ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ
Λοιπόν, ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν πρώτη ἐντολή, ἡ ὁποία δόθηκε στον
Μωυσῆ στὸ Σινᾶ: «Ἄκουε, Ισραήλ... Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου,
ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου· οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι
πλὴν ἐμοῦ».
Αὐτὴ ἡ ἐντολή, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες, ἔχει τρεῖς ἀπόψεις. Ἡ λέξη
«ἄκουε» στὴν κυριολεξία σημαίνει: μελέτα, ἐπαναλάμβανε, κράτα
στὴν μνήμη τὶς διατάξεις μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἄποψη. Ἀπὸ
τὴν δεύτερη ἄποψη, τὴν ψυχική, τὸ «ἄκουε» σημαίνει: πρόσεχε τὴν
συνείδησή σου, κάνε τὶς ἐντολὲς ἄξονα τῆς ζωῆς σου, στὸν ὁποῖο
ἀρμαθιάζονται ὅλες οἱ πράξεις, οἱ λόγοι καὶ οἱ σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ ἐντολὲς εἶναι τρόπον τινὰ ἡ λυδία λίθος, μὲ τὴν βοήθεια τῆς
ὁποίας ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ διακρίνει τὸ ποιός τοῦ ὑποβάλλει
τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη σκέψη: ἡ Χάρις, τὰ πάθη του ἢ ὁ δαίμονας.
Οἱ ἐντολὲς εἶναι τὸ φίλτρο, διαμέσου τοῦ ὁποίου καθαρίζεται τὸ
ασταμάτητο ρεύμα τῶν λογισμῶν μας· τὸ χωνευτήρι στὸ ὁποῖο τὸ
μέταλλο ξεχωρίζεται ἀπὸ τὸ ὑπολειμμα – τὴν βρομιὰ τῶν παθῶν
σας. Οἱ ἐντολὲς εἶναι τὰ παράθυρα, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἡ ψυχὴ τοῦ
ἀνθρώπου πρέπει νὰ βλέπει τὸν κόσμο. Νὰ τὸ ποῦμε ἀλλιῶς, ἀπὸ
τὴν ψυχικὴ ἄποψη, ἡ προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὶς ἐντολὲς σημαίνει
τὰ θεμελιώσει κανεὶς τὴν πνευματική του ζωὴ πάνω στὶς ἐντολές.
Ἐδὼ δὲν πρόκειται ἀκόμη περὶ τῆς πλήρους ἀπαρνήσεως, ἀποταγῆς
τοῦ κόσμου, ἀλλὰ περὶ τῆς διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου νὰ λατρεύει
τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο στὸν ὁποῖο ζεῖ καὶ τὸν ὁποῖο βιώνει
συναισθηματικά. Ἐδῶ ἔχουμε ὄχι τὴν ἄρνηση, ἀλλὰ τὸν ἐξευγενισμὸ
τῆς διανοητικο-συναισθηματικῆς σφαίρας τῆς ψυχῆς, ἢ μᾶλλον, τοῦ
περιεχομένου της, τὸ ὁποῖο συνάγεται διαμέσου τῶν αἰσθήσεων.
Η τρίτη ἄποψη εἶναι ἡ πνευματική. Ἡ λέξη «ἄκουε», δηλαδὴ
«πρόσεχε», πρέπει νὰ ἀπευθύνεται στὸ κυριότερο, σ᾿ ἐκεῖνο τὸ
ὁποῖο βρίσκεται πέραν τοῦ διαστήματος, τῆς ὕλης καὶ τοῦ χρόνου.
Ἡ ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στοὺς ἀποκαλυπτόμενους
μπροστά του ορίζοντες τῆς αἰωνιότητος· εἶναι μία κατάσταση τῆς
ψυχῆς, ὅταν αὐτή, στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸν Θεό, ὄχι μόνο πολεμᾶ
σὰν τοὺς ἐχθρούς της τὰ ἐμπαθῆ καὶ ἁμαρτωλὰ αἰσθήματα, ἀλλὰ
ποθεῖ νὰ ξεχάσει ὅλα ὅσα εἶναι παρερχόμενα καὶ φθαρτά (δηλαδὴ
ὅτι ὑπόκειται στὴν καταστροφὴ καὶ τὸν θάνατο), ποθεῖ νὰ ζεῖ καὶ
νὰ ἀναπνέει μόνο Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπεράνω τοῦ κόσμου καὶ
ὑπεράνω τοῦ σύμπαντος. Ἐδῶ ἡ προσοχὴ σημαίνει νὰ παραμένει ὁ
στὸ ὁποῖο, σὰν σὲ σύμβολο, κατοπτρίζεται τὸ συμβολιζόμενο,
νοῦς στὸν Θεὸ διαμέσου τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ,
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ πορεία τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν
ἀτελεύτητο προορισμό – ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τέρμα, δὲν ἔχει
ὅρια. Γι' αὐτὸ τὸ «ἄκουε, Ἰσραὴλ» σημαίνει: ἀπαρνήσου ὅλα ὅσα
ἀνυψώνονται μεταξὺ ἐσοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ· ἐδῶ, στὴν γῆ, νὰ ζεῖς στὸ
αἰώνιο, μίσησε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σὲ χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεό, ὑπέρβαινε
τὴν ροπὴ πρὸς τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἑλκύει τὴν ψυχὴ μὲ τὸν τρόπο
ποὺ ἡ γῆ ἑλκύει τὸ σῶμα. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ πνευματικὴ ἄποψη τῆς
ἐντολῆς «ἄκουε», ἢ «πρόσεχε», σημαίνει τὸ νὰ ἵσταται ὁ νοῦς στὸ
ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σὰν σὲ ἕνα ἀκίνητο κέντρο τοῦ περιστρεφομένου
τροχοῦ τοῦ παγκοσμίου εἶναι – στὴν μόνη στερεὰ ἐσωτερική βάση.
Ὅταν βλέπουμε ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο συγκεντρωμένα, τότε όλα
τὰ ὑπόλοιπα κάπως διαλύονται, χάνονται ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς ὁράσεώς
μας. Τὸ θεϊκὸ εἶναι, γιὰ μᾶς πρέπει νὰ εἶναι πιὸ πραγματικὸ ἀπὸ τὴν
πραγματικότητα τῆς δικῆς μας ὑπάρξεως στὴν παρερχόμενη αὐτὴν
ζωή. Γι' αὐτὸ ἡ λέξη «ἄκουε», ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἄποψη, σημαίνει
τὸν θάνατο γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν ἀνάσταση γιὰ τὸν Θεό, τὴν ἄρνηση
τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τὴν ἐπανεύρεση τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸν Θεό.
«Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου· οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν
ἐμοῦ». Στὴν κυριολεξία, ποὺ ἀποτελεῖ θεμέλιο ὅλων τῶν λοιπῶν δομῶν,
αὐτὴ ἡ ἐντολὴ εἶναι περὶ τῆς ἀληθινῆς πίστεως στὸν μοναδικὸ Θεὸ
καὶ στὴν ἀποκάλυψή του· εἶναι ἡ ἔνταξή μας στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ
σὲ ἐκεῖνο τὸ πνευματικὸ βασίλειο, στὸ ὁποῖο ἐνεργεῖ ἡ Χάρις καὶ ἡ
θεία δύναμη. Πρὶν τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τέτοια ἦταν ἡ Ἐκκλησία
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τώρα εἶναι ἡ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία
διατήρησε τὸν ἑαυτό της ὡς Ὀρθόδοξη Εκκλησία, καὶ ὡς τέτοια,
παραμένει στὴν ἀμόλυντη ὁμολογία τῆς ἀμώμου πίστεως. Ὁ Θεὸς
ἀποκαλύπτεται διαμέσου τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, τῶν μυστηρίων
καὶ τελετῶν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μέσῳ αὐτῶν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ
τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ ὁδὸς
πρὸς τὸν Θεό, γι᾿ αὐτὸ χωρὶς αὐτὴν ἡ πίστη στὸν μοναδικὸ Θεὸ
ἀποτελεῖ μία πίστη σὲ κάτι ἀόριστο.
«Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» – εἶναι ἡ ἀπαγόρευση
τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἀλήθειας ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν διδασκαλία
τῶν αἱρετικῶν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται παραμορφωμένο,
καὶ γι᾿ αὐτὸ τὰ ἱερὰ ὀνόματα τῆς Θεότητος παύουν νὰ εἶναι σύμβολα,
διαμέσου τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ ἐγγίζει τὸν Θεό. Ἡ ψευδὴς εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ εἶναι ψευδὴς θεός, ὁποιαδήποτε ὀνομασία καὶ ἂν τοῦ
προσδίδεται, Ιεχωβὰ θὰ εἶναι ἢ Χριστός.
Ἀπὸ τὴν ψυχικὴ ἄποψη, «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου» σημαίνει
ὁ ἄνθρωπος νὰ καθορίζει στὴν ζωή του μία σαφῆ κλίμακα τῶν
ἀξιῶν, ὅπου ἡ πρώτη θέση ἀνήκει στὸν Θεό. Δυστυχῶς πολύ συχνὰ
ή ψυχική μας κατάσταση μοιάζει με μία ἡμι πίστη, μὲ ἕναν συνεχῶς
παρατεινόμενο συμβιβασμό: πιστεύουμε στὸν Θεό, ἀνήκουμε στὴν
Ὀρθόδοξη Εκκλησία, καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη δὲν προσκυνοῦμε
ἄλλους θεούς, ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν κατέχει τὴν πρώτη θέση στην ζωή
μας, δὲν τοῦ ἔχουμε δώσει τὰ πάντα, ἀλλὰ μόνο ἕνα μέρος. Ἂν ἦταν
δυνατὸν νὰ ἀποτυπώσουμε τὴν ἐσωτερική μας ζωή, τοὺς λογισμούς
μας καὶ τὰ συναισθήματα, σε μία κινηματογραφικὴ ταινία, καὶ ὕστερα
νὰ τὴν βλέπαμε οἱ ἴδιοι, θὰ διαπιστώναμε τί χάος βασιλεύει στὴν
ψυχή μας καὶ πόσο λίγο χώρο παραχωρούμε σὲ αὐτὴν στὸν Θεό.
Ἀκόμα, ὅταν προσευχόμαστε, ἴσα ἴσα μερικὲς λέξεις τῆς προσευχῆς
φτάνουν στο συνειδητό μας. Καὶ αὐτὲς οἱ λέξεις βυθίζονται, σὰν σὲ
ἕνα ρεῦμα, στὴν ἀδράνεια τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. Ἡ προσευχή
καθ᾽ ἑαυτὴν εἶναι μέσο επικοινωνίας τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ
ἐμεῖς τὴν ἔχουμε μόνο ὡς ἐξωτερικὸ σχῆμα χωρὶς τὸ ἐσωτερικὸ
περιεχόμενο· ἡ προσευχή μας μένει τρόπον τινὰ ἀποσυνδεδεμένη
ἀπὸ τὴν διάνοια καὶ τὴν καρδία. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἴμαστε πιὸ
ἀσυνεπεῖς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Ἐκεῖνοι ἀρνοῦνται τὸν Θεὸ καὶ τὸν
διαγράφουν ἀπὸ τὴν ψυχή τους, ἐνῶ ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τὸν Θεό,
ἀλλὰ ταυτόχρονα τοῦ παραχωροῦμε τὴν θέση σὲ μία γωνία τῆς
συνειδήσεώς μας, σὰν τὸ πατάρι κάτω ἀπὸ τὴν στέγη, συνεχίζοντας
νὰ ζοῦμε τὴν παλαιά, αἰσθησιακή, ἐμπαθῆ ζωή. Συνάμα μπορεῖ μὲν
νὰ ἐγκρατευόμαστε ἀπὸ τὶς χοντρὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ τὶς
συμπαθοῦμε καὶ τὶς διαπράττουμε ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ,
τὸν ὁποῖο ἐπικαλούμαστε. Ἐδῶ, ἀπὸ τὴν ψυχικὴ ἄποψη, τὰ λόγια
«Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου» εἶναι μία κλήση καὶ πρόσκληση
προς τὸν ἐσωτερικὸ ἀγώνα: πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε μὲ σκοπὸ ἡ
ψυχή μας πάντα νὰ νιώθει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, νὰ αἰσθάνεται
την εξάρτησή της ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ πιστεύει στὴν παντοδυναμία
καὶ τὴν Πρόνοιά του. Ἂν ὁ Θεὸς ὑπάρχει, τότε ὅλα εἶναι στὴν
εξουσία του, ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε σχῆμα ὀξύμωρο: λέμε ὅτι ὑπάρχει
ὁ Θεός, ἀλλὰ δὲν πιστεύουμε ὅτι τὰ πάντα εἶναι δυνατὰ γιὰ αὐτόν,
καὶ ἑπομένως πάντα βρισκόμαστε στην κατάσταση τοῦ ἄγχους καὶ
τῆς ἀνησυχίας. Λέμε ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλὰ τὸν φανταζόμαστε
ὅτι κοιμᾶται καὶ μᾶς ἔχει ξεχάσει. Πιστεύουμε στὸν Θεό, ἀλλὰ ὅταν
δὲν ἐμπιστευόμαστε τὸν Θεό. Τρέμουμε νὰ ἀρνηθοῦμε τις δικές μας
πρέπει νὰ ἐκπληρώσουμε πρακτικὰ τὸ θέλημά του, τότε βλέπουμε ὅτι
ἀντιλήψεις καὶ νὰ ἀναθέτουμε ὅλη τὴν ζωή μας στὴν Πρόνοια τοῦ
Θεοῦ: γιὰ μᾶς αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ χάσουμε τὸ συνηθισμένο
στήριγμα (παρόλο ποὺ ὁ κόσμος στὴν πραγματικότητα δεν δίνει κανένα
στήριγμα) καί, κλείνοντας τὰ μάτια μας, νὰ πέσουμε ἀπὸ τὸ ὕψος
κάπου κάτω. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ ἐνῶ ἐπικαλούμαστε τὸν Θεό,
ταυτόχρονα φοβόμαστε νὰ τὸν ἐμπιστευτοῦμε καὶ νὰ παραδώσουμε
τὸν ἑαυτό μας ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημά του.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ τὴν ψυχικὴ ἄποψη ἡ πρώτη ἐντολὴ
εἶναι ἡ ἐντολὴ νὰ δεχόμαστε τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὡς ἐπιταγὴ
πρὸς τὴν ψυχή μας, ὡς ἐπιταγὴ τὴν ὁποία πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ
τὴν ἐκπληρώσουμε.
Ἡ δὲ πνευματικὴ ἄποψη τῆς πρώτης ἐντολῆς συνίσταται στὸ ὅτι
ὁ Κύριος θέλει νὰ βασιλεύει στὴν καρδία μας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν
ἔχει πλαστεῖ γιὰ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅπου τὰ πάντα καταλήγουν στὸν
θάνατο, ὅπως τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ καταλήγει στὸν καταρράκτη
ὁ ὁποῖος σπάζει στὶς πέτρες ὅ,τι παρέσυρε τὸ ρεῦμα-, ἀλλὰ γιὰ
τὴν αἰωνιότητα, μὲ σκοπὸ ὁ ἄνθρωπος –ἡ εἰκόνα καὶ ἡ ὁμοίωση
τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὑποταχτεῖ στὸν Θεό, νὰ ἔρθει σὲ ἐπικοινωνία μαζί
του. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι μηδαμινὸς σὲ σχέση μὲ τὴν Θεότητα, ὅπως
μία τελεία σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη. Γι' αὐτό, ἡ πίστη στὸν
Θεό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ τὴν ὑπέρκοσμη ὕπαρξη,
τὸν χρόνο καὶ τὴν αἰωνιότητα, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ προσλάβει τὸν
ἄνθρωπο σὲ πνευματικὴ ἔνωση μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τοῦ δώσει
τὴν συμμετοχὴ στὴν θεία ζωή, αὐτὴ ἡ πίστη, λοιπόν, πρέπει νὰ
ἀναγεννήσει τὸν ἄνθρωπο, νὰ ἀλλάξει τὴν ζωή του. Αὐτὴ ἡ πίστη
πρέπει νὰ διώξει ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅλα ὅσα ἀποσποῦν
ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ μειώσει τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐργασίες
στὸ ἐλάχιστο, σὲ ἕνα ὁρισμένο μίνιμουμ. Ὡς τὴν κυριότερη συνεχή
ἐργασία του ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ θεωρεῖ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία
ἀνοίγει στὴν ψυχὴ τὸ φῶς τῆς Θεότητος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος,
ξυπνώντας τὸ πρωί, ἀνοίγει τὰ παράθυρα καὶ οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου
καταλάμπουν τὴν οἰκία του.
Ἡ προσευχὴ δίνει στὸν Θεὸ τὴν δυνατότητα νὰ ἐνεργεῖ στὴν
ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὁ Κύριος ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Θεός μας, τότε
σύμφωνα μὲ τὸ μεγαλεῖο του καὶ τὴν ἀξία του, σύμφωνα μὲ τὴν
ἀνέκφραστη μυστικὴ ὡραιότητα καὶ τὸν πλοῦτο τῶν ἐπαγγελιῶν
του ποὺ μᾶς δόθηκαν καὶ οἱ ὁποῖες ὑπερέχουν τῆς ὁποιασδήποτε
ἀνθρώπινης ἱκανότητας κατανόησης, ἡ κυριότερη εργασία μας πρέπει
νὰ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐσωτερική προσευχή, ὅλα δὲ τὰ ὑπόλοιπα τῆς
ζωῆς πρέπει νὰ ὑπηρετοῦν αὐτὸν τὸν πρῶτο σκοπό. Ἡ προσευχὴ
εἶναι ἡ ἀπάντηση στὴν ἐρώτηση: ποιός εἶναι ὁ ἀφέντης μας – ὁ
θεὸς ἢ ὁ κόσμος; Γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες ὁ κόσμος ἦταν θεός. Καὶ
ἂν ἐμεῖς προσκολλούμαστε σὲ ὁ,τιδήποτε πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό,
ᾗ φοβόμαστε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτὸ σημαίνει ὅτι
η καρδία μας ἀνήκει σὲ ἀλλότριους θεούς. Ἂν ἐμεῖς ξεχνᾶμε τὴν
ἐσωτερικὴ προσευχή, ἀρκούμενοι μόνο στὴν ἐξωτερική, ἡ ὁποία δὲν
φτάνει μέχρι τὴν καρδία μας, τότε αὐτὸ θὰ πεῖ, πὼς ὁ Θεὸς ἔπαυσε
νὰ εἶναι ὁ Θεὸς τῆς καρδίας μας.
Λοιπόν, ἡ πνευματικὴ ἄποψη τῆς πρώτης ἐντολῆς εἶναι τὸ νὰ
προσπαθοῦμε συνέχεια νὰ λέμε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ νὰ ἑνώνουμε
τὴν καρδία μας μὲ τὸν Θεὸ διαμέσου τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του.
Ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος, ἀλλὰ θέλει νὰ Τὸν ἀποδεχτοῦμε ὡς
βασιλέα τῆς ψυχῆς μας ἑκούσια, πράγμα ποὺ γιὰ μᾶς σημαίνει τὴν
ἀδιάλειπτη μάχη μὲ τὸν δαίμονα καὶ τὸν κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.