Θάβαζε
μέσα ένα χοντρό άσχιστο κορμό δέντρου, καί μετά, έπρεπε νά τό άνάβη αρκετές
φορές. Είναι ευνόητο ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες «θέρμανσης», ιδιαίτερα τόν χειμώνα,
δέν μπορούσε νά ζεσταθεί τό κελί, μέχρι πού καί τό νερό σ' αυτό συχνά πάγωνε.
Αλλά ό Στάρετς Θεόφιλος δεν έδινε καμιά σημασία σ’ αυτό. Θάριχνε πάνω του την
προβιά του, θά φορούσε τις μπότες του καί θά συνέχιζε τις προσευχές του.
Τό πνεύμα του ύψωνόταν πάνω απ’ όλες τις ανάγκες του σκελετωμένου του σώματος.
Μιά φορά τό καλοκαίρι, όταν ό Στάρετς ήταν στό έρημητήριο Κιταγιέφσκαγια κι έμενε σ’ ένα ξύλινο καλύβι, ό ήγούμενος έστειλε μερικούς μάστορες νά έπιδιορθώσουν τήν αρχαία σόμπα στό κελλί του. Αλλά ό Θεόφιλος τούς δωροδόκησε, νά μην αγγίξουν καθόλου τήν σόμπα. Ό ήγούμενος, Ιερομόναχος Ίώβ, ένοιωσε τόσο πολύ προσβεβλημένος, πού πήρε τά μπουριά τής σόμπας μέ τά ίδια του τά χέρια καί μετεκόμισε τόν Θεόφιλο σ’ ένα πέτρινο κτίριο, μέ σκοπό νά τόν παρακολουθή από κοντά. Ό μακάριος όμως, μή έγκαταλείποντας τήν άσκηση τής σαλότητας, μίσθωσε δικούς του έργάτες καί τούς παράγγειλε νά σπάσουν τήν σόμπα του, ώστε νά τήν ξαναφτιάξουν όπως εκείνος ήθελε. Τά σχέδιά του όμως παρεμποδίστηκαν καί ματαιώθηκαν.
Τόν
Σεπτέμβριο της ’ίδιας χρονιάς, στό τέλος του εσπερινού, αψηφώντας κάθε απαγορευτική
εντολή του ήγουμένου, ό Στάρετς άποφάσισε ν’ άνάψη τήν σόμπα του. "Εχοντας
βάλει διάφορα πήλινα σκεύη πάνω στήν σόμπα, τήν άφησε χωρίς νά τήν παρακολουθή
κανείς καί χάθηκε μέσα στό δάσος.
Κατά τήν διάρκεια της άπουσίας του, ή φωτιά έπεσε στό ξύλινο πάτωμα, τό όποιο άρχισε νά καίγεται βγάζοντας πολύ καπνό. Οί Μοναχοί έτρεξαν καί μέ μεγάλη δυσκολία έσβησαν τή φωτιά. Ό ύπαίτιος αύτής της καταστροφής δέν βρέθηκε γρήγορα, αλλά όταν έπέστρεψε άρχισε νά τούς παρηγορή όλους!
«Μή
στενοχωριέστε, δέν έγινε τίποτα! Καλύτερα νά δοξάζουμε τόν Θεό γιά τό έλεος
Του, γιατί κάνει θαυμαστά πράγματα γιά τούς γήινους υιούς του», είπε.
'Ο Στάρετς έπαιρνε τό φαγητό του από τήν Τράπεζα των Μοναχών καί συνήθως τ’ ανακάτευε όλα μαζί σ’ ένα πιάτο, αδιαφορώντας γιά τό άν ήταν γλυκό καί πικρό μαζί π.χ. μπόρς - κβάς - χόρτα πικρά.
«Είναι
τό ίδιο όπως καί στή ζωή», θά έλεγε σ’ όποιον έμενε έκπληκτος άπ’ αύτή του τήν
παραξενιά. «Μαζί, πικρό καί ξυνό καί αρμυρό, ανακατεμένα μέ γλυκό- κι όλο αυτό
πρέπει νά χωνευτή».
Τό φαγητό όμως πού προόριζε γιά τούς ξένους ή τούς φτωχούς, τό άφηνε όπως τό έπαιρνε ύπό τήν Τράπεζα. Γιά τόν έαυτό του κάποτε ετοίμαζε ζυμαρικά, χυλό από σιμιγδάλι ή σούπα μέ φιδέ, αλλά χωρίς νά βάζη ποτέ άλάτι καί λάδι, κι όλα αύτά είχαν μιά άηδιαστική γεύση.
Γενικά
ό Θεόφιλος έτρωγε πολύ λίγο. Τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, δέν έτρωγε τίποτα, εκτός
από μισό φλυτζανάκι μέλι, άνακατεμένο μέ νερό καί πάγο.
Αύτό επίσης ήταν ή τροφή του τό Σάββατο καί τήν Κυριακή της πρώτης έβδομάδας της Μεγάλης Σαρακοστής καί του Μεγάλου Σαββάτου. Όλες τις άλλες ήμερες της Μ. Έβδομάδας, δεν έπινε ούτε νερό.
Ό Στάρετς δεν έπινε ποτέ τσάι κι άντί γι’ αύτό συνήθιζε νά βράζη μέντα. Ετοίμαζε μέχρι καί δυό φλυτζάνια άπ’ αυτήν, άλλά έπινε τό μισό από κάθε φλυτζάνι, χύνοντας τό ύπόλοιπο στά πήλινα σκεύη, γιά νά κεράση τούς ξένους του.
Ό
μακάριος, δέν έτρωγε τό πλούσιο μαύρο ψωμί, άλλά μόνον λίγο άσπρο ή σικαλένιο,
άποφεύγοντας τήν κόρα, τσιμπούσε λίγο από τήν ψίχα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.