεν μπορούσα να κρύβομαι πια. Ό Κύριος επέτρεψε να περάσω μία επιπλέον δοκιμασία, πιθανόν για να ξεπληρώσω κάποια αμαρτία μου. Ανήμερα της εορτής της Αγίας Σκέπης, προσευχόμουν στην Εκκλησία. Ξαφνικά, αισθάνθηκα ένα απότομο χτύπημα στο αυτί, και αμέσως μετά κάτι μέ έσπρωξε δυνατά από την μία πλευρά και κατόπιν από την άλλη. Δεν πρόλαβα να συνέλθω, καθώς χτυπήθηκα στο κεφάλι, το όποιο άγγιξε σχεδόν το πάτωμα. Άρχισα να δέχομαι χτυπήματα και σπρωξίματα όμως συνέχισα να προσεύχομαι. Μου ήταν αφόρητα και απερίγραπτα δύσκολο, αλλά ό Θεός ενδυνάμωνε την ψυχή μου και μέ σκέπαζε μέ θεία παρηγοριά. Ένας καινούριος κύκλος δοκιμασιών ξεκινούσε. Όταν μπήκα στο κελί μου, ό εχθρός προσπάθησε να μέ απειλήσει, λέγοντάς μου: «Αν συνεχίσεις να προσεύχεσαι θα σε σκοτώσουμε- θα σε χτυπήσουμε τόσο δυνατά πού θα σε συντρίψουμε». Όταν δεν έκανα βαθειά προσευχή, είτε εργαζόμουν είτε έτρωγα είτε μιλούσα είτε κοιμόμουν, ό πονηρός δεν μέ ενοχλούσε.


Παραδόθηκα σε αυστηρό ασκητικό βίο εντός της Μονής, ώστε να θέλξω το έλεος τού Κυρίου. Κουβαλούσα το νερό από την πηγή ξυπόλυτη, μέ αποτέλεσμα να ματώνουν τά πόδια μου. Δεν είχα ζεστά ρούχα και όλο τον χειμώνα φορούσα μόνο το ζωστικό και το μαντήλι, αφήνοντας χωρίς θέρμανση το κελί μου. Ή παγώνια ήταν μεγάλη και οι τοίχοι τού κελιού μου είχαν επικαλυφθεί μέ χιόνι. Κοιμόμουν στο γυμνό πάτωμα και δεν είχα τίποτα στο κελί μου παρά μόνο ένα αναλόγιο μπροστά στις εικόνες, ένα σκαμνάκι και ένα τσουβάλι στρωμένο στο δάπεδο. Έτρωγα μόνο παγωμένο ψωμί, και αυτό συνέβαλλε στο να έχω αυξημένη δίψα, την όποια προσπαθούσα να κατευνάσω κάνοντας πολλές μετάνοιες και παίρνοντας βαθιές αναπνοές.


Κάποιες φορές, επειδή έβρεχα το ζωστικό μου κουβαλώντας το νερό, εκείνο πάγωνε από το κρύο καθώς γύριζα στο κελί μου. Έτσι, όταν γονάτιζα για να προσευχηθώ, ένιωθα πώς βρίσκομαι πάνω σε πάγο. Όταν πια βυθιζόμουν σε βαθειά προσευχή, άνοιγε ξανά ό άδης. Τότε άρχιζα να ακούω τις κραυγές, τότε ό εχθρός μέ χτυπούσε αλύπητα, βασανίζοντας την σάρκα μου, σχεδόν καταβροχθίζοντάς με. "Έγινα «θέατρον και άγγέλοις και άνθρώποις» . Στεκόμουν όρθια στην Εκκλησία, και τά πονηρά πνεύματα μέ έσπρωχναν και μέ έδερναν, βγάζοντάς μου το μαντήλι από το κεφάλι.



Ή ατμόσφαιρα της ζωής μου καθημερινά είχε μία πικρή και βασανιστική γεύση, την οποία γλύκαινε το ουράνιο μάννα της θείας παρηγοριάς τού Κυρίου, πού μέ την διαρκή παρουσία Του γέμιζε μέ άπλετο φώς την καρδιά μου. Όποτε ή ψυχή μου έφτανε στο χείλος της εξάντλησης από τον σκληρό αυτόν αγώνα, ό φιλεύσπλαχνος Θεός μου φανέρωνε το πλούσιο έλεος Του. Έτσι, από την άμετρη χαρά ξεχνούσα κάδε θλίψη και κάδε εμπόδιο πού είχα συναντήσει. Ήταν πολλές οι φορές πού προς το ξημέρωμα, οι εχθροί έφευγαν κατατροπωμένοι, αφήνοντας πίσω τους τον απόηχο από το μεταλλικό και άψυχο κλάμα τους.

Κάθε Παρασκευή εξομολογούμουν και μεταλάμβανα. Αν τύχαινε καμιά φορά ό ιερέας να μου πει κάτι αταίριαστο, κατά την διάρκεια τού μυστηρίου της μετάνοιας, τότε ή μητέρα Διοδώρα -παρότι ήταν στην άλλη άκρη τού ναού- έτρεχε και μέ φόρα τον έσπρωχνε στην πλάτη. Ή Παρασκευή, ό Σταυρός, τά πάθη τού Χριστού, όλα αυτά είχαν ενσωματωθεί στην συνείδησή μου. Μπορούσα έτσι να κατανοήσω το νόημα τού Βιβλικού λόγου: «τοίνυν έξερχώμεθα προς αυτόν έξω της παρεμβολής τον όνειδισμόν αυτού φέροντες» , αλλά και το ζοφερό βίωμα και το οδυνηρό συναίσθημα πού φέρει εντός του εκείνος πού ζει και υπάρχει έξω από την σκέπη της Αγάπης τού Θεού.

Ή ψυχή μου, περνώντας τις κακοπάθειες αυτές, μυστικά συσταυρωνόταν μέ τον Χριστό και συναισθανόταν το πνεύμα Του. Ό φωτισμός πού δεχόμουν ξέπλενε κάδε σπιθαμή σκότους πού γεννά ή τρεπτή ανθρώπινη φύση στην ψυχή, και ή Αγάπη πού ένιωσα για τον Χριστό ήταν απερίγραπτη. Ή ημέρα της Θείας Κοινωνίας ήταν για εμένα το Πάσχα της Αγάπης τού Κυρίου. Παρά τις ταλαιπωρίες πού περνούσα, στην ψυχή μου κυριαρχούσαν ή χαρά και ή Αγάπη. Επιζητούσα τον εξευτελισμό, την ταπείνωση, αλλά και τά δεινά και τούς πόνους πού προκαλούν, προκειμένου να αναπληρώ τά υστερήματα των θλίψεων του Χρίστου στην σάρκα μου.


Είχε φτάσει πια ή περίοδος της Αγίας Σαρακοστής. Όπως και την προηγούμενη χρονιά, έτσι και αυτήν, την πρώτη εβδομάδα της νηστείας, μέχρι το Σάββατο, δεν έφαγα και δεν ήπια τίποτα. Ή ψυχή μου έλιωνε από την μετάνοια, τις δακρύρροες προσευχές και τις ικεσίες. Παράλληλα, ένιωθα διαρκώς και τις προσευχές της μητέρας Διοδώρας. Το πρωί της Τρίτης, της δεύτερης εβδομάδας των νηστειών, μόλις μπήκα στην Εκκλησία, εκείνη άρχισε να κάνει κύκλους γύρω μου ψιθυρίζοντας επαναλαμβανόμενα: «Ό, Κύριε, ελέησον την δούλη σου!». Αυτό ήταν κάτι πού έλεγε πολύ συχνά, παριστάνοντας την σαλή.

Συνέχισα να στέκομαι προσευχόμενη ως συνήθως, όταν ξαφνικά μέ έκπληξη άντιλήφθηκα πώς δεν δέχομαι πια καμιά επίθεση από τά πονηρά πνεύματα. Αυτοστιγμεί σταμάτησε ό φανερός πόλεμος πού τόσο μέ είχε ταλαιπωρήσει. Ακόμη και στο κελί μου, την ώρα της προσευχής, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ό εχθρός είχε πάψει να ουρλιάζει και να μέ χτυπά. Ήμουν ευγνώμων στον πολυεύσπλαχνο Κύριο πού εισάκουσε τις άγιες προσευχές της μητέρας Διοδώρας και χάρη σ’ αυτές μέ απάλλαξε από το πικρό ποτήριον τούτο. Είχα την αίσθηση πώς ένα πλήθος φιδιών σύρθηκε μακριά μου.

Ό Κύριος μου χάρισε γαλήνη και παρηγοριά για ένα διάστημα. Την εβδομάδα της Σταυροπροσκυνήσεως και την Εβδομάδα τών Παθών -έκτος από την Μεγάλη Πέμπτη- νήστεψα όπως και την πρώτη εβδομάδα τών νηστειών, για να δείξω την ευχαριστία μου στον Θεό. Το Πάσχα χρωματίστηκε στην ψυχή μου μέ την ευωδία των αισθήσεων μίας ουράνιας χαράς. Καθ’ ολην την διάρκεια της Πασχάλειας περιόδου, μέχρι την Πεντηκοστή, έζησα μέ μακαριότητα ειρήνης και Αγάπης την απόλαυση που προσφέρει μόνο ή αλήθεια της Εκκλησίας.
"Ύστερα από λίγο καιρό, κατέφθασε ή νηστεία των Αγίων Αποστόλων. Στο μοναστήρι αυτό οι αδελφές ζούσαν χωρίς καμιά πνευματική καθοδήγηση, γεγονός που συνέβαλε στο να επικρατεί μία γενικότερη πνευματική ακαταστασία. Επί παραδείγματι, έτρωγαν χωρίς ευλογία- εργάζονταν κρυφά τις νύχτες στα κελιά αποσκοπώντας σε χρηματικό όφελος, πουλώντας κατόπιν τα εργόχειρά τους• καλλιεργούσαν προσωπικές φιλίες και δεν είχαν καμιά αντίληψη περί της εσωτερικής καθάρσεως.


Ή μάχη πού έδινα μέ τα ακάθαρτα πνεύματα τις είχε επηρεάσει, και έτσι σιγά-σιγά οι αδελφές προσερχόντουσαν σ’ εμένα για μία πνευματική συμβουλή και για έξαγόρευση των λογισμών τους. Τις δεχόμουν κάδε Σάββατο και Κυριακή. Έκτος από αυτές, ερχόταν και ή Ήγουμένη Δωροθέα, από την οποία και ζήτησα να επιτρέψει στις μοναχές να λειτουργούνται κάδε Τετάρτη και Παρασκευή. Τις εορτές, καθώς και κάδε Κυριακή, οι αδελφές μου ζητούσαν να κάνω ομιλίες. Έτσι, άρχισε να ανασυγκροτείται ή πνευματική ζωή στο μοναστήρι. Σύντομα, όμως, εκδηλώθηκε ό φθόνος και ανέκυψε συκοφαντία εις βάρος μου, και έτσι αποφάσισα να σιωπήσω. Πήγα στην Εκκλησία και πλησίασα την μοναχή Διοδώρα και έκλινα το κεφάλι μου προς το μέρος της, ζητώντας μέ αυτόν τον τρόπο την ευλογία της, την οποία ένιωσα ότι μού έδωσε.


Όταν ανακοίνωσα στις αδελφές άτι θα σιωπήσω και θα κάνω ομιλίες μόνο ανήμερα της Μεταμορφώσεως, των Χριστουγέννων και του Πάσχα, πολλές από αυτές άρχισαν να κλαίνε. Όλες, όσες ερχόντουσαν σ’ έμενα, ήρθαν να μέ αποχαιρετήσουν, κατά κάποιον τρόπο, κι εγώ τις παρηγόρησα, λέγοντας πώς θα προσεύχομαι γι’ αυτές. Άρχισα την Ιερά σιωπή, ή οποία περιβάλλει την ψυχή μέ αγγελικό θρόισμα. Όταν έκανα την ομιλία μου την ημέρα της Μεταμορφώσεως, μετά από καιρό, αισθάνθηκα σαν να είχα χάσει κάτι πολύτιμο. Μπροστά στην εξωτερική πύλη της Μονής είχαν μαζευτεί σχεδόν όλες οι μοναχές μαζί μέ την Ηγουμένη. Κοντά σ’ αυτές τριγύριζε και ή μητέρα Διοδώρα. Στην ψυχή μου κυριαρχούσε ή ευφροσύνη, χωρίς να προαισθάνομαι την θλίψη πού μέ περίμενε. Για μία μοναχή το διάστημα της ησυχίας πού είχα διανύσει -καθώς φαίνεται- ήταν αρκετό. Ήταν πια ή ώρα, σύμφωνα μέ την πρόνοια τού Θεού, να ατσαλωθεί ή ψυχή μου μέ την πυρά της θλίψεως.
Ή μητέρα Διοδώρα ζούσε μία αυστηρή ζωή πού διακρινόταν κυρίως από την σκληραγωγία της σάρκας και της αδιάλειπτη προσευχή. Ήταν άκακη, αλλά συμπεριφερόταν μέ τρόπο πού να προκαλεί την απέχθεια για το πρόσωπό της, και παράλληλα επιδίωκε την εξουθένωση της. Την έδερναν και την πετούσαν έξω από το κελί της, από την τράπεζα, ακόμη και από την Εκκλησία.

 Σχεδόν ολην την ημέρα, περπατούσε ξυπόλυτη γύρω από το μοναστήρι, βρώμικη και κουρελιασμένη. Έτρωγε ότι έβρισκε πρόσφορο για κατάποση. Επί παραδείγματι, έπινε το λάδι από το καντήλι της Εκκλησίας, και μαζί μέ αυτό κατάπινε και το φιτίλι. Την έδιωχναν μέ αγανάκτηση, και εκείνη γεμάτο από πνευματική χαρά έτρεχε χαμογελώντας κάπου για να προσευχηθεί. Έπινε μελάνι, έτρωγε άλιωτο άσβεστη, και πολλές φορές έτρωγε τά αποφάγια των υπολοίπων αδελφών. Αν τύχαινε ποτέ κανείς να πει πώς δεν είναι σαλή, άλλα την παριστάνει για τον Χριστό, τότε εκείνη, οπωσδήποτε, θα έκανε κάτι τελείως απροσδόκητο και παράλογο, ώστε να αποδείξει το αντίθετο. Βλέποντας τούς άλλους της συγκινούμουν και κατανυσσόμουν.


Μερικές φορές, όταν την παρατηρούσα, μου φαινόταν επιβλητική και άμορφη. Οι αγγελικές δυνάμεις πού την περιέβαλλαν της προσέδιδαν μία πνευματική ωραιότητα, πού μπορούσε να δει κανείς μόνο μέ τά μάτια της ψυχής. Δεν ένιωθα την εξωτερική της όψη να μέ αποκρούει, γιατί την έβλεπα μέ τούς νοητούς οφθαλμούς της καρδιάς. Μέ αγαπούσε εν Χριστώ και είχαμε αναπτύξει την ύψιστη επικοινωνία της προσευχής. Παρ’ άτι εγώ σιωπούσα, και εκείνη παρίστανε την διά Χριστό σαλή, ή επικοινωνία μας καταργούσε την αξία τού λόγου.


Την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την ώρα τού Όρθρου, πληροφορήθηκα μυστικά τον επικείμενο θάνατο της. Την στιγμή εκείνη γύρισε, και τά βλέμματά μας συναντήθηκαν. Έτσι, κατάλαβα πώς και εκείνη είχε την ίδια αποκάλυψη. Την επομένη, όταν μέ κοίταξε, είδα στα μάτια της το φώς τού Αγίου Πνεύματος. Αυτός ήταν ό τρόπος της να μέ αποχαιρετήσει ύστερα απομακρύνθηκε παριστάνοντας- όπως πάντα- την σαλή.
Από την στιγμή εκείνη, ή ψυχή μου θρηνούσε. Δεν γνώριζα τίποτε ακόμη, κι όμως ή καρδιά μου έλιωνε από την θλίψη. Μία παράξενη δύναμη μέ ήλκυε προς τον ποταμό Δνείστερο, άλλα δεν αποδεχόμουν αυτό το κάλεσμα, επειδή το θεωρούσα πειρασμικό. Τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα από τά μάτια μου, καδ’ ολην την διάρκεια του διακονήματός μου άλλα και στην Εκκλησία. Δύο ήμερες μετά, την ώρα που προσευχόμουν στο κελί μου, αισθάνθηκα να αποκόπτεται ένα κομμάτι από την καρδιά μου, και αμέσως μετά άκουσα εντός μου τον πένθιμο ήχο της καμπάνας. Αργότερα έμαθα πώς ή μοναχή Διοδώρα είχε πεθάνει την ώρα εκείνη.


Το βράδυ, στον Εσπερινό, μέ πλησίασε μία αδελφή και μου είπε άτι ή μοναχή βρέθηκε στις όχθες του ποταμού. Έκανα τον σταυρό μου λέγοντας: «Τρισάγιε Θεέ, ας είναι ευλογημένο το θέλημα Σου!». Ή καρδιά μου, όμως, δεν άντεξε την συγκίνηση, και για λίγα λεπτά έχασα τις αισθήσεις μου. Οι αδελφές έσπευσαν να μέ βοηθήσουν δίνοντάς μου νερό- μόλις συνήλθα βγήκα έξω. Εκείνην την νύχτα δεν αποσύρθηκα στο κελί μου. Αντίθετα, πήγα στον χώρο όπου όλη ή αδελφότητα είχε συναχτεί και έκανε ολονυκτία, διαβάζοντας το Ψαλτήριο, για την ανάπαυση της ψυχής της μητέρας Διοδώρας. Έμεινα στην άκρη του δωματίου και συμμετείχα κάνοντας τις μετάνοιες της Μεγαλόσχημης. Το βράδυ κοιμήθηκα ελαφρά για λίγο, και είχα την αίσθηση άτι ήμουν μαζί της και άτι αυτή ομοίαζε μέ τον ήλιο πού μέ θώπευε μέ την θερμότητα του. Από την θλίψη πού είχε κατακλύσει την καρδιά μου, μου φαινόταν πώς όλα ήταν διαφορετικά. Αυτή ήταν ή πρώτη εν Χριστώ Αγάπη πού είχα ποτέ βιώσει, και ό χωρισμός αυτός ήταν επίπονος για την ψυχή μου.


Το επόμενο πρωί, πήγα να την βρω. Όταν έφτασα στην όχθη του Δνείστερου, την είδα να κείτεται με σπασμένο το κεφάλι. Μία γυναίκα την είχε δει να πλησιάζει έναν Ρουμάνο στρατιώτη, που βρισκόταν εκεί, και να παριστάνει την σαλή, όπως συνήθιζε. Ό στρατιώτης ήταν ευέξαπτος και την χτύπησε με τον υποκόπανο στο κεφάλι. Κατόπιν την έριξε στα ποτάμι. Το περιστατικά συνέβη σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από το μοναστήρι. Το σώμα της επέπλεε με την φορά του ποταμού πού ήταν αντίθετη προς την κατεύθυνση της Μονής. Παρ’ άτι το ρεύμα ήταν δυνατό, το σκήνωμά της στάθηκε ακίνητο στην μέση του ποταμού, μπροστά από το μοναστήρι. Τότε κατάλαβα τί με είλκυε προς τά εκεί. Θάψαμε την μητέρα Διοδώρα στο νεκροταφείο της Μονής. Συνέχισα να προσεύχομαι για εκείνη, νιώθοντας πάντα ένα βαθύ πόνο και θλίψη στην καρδιά μου.




ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ.ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.