Γενικά δεν του άρεσε νά τόν προσέχουν, γιατί τό νά τραβά τό ενδιαφέρον του κόσμου, τόν εμπόδιζε από τήν προσευχή. Οταν άντιλαμβανόταν προσκυνητές πού τόν περίμεναν στόν δρόμο, έστριβε κάπου στήν άκρη μέσα στούς θάμνους ή άν ήταν στό Μοναστήρι, σκαρφάλωνε σέ μιά μεγάλη βαλανιδιά πού ήταν κοντά στούς ξενώνες, ή θά κρυβόταν σέ μιά βαθιά τρύπα στό περιβόλι του Μοναστηριού, πού γι’ αυτόν τόν λόγο, ό ίδιος είχε σκάψει.
Αυτός πού φρόντιζε τό περιβόλι, ήταν ένας έμπειρος κηπουρός, ό Ιωακείμ Πανφίλιτς, δόκιμος τής Λαύρας, μ’ αυτό τό επάγγελμα άπό τόν κόσμο, καί πολύ εύάρεστος στόν Μητροπολίτη Φιλάρετο. Θύμωνε πάρα πολύ μέ τόν μακάριο γιατί κρυβόταν στό περιβόλι, ένώ οί θαυμαστές του ποδοπατούσαν τόν κήπο, προσπαθώντας νά τόν άνακαλύψουν.
'Ο μακάριος, άτάραχος άπάντησε στόν φταίχτη μέ μιά έδαφιαία μετάνοια ευχαριστίας.
«Τί ζητάτε άπό έναν βρωμιάρη σάν κι εμένα;» συνήθιζε νά ρωτάη τούς ένοχλητικούς επισκέπτες. «Γιατί μέ ψάχνετε έμένα έναν άθλιο φτωχό Στάρετς καί μεγάλο άμαρτωλό;».
Αλλος ζητούσε συμβουλές γιά τό αν έπρεπε νά παντρέψη τόν γιό του μέ μιά πλούσια νύφη ή τήν κόρη του μ’ έναν όνομαστό γαμπρό. Αλλοι πάλι ζητούσαν προσευχές γιά νά πάρουν αξιώματα ή μεγάλες συντάξεις. Αλλά ήταν ελάχιστοι εκείνοι πού ήθελαν νά ζητήσουν συμβουλή γιά τό ένα καί μοναδικό, πού είναι καί τό πιό απαραίτητο στόν άνθρωπο: Τή σωτηρία τής ψυχής. Μέ σκοπό ν’ άποφύγη παρόμοιες άσκοπες συναντήσεις καί νά γλυτώση άπό ανεπιθύμητους καί κουραστικούς επισκέπτες ό μακάριος, κατέφευγε σ’ ένα αποτελεσματικό τέχνασμα: Αλειφε μέ κατράμι ή πίσσα τό κατώφλι τού κελίου του κι έτσι απαλλάσσονταν άπό τούς άργόσχολους συζητητές. Αν όμως έφθανε ένας άληθινά εύλαβής καί άπλός άνθρωπος, διψώντας γιά λόγο σωτηρίας, ό Στάρετς θά τόν δεχόταν πολύ πρόθυμα, χωρίς ώστόσο νά τού άφιερώση πολύ χρόνο. Κι αφού πρώτα μέ αύστηρή επίπληξη θά του φανέρωνε τίς κρυφές του αμαρτίες, θά του έδινε τήν άφεση.
Ηταν παράξενο νά βλέπης —έχουν πή αύτόπτες μάρτυρες— πώς ό μακάριος έκανε τήν εξομολόγηση τών άνθρώπων πού έρχονταν σ’ αύτόν. Δέν ρωτούσε γιά τις αμαρτίες τους, όπως συνήθως κάνουν οι πνευματικοί, άλλά έχοντας άκουμπήσει τ’ άγιασμένα χέρια του πάνω στό κεφάλι τού άνθρώπου πού εξομολογούσε, κοιτώντας ψηλά στόν ούρανό, εκείνος ό ίδιος άρχιζε ν’ άπαριθμή όλες τις άπόκρυφες αμαρτίες του. Τότε ό εξομολογούμενος όχι μόνον έχυνε δάκρυα μετάνοιας μέ συντριβή, άλλά καί αύτές οί τρίχες τής κεφαλής του σηκώνονταν όρθιες άπό τήν φρίκη πού τόν καταλάμβανε καί τή ντροπή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου