Τό πνεύμα του ύψωνόταν πάνω απ’ όλες τις ανάγκες του σκελετωμένου του σώματος.
Μιά φορά τό καλοκαίρι, όταν ό Στάρετς ήταν στό έρημητήριο Κιταγιέφσκαγια κι έμενε σ’ ένα ξύλινο καλύβι, ό ήγούμενος έστειλε μερικούς μάστορες νά έπιδιορθώσουν τήν αρχαία σόμπα στό κελλί του. Αλλά ό Θεόφιλος τούς δωροδόκησε, νά μην αγγίξουν καθόλου τήν σόμπα. Ό ήγούμενος, Ιερομόναχος Ίώβ, ένοιωσε τόσο πολύ προσβεβλημένος, πού πήρε τά μπουριά τής σόμπας μέ τά ίδια του τά χέρια καί μετεκόμισε τόν Θεόφιλο σ’ ένα πέτρινο κτίριο, μέ σκοπό νά τόν παρακολουθή από κοντά. Ό μακάριος όμως, μή έγκαταλείποντας τήν άσκηση τής σαλότητας, μίσθωσε δικούς του έργάτες καί τούς παράγγειλε νά σπάσουν τήν σόμπα του, ώστε νά τήν ξαναφτιάξουν όπως εκείνος ήθελε. Τά σχέδιά του όμως παρεμποδίστηκαν καί ματαιώθηκαν.
Κατά τήν διάρκεια της άπουσίας του, ή φωτιά έπεσε στό ξύλινο πάτωμα, τό όποιο άρχισε νά καίγεται βγάζοντας πολύ καπνό. Οί Μοναχοί έτρεξαν καί μέ μεγάλη δυσκολία έσβησαν τή φωτιά. Ό ύπαίτιος αύτής της καταστροφής δέν βρέθηκε γρήγορα, αλλά όταν έπέστρεψε άρχισε νά τούς παρηγορή όλους!
'Ο Στάρετς έπαιρνε τό φαγητό του από τήν Τράπεζα των Μοναχών καί συνήθως τ’ ανακάτευε όλα μαζί σ’ ένα πιάτο, αδιαφορώντας γιά τό άν ήταν γλυκό καί πικρό μαζί π.χ. μπόρς - κβάς - χόρτα πικρά.
Τό φαγητό όμως πού προόριζε γιά τούς ξένους ή τούς φτωχούς, τό άφηνε όπως τό έπαιρνε ύπό τήν Τράπεζα. Γιά τόν έαυτό του κάποτε ετοίμαζε ζυμαρικά, χυλό από σιμιγδάλι ή σούπα μέ φιδέ, αλλά χωρίς νά βάζη ποτέ άλάτι καί λάδι, κι όλα αύτά είχαν μιά άηδιαστική γεύση.
Αύτό επίσης ήταν ή τροφή του τό Σάββατο καί τήν Κυριακή της πρώτης έβδομάδας της Μεγάλης Σαρακοστής καί του Μεγάλου Σαββάτου. Όλες τις άλλες ήμερες της Μ. Έβδομάδας, δεν έπινε ούτε νερό.
Ό Στάρετς δεν έπινε ποτέ τσάι κι άντί γι’ αύτό συνήθιζε νά βράζη μέντα. Ετοίμαζε μέχρι καί δυό φλυτζάνια άπ’ αυτήν, άλλά έπινε τό μισό από κάθε φλυτζάνι, χύνοντας τό ύπόλοιπο στά πήλινα σκεύη, γιά νά κεράση τούς ξένους του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου