Ναι, ήταν μια πρώτη καλοκαιρινή μέρα! Ήταν η γιορτή της Πεντηκοστής! Πήγαινα στην εκκλησία με τη γιαγιά μου! Η Τάνα Ναστασία είχε τα χέρια της γεμάτα φύλλα καρυδιάς, κουβαλούσα κι εγώ μερικά στα χέρια μου! Η γιαγιά Ναστασία είχε μια συνήθεια, ένα τικ. Όταν περπατούσε ήσυχα στο δρόμο ή στεκόταν στη βεράντα του σπιτιού και κοίταζε μακριά, ή όταν χανόταν στις σκέψεις της, είχε τη συνήθεια να μασάει με άδειο στομάχι. Νομίζω ότι η έλλειψη δοντιών, τα ούλα της προκάλεσαν αυτό το τικ. Καθώς περπατούσαμε προς την Εκκλησία το πρωί της Κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, μας συνάντησαν μερικά μεγαλύτερα παιδιά με ποδήλατα. Βλέποντας τη γιαγιά να μην μασάει τίποτα, άρχισαν να τηε γελούν, να την κοροϊδεύουν! Η γιαγιά απλώς έσκυψε το κεφάλι της και συνέχισε να περπατά. Έκλαιγα, γιατί δεν ήμουν αρκετά μεγάλη για να κάνω μάθημα σε αυτά τα παιδιά! Η γιαγιά δεν είπε λέξη μέχρι την Εκκλησία. Έμεινα στη δουλειά, την παρακολουθούσα να δω πώς συμπεριφερόταν, αν έκλαψε, αν ήταν θυμωμένη. Αλλά δεν ήταν έτσι. Πάντα με την ίδια απόλυτη σιωπή στην Εκκλησία, στην ίδια βαθιά προσευχή! Η λειτουργία τελείωσε, έφυγα από την Εκκλησία για το σπίτι. Κατεβαίνοντας από την Εκκλησία στο δρόμο, η Τάνα Ναστασία μου λέει: Αγαπητή Τάνα, μην γελάς ποτέ κανέναν, πόσο μάλλον γέροντες που είναι αβοήθητοι, γιατί σε τιμωρεί ο Θεός. Και μου έλεγε συνέχεια πράγματα στο δρόμο για το σπίτι. Όταν φτάνουμε λίγο πιο κάτω εκεί που έγινε το πρωινό περιστατικό, εμφανίζονται ξανά τα παιδιά. Η Τάνα τους έκανε νόημα να σταματήσουν τα ποδήλατα, έβγαλε την τσάντα με τα χρήματα από το στήθος της, έβγαλε μερικές δεκάρες και τους τις έδωσε. Θεέ μου, θύμωσα τόσο πολύ μαζί της και της το είπα. Εντάξει, γιαγιά, σπάνια μου δίνεις λεφτά και μόνο αν δουλέψω, και σε αυτούς τους σατανάδες, αφού σε κοροϊδέψουν, τους δίνεις λεφτά! Αυτό μου είπε η γιαγιά μου: Κάνε καλό σε αυτούς που σε βλάπτουν, είναι παιδιά, ας τους συγχωρέσουμε! Έφτασα σπίτι, τάισα τα ζώα και διάβασα από το Ψαλτήρι, μετά ήρθε το βράδυ όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ήταν τά πρωινά παιδιά, ο καθένας με ένα δίχτυ κεράσια! Και λέει στη γιαγιά: Λελέ Ναστάζια, σου έφερα κεράσια γιατί μας έκανες καλό σήμερα και σου ζητάμε να μας συγχωρέσεις. Η γιαγιά χαμογέλασε, τους χάιδεψε λίγο το κεφάλι, τους ευχαρίστησε και τους έστειλε σπίτι! Εκείνη η μέρα με ωφέλησε πολύ!
Αναμνήσεις από τις αναμνήσεις μου!
Πατήρ Ιωάννης Ιστρατι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.