Δυο άγγελοι προστρέχουν για να προστατεύσουν τη Θεοδώρα από τους δαίμονες
Παρά το γεγονός πως πιεζόμουν απ' αυτά τα δυσβάσταχτα οράματα και σαν να μην έφθανε η αφόρητη οδύνη και πίκρα του θανάτου, είχα μαζί με αυτήν και την εξής συμφορά. Τι συμβαίνει λοιπόν; Καθώς
γύριζα το βλέμμα μου από εδώ κι από εκεί, επειδή ένιωθα αηδία για τις βρωμερές και καταραμένες θεωρίες τους και καθώς άνοιξα τα μάτια της ψυχής (γιατί
δεν μπορούσα πια καθόλου να υποφέρω, να βλέπω ή να ακούω τα βρώμικα διαλαλήματά τους), βλέπω ξαφνικά δύο νεαρούς με όμορφο παράστημα, που μόλις
είχαν έρθει κοντά μου. Τα κεφάλια τους τα λάμπρυναν τα χρυσά τους μαλλιά. Ήταν πολύ συμπαθητικοί στην εμφάνισης, λευκοί σαν το χιόνι", ντυμένοι με αστραφτερές φορεσιές". Είχαν έρθει στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού στο οποίο βρισκόμουν. Στάθηκαν κοντά μου και συζητούσαν μυστικά μεταξύ τους. Λέει λοιπόν ο
ένας απ' αυτούς, με αυστηρή φωνή, σε εκείνα τα μελανά και ζοφερά πλάσματα: «Ε, παράνομοι και μαύροι και καταραμένοι και ανεπιθύμητοι. Για ποιο λόγο, παμπόνηροι, έχετε τη συνήθεια να βιάζεστε και να προ-
τρέχετε σε όλους τους ανθρώπους που φεύγουν απ' αυτή τη μάταιη ζωή και να τους προκαλείτε ταραχή
και αναστάτωση με φλυαρίες, αλαλαγμούς και οχλαγωγίες; Ε, παράσιτα, αγροίκοι και αναιδέστατοι, αχόρταγοι και μισάνθρωποι, μην είστε τόσο χαρούμενοι.
Γιατί, δεν υπάρχει τίποτα δικό σας. Δεν υπάρχει για σας μερίδα ή κλήρος, παρά μονάχα πως τρέξατε μαζί και πάλι θα φύγετε με άδεια χέρια και άπρακτοι.
Ενώ λοιπόν αυτά και άλλα παρόμοια μελιστάλακτα λαμπερός και θείος και πραγματικά λόγια είπε ομορφος εκείνος νέος, αυτοί οτιδήποτε είχα κάνει από
τα νιάτα μου είτε με έργα είτε με λόγια, τα αποκάλυψαν. Και έβγαζαν κραυγές, γιατί στ' αλήθεια ήταν παράφρονες, διεστραμμένοι και εκστασιασμένοι. Και έλεγαν: «Δεν έχουμε τίποτα», όπως μας είπες, «κι αυτά
τη νιότη της, ποιος τα έκανε;».
Η Θεοδώρα περιγράφει τη φοβερή εμφάνιση του θανάτου που παρουσιάζεται με εργαλεία βασανισμού
Καθώς αυτοί έλεγαν αυτές και άλλες παρόμοιες μωρολογίες, εγώ περίμενα τον θάνατο. Ήρθε λοιπόν ξαφνικά ο θάνατος μοιάζοντας άλλοτε με λιοντάρι ωρυόμενο" και άλλοτε με νεαρό βάρβαρο και προκλητι-
κά θρασύ, που κρατούσε στα χέρια του κάθε λογής σπαθιά, μαχαίρια, δρεπάνια, πριόνια, κοπίδια πέτρας, σούβλες, σκεπάρνια, αξίνες και άλλα πολλά εργαλεία βασανισμού, με τα οποία σχεδιάζει διάφορους τρόπους
θανάτου όλων των θανάτων. Βλέποντάς τον η ταπεινή και ταλαίπωρη ψυχή μου, καταλήφθηκε από ασυγκράτητο φόβο και τρόμο. Λένε σε αυτόν εκείνοι οι όμορφοι
νέοι: «Τι στέκεσαι; Λύσε τα δεσμά και αντιμετώπισέ την ήπια, μια και δεν έχει πολύ βάρος αμαρτημάτων».
Προχωρώντας λοιπόν, έβαλε ένα κοπίδι πέτρας στα πόδια μου και ύστερα στα χέρια μου. Έτσι παρέλυσαν οι αρθρώσεις του σώματός μου και εξαρθρώθηκαν τα
άκρα μου, εννοώ τα είκοσι νύχια μου. Αμέσως τότε, ένιωσα πως νεκρώθηκαν τα χέρια μου και τα πόδια
μου και ήταν σαν να μην τα είχα, παιδί μου,
αφού δεν μπορούσα ούτε για λίγο να κινήσω έστω κι ένα μέρος απ' αυτά, λόγω του αβάσταχτου πόνου. Υστερα ήρθε με ένα σκεπάρνι και μου έκοψε τον αυχένα
και δεν μπορούσα πια να κουνήσω το κεφάλι μου που φαινόταν να είναι ξεκομμένο από μένα. Στη συνέχεια,
μου έβαλε κάτι σε ένα ποτήρι (δεν ήξερα τι ήταν) και μου το έδωσε να το πιώ. Και μάρτυράς μου ο Θεός, παιδί μου, ήταν τόσο πικρό, ώστε μόλις το ήπια η ψυχή
μου, με φρικτή βία, έφυγε από το σώμα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.