Η Θεοδώρα αρχίζει να περιγράφει στον Γρηγόριο οδυνηρή εμπειρία που έζησε καθώς η ψυχή αποχωριζόταν από το σώμα
την
Αυτή μου απάντησε λέγοντας: «Αχ, αγαπημένο μου παιδί, κύριε Γρηγόριε, αλίμονό μου, πώς μπορείς να με ρωτάς και να μου θυμίζεις τέτοια πράγματα
Γιατί, τι μπορώ να σου πω γι' αυτά; Η ψυχή μου σκοτίζεται και ο νους μου, με μόνη την ανάμνησή τους, ταράσσεται και γεμίζει με ανυπόφορο πόνο και γίνεται
σαν άλαλος και νεκρός και φοβάμαι, ακόμη και στοελάχιστο, να τα αναλογισθώ ή να τα αναπαράγω στη σκέψη μου, μήπως και πάλι περιπέσω στα ίδια. Αλλά, επειδή από τη στιγμή που ο άνθρωπος φθάσει στη χώ-
ρα των ζωντανών, τίποτα πια δεν μπορεί να τον βλάψει, λέω και θα πω, όσο καλύτερα μπορώ και αν βέβαια η φύση αυτών επιτρέπει την περιγραφή τους. Σε
ότι αφορά σε όλα μου τα έργα και τις πράξεις μου, συνάντησα δυσκολίες και δυσχέρειες, όμως με τη βοήθεια και την αντίληψη του οσίου πατέρα μας Βασιλεί-
ου, έγιναν τα βαριά ελαφριά, τα δύσκολα εύκολα και τα στραβά ίσια. Και για να το πω με απλά λόγια, με την επιστασία του, σε ότι μου είχε συμβεί, όλα τα δύσκολα τέλειωσαν καλά. Με μια κουβέντα, αυτό που
ζω, χάρη σε εκείνον το ζω κι αυτά που αξιώθηκα, είναι δικά του. Κι ευχαριστώ τον άγιο Θεό που μας ελέησε
και μας τον έστειλε, θερμό προστάτη και βοηθό σε κάθε δύσκολη περίσταση. Και όταν ήρθε η ώρα να πεθάνω και να χωριστώ από το ελεεινό και πολύπαθο σώμα μου, πώς να σου περιγράψω, γλυκύτατο παιδί μου, τον
πόνο του θανάτου, ποια δυστυχία σωρεύει, ποια ευτελής βία, πόση δριμύτητα από την άπειρη οδύνη και την ολέθρια στενοχώ-
ρια, μέχρι να βγει η ψυχή από το σώμα; Τόσο μεγάλος
πόνος πιέζει αυτόν που πεθαίνει, όπως όταν κάποιος και βάλλει το σώμα του πάνω σε πλήθος κάρβουνα αναμμένα και απλωμένα καταγής και από το καθένα καίγεται με τη δυνατή φλόγα και με δυσκολία αντέχει τη δοκιμασία κι έτσι λοιπόν καθώς λιώνει,
διαλύεται και τον εγκαταλείπει η ψυχή του. Τέτοιος
είναι, παιδί μου, ο πικρός θάνατος και ακόμη περισσότερο των αμαρτωλών που είναι όμοιοι με μένα, γιατί
για τους δίκαιους πώς είναι δεν γνωρίζω, αφού εγώ η άθλια και ταλαίπωρη εργάσθηκα στο εργαστήριο των
αμαρτιών ψυχορραγούσα, έβλεπα καθαρά
πλήθη Αιθιόπων να περιφέρονται γύρω από το κρεβάτι μου, ως θορυβώδης όχλος, να επινοούν δόλους και άνομες ματαιότητες, να ωρύονται σαν σκυλιά και λύκοι, να εξαγριώνονται σαν ταραγμένη θάλασσα, να κατασκευάζουν συμφωνίες, να παράγουν ήχους υπόκωφους, να φέρονται λυσσαλέα, να κραυγάζουν, να γαυγίζουν, να γρυλίζουν σαν τους χοίρους, να ψάχνουν τα
έργα μου, να περιφέρονται με χάρτες στα χέρια τους, να παραμορφώνουν χλευαστικά τα μελανά και σκοτεινά τους πρόσωπα, που και μόνη η θέα τους μου φαίνεται πιο πικρή και πιο φρικτή και απ' αυτήν τη Γέεννα του πυρός. Καλύτερα λοιπόν θα ήταν να ζει κάποιος και να πέσει στη Γέεννα του πυρός, παρά να ακούει και να βλέπει αυτά.
Συνεχίζετε
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ. ΒΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ ΤΟΥ ΝΈΟΥ. Η ΑΠΟΚΆΛΥΨΗ ΤΗΣ ΔΕΥΤΈΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΊΑΣ. ΈΚΔΟΣΗΣ ΖΗΤΡΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.