Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ ἱερομονάχου ΑΝΔΡΕΑ ἀπὸ τὰ Κόμανα τῆς Γεωργίας, φύλακος τοῦ τάφου τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου 3. Τὸ μαρτυρικό του τέλος


Στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πολέμου, ποὺ ὁ θάνατος εἶχε γίνει γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Γεωργίας ἕνα καθημερινὸ φαινόμενο, ἡ θεία Πρόνοια τοὺς εἶχε χαρίσει τὸν εἰκοσιεφτάχρονο ἱερομόναχο π. Ἀνδρέα. Ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὸ Θεό, ἡ ἐμπιστοσύνη του καὶ οἱ προσευχές του διατηροῦσαν ἕνα κλίμα γαλήνης καὶ ἠρεμίας μέσα στὶς πραγματικὰ δύσκολες συνθῆκες ποὺ ἀντιμετώπιζαν. Στὸ πρόσωπό του ἀντανακλοῦσαν τόσο ἡ ἐσωτερική του καθαρότητα ὅσο καὶ οἱ ἐπίπονοι μοναχικοί του ἀγῶνες. Παρ᾿ ὅλες τὶς ἀντίξοες συνθῆκες καὶ τὶς δύσκολες καταστάσεις μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦσε, κρατοῦσε μέσα του ἄσβεστη τὴ φλόγα τῆς πίστεως καὶ αἰσθανόταν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ λέγοντας ἀσταμάτητα τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπιζητοῦσε τὴν ἡσυχία καὶ τὴ μόνωσι. 

Ἦταν σὲ συνεχῆ κατάστασι μετανοίας.
 Ὁ λόγος του ἦταν ἤρεμος, γαλήνιος, ζεστός. Εἶχε τὸ χάρισμα νὰ ἁπαλύνῃ τὸν πόνο ταλαιπωρημένων ἀνθρώπων μὲ μιὰ εὐγένεια ψυχῆς. Ποτέ δὲ θύμωνε μὲ κανέναν καὶ κάλυπτε τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες μὲ μεγαλοψυχία καὶ φοβερὴ ἀγάπη. Ἡ εὐαίσθητη καρδιά του τὸν ὠθοῦσε νὰ δίνῃ ἐλεημοσύνη ὅσα τρόφιμα τοῦ πρόσφεραν. Οἱ θεῖες λειτουργίες καθὼς καὶ οἱ ἀγρυπνίες, ποὺ τελοῦσε στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Βασιλίσκου, ἦταν καθημερινές. Προσευχόταν ὅλο τὸ βράδυ καὶ ἱκέτευε τὸν ἅγιο Χρυσόστομο μπροστὰ στὴ λάρνακά του νὰ μεσιτεύῃ στὸν Κύριο γιὰ νὰ χαρίσῃ τὴν εἰρήνη στὴν περιοχή τους. Ὅλα αὐτὰ ἦταν μέρος τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τοῦ π. Ἀνδρέα στὰ Κόμανα.

Ἡ περιοχὴ ὅμως ἦταν σὲ ἐμπόλεμη κατάστασι καὶ ὁ κλοιὸς ἔσφιγγε ὅλο καὶ περισσότερο. Ἡ κατάληψι τῆς πόλεως ἀναμενόταν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή. Ὅλοι βρίσκονταν σὲ ἀναταραχὴ καὶ ἀγωνία. Ὁ π. Ἀνδρέας ὅμως ἦταν ὁ μοναδικὸς κάτοικος τῆς πόλεως ποὺ δὲν εἶχε κανένα ἴχνος φόβου στὴν καρδιά του. Κάποτε ὁ δόκιμος Γαβριὴλ τὸν ρώτησε σχετικὰ μὲ τὸ φόβο, ὅταν οἱ μουσουλμᾶνοι ἐχθροὶ πυροβολοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι· «π. Ἀνδρέα, δὲν φοβᾶστε;» Καὶ ὁ π. Ἀνδρέας τότε τὸν ρώτησε μὲ τὴ σειρά του· «Ἂν δὲν φοβᾶσαι τὴν αἰώνια κόλασι, γιατί φοβᾶσαι τοὺς Abkhazians;». Τότε ὁ δόκιμος Γαβριὴλ κατάλαβε, ὅτι πρέπει νὰ ἀδολεσχήσῃ στὴν πιθανὴ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς του καὶ στὴν πιθανότητα νὰ μὴν κερδίσῃ τὴν αἰώνια Βασιλεία. Ὁ πατὴρ Ἀνδρέας εἶχε τὴν ἀδιαμφισβήτητη ἐλπίδα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶχε καὶ τὴ συναίσθησι τῆς δικῆς του ἀναξιότητος.



Οἱ ἐναπομείναντες κάτοικοι τῶν Κομάνων ἐπιζητοῦσαν παρηγοριὰ κι αὐτὴ τοὺς τὴν προσέφερε ἁπλόχερα ὁ π. Ἀνδρέας μέσα ἀπὸ θεῖες λειτουργίες, παρακλήσεις, ἱκεσίες καὶ προσευχές. Εἶχε ἑτοιμαστῆ πολλὲς φορὲς νὰ ἐγκαταλείψῃ τὰ Κόμανα, ἀλλὰ τώρα δὲν ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή. Ἕνα θέμα μόνο τὸν ἀπασχολοῦσε τώρα· νὰ μπορέσῃ νὰ φανῇ ἄξιος τοῦ θανάτου σὲ μιὰ ἐπερχόμενη εἰσβολὴ τοῦ ἐχθροῦ.

Λίγο πρὶν τὸ μαρτυρικό του θάνατο ὁ π. Ἀνδρέας ἐπισκέπτεται γιὰ λίγες μέρες τὸ χωριό του καὶ συναντᾷ τοὺς γονεῖς του, συγγενεῖς καὶ φίλους. Ἀλλὰ ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ἐνορία του γυρίζει πίσω στὰ Κόμανα, γιὰ νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ καθῆκον του ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.

Στὶς 4 Ἰουλίου τὰ Κόμανα βρίσκονταν στὸ κέντρο τῶν ἐχθροπραξιῶν. Ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς πόλεως ἀκούγονταν πυροβολισμοί. Ὅλοι οἱ κάτοικοι μαζεύτηκαν στὴν ἐκκλησία. Κάποια μοναχὴ ρώτησε τὸν π. Ἀνδρέα ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλι, κ᾽ ἐκεῖνος ἀρνούμενος τόνισε· Πρέπει ὅλο τὸ βράδυ νὰ προσευχηθοῦμε καὶ τὸ πρωὶ νὰ τελέσουμε τὴ θεία λειτουργία. Οἱ τοῖχοι τῆς ἐκκλησίας σείονταν ἀπὸ τοὺς πυροβολισμοὺς καὶ τὶς ἐκρήξεις.

Τὴν ἑπομένη ἡμέρα, 5 Ἰουλίου, ἡ πόλι κυκλώθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ οἱ φωνὲς τῶν κατακτητῶν μποροῦσαν ν᾿ ἀκουστοῦν μέσα στὸ ναὸ ὅπου ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι οἱ κάτοικοι. Ὅλοι τώρα μποροῦσαν νὰ αἰσθανθοῦν πόσο κοντά τους ἦταν ὁ θάνατος. Ἀκόμη ὅμως καὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς στιγμὲς τὸ πρόσωπο τοῦ π. Ἀνδρέα ἦταν ἤρεμο καὶ γαλήνιο. Ὅταν ἀκούστηκαν ξαφνικὰ κραυγὲς ἀνθρώπων ποὺ φώναζαν βοήθεια, ὁ π. Ἀνδρέας χωρὶς νὰ φοβηθῇ ἔτρεξε νὰ βοηθήσῃ, ἐνῷ οἱ σφαῖρες ἔπεφταν βροχὴ ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές. Ἦταν κάτι ἠλικιωμένοι ἐνορῖτες ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ μποῦν στὴν ἐκκλησία.

Μέσα σὲ λίγα λεπτὰ οἱ πυροβολισμοὶ εἶχαν ὅλοι στόχο τὴν ἐκκλησία. Στὶς 3 τὸ πρωὶ ὁ π. Ἀνδρέας εἶπε· Ὁ θάνατος εἶνε πολὺ κοντά, γι᾿ αὐτὸ εἶνε ὥρα νὰ ἐξομολογηθοῦμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε. Ὅλοι ὅσοι ἦταν στὸ ναὸ ἐξωμολογήθηκαν καὶ κοινώνησαν τελευταία φορὰ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ποιμένος τους. Ἀμέσως μετὰ ὁ π. Ἀνδρέας τοὺς ζήτησε νὰ μὴ μιλᾶνε καὶ νὰ προσεύχωνται ἐσωτερικὰ ὁ καθένας, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀκούσουν τὴν ἤρεμη φωνὴ τῆς αἰωνιότητος ἐν μέσῳ καταιγισμοῦ. Ὁ π. Ἀνδρέας βρίσκονταν σὲ μιὰ ἄλλη διάστασι, ἐκεῖ ὅπου βασίλευε ἡ αἰώνια ἁρμονία καὶ ὀμορφιὰ καὶ ὅπου οἱ δυνάμεις τῆς κολάσεως δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν ἀγγίξουν.

Στὶς 4:30΄ οἱ ἐχθροὶ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὶς πόρτες τοῦ ναοῦ, τὸν ὁποῖο εἶχαν περικυκλώσει, καὶ χτυποῦσαν νὰ τοὺς ἀνοίξουν. Ἕνας ἐνορίτης παίρνοντας εὐλογία ἀπὸ τὸν π. Ἀνδρέα ἄνοιξε τὶς πόρτες καὶ οἱ ἐχθροὶ χύμηξαν μέσα, ἅρπαξαν τὸν π. Ἀνδρέα καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω. Ὁ π. Ἀνδρέας ὑπάκουσε ταπεινὰ μὴ φέρνοντας καμμία ἀντίδρασι. Ἐξ ἄλλου αὐτὴ ἦταν ἡ στιγμὴ ποὺ περίμενε ὅλη του τὴ ζωή. Λέγοντας συνεχῶς μυστικὰ τὴν εὐχή, ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ γονάτισε νὰ προσευχηθῇ. Ἔτσι ὅμως, ὅπως ἦταν γονατιστός, ἕνας στρατιώτης τὸν πυροβόλησε στὸ πίσω μέρος τοῦ λαιμοῦ. Ἀντὶ νὰ πέσῃ μπροστά, ὅπως θὰ ἦταν φυσικό, τὸ σῶμα του ἔπεσε πίσω, κ᾽ ἔτσι δὲν προσκύνησε τοὺς δολοφόνους του. Τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν πληγὴ ἔρρεε γιὰ εἴκοσι λεπτὰ ὅπως τὸ νερό.

Οἱ ἐνορῖτες του τὸν βρῆκαν νὰ κοίτεται στὸ χῶμα μὲ μισόκλειστα μάτια καὶ ἕνα φωτεινὸ χαμόγελο στὸ πρόσωπο. Σήκωσαν προσεκτικὰ τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἐναπόθεσαν μέσα στὸ ναὸ ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς πόρτες τοῦ ἱεροῦ μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα. Ἀφοῦ ἔχρισαν μὲ ἅγιο ἔλαιο τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, καθάρισαν τὰ ροῦχα του καὶ τοῦ ἔβαλαν στὸ δεξί του χέρι νὰ κρατᾷ τὸ κομποσχοίνι του, αὐτὸ ποὺ κρατοῦσε 24 ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο καὶ προσευχόταν.

Ἂν καὶ ἦταν Ἰούλιος καὶ θὰ ἔπρεπε τὸ σῶμα του νὰ ἀρχίσῃ νὰ ἀποσυντίθεται, ἐκεῖνο ἔμεινε ἀνέπαφο. Τὸ αἷμα ἐπίσης, ποὺ εἶχε χυθῆ στὸ σημεῖο τοῦ μαρτυρίου του, δὲν εἶχε πήξει. Τέλος, τὸ αἷμα, στὴν πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ κεφάλι, συνέχιζε νὰ τρέχῃ. Ὅλα αὐτὰ ἦταν θαυμαστὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα συνεκλόνισαν τοὺς Abkhaz στρατιῶτες, ποὺ ἔσπευσαν νὰ ζητήσουν συγχώρησι μὴ μπορώντας νὰ κρύψουν τὰ δάκρυά τους.
 Ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ π. Ἀνδρέα ἔφερε μιὰ νέα τροπὴ στὶς ἐχθροπραξίες. 

Τὸ αἷμα του καὶ ἡ θυσία του ξεπλήρωσαν τὶς ἁμαρτίες ὅλης τῆς Γεωργίας. Ὅταν οἱ στρατιῶτες ἀντίκρυσαν τὸ σῶμα του βουτηγμένο στὸ αἷμα μέσα στὸ ναό, ἔμειναν ἄφωνοι καὶ ἔφυγαν ντροπιασμένοι. Παρ᾿ ὅλο ποὺ μπῆκαν στὸ ναὸ κρατώντας στὰ χέρια τους αὐτόματα ὅπλα, εἶδαν ὅτι οἱ πιστοὶ δὲν εἶχαν κανένα ἴχνος φόβου στὰ μάτια τους.

Ὅλο τὸ βράδυ οἱ πιστοὶ ἐνορῖτες ἔψαλλαν τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ τὸ πρωὶ τῆς 7ης Ἰουλίου, στὴ γιορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἐναπόθεσαν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τοῦ π. Ἀνδρέα στὰ εὐλογημένα χώματα τῶν Κομάνων, θάβοντάς τον δίπλα στὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου.

Στὸν τάφο τοῦ πατρὸς Ἀνδρέα ὑπάρχει ἕνας ξύλινος σταυρός, σημάδι τοῦ πνευματικοῦ σταυροῦ ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ σήκωσε ἀγόγγυστα φτάνοντας μέχρι τὸ μαρτύριο. Ἡ ζωή του ὑπῆρξε μιὰ συνεχὴς προσευχὴ στὸ Θεό, ἕνας ἥσυχος ὕμνος γεμᾶτος φῶς, γι᾽ αὐτὸ καὶ παρέλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ τρία στεφάνια· τὸ στεφάνι τῆς καθαρότητος, τὸ στεφάνι τῆς ταπεινώσεως, καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Εἴθε ἡ ψυχή του ν᾿ ἀναπαύεται στὰ θεῖα σκηνώματα ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους· ἀμήν.

(τέλος)
[πηγή· περιοδ. «The Orthodox Word»,

ΜΕΡΟΣ 2
ΜΕΡΟΣ 1


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.