ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΤΉΣ ΕΝΤΟΛΗΣ
Ἡ ἔκτη ἐντολὴ λέγει: «Οὐ φονεύσεις». Ὁ φόνος εἶναι ἡ στέρηση
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ θείου δώρου τῆς ζωῆς, τοῦ χρόνου τῆς
προετοιμασίας γιὰ τὴν αἰωνιότητα καὶ ἡ ἀφαίρεση τῆς δυνατότητος
νὰ ἐφαρμόσει τὸ κατ᾿ εἰκόνα καὶ τὸ καθ' ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, ποὺ
εἶναι ἐντεθειμένο στὸν ἄνθρωπο. Ὁ φόνος εἶναι ἡ οἰκειοποίηση τοῦ
δικαιώματος τῆς ἀποφάσεως περὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τὸ
ὁποῖο ἀνήκει μόνο στὸν Θεό.
Ὁ πιὸ χυδαῖος τρόπος τοῦ φόνου, ὁ ὁποῖος ἔγινε καθημερινό
φαινόμενο καὶ ἐπιτρέπεται πλέον καὶ ἀπὸ τὸν νόμο, εἶναι ἡ θανάτωση
τῶν ἀβοηθήτων ἐμβρύων στὶς κοιλίες τῶν μητέρων. Κανένας πόλεμος
καὶ καμμία πανδημία, καὶ ὅλοι μαζί, δὲν πῆρε τόσες ζωές, ὅσες παίρνει
συνέχεια αὐτὴ ἡ αἰσχίστη δολοφονία τῶν ὄντων, τὰ ὁποῖα ἔχουν
ἀνθρώπινη ψυχή, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἀναπτυχτεῖ σωματικά. Μιλώντας περὶ
τῆς σκληρότητος τοῦ Ἡρώδη, πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἐνθυμοῦνται τὰ νήπια
ποὺ σκότωσε. Ἀλλὰ τώρα ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἡρώδη ἐπαναλαμβάνεται
σχεδόν σὲ κάθε σπίτι.
Στὴν ψυχικὴ ἄποψη τοῦ φόνου ἀνήκει ἡ εὐθανασία – ἡ νέκρωση
τοῦ ἀρρώστου ποὺ βασανίζεται ἀπὸ τὸν πόνο. Σήμερα ένας τέτοιος
σύνος θεωρεῖται ἔργο συμπάθειας καὶ ἐλεημοσύνης. Ὁ χριστιανισμός
ὅμως διδάσκει κάτι ἄλλο. Ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ὅταν χάνει τὴν
ἱκανότητα τῆς ὁμιλίας καὶ τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸ περιβάλλον,
δὲν εἶναι ἀκόμα νεκρός: μπορεῖ νὰ συνειδητοποιεῖ τί γίνεται γύρω
του, μπορεῖ νὰ ἐνθυμεῖται τὸ παρελθόν, καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὶς
πλάνες του, τὰ λάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες. Καὶ ἀκριβῶς σὲ μία τέτοια
κατάσταση μπορεῖ νὰ γίνει ἡ ἐσωτερική του ἀναγέννηση, μπορεῖ νὰ
ἀρχίσει νὰ μετανοεῖ, χωρὶς ὅμως αὐτὴ ἡ μετάνοια νὰ γίνει ἀντιληπτὴ
ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ μάτια, καὶ ἔτσι μπορεῖ νὰ πεθάνει μὲ τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ στὴν καρδία. Ἐνῶ ἡ εὐθανασία στερεῖ στὸν ἄνθρωπο
αὐτὴ τὴν δυνατότητα, τὴν τελευταία ευκαιρία τῆς σωτηρίας. Καὶ ὡς
ἐκ τούτου, ἡ συμπάθεια πρὸς τὰ σωματικὰ βάσανα τοῦ ἀνθρώπου
γίνεται σκληρότητα πρὸς τὴν ψυχή του.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ὀνόματα τοῦ διαβόλου εἶναι ἀπατεώνας. Γι' αὐτό, ἀπὸ
τὴν ψυχικὴ ἄποψη, φόνο διαπράττει καὶ ἐκεῖνος ποὺ παρασύρει τὸν
ἄλλο στὴν ἁμαρτία, ποὺ κηρύττει τὴν πορνεία καὶ τὴν ἀσωτία, δηλαδὴ
στερεῖ τὴν Χάρη ἀπὸ τὸ θύμα του, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος
μετατρέπεται σὲ ζωντανὸ πτῶμα. Ἕνας τέτοιος ἀπατεώνας γίνεται
ἱερεὺς τοῦ διαβόλου, ἕνας δαίμονας ἐν σαρκί. Στὸ ἴδιο εἶδος φόνου
ἀνήκει καὶ τὸ ναρκεμπόριο, τὰ καζίνα, ἡ διαφθορὰ τῶν παιδιῶν, οἱ
οἶκοι ἀνοχῆς
κ.τ.τ.
Ἄλλο εἶδος φόνου εἶναι ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἀδιαφορία πρὸς
σὲ καταστάσεις ποὺ
τὸν συνάνθρωπο, ποὺ μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἄλλο σὲ ψυχικὴ
διασάλευση, σὲ στενοχώρια καὶ ἀπόγνωση
μοιάζουν μὲ τὸν θάνατο. Πόσο συχνὰ ἕνας δικός μας ἀπρόσεκτος
λόγος μπορεῖ νὰ πληγώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ τραῦμα νὰ μὴν
ἐπουλωθεῖ γιὰ χρόνια! Καὶ ἐδῶ γινόμαστε φονεῖς! Πόσο συχνὰ στὸν
δρόμο μας βρίσκουμε δυστυχεῖς καὶ ἀβοήθητους ἀνθρώπους, ενώ
ἐμεῖς τοὺς προσπερνάμε μὲ ἀδιαφορία: «Δὲν εἶναι ἡ δουλειά
αὐτή» – λέμε, καὶ πάλι γινόμαστε φονεῖς. Μερικές φορὲς ὁ ἄνθρωπος
βρίσκεται σὲ τέτοια κατάσταση, ποὺ ἕνας λόγος συμπάθειας θὰ
μποροῦσε νὰ τὸν ἐνθαρρύνει, νὰ τὸν ἐνδυναμώσει. Ἀλλὰ ἂν ἀντὶ τῆς
συμπάθειας βλέπει μόνο τὴν ἀδιαφορία, τὸ ψέμα καὶ τὴν ὑποκρισία
τότε τὸ βάζει κάτω καὶ χάνει τὴν ἐπιθυμία νὰ ζεῖ. Σὲ τέτοιες
περιπτώσεις γινόμαστε ὄχι μόνο φονεῖς τῶν ἄλλων, ἀλλὰ φονεύουμε
καὶ στὸν ἑαυτό μας τὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ πολύτιμο: τὴν αἴσθηση
τῆς ἀγάπης. καὶ μετατρεπόμαστε σὲ ζωντανὰ πτώματα
Σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὁ σατανὰς εἶναι ἀνθρωποκτόνος
καὶ ψεύστης. Γι᾿ αὐτὸ κάθε ψέμα εἶναι φόνος, εἶναι δολοφονία
τῆς ἐμπιστοσύνης πρὸς ἀλλήλους, πάνω στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ
πνευματικὴ οἰκειότητα είναι δολοφονία τῆς φιλίας καὶ τῆς συζυγικῆς
ἀφοσιώσεως.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ συνήθισε νὰ λέει ψέματα, χάνει τὴν ἐσωτερικὴ
διάκριση μεταξὺ τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ ψεύδους, τοῦ καλοῦ καὶ
τοῦ κακοῦ, τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ σκότους. Χάνει τις πνευματικὲς
διαισθήσεις αὐτοὺς τοὺς ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς– καὶ
γίνεται πνευματικά τυφλός. Χάνει τὴν αὐτογνωσία καὶ τὴν αἴσθηση
μετάνοιας. Όποιος ψεύδεται στοὺς ἀνθρώπους, ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ
νὰ εἶναι εἰλικρινὴς καὶ ἀληθὴς στὸν Θεό. Το ψεῦδος εἶναι ἕνας ἀπὸ
τοὺς λόγους τῆς πνευματικῆς τυφλώσεως τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων.
Στὸ ψυχικὸ στρῶμα αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας ἀνήκει καὶ ὁ φόνος
διὰ λόγου, λόγου χάριν, μὲ ἐμπαιγμὸ ἢ συκοφαντία. Εἶναι σὰν νὰ
δίνεις στὸν ἄνθρωπο δηλητήριο τοῦ φιδιοῦ. Ἀλλὰ ὁ χειρότερος
φόνος διὰ λόγου εἶναι ἡ κατάρα, ἰδιαίτερα ἡ κατάρα τῶν γονέων
στὰ παιδιά. Αὐτὸ τὸ πράγμα σκοτίζει τὴν ζωή τους. ἀλλὰ μερικές
φορές μεταφέρεται στὶς ἑπόμενες γενεές. Ὅταν ἡ μητέρα καταριέται
τὸ παιδί της, εἶναι σὰν νὰ τὸ δίνει ἰδιοχείρως στὸν σατανά
Στὴν ἁμαρτία τοῦ φόνου συμπεριλαμβάνεται καὶ ἡ ὀργή, στὴν
κατάσταση τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νὰ διαπράξει τὴν
πιὸ φοβερὴ σκληρότητα. Ἡ ὀργὴ εἶναι μία ἐθελούσια παραφροσύνη, ή
φωτιὰ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα καὶ κατακαίει μὲ τὴν φλόγα της τὸν
ἄλλο ἄνθρωπο. Ἡ ὀργὴ ποὺ πολυχρονίζει στὴν καρδία μετατρέπεται
σὲ μίσος, σὲ αὐτὸν τὸν ἀντίπαλο τῆς ἀγάπης.
Υπάρχει ἀκόμα ἕνα εἶδος ψυχικοῦ φόνου. Ὅταν μᾶς προσβάλλουν,
ἐνίοτε δὲν ἐκδικούμαστε, ἀλλὰ ἀργότερα προσπαθοῦμε νὰ διώξουμε ἀπὸ
τὴν ψυχή μας ἀκόμα καὶ τὴν ἀνάμνηση περὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μᾶς
πρόσβαλε, λέγοντας: «Αὐτὸς πέθανε γιὰ μένα». Στὴν πραγματικότητα
ὅμως τὸν ἐκδικηθήκαμε, διαγράφοντάς τον ἀπὸ τὴν ζωή μας. Ἀκόμα
καὶ νὰ προσευχόμαστε γιὰ αὐτὸν δυσκολευόμαστε – εἶναι δυσάρεστο,
σὰν νὰ κουβαλοῦμε ἕνα βαρὺ καὶ δυσβάστακτο φορτίο. Συνήθως γιὰ
αὐτὸν ποὺ μᾶς πρόσβαλε δὲν προσευχόμαστε ἀπὸ ψυχῆς, ἀλλὰ κάπως
ἐν τῷ μεταξύ, μὴ θέλοντας στὸ βάθος τῆς καρδίας νὰ ἐκπληρωθεῖ
ή προσευχή μας γιὰ αὐτόν. Καὶ ἂν πάθει κάτι κακό, θὰ χαροῦμε ἐν
τῷ κρυπτῷ σκεπτόμενοι: «Ἔπαθε αὐτὸ ποὺ τοῦ ἄξιζε. Ὅ,τι ἔσπειρε,
θέρισε». Ἐδῶ, πίσω ἀπὸ τὴν φαινομενικὴ ἀδιαφορία, κρύβεται τὸ
παγιωμένο μίσος καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐκδικήσεως.
Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα εἶδος φόνου, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐλάχιστοι
προβληματίζονται ἢ τὸ θεωροῦν ἁμαρτία. Στὸν ἄνθρωπο ἔχει δοθεῖ
ένας περιορισμένος χρόνος ζωῆς: κάθε ἔτος, κάθε μέρα καὶ κάθε
ὥρα μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν θάνατο. Ὁ χρόνος μᾶς δόθηκε γιὰ
νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Στὴν ἐπίγεια ζωὴ πάντα
βρισκόμαστε στὸ σταυροδρόμι, στὴν διασταύρωση τῶν δύο ὁδῶν, ἀπὸ
τὶς ὁποῖες ἡ μία ἄγει στὴν αἰώνια ζωή, ἡ δὲ ἄλλη ὁδηγεῖ στὸν αἰώνιο
θάνατο. Ἡ μέρα ποὺ ζήσαμε χωρὶς νόημα εἶναι μέρα δολοφονημένη·
ὁ χρόνος ποὺ δόθηκε στὴν ἁμαρτία καὶ τὶς διασκεδάσεις εἶναι
φονευμένος χρόνος. Εἶναι ἀδύνατον νὰ φέρουμε τὸν χρόνο πίσω,
ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ἀναστήσουμε ἕναν νεκρό.
Ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἄποψη, φονέας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ στερεῖ
στὸν ἄνθρωπο τὴν ὕψιστη ἀξία – τὸν Θεό, ἐκεῖνος ποὺ φράζει τὸν
δρόμο πρὸς τὴν σωτηρία. Ἀθεΐα, αἱρέσεις, ἐκκλησιαστικὰ σχίσματα,
μαγεῖες, ἀποκρυφιστικὲς διδασκαλίες εἶναι τὰ νεκρὰ ποτάμια ποὺ
εκχυνονται ἀπὸ τὸν ἅδη καὶ πάλι ἐπιστρέφουν στὴν κόλαση μὲ τὰ
θυματά τους.
Ὁ πρώτες φωνείας καὶ αὐτόχειρας εἶναι ὁ σατανάς, ὁ ὁποῖος
επαναστάτησε εναντίον τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργού του, καὶ ἔτσι
ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν Πηγὴ τοῦ εἶναι, ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὸ πεδίο τοῦ θείου
παλαιωνίου φωτὸς στὴν ἄβυσσο τοῦ σκότους καὶ τῆς παραφροσύνης
Ἔγιν καὶ φοιτάς τῶν ἀγγέλων ποὺ τὸν ἀκολούθησαν. Ὕστερα ὁ
δαίμονας στέρησε στὸν ἄνθρωπο τὴν αἰώνια ζωή: τὸν ξέκοψε ἀπὸ
τὸν Θα ὑπέταξε τὴν ψυχή του στὴν ἐξουσία τοῦ ἤδη καὶ τοῦ
θανάτου. Γ’ αὐτό, ὅποιος ὁμοιάζει μὲ τὸν δαίμονα, εἶναι φονέας
δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ στερεῖ στὸν ἄλλο τὴν αἰώνια ζωή. Ἡ ἀπώλεια
τῆς αἰωνιότητας εἶναι ἡ πιὸ φοβερὴ καταστροφή, ἡ ἀνεπανόρθωτη
δυστυχία, ἡ μαύρη ἄβυσσος ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ἐπιστροφή.
Π’ αὐτὸ ὁ χειρότερος τρόπος τῆς δολοφονίας εἶναι νὰ ἁρπάξεις ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπο τὴν πίστη, νὰ τὸν χωρίσεις ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ κάνεις
τὸ τέλος τῆς ἐτήσιας ζωής του ἀρχὴ τῶν αἰωνίων βασάνων, μία
κατάσταση χωρὶς ἀγάπη καὶ ἐλπίδα.
Στὸν ἄνθρωπο, ὡς τὸν κατ᾽ εἰκόνα καὶ τὸν καθ᾿ ὁμοίωσιν, δίδεται
ἡ Χάρις, μὲ σκατὸ νὰὶ ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ Τὸν πλησιάσει. Ὡς ἐκ
τούτου, ὅποιος ἀρκεῖται τὴν Χάρη, ἐκεῖνος τρόπον τινὰ διαπράττει
τὴν ἁμαρτία τῆς θεοκτονίας μέσα στὴν καρδία του. Ὁ ἁμαρτωλὸς
δὲν θέλει νὰ ὑπάρχει ὁ Θεός. Μισεῖ τὸν Θεό, καὶ αὐτὴ ἡ σπίθα τοῦ
μίσους, ὅταν ἀνάψει, βράζει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του σὰν ὑπόγεια
φωτιά, σκοτίζει τὸν νοῦ μὲ τὰ δαχτυλίδια τοῦ καπνοῦ καὶ κατακαίει
τὴν καρδία μὲ τὴν φλόγα τῶν παθῶν. Μετὰ δὲ τὸν θάνατο, αὐτὴ
ἡ ἐσωτερικὴ θεοαπόρριψη μετατρέπεται σὲ μαύρη φωτιὰ τοῦ ἤδη
Γι' αὐτό, μετὰ τὸν δαίμονα ὁ πρῶτος φονέας εἶναι ἐκεῖνος που σὰν
τὸν «ἀνθρωποκτόνο ἀπ᾽ ἀρχῆς», θίγει ἢ σαλεύει τὴν ὕψιστη ἀξία τῆς
ἀνθρώπινης ζωῆς – τὴν πίστη στὸν Θεό. Ἡ δὲ ἐθελούσια ἀπώλεια
τοῦ Θεοῦ εἶναι αυτοκτονία. Κάθε ἁμαρτία ποὺ τὴν διαπράττουμε
ἑκούσια εἶναι φόνος τῆς Χάριτος στὴν καρδία μας.
Ἡ Χάρις δίδεται στὸν χριστιανὸ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας,
τὴν αἰσθάνεται, τὴν βιώνει αὐτὴ τὴν Χάρη. Ἀλλὰ νά, έρχεται ὁ
περασμὸς καὶ ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει νὰ διχάζεται καὶ
νὰ διστάζει. Ἡ συνείδηση τοῦ ὑπαγορεύει: «Μὴν τὸ κάνεις», τὸ δὲ
πάθος ψιθυρίζει σὰν τὸ φίδι: «Θὰ σοῦ δώσω τὸν παράδεισο χωρὶς
τὸν Θεὸ ἐδῶ, στὴν γῆ· θὰ σοῦ δώσω τὴν ἡδονή, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς
δὲν σοῦ τὴν δίνει». Καὶ ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στὸ πάθος, τὸ ὁποῖο
τὸν ἔχει ξεγελάσει ἤδη ἀναρίθμητες φορές. Μπαίνει στὸν κόσμο τῶν
ὀνείρων, στὸν κόσμο τῆς ἐμπαθοῦς του φαντασίας. Τοῦ φαίνεται
ὅτι ἡ δική του συνείδηση ἔχει γίνει ἀντίπαλος καὶ ἐχθρός του, καὶ
θέλει νὰ τὴν σκοτώσει, νὰ τὴν ἐξουδετερώσει. Σὲ αὐτὸ καὶ ἔγκειται
ἡ μεταφυσικὴ πλευρὰ τῆς ἁμαρτίας, τὴν ὁποία
ἤδη ἀποκαλέσαμε
θεοκτονία.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τόσο, ὅσο ἀγαπάει. Ἡ ἀγάπη
κάνει τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πληρέστερη, τὴν καρδία βαθύτερη, τὸν
τοῦ σοφότερο. Καὶ παρόλο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὑφίσταται σὲ αὐτὴ τὴν
ζωὴ θλίψεις, ὁ Κύριος τοῦ δίνει παρηγοριὰ καὶ χαρά. Γι' αὐτὸ ἡ
ἐντολὴ «οὐ φονεύσεις» σημαίνει: «μὴ σκοτώσεις τὸν Θεὸ στὴν καρδία
σου, μὴ σκοτώσεις τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, μὴ σκοτώσεις
τὸ ἀθάνατό σου πνεῦμα γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ ἀληθινὴ ζωὴ εἶναι ὁ Θεός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.