Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Ο πατέρας μου ο Παπαντρεας . ΓΕΩΡΓΊΟΥ ΑΝΤΩΝΆΚΗ .Ο ΕΞΟΡΚΙΣΜΌΣ.



Ο πατέρας μου ο Παπαντρεας . ΓΕΩΡΓΊΟΥ ΑΝΤΩΝΆΚΗ Ο ΕΞΟΡΚΙΣΜΌΣ.



.τυλιγμένος τ' ἄσπρο του φελόνι
καλός πατέρας καὶ καλὸς παππούς
μὲ τὸ σιρόκο στη γενειάδα
χρόνια αιώνες, χρόνια
καὶ νιᾶτα πὄχει ἡ ὀμορφιά.
Ν. Καρούζος, «Ὀρθοδοξία».



Ὁ ἐξορκισμός
- Ὁ Θεὸς τῶν θεῶν καὶ Κύριος τῶν κυρίων, ὃν φοβεῖται καὶ τρέμει
πᾶσα ἡ κτίσις...
Καθισμένος σὲ μιὰ καρέκλα μπροστὰ στὴν Ωραία Πύλη, ὁ παράξενος ἄντρας φοροῦσε τὰ παραδοσιακὰ ροῦχα τῆς Κρήτης, κιλότες,
μαύρο πουκάμισο καὶ στιβάνια. Λίγο πριν κάτσει, σήκωσε το χέρι του
καὶ μὲ μιὰ ἀπότομη κίνηση έβγαλε τὸ μαῦρο μαντήλι ἀπὸ τὸ κεφάλι
του.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε στὴν Ἁγία Κυριακὴ ἦταν ἀναστατωμένος,
ἀνέπνεε βαριά, ὁ φόβος κι ἡ ἀγωνία εἶχαν παραλύσει τὸν νοῦ καὶ τὸ
κορμί του. Τί λέω; Ήρθε ἐκείνη τὴ μέρα πρωί-πρωί, προσπάθησε νὰ
πλησιάσει τὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε. Μιὰ ἀόρατη δύναμη
τὸν ἔσπρωχνε μακριά, ὅσην ὥρα ὁ παπα-Χαράλαμπος κι ὁ Παπαντρέας
συνέχιζαν τὴ Θεία Λειτουργία.
Κατακαλόκαιρο, Ιούλιος μήνας, τὸ αἰωνόβιο κυπαρίσσι στὸ προαύλιο τῆς Ἁγίας Κυριακῆς εἶχε γεμίσει τζιτζίκια καὶ μικρὰ πουλιά.
Τραγουδοῦσαν, ἔψελναν κι ἐκεῖνα ἀσταμάτητα σήμερα, τὴν ἡμέρα
τῆς γιορτής της. Κόσμος έμπαινε κι ἔβγαινε ἀπὸ τὴ χαμηλὴ πόρτα τῆς
ἐκκλησίας, προσκυνοῦσε κι ἄναβε κερί, τὴν ὥρα ποὺ ὁ παράξενος
ἄνθρωπος τριγύριζε στα γύρω χωράφια.
Μετὰ τὴν ἀπόλυση καὶ τὸ ἀντίδωρο ἡ ἐκκλησία ἄδειασε. Στὸ προαύλιο είχαν μείνει μόνο τὰ πουλιὰ καὶ τὰ τζιτζίκια καὶ μέσα στὸν ναὸ
οἱ δυὸ ἱερεῖς κι ἐκεῖνος! Ὁ παπα-Χαράλαμπος, σεβάσμιος, με
γενειάδα ἀσπρόγκριζη, δὲν εἶχε φοβηθεῖ ποτὲ στὴ ζωή
ἀνθρώπους οὔτε πονηρά πνεύματα. Μόνο τὸν Θεὸ φοβόταν ὁ
ἀτρόμητος ἱερέας. Ὁ Παπαντρέας, νεότερος, ἀγαθὸς στὰ λόγια
καὶ στὰ ἔργα, ἦταν ἐκείνη τὴ μέρα σκεφτικός. Εἶχε ἀκούσει πολλά
γιὰ ἐξορκισμούς, δὲν εἶχε ὅμως πάρει μέρος ποτὲ ὁ ἴδιος σὲ
τέτοια ἱερὴ καὶ δύσκολη τελετή. Προσευχόταν ἀπὸ ὥρα μυστικὰ
κι ἡ προσευχή του αὐτὴ ἔδιωχνε σιγὰ-σιγὰ κάθε δισταγμὸ ἀπὸ
τὸν νοῦ. Ἄνοιξε τὸ Εὐχολόγιο με τρεμάμενα ἀκόμη χέρια -ή
ἀλήθεια εἶναι τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπα-Χαράλαμπος κάλυπτε μὲ
τὸ πετραχήλι του τὸ κεφάλι ἐκείνου ποὺ καθόταν στην καρέκλα.
Ἡ ἀναπνοὴ τοῦ σκυφτοῦ ἀνθρώπου είχε βαρύνει κι ἄλλο, ὁ ἀέρας ἔβγαινε τώρα βίαια ἀπὸ τὰ στήθια του καὶ θύμιζε ἀνεμοστρόβιλο σὲ φαράγγι, τὰ τζάμια στὰ μικρὰ παράθυρα τῆς ἐκκλησίας θόλωσαν καὶ τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπα-Χαράλαμπος ἀκούμπησε
στὸ κεφάλι του τον τίμιο σταυρό, ἐκεῖνος τινάχτηκε βίαια καὶ
τὰ πέταξε ὅλα ἀπὸ πάνω του.
– ...καὶ τρέψον αὐτὸν εἰς φυγὴν καὶ ἐπίταξον αὐτῷ καὶ τοῖς
δαίμοσιν αὐτοῦ ἀναχωρῆσαι παντελῶς ἵνα μή τι βλαβερὸν κατὰ
τῆς ἐσφραγισμένης εἰκόνος ἐργάσηται· ἀλλὰ λαβέτωσαν ἰσχὺν
οὗτοι οἱ ἐσφραγισμένοι κραταιότητος τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων
καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ.
Ὁ Παπαντρέας διάβαζε τὴν εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «Ἐπὶ
πασχόντων ὑπὸ δαιμόνων καὶ ἐπὶ πᾶσαν ἀσθένειαν», στὴν ἀρχὴ
χαμηλόφωνα, γρήγορα ὅμως ἡ φωνή του δυνάμωσε, οἱ λέξεις
ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του καθαρὲς κι ἔβλεπες στὴν ὄψη του
νὰ ταξιδεύει φῶς οὐράνιο.
Ὅσο δυνάμωνε ἡ φωνὴ τοῦ ἱερέα, τόσο κι οἱ κραυγὲς τοῦ
δυστυχισμένου ἀνθρώπου γίνονταν οὐρλιαχτά, ποὺ ἔσκιζαν τὴ
σιωπὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ κουρέλιαζαν τὴ χαρὰ καὶ τὸ φῶς τῆς
γιορτινῆς μέρας.
...Ναί, ὁ Θεός, ἀπέλασον ἀπὸ τοῦ δούλου σου πᾶσαν
ἐνέργειαν τοῦ διαβόλου, πᾶσαν μαγείαν, πᾶσαν φαρμακείαν,
εἰδωλολατρίαν, ἀστρομαντείαν, ἀστρολογίαν, νεκρομαντείαν,Ὁ πατέρας μου ὁ Παπαντρέας
ὀρνεοσκοπίαν, ἡδυπάθειαν..., συνέχιζε τὰ τρομερά λόγια τοῦ
Ιεράρχη ὁ παπα-Χαράλαμπος κι ἦταν ἡ δική του φωνὴ ἀντίλαλος
στὰ βουνά. Θύμιζε ἐκεῖνες τὶς ἐποχὲς ποὺ ἀνέβαινε καὶ κατέβαινε
στὰ ὄρη τῆς Κρήτης, νεαρὸς ἀκόμη, να συναντήσει τοὺς Εγγλέζους σαμποτέρ καὶ τοὺς ντόπιους αντάρτες ποὺ πολεμοῦσαν
τοὺς Γερμανούς κατακτητές. Κατακτητὴς ἦταν κι ἐτοῦτος ἐδῶ,
τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ὁ ἀρχηγὸς κι ὁ τροφοδότης τοῦ κακοῦ στὸν
κόσμο, ποὺ πολεμοῦσε σήμερα ὁ σεβάσμιος ἱερέας τοῦ ὑψίστου.
– Εξορκίζω σε τὸν ἀρχέκακον τῆς βλασφημίας, τὸν ἀρχηγὸν
τῆς ἀνταρσίας, καὶ αὐτουργὸν τῆς πονηρίας. Εξορκίζω σε τὸν
ἐκριφθέντα ἐκ τῆς ἄνω φωτοφορίας, καὶ σκότῳ βυθοῦ κατενεχθέντα διὰ τὴν ἔπαρσιν. Ἐξορκίζω σε, καὶ πᾶσαν τὴν ἐκπεσοῦσαν
δύναμιν, τῆς σῆς ἀκόλουθον προαιρέσεως. Ορκίζω σε, πνεῦμα
ἀκάθαρτον, κατὰ τοῦ Θεοῦ Σαβαώθ, καὶ πάσης στρατιᾶς Ἀγγέλων
Θεοῦ, Ἀδωναΐ, Ἐλωΐ, Θεοῦ παντοκράτορος, ἔξελθε καὶ ἀπαναχώρησον ἀπὸ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ.
Μουγκρητὰ ὁλόιδια μ' ἐκεῖνα γουρουνιῶν ποὺ τοὺς κόβουν
τὸν λαιμό, ἄναρθρες κραυγές ποὺ τρυποῦν τ' αὐτιά, τὸν νοῦ καὶ
σκάβουν λάκκους θανάτου στις ψυχές, τινάγματα ἴσια πρὸς τὰ
πάνω, ἀφύσικες αἰωρήσεις, φωνὲς καὶ μορφασμοί προσώπου,
φερμένα, λές, ὁλόισια ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς συμφορᾶς καὶ τοῦ
κακοῦ.
-
– Ορκίζω σε, κατὰ Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος, τοῦ τῇ θεοπνεύστῳ φωνῇ τοὺς ἀνθρώπους ἐμπνεύσαντος, καὶ τοῖς Ἀποστόλοις
συμπράξαντος, καὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην εὐσεβείας πληρώσαντος.
Φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, ἀναχώρησον, δαιμόνιον ἀκάθαρτον
καὶ ἐναγές, καταχθόνιον, βύθιον, ἀπατηλόν, ἄμορφον, θεατὸν δι'
ἀναίδειαν, ἀθέατον διὰ τὴν ὑπόκρισιν, ὁποῦ ἂν τυγχάνῃς...


Ὁ δαιμονισμένος γύρισε ἀργὰ τὸ κεφάλι καὶ κοίταξε τὸν
Παπαντρέα, ποὺ συνέχιζε τὸν ἐξορκισμό. Τὸ πρόσωπό του ἦταν
τεντωμένο καὶ σκοτεινό, πρόσωπο ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ θανάτου φερμένο, μὲ δυὸ νησίδες κάτασπρες. Ηταν οἱ βολβοὶ τῶν
ματιῶν του, ποὺ ἔβλεπαν πρὸς τὰ μέσα τὸ χάος καὶ τὸν τρόμο
τῆς κόλασης.
- Είσαι μεγάλος κ.... παπᾶ, τοῦ φώναξε μ' ἕνα αἰσχρὸ γέλιο καὶ
τὸν ἔφτυσε στὸ πρόσωπο. Θυμᾶσαι..., συνέχισε καὶ τοῦ διηγήθηκε
μιὰ μιὰ τὶς μεγάλες του ἁμαρτίες, καταστάσεις, ἀνθρώπους,
ἐποχές, γεγονότα, πού τά 'χε ξεχάσει κι ὁ ἴδιος. Ζωντάνεψαν
περιγραφὲς ἀνατριχιαστικές, νὰ σταματᾶ ὁ νοῦς...
Ἡ φωνή του βραχνή, φωνὴ ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώπου, ἀπὸ ἄλλο
σύμπαν φερμένη, βούιζε στ' αὐτιὰ τοῦ παπᾶ, ποὺ πρώτη φορὰ
ζοῦσε αὐτὸ τὸ μαρτύριο. Ὅλα γύρω του σκοτείνιασαν, τρόμαξε
σκέφτηκε ν᾿ ἀφήσει τὸ Εὐχολόγιο καὶ τὸν σταυρὸ καὶ νὰ φύγει
μακριά, σὲ τόπους ποὺ νὰ μὴν τὸν ξέρει κανένας.
Πῆγε νὰ συνεχίσει, τὸ στόμα του δὲν ἄνοιγε, ἡ γλῶσσα του
νεκρὴ καὶ τὰ χείλια του παγωμένα.
Γύρεψε μὲ τὰ μάτια τὸ βλέμμα τοῦ παπα-Χαράλαμπου, τὸν εἶδε
ἀτάραχο καὶ γαλήνιο νὰ ψιθυρίζει προσευχές, μιὰ σπίθα ἄναψε
μέσα του, μιὰ σπίθα ποὺ ἔγινε πυρκαγιὰ ὅταν ἀντίκρισε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὸ τέμπλο. Ναί, δὲν ἦταν μόνος του ἐκείνη τὴν
ὥρα τῆς φρίκης, εἶχε δίπλα του τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἁγία Κυριακή.
Ἀνάσανε, φρέσκος ἄνεμος, καθαρός, μυρωδᾶτος, εὐλογημένος
γέμισε τὰ στήθια του.
- Φοβήθητι, φιμώθητι, φύγε μὴ ὑποστρέψῃς, μὴ ὑποκρύβῃς,
μεθ᾿ ἑτέρας πονηρίας πνευμάτων ἀκαθάρτων, ἀλλὰ ἄπελθε εἰς
γῆν ἄνυδρον, ἔρημον, ἀγεώργητον, ἣν ἄνθρωπος οὐκ οἰκεῖ....
συνέχισε μὲ δυνατή, ἐπιτακτικὴ φωνὴ ὁ Παπαντρέας ὕστερα
ἀπὸ τὰ δευτερόλεπτα τῆς σιωπῆς.
- Θὰ φύγω ἀπὸ μέσα σου..., βρυχήθηκε τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ
ἀπὸ τὰ βάθη τῆς κόλασης, μὰ ἡ φωνή του καὶ τὰ λόγια του ἦταν
ἡ ἔσχατη ὑποκρισία.
Τα τζιτζίκια είχαν σωπάσει ἀπὸ ὥρα καὶ τα πουλιά στο κυπαρίσσι τῆς Ἁγίας Κυριακῆς δὲν ἀκούγονταν. Εἶχαν πετάξει μακριά.
- ...ὅτι μέγας ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, καὶ μεγάλη ἡ δόξα τοῦ Πατρὸς
καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Τὰ λόγια τοῦ μεγάλου ἱεράρχη ἔφτασαν στο τέλος τους κι
ὁ παπα-Χαράλαμπος ἄρχισε νὰ διαβάζει τὴν εὐχὴ τοῦ ἁγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Τὸ παράθυρο στὸν νοτιᾶ ἔκλεισε ξαφνικά, ἦχος βίαιου ἀνέμου συντάραξε τὴν ἐκκλησία, ὁ πολυέλαιος πήγαινε πέρα-δῶθε
σὰν ἐκκρεμές, τα γένια τοῦ ἱερέα λύγιζαν, ξερά χόρτα, λές, σὲ
λιβάδι. Ἔκανε κι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀντάρτη παπᾶ νὰ λυγίσει, ὅμως
ἡ πίστη του τῆς ἔδωσε μια σπρωξιὰ καὶ τὴν ἀνέβασε στοὺς
οὐρανούς.
Ὁ Παπαντρέας ἤθελε νὰ κάτσει στὸ πιὸ ἀπόκρυφο στασίδι,
στὴν πιὸ σκοτεινὴ γωνιὰ καὶ νὰ κλάψει, μὰ δὲν τό 'κανε. Μόνο
ἕνα δάκρυ ἀδιόρατο κύλησε στὴν ἄκρη τῶν ματιών του...
Ὕστερα ἀπὸ κάμποση ὥρα οἱ δυὸ ἱερεῖς κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ
ἐξορκισμοῦ κουβέντιαζαν στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησιᾶς γιὰ παρέες
καὶ γιὰ κυνήγια. Ὁ ἐξορκισμὸς εἶχε τελειώσει, τὸ πονηρὸ πνεῦμα
εἶχε κρυφτεί κι ὁ δαιμονισμένος εἶχε ξαναγίνει ἄνθρωπος σὰν
τοὺς ἄλλους.
Τὰ πουλιὰ πετάριζαν καὶ κελαϊδοῦσαν στὸ αιωνόβιο κυπαρίσσι ἐνῶ τὰ τζιτζίκια συνέχιζαν τὸ ρυθμικό τους πήγαινε-έλα
ὑμνῶντας τὴν ἁγία καὶ τὸ καλοκαίρι. Κι εγώ, μικρό, περίεργο
παιδί, ἀναθυμοῦμαι ἐκεῖνον τὸν ἐξορκισμὸ μὲ φόβο καὶ τρόμο, κι
ἂς πέρασαν τόσα χρόνια... Κι ὅμως, ναί, εἶναι ὅλα ἀληθινά – κι
αὐτὰ ποὺ ἀκοῦτε κι ἐκεῖνα πού θ' ἀκούσετε!


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ. ΚΑΙ ΠΑΤΈΡΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΈΝΑΣ.ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ.



Δεν υπάρχουν σχόλια: