Πολύ λίγοι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία νά πλησιάσουν τον Στάρετς
Θεόφιλο γιά νά πάρουν τήν εύχή του. Περνούσε ήμερες
ολόκληρες κρυμμένος μέσα στα δάση μέ προσευχή. Θά γυρνούσε
πίσω στό ερημητήριο μόνον κατά τήν ώρα του εσπερινού κι όταν έπρεπε νά
έτοιμαστή γιά τήν Θεία Λειτουργία. ’Άν κάποιος κατάφερνε
νά τόν πλησιάση, ό Στάρετς θά του έδινε γρήγορα την εύχή του σάν νά βιαζόταν
πολύ.
Γενικά δεν του άρεσε νά τόν προσέχουν, γιατί τό νά τραβά τό ενδιαφέρον του κόσμου, τόν εμπόδιζε από τήν προσευχή. Οταν άντιλαμβανόταν προσκυνητές πού τόν περίμεναν στόν δρόμο, έστριβε κάπου στήν άκρη μέσα στούς θάμνους ή άν ήταν στό Μοναστήρι, σκαρφάλωνε σέ μιά μεγάλη βαλανιδιά πού ήταν κοντά στούς ξενώνες, ή θά κρυβόταν σέ μιά βαθιά τρύπα στό περιβόλι του Μοναστηριού, πού γι’ αυτόν τόν λόγο, ό ίδιος είχε σκάψει.
Αυτός πού φρόντιζε τό περιβόλι, ήταν ένας έμπειρος κηπουρός, ό Ιωακείμ Πανφίλιτς, δόκιμος τής Λαύρας, μ’ αυτό τό επάγγελμα άπό τόν κόσμο, καί πολύ εύάρεστος στόν Μητροπολίτη Φιλάρετο. Θύμωνε πάρα πολύ μέ τόν μακάριο γιατί κρυβόταν στό περιβόλι, ένώ οί θαυμαστές του ποδοπατούσαν τόν κήπο, προσπαθώντας νά τόν άνακαλύψουν.
Αρκετές φορές ό Πανφίλιτς έπέπληξε τόν Θεόφιλο καί στό
τέλος, οργισμένος άπό τήν σταθερά ευγενική συμπεριφορά του, τόν χτύπησε στό
πρόσωπο.
'Ο μακάριος, άτάραχος άπάντησε στόν φταίχτη μέ μιά έδαφιαία μετάνοια ευχαριστίας.
«Δίκασον Κύριε τούς άδικούντας με, πολέμησον τούς πολεμούντας
με» ψιθύρισε μαλακά καί πρόσθεσε:
«Ιωακείμ μην άπατάσαι ότι ό Μητροπολίτης σέ
συμπαθεί. Ποτέ δέν θά γίνης Μοναχός».
Σύντομα τά λόγια του μακαρίου έπαληθεύτηκαν. Ό Ιωακείμ
μεταφέρθηκε στην Λαύρα τών Σπηλαίων κι άπό κει σύντομα διώχτηκε γιά κάποιες
πράξεις του.
Ό Θεόφιλος ιδιαίτερα άπέφευγε τήν συνάντηση μέ
διανοούμενους καί μέ τούς επιφανείς κοινωνικά. Περισσότερο άπ’ όλους όμως αντιπαθούσε
εκείνους πού ονομάζονταν «άνθρωποι τής άμαξας», αυτούς δηλαδή πού καθισμένοι
πάνω σέ άμαξες έρχονταν νά δουν τόν Θεόφιλο σάν κάτι άξιοπερίεργο.
«Τί ζητάτε άπό έναν βρωμιάρη σάν κι εμένα;» συνήθιζε νά ρωτάη τούς ένοχλητικούς επισκέπτες. «Γιατί μέ ψάχνετε έμένα έναν άθλιο φτωχό Στάρετς καί μεγάλο άμαρτωλό;».
«Μιά καλή κουβέντα Μπάτουσκα, μιά συμβουλή, λίγη
καθοδήγηση καί παρηγοριά», συνήθως απαντούσε ό επισκέπτης.
«Πηγαίνετε στόν Μεγαλόσχημο Παρθένιο. Λυτός μπορεί νά σάς
διδάξη, εγώ δέν έχω τίποτα νά σάς πω. Προσπέστε στήν Ύπεραγία Θεοτόκο καί στούς
άγιους Πατέρες τής Λαύρας Περτσέσκαγια, μέ άγνή πίστη κι εκείνοι θά σάς δώσουν
ό,τι χρειάζεστε, εγώ δέν έχω τίποτα».
Μερικές φορές ό Στάρετς, προχωρούσε περισσότερο ακόμα καί
από τέτοιες άποθαρρυντικές απαντήσεις, έσπρωχνε μακρυά όλους εκείνους πού συνωστίζονταν
γύρω του καί έφευγε γρήγορα άπό άνάμεσά τους. Καί στ’ αλήθεια, τι άπαντήσεις
μπορούσε νά τούς δώση; Συνήθως οί ερωτήσεις ήταν πολύ κοσμικές. Κάποιος θά τού
ζητούσε τήν βοήθεια γιά νά κερδίση μιά δίκη άπό τήν οποία κάποιος φτωχός
θάβγαινε ζημιωμένος. Αλλοι προσπαθούσαν νά μάθουν αν ό γιός τους θά έπαιρνε
προαγωγή στή δουλειά του.
Αλλος ζητούσε συμβουλές γιά τό αν έπρεπε νά παντρέψη τόν γιό του μέ μιά πλούσια νύφη ή τήν κόρη του μ’ έναν όνομαστό γαμπρό. Αλλοι πάλι ζητούσαν προσευχές γιά νά πάρουν αξιώματα ή μεγάλες συντάξεις. Αλλά ήταν ελάχιστοι εκείνοι πού ήθελαν νά ζητήσουν συμβουλή γιά τό ένα καί μοναδικό, πού είναι καί τό πιό απαραίτητο στόν άνθρωπο: Τή σωτηρία τής ψυχής. Μέ σκοπό ν’ άποφύγη παρόμοιες άσκοπες συναντήσεις καί νά γλυτώση άπό ανεπιθύμητους καί κουραστικούς επισκέπτες ό μακάριος, κατέφευγε σ’ ένα αποτελεσματικό τέχνασμα: Αλειφε μέ κατράμι ή πίσσα τό κατώφλι τού κελίου του κι έτσι απαλλάσσονταν άπό τούς άργόσχολους συζητητές. Αν όμως έφθανε ένας άληθινά εύλαβής καί άπλός άνθρωπος, διψώντας γιά λόγο σωτηρίας, ό Στάρετς θά τόν δεχόταν πολύ πρόθυμα, χωρίς ώστόσο νά τού άφιερώση πολύ χρόνο. Κι αφού πρώτα μέ αύστηρή επίπληξη θά του φανέρωνε τίς κρυφές του αμαρτίες, θά του έδινε τήν άφεση.
Ηταν παράξενο νά βλέπης —έχουν πή αύτόπτες μάρτυρες— πώς ό μακάριος έκανε τήν εξομολόγηση τών άνθρώπων πού έρχονταν σ’ αύτόν. Δέν ρωτούσε γιά τις αμαρτίες τους, όπως συνήθως κάνουν οι πνευματικοί, άλλά έχοντας άκουμπήσει τ’ άγιασμένα χέρια του πάνω στό κεφάλι τού άνθρώπου πού εξομολογούσε, κοιτώντας ψηλά στόν ούρανό, εκείνος ό ίδιος άρχιζε ν’ άπαριθμή όλες τις άπόκρυφες αμαρτίες του. Τότε ό εξομολογούμενος όχι μόνον έχυνε δάκρυα μετάνοιας μέ συντριβή, άλλά καί αύτές οί τρίχες τής κεφαλής του σηκώνονταν όρθιες άπό τήν φρίκη πού τόν καταλάμβανε καί τή ντροπή του.
Αλλος ζητούσε συμβουλές γιά τό αν έπρεπε νά παντρέψη τόν γιό του μέ μιά πλούσια νύφη ή τήν κόρη του μ’ έναν όνομαστό γαμπρό. Αλλοι πάλι ζητούσαν προσευχές γιά νά πάρουν αξιώματα ή μεγάλες συντάξεις. Αλλά ήταν ελάχιστοι εκείνοι πού ήθελαν νά ζητήσουν συμβουλή γιά τό ένα καί μοναδικό, πού είναι καί τό πιό απαραίτητο στόν άνθρωπο: Τή σωτηρία τής ψυχής. Μέ σκοπό ν’ άποφύγη παρόμοιες άσκοπες συναντήσεις καί νά γλυτώση άπό ανεπιθύμητους καί κουραστικούς επισκέπτες ό μακάριος, κατέφευγε σ’ ένα αποτελεσματικό τέχνασμα: Αλειφε μέ κατράμι ή πίσσα τό κατώφλι τού κελίου του κι έτσι απαλλάσσονταν άπό τούς άργόσχολους συζητητές. Αν όμως έφθανε ένας άληθινά εύλαβής καί άπλός άνθρωπος, διψώντας γιά λόγο σωτηρίας, ό Στάρετς θά τόν δεχόταν πολύ πρόθυμα, χωρίς ώστόσο νά τού άφιερώση πολύ χρόνο. Κι αφού πρώτα μέ αύστηρή επίπληξη θά του φανέρωνε τίς κρυφές του αμαρτίες, θά του έδινε τήν άφεση.
Ηταν παράξενο νά βλέπης —έχουν πή αύτόπτες μάρτυρες— πώς ό μακάριος έκανε τήν εξομολόγηση τών άνθρώπων πού έρχονταν σ’ αύτόν. Δέν ρωτούσε γιά τις αμαρτίες τους, όπως συνήθως κάνουν οι πνευματικοί, άλλά έχοντας άκουμπήσει τ’ άγιασμένα χέρια του πάνω στό κεφάλι τού άνθρώπου πού εξομολογούσε, κοιτώντας ψηλά στόν ούρανό, εκείνος ό ίδιος άρχιζε ν’ άπαριθμή όλες τις άπόκρυφες αμαρτίες του. Τότε ό εξομολογούμενος όχι μόνον έχυνε δάκρυα μετάνοιας μέ συντριβή, άλλά καί αύτές οί τρίχες τής κεφαλής του σηκώνονταν όρθιες άπό τήν φρίκη πού τόν καταλάμβανε καί τή ντροπή του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.