«Μιά φορά κι ἕνα καιρό, μία νοσοκόμα συνόδεψε ἕνα κουρασμένο καί ἀνήσυχο νεαρό ἄνδρα κοντά στό κρεβάτι ἑνός γέροντα.
—Ἦρθε ὁ γυιός σου, ψιθύρισε στόν κατάκοιτο.
Κι αὐτό χρειάσθηκε νά τό ἐπαναλάβη πολλές φορές μέχρι νά ἀνοίξη ἐκεῖνος κάποτε τά μάτια του.
Τοῦ εἶχαν δώσει ἰσχυρή καταστολή ἐξαιτίας τῶν
πόνων ἀπ᾿ τήν καρδιακή προσβολή, καί πολύ θολά
μποροῦσε νά διακρίνη τό νεαρό νά στέκεται ὄρθιος
ἔξω ἀπ᾿ τήν κουρτίνα τοῦ ὀξυγόνου.
Ὁ γέροντας ἅπλωσε τό χέρι του ἔξω, κι ὁ νεα-
ρός τό τύλιξε σφικτά μέ τά δάκτυλά του, στέλνοντάς
του ἕνα μήνυμα ἐνθαρρύνσεως. Ἡ νοσοκόμα ἔφερε
ἕνα κάθισμα δίπλα στο κρεβάτι. Κι ὅλη τή νύκτα ὁ
νέος ἄνδρας τήν πέρασε κρατώντας τό χέρι τοῦ γέ-
ροντα καί ψιθυρίζοντάς του γλυκόλογα ἐλπίδος. Ὁ
ἑτοιμοθάνατος δέν ἔλεγε τίποτε, ἀλλά κρατιόταν σφικτά ἀπ᾿ τό γυιό του.
Καθώς ἐρχόταν ἡ αὐγή, ὁ ἀσθενής πέθανε ἥσυχα.
Ὁ νεαρός ἀκούμπησε πάνω στο κρεβάτι τό ἄψυχο
χέρι τό ὁποῖο συνέχεια κρατοῦσε, καί πῆγε νά ἐνημερώσῃ τή νοσοκόμα.
Ὅσο ἐκείνη ἔκανε ὅ,τι ἔπρεπε σχετικά μέ τό νεκρό, ὁ νεαρός περίμενε. Κι ὅταν ἐκείνη τελείωσε τό
ἔργο της, ἄρχισε νά τοῦ λέη λόγια παρηγοριᾶς.
Ὅμως ἐκεῖνος τή διέκοψε.
―Ποιός ἦταν αὐτός ὁ ἄνθρωπος;, τή ρώτησε.
Κατάπληκτη ἡ νοσοκόμα εἶπε:
—Ὑπέθεσα ὅτι ἦταν ὁ πατέρας σας.
—Ὄχι, δέν ἦταν ὁ πατέρας μου, ἀπάντησε ἐκεῖνος,
κι οὔτε τόν ἔχω ξαναδεῖ ποτέ στή ζωή μου.
–Καί γιατί δέν μοῦ εἶπες τίποτε, ὅταν σέ πῆγα
κοντά του;, ρώτησε ἡ νοσοκόμα.
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:
—Ἐπειδή κατάλαβα ὅτι χρειαζόταν τό γυιό του,
κι ὁ γυιός του δέν ἦταν ἐδῶ. Ὅταν εἶδα ὅτι ἦταν
τόσο ἄρρωστος ὥστε δέν μποροῦσε νά ξεχωρίση ἄν ἤμουν πραγματικά ὁ γυιός του ἢ ὄχι, ἔνιωσα πόση
ἀνάγκη μέ εἶχε...»
Βιβλιογραφία! Ανεξάντλητη χαρά. Πατήρ Ιωάννης Κωστωφ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.