ΜΟΥΑΔΑΜ
ΙΣΑ: Ο ΑΛΛΟΣ ΙΗΣΟΥΣ
Οι
γιοι του Σαλαδίνου πέρασαν τα επόμενα έξι χρόνια πολεμώντας μεταξύ τους σε
εναλλασσόμενους συνδυασμούς με μεσολαβητή τον πονηρό θειο τους Σαφαδίνο.
Οι τρεις μεγαλύτεροι γιοι, ο Άφνταλ, ο Ζάχιρ και ο Αζίζ, πήραν τη Δαμασκό, το
Χαλέπι και την Αίγυπτο, ενώ ο Σαφαδίνος διοικούσε την Υπεριορδανία και την
Έδεσσα.
Ο
Άφνταλ, είκοσι δύο ετών τώρα, κληρονόμησε την Ιερουσαλήμ, που την αγαπούσε
πολύ. Έχτισε το τζαμί του Όμαρ ακριβώς δίπλα στην Εκκλησία και εγκατέστησε
Βορειοαφρικανούς σε μια δική τους συνοικία, όπου έχτισε τον μεντρεσέ Αφνταλίγια
μερικά μέτρα μακριά από το Δυτικό Τείχος.
Ο
Άφνταλ, μέθυσος και ανίκανος, δυσκολευόταν να εμπνεύσει οποιασδήποτε μορφής
αφοσίωση, και η Ιερουσαλήμ άλλαζε χέρια ανάμεσα στα αδέλφια που πολεμούσαν
μεταξύ τους. Μόλις ο Αζίζ κέρδισε τον πόλεμο και αναδύθηκε ως σουλτάνος,
σκοτώθηκε σ’ ένα κυνήγι. Οι επιζώντες αδελφοί Άφνταλ και Ζάχιρ συμμάχησαν
εναντίον του θείου τους, ο Σαφαδίνος όμως τους κατατρόπωσε, κατέλαβε την
αυτοκρατορία και κυβέρνησε ως -σουλτάνος επί είκοσι χρόνια. Ψυχρός, κομψός και
βλοσυρός, ο Σαφαδίνος δεν ήταν επ’ ουδενί Σαλαδίνος: κανένας σύγχρονός του δεν
τον περιγράφει με συμπάθεια, όλοι όμως τον σέβονταν. Ήταν «λαμπρά πετυχημένος,
πιθανόν ο ικανότερος της οικογένειάς του». Στην Ιερουσαλήμ, ο Σαφαδίνος παρήγγειλε
τη διπλή πύλη -την Πύλη της Αλυσίδας και την Πύλη της θείας Παρουσίας, μάλλον
στη σημείο της Ωραίας Πύλης των Σταυροφόρων- χρησιμοποιώντας εξαίσια φραγκικά
θραύσματα από το αίθριο των Χαιτών και διακοσμώντας την με ένα προστώο με διπλό
θόλο, και κιονόκρανα με σκαλίσματα ζώων και λιονταριών: αυτό αποτελεί ακόμα την
κύρια δυτική είσοδο στο Όρος του Ναού. Αλλά ακόμα και προτού καν γίνει
σουλτάνος, το 1198, έδωσε στον δεύτερο γιο του, τον Μουάδαμ Ισα («Ίσα» στα
αραβικά σημαίνει Ιησούς), τη Συρία.
Το
1204 ο Μουάδαμ έκανε την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσά του και εγκαταστάθηκε στο
ανάκτορο του Αμαλάριχου. Το δημοφιλέστερο μέλος της οικογένειας μετά τον θείο
του Σαλαδίνο, ο Μουάδαμ ήταν ευχάριστος και ανοιχτόμυαλος. Όταν επισκεπτόταν
λόγιους για να μελετήσει φιλοσοφία και επιστήμες, απλώς πήγαινε στα σπίτια τους
σαν συνηθισμένος μαθητής. «Τον είδα στην Ιερουσαλήμ», θυμόταν ο ιστορικός Ιμπν
Ουάσιλ. «Άντρες, γυναίκες και παιδιά τον σκουντούσαν και κανείς δεν τα
απομάκρυνε. Παρά την υψηλή αίσθηση τιμής και την τόλμη του, δεν του άρεσε η
επίδειξη. Περιφερόταν έφιππος δίχως να συνοδεύεται από βασιλικά λάβαρα, μόνο με
μια μικρή συνοδεία. Στο κεφάλι φορούσε έναν κίτρινο σκούφο και περπατούσε στις
αγορές και τους δρόμους δίχως να του ανοίγουν τον δρόμο».
Ένας
από τους ηγέτες που έχτισαν τα περισσότερα κτήρια στην Ιερουσαλήμ, ο Μουάδαμ
επιδιόρθωσε τα τείχη, έχτισε επτά ογκώδεις πύργους και μετέτρεψε τα
σταυροφορικά κτήρια στο Όρος του Ναού σε μουσουλμανικά ιερά. Το 1209 εγκατέστησε στην Ιερουσαλήμ 300
εβραϊκές οικογένειες από τη Γαλλία και την Αγγλία. Όταν ο Εβραίος ποιητής της
Ισπανίας, Γιουντά αλ-Χαρίζι, έκανε το προσκύνημά του, επαίνεσε τη δυναστεία του
Μουάδαμ και του Σαλαδίνου, παρότι θρήνησε για τον Ναό: «Βγαίναμε έξω κάθε μέρα
για να θρηνήσουμε για τη Σιών, πενθήσαμε για τα κατεστραμμένα ανάκτορά της,
ανεβήκαμε το Όρος των Ελαιών για να προσκυνήσουμε τον Αιώνιο Θεό. Τι μαρτύριο
να βλέπουμε τις ιερές αυλές μας να έχουν μετατραπεί σε ξένο ναό». Ξαφνικά, το
1218, τα επιτεύγματα του Μουάδαμ κινδύνευσαν όταν ο Ιωάννης της Βριέννης,
βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, χάρη στον γάμο του με τη Μαρία, κόρη της βασίλισσας
Ισαβέλλας και του Κορράδου του Μομφερρατικού,
ηγήθηκε της Πέμπτης Σταυροφορίας στην επίθεση κατά της Αιγύπτου. Οι
Σταυροφόροι πολιόρκησαν το λιμάνι της Δαμιέτας.
Ο Σαφαδίνος, που τώρα ήταν
εβδομήντα τεσσάρων ετών, τέθηκε επικεφαλής του στρατού του, πέθανε όμως όταν
έμαθε ότι ο Πύργος της Αλυσίδας της Δαμιέτας είχε πέσει. Ο Μουάδαμ έσπευσε από
την Ιερουσαλήμ στην Αίγυπτο για να βοηθήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του, Κάμιλ,
τον νέο σουλτάνο της Αιγύπτου. Τα αδέλφια όμως πανικοβλήθηκαν, και δύο φορές
πρόσφεραν την Ιερουσαλήμ στους Σταυροφόρους με τον όρο να εγκαταλείψουν την
Αίγυπτο. Την άνοιξη του 1219, με την οικογενειακή αυτοκρατορία σε κίνδυνο, ο
Μουάδαμ πήρε τη σπαρακτική
απόφαση
να καταστρέφει, όλα τα οχυρωματικά του έργα στην Ιερουσαλήμ, με το επιχείρημα
ότι «αν τα έπαιρναν οι Φράγκοι, θα σκότωναν τους πάντες εκεί
και
θα
κυριαρχούσαν
στη
Συρία».
Η
Ιερουσαλήμ έμεινε ανυπεράσπιστη και μισοέρημη - οι κάτοικοί της είχαν τραπεί σε
φυγή ομαδικά. «Γυναίκες, κορίτσια και γέροι συγκεντρώθηκαν στο Χάραμ, όπου
τραβούσαν τα μαλλιά τους κι έσκιζαν τα ρούχα τους, και μετά σκόρπισαν προς όλες
τις κατευθύνσεις» σαν να ήταν «η Ημέρα της Κρίσεως». Ωστόσο, οι Σταυροφόροι,
ανόητα, αρνήθηκαν την προσφορά της Ιερουσαλήμ από μέρους των δύο αδελφών - και
η ίδια η Σταυροφορία κατέρρευσε.
Όταν
οι Σταυροφόροι αποχώρησαν, ο Κάμιλ και ο Μουάδαμ, που είχαν συνεργαστεί τόσο
καλά κατά τη διάρκεια της υπέρτατης κρίσης, ξεκίνησαν έναν άγριο αδελφικό
πόλεμο για την κυριαρχία. Η Ιερουσαλήμ δεν συνήλθε πραγματικά έως τον 19ο
αιώνα. Πασίγνωστη πριν και μετά για τα τείχη της, θα έμενε χωρίς αυτά επί τρεις
αιώνες. Πάντως, η πόλη επρόκειτο να αλλάξει χέρια ξανά σε μια εντελώς απίθανη
συμφωνία για ειρήνη.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΑΙΜΟΝ ΣΙΜΠΑΓΚ ΜΟΝΤΕΦΙΟΡΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.