ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ
Ἡ δεύτερη ἐντολὴ λέγει: «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον».
Ἐμεῖς συνέχεια δημιουργοῦμε εἴδωλα. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα, τὸ εἴδωλο
εἶναι
γιὰ μᾶς εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Ὁ συνήθης σκοπὸς τῆς ζωῆς μας
νὰ βροῦμε στὴν γῆ ἕναν τόπο ἀντάξιο τέτοιου εἰδώλου, ὅπως εἴμαστε
ἐμεῖς. Σὲ αὐτὸ περνοῦν τὰ χρόνια τῶν κόπων καὶ τῶν μεριμνῶν μας.
Ἀπὸ τὴν ψυχικὴ ἄποψη τὰ εἴδωλα εἶναι ἐκεῖνες οἱ ἀσχολίες, ἐξ
αἰτίας τῶν ὁποίων ξεχνάμε τὸν Θεὸ καὶ χάνουμε τὴν Χάρη. Ὅλα
τὰ ὄνειρα καὶ οἱ φαντασίες μας ἀποτελοῦν συνεχῆ δημιουργία τῶν
εἰδώλων. Ἡ φαντασία, σὰν τὸν ζωγράφο, ζωγραφίζει γοητευτικοὺς
πίνακες γιὰ τὰ πάθη μας.
Εἴδωλο μπορεῖ νὰ γίνει καὶ ἕνας ἄνθρωπος· ὁ ἐμπαθὴς ἔρωτας
εἶναι ἀκριβῶς ἡ δημιουργία εἰδώλου. Ἕνας ἐραστὴς μοιάζει μὲ τὸν
εἰδωλοποιὸ ποὺ κάνει τοὺς ἀνδριάντες ἀπὸ ξύλα καὶ πέτρες. Αὐτὰ
τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα δημιούργησε ἡ φαντασία του, τὰ προσκυνάει
καὶ τὰ λατρεύει.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκόνα καὶ ἡ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Σε
μᾶς ἔχει δοθεῖ ἡ ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ τὸν
λατρεύουμε —ἐνίοτε μάλιστα μέχρι κάποιας παραφροσύνης– σημαίνει
νὰ δημιουργοῦμε εἴδωλο ἀπὸ μία χούφτα σάρκα καὶ ὀστᾶ, ἡ ὁποία
κάποτε θὰ μετατραπεῖ σὲ κόνι καὶ σποδό.
Εἴδωλο μπορεῖ νὰ γίνουν τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα ὁ πλανεμένος
ἄνθρωπος θεωρεῖ ἀκατανίκητη δύναμη.
Εἴδωλο μπορεῖ νὰ γίνει ἡ ἐπιστήμη: οἱ περισσότεροι ἐπιστήμονες,
οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι μὲ τὶς δυνάμεις τῆς ἐπιστήμης μπορεῖ νὰ
σωθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα, κάνουν ἀπὸ αὐτὴν εἴδωλο, τὸ ὁποῖο ἀντιθέτουν
στὸν ζῶντα Θεό, παρουσιαζόμενοι συνάμα οἱ ἴδιοι ὡς ἱερεῖς αὐτῆς
τῆς θεότητος τῆς διανοίας.
Εἴδωλο μπορεῖ νὰ γίνουν οἱ καλὲς τέχνες, οἱ ὁποῖες ὑπηρετοῦν
ὄχι τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὴν θεοποίηση τοῦ κόσμου τούτου καὶ
τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν.
Εἴδωλα μπορεῖ νὰ γίνουν τὰ παιδιὰ γιὰ τοὺς γονεῖς τους, γιὰ
τὰ ὁποῖα ἐκεῖνοι εἶναι ἕτοιμοι κυριολεκτικὰ νὰ πουλήσουν τὴν ψυχή
τους στὸν διάβολο.
Σὲ ἕνα σημεῖο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρεται: «τὰ εἴδωλα εἶναι
κωφά», ἐνῶ ἀλλοῦ: «τὰ εἴδωλα εἶναι δαιμόνια». Τὸ εἴδωλο καθ'
ἑαυτὸ εἶναι πνευματικὴ ἀπάτη, κενό, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ συμπληρώνουν τὰ πονηρὰ πνεύματα. Γι' αὐτὸ ἕνας ἄνθρωπος,
προσκολλημένος περισσότερο στὸ πλάσμα παρὰ στὸν Πλάστη,
πρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων.
Νὰ τὸ ποῦμε περιληπτικά, ἡ ψυχικὴ ἄποψη τῆς δεύτερης ἐντολῆς
· εἶναι ἡ δοκιμασία τῆς καρδίας μας: μήπως ὑπάρχει μέσα της
προσκόλληση ἢ μίσος, τὰ ὁποῖα ἐμποδίζουν τὸν Θεὸ νὰ κατέχει τὴν
στὴν ψυχή μας; Ἤ, μιλώντας μεταφορικά: μήπως ὁ θρόνος
τῆς ψυχῆς ἐθελουσίως παραδίδεται στὸ ἀόρατο θηρίο;
θέση του
Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ πῶς οἱ ἄγριες φυλὲς ἀπεικονίζουν
τοὺς θεούς τους. Τὰ εἴδωλά τους ἔχουν μορφὲς τεράτων, κάποιων
φανταστικῶν ζώων, μὲ κυνόδοντες ποὺ ἐξέχουν καὶ μὲ κυρτωμένα
νύχια, σὰν ἐκεῖνα τῶν ἁρπακτικῶν πτηνῶν. Καὶ ὅταν ἔχουν ἀνθρώπινη
μορφή, τότε μοιάζουν μὲ τοὺς δαίμονες μὲ φουσκωμένα μάτια καὶ
γυμνωμένα δόντια: θαρρεῖς, αὐτὰ τὰ εἴδωλα εἶναι ἕτοιμα νὰ ὁρμήσουν
πάνω στὸ θύμα τους καὶ νὰ τὸ κατασπαράξουν. Τὰ εἴδωλα τῶν παθῶν
μας εἶναι τὸ ἴδιο ἀπαίσια, φοβερὰ καὶ ἄσχημα, ὅπως οἱ θεότητες τῶν
εἰδωλολατρικῶν φυλῶν. Ὅσο καὶ ἂν τὰ καλλωπίζουμε, τὸ πραγματικὸ
πρόσωπο αὐτῶν τῶν εἰδώλων εἶναι ἀδυσώπητο καὶ σκληρό, σὰν ἐκεῖνο
τῶν ὑποχθονίων πνευμάτων. Αὐτὰ βασανίζουν τὸ θύμα τους, τοῦ
καρφώνουν τὰ νύχια τους, ἀλλὰ τὸ τυφλωμένο θύμα νομίζει, ὅτι εἶναι
τὰ πιὸ ποθητὰ πλάσματα στὸν κόσμο. Ὅταν ἡ ὥρα τῆς δοκιμασίας
σπάζει αὐτοὺς τοὺς πήλινους θεούς, τότε ἡ ψυχὴ παραδίδεται σὲ
μία τέτοια λύπη, ποὺ τῆς φαίνεται ὅτι καλύτερα νὰ πεθάνει, παρὰ
νὰ βλέπει τὴν φτώχεια καὶ τὴν αἰσχύνη τῶν εἰδώλων της.
Ὁ Χριστὸς δὲν μπορεῖ μπεῖ στὸ πάνθεον, στὸ τέμενος ὅλων τῶν
θεῶν. Ἡ Χάρις δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ σὲ μία ψυχὴ ὅπου βασιλεύουν
τὰ πάθη. Γι' αὐτὸ ἡ δεύτερη ἐντολὴ μᾶς διδάσκει νὰ ξεκολλοῦμε
ἀπὸ τὴν καρδία μας ὅ,τι ἔχει γίνει γιὰ αὐτὴν πολυτιμότερο ἀπὸ τὸν
Θεό, μάλιστα νὰ τὸ ξεκολλοῦμε μὲ πόνο, ὅπως κόβουν καὶ καῖνε τὸ
μέλος τοῦ σώματος ποὺ προσβλήθηκε ἀπὸ γάγγραινα.
Ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἄποψη, ἡ δεύτερη ἐντολὴ λέει ὅτι τὸ πνεῦμα
τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ γίνει ναὸς τῆς Θεότητος. Στὸ θυσιαστήριο
δὲν πρέπει νὰ εἰσφέρουμε τίποτε μὴ ἱερό. Τὰ ἀνίερα πρέπει νὰ
μείνουν ἐκτὸς τοῦ θυσιαστηρίου. Ὅταν τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς
ξεφυτρώνουν σκέψεις καὶ εἰκόνες, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ παλαιὰ
εἴδωλα ξαναζωντανεύουν καὶ μᾶς καλοῦν. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, ἡ
ἐντολὴ «οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον» σημαίνει ὅτι στὴν προσευχὴ
πρέπει νὰ ἀποσπάσουμε τὸν νοῦ μας ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλά,
ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ πρόσκαιρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.