Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΥΓΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΠΥΚΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Ι.ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΟΡΤΑΙΤΙΣΣΗΣ ΔΥΤΙΚΟΝ ΠΕΛΛΗΣ.

Ημερολόγιο του Ιβάν Στάρτσκωφ, υπολοχαγού Β' τάγματος του Σοβιετικού στρατού

«...12 Δεκεμβρίου 1941... Βρίσκομαι στο Γενικό Νοσοκομείο κάποιας γερμανικής πόλεως... δεν ξέρω τ' όνομα της, αφού με μετέφεραν εδώ από το πεδίο μάχης ενώ ήμουν σε κώμα... Ή αλήθεια είναι πώς δε θέλω να μάθω τ' όνομα της... τι μ' ενδιαφέρει άλλωστε; Έκτος αυτού κανείς δεν έ­κανε τον κόπο να μου το πει.
Ή κατάσταση μου είναι κυριολεκτικά τραγική. Προ τριών μηνών περίπου στη φοβερή μάχη του Λένινγκραντ ηττηθήκαμε από τους Γερμανούς Ναζί, με μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Εγώ πληγώθηκα θανάσιμα στα δύο πόδια από έκρηξη χειροβομβίδας και στο αριστερό χέρι από κάποια αδέσποτη σφαίρα.
Με βρήκαν πλημμυρισμένο στο αίμα, ανάμεσα σ' ένα σωρό νεκρούς συναδέλφους δύο Γερμανοί στρατιώτες, πού μετά τη λήξη της μάχης έψαχναν ανάμεσα στα πτώματα για οτιδήποτε χρήσιμο ή πολύτιμο.
Με έ­να αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού με μετέφεραν σε κάποιο σταθμό πρώτων βοη­θειών οπού συνήλθα λίγο έπειτα με φόρ­τωσαν στο βαγόνι ενός τρένου, αφού μου κόλλησαν ένα νούμερο στο στήθος και στην πλάτη. Αυτό ήταν φυσικό, αφού για εκείνους δεν ήμουν τίποτε άλλο από ένα νούμερο...
Γεννήθηκα στο Σμολένσκ, μία κωμόπολη Ρωσική, περίπου εκατό χιλιόμετρα α­πό τη Μόσχα, το 1912. Από μικρό παιδί ήμουν σχεδόν άθεος, μεγαλώνοντας ασπά­σθηκα τον κομμουνισμό. Ό πατέρας μου ήταν αυστηρός μπολσεβίκος και είχε λάβει μέρος στην κομμουνιστική επανάσταση το 1917, πού ανέτρεψε το καθεστώς του Τσάρου.
Ή μητέρα μου ή Άννα ήταν καλή χριστιανή, αλλά από το φόβο του πατέρα έκανε τα καθήκοντα της τα χριστιανικά κρυφά. Είχα και έναν... μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό, τον Αλέξιο. Αυτήν την ώρα μόνο αυτόν θυμάμαι, αυτόν μπορώ και αυτόν θέλω να θυμάμαι...
Αργοπεθαίνω.
Οι γιατροί μου έκοψαν και τα δύο πόδια και το αριστερό χέρι γιατί κινδύνευα απ' τη φοβερή γάγγραινα των άκρων. Από τότε είμαι κλεισμένος, ακίνητος, πάνω σ' αυτό το κρεβάτι, στο σκοτεινό θάλαμο Νο Ο (μηδέν).
Με έχουν κάνει πειραματόζωο και φυσικά, αν δεν πεθάνω κάποια στιγμή, θα με σκοτώσουν οι γιατροί, όταν τελειώσουν τα πειράματα τους.
Είναι δώδεκα (12) Δεκεμβρίου. Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Τί περίεργο αλή­θεια! Για πρώτη φορά στη ζωή μου δακρύ­ζω σ' αυτή τη σκέψη. Ήμουν... ανέκαθεν άθεος. Ό αδελφός μου ό Αλέξιος όμως α­πό νήπιο ξημεροβραδιαζόταν στην εκκλησία .
Ήταν άριστος μαθητής στο σχολείο. Ό πατέρας μου, όταν εγώ άρχισα τις σπουδές μου στη Στρατιωτική Σχολή της Μόσχας, ονειρευόταν και για τον Αλέξιο μια λαμπρή σταδιοδρομία αξιωματικού του Ερυθρού Στρατού. Όμως τη χρονιά πού εγώ τελείωνα τη Σχολή κι ό Αλέξιος... ήταν τότε είκοσι (20) χρονών, το 1935... μια νύχτα έφυγε για πάντα. Ή μη­τέρα βρήκε ένα γράμμα με λίγες λέξεις πά­νω στο μαξιλάρι: «Συγχωρήσατε με καλοί μου γονείς, Νικολάι και Αννούσκα... αλλά με καλεί ό ουράνιος Βασιλέας, να καταταγώ στο στρατό Τον. Δεν μπορώ ν' αρνηθώ την πρόσκληση.
Φεύγω κι εύχομαι καλή σωτηρία.
Υ.Γ.: Μην το πείτε παρακαλώ στον Ιβάν. Θα του γράψω εγώ».
Πράγματι, δε μου το είπαν αμέσως, διότι ήταν ή εποχή πού έδινα εξετάσεις για το δίπλωμα. Φυσικά, όταν γύρισα το φθινόπωρο στο σπίτι, μου έδειξαν το γράμμα. Ένας κόμπος μου ανέβηκε στο λαιμό.
Τώρα πού το θυμάμαι... ήθελα, αν ήταν δυνατόν, να τον έβλεπα τώρα, να του ζητήσω συγγνώμη... ναι, διότι ή θλίψη μου, έπειτα από λίγες στιγμές έγινε οργή και αρπάζοντας το στρατιωτικό μου όπλο, τράβηξα τον πατέρα μου απ` το μανίκι φωνάζοντας: «Γιατί δεν έψαξες να τον βρεις; Εγώ τώρα, οπού και να 'χει πάει, θα τον βρω και θα τον σκοτώσω». Ή μητέρα έβγαλε μια κραυγή τρόμου.
Ό πατέρας κατέβασε από τον τοίχο το κυνηγετικό του όπλο, λέγοντας μου: «Δεν έψαξα, γιατί σε περίμενα. Όπως ξέρεις, ή τιμή ενός μπολ­σεβίκου δεν σηκώνει τέτοιο ρεζίλεμα σαν αυτό του Άλιόσα».
Ό θυμός μας είχε τυ­φλώσει. Νιώθαμε πώς μας είχε γίνει φοβε­ρή προσβολή και μάλιστα για κάτι τόσο βλακώδες, όπως ήταν ό Θεός του Αλεξίου... Φυσικά, για μας δεν υπήρχε Θεός και οι εκκλησίες έπρεπε να γίνουν όλες στάβλοι... Δύο μοναστήρια ήταν τα πλη­σιέστερα: Της Όπτινα (πού είχε ήδη κατα­στραφεί στη διάρκεια της Κομμουνιστικής Επανάστασης) και τα ερημητήρια των α­γρίων ορέων του Ροσλάβ.
Ψάξαμε ανάμεσα σ' αυτά, εισβάλλοντας με απειλές και κατάρες, και απαιτώ­ντας από τους καλόγηρους να μας παρα­δώσουν τον Αλέξιο.
Σ' ένα από τα ερημητήρια (όπως καταφέραμε να μάθουμε) είχε καταφύγει, ποθώντας ν' αφιερωθεί στο Θεό του... Αφού υβρίσαμε τον Ηγούμενο, ό πατέρας μου τον τράβηξε από τη γενειά­δα, λέγοντας: «Σκύλε παπά, δώσε μου πί­σω το μικρό μου γιο!». Εκείνος με ήρεμο βλέμμα του είπε να κοιτάξει ψηλά... Ό Α­λέξιος ντυμένος τα ράσα, ήταν στην κορυ­φή του καμπαναριού. Μας έπιασε ρίγος. «Αφήστε ήσυχους τους αδελφούς ευλογη­μένοι.
Ιδού, εγώ είμαι εδώ...». «Κατέβα α­μέσως κάτω, ειδάλλως θα πυροβολήσω», του είπα εγώ με φωνή πού έτρεμε. «Ησυχάστε. Θα είστε κουρασμένοι. Φάτε, ανα­παυθείτε κι έρχομαι έπειτα μαζί σας...». Φυσικά, δεν ήρθε μαζί μας, αλλά από κρυφή έξοδο αναχώρησε, όχι μόνο από το Μοναστήρι, αλλά κι απ' τη Ρωσία.
Από τότε δεν τον ξαναείδα πια ποτέ. Μας έστειλε έπειτα από τρία χρόνια ένα γράμμα: «Είμαι στο ΑΠΟΝ ΟΡΟΣ, στην πρωτεύουσα της Ορθοδοξίας, την Ελλάδα. Προ δέκα ήμερων έγινα Μεγαλόσχη­μος Μοναχός κι έλαβα το όνομα: Χριστό­φορος.
Εάν θέλει ό Ιβάν, ας έλθει να μ' ε­πισκεφθεί. Είμαι στη ρωσική Μονή του Α­γίου Παντελεήμονος. Ό Θεός μεθ' υμών». Εγώ βέβαια, ούτε πήγα ποτέ, ούτε γράμ­μα του έγραψα... Νιώθω το σώμα μου να παγώνει... Δεν μπορώ να γράψω άλλο...».

«19 Δεκεμβρίου 1941... Κάθε μέρα πού περνάει νομίζω πώς είναι για μένα ή τελευταία. Ωστόσο, δεν παύω με το νου μου ν' αναπολώ τα περασμένα... Το σπίτι μας στο Σμολένσκ, το σχολείο, τη Στρατιωτική Σχολή, όλους όσους γνώρισα λίγο ή πολύ στη ζωή μου. Άραγε με θυμάται τώρα κα­νείς απ' αυτούς; Ό παππούς ό Βάνια, πού μου έμαθε να ρίχνω τη σφεντόνα, ή γιαγιά Κλαυδίγια, πού μου έπλεκε ζεστές μάλλι­νες κάλτσες για το χειμώνα.... οι γονείς μου πού, αγνοί βιοπαλαιστές, αγωνίστη­καν να μας μεγαλώσουν εμένα και τον α­δερφό μου... ή γειτόνισσα ή Λιούμπα, ό Πιότρ ό ταχυδρόμος, ό Άντρέι ό δάσκα­λος... δεκάδες πρόσωπα, πράγματα και γε­γονότα, πού μου φαίνονται όμως τώρα τό­σο μηδαμινά κι ασήμαντα...
Σήμερα έχω φριχτούς πόνους στα κομμένα μου πόδια... αισθάνομαι να σαπίζω ζωντανός. Καθημερινά σχεδόν έρχονται δύο γιατροί με πρόσωπα παγωμένα, και αφού με ναρκώσουν πειραματίζονται πάνω στο σώμα μου, χωρίς να ξέρω πώς, λόγω της νάρκωσης... Όταν συνέλθω συνήθως πονάω πολύ κι έχω συνεχή τάση για εμε­τό. Κρυώνω φοβερά μια και δεν υπάρχει θέρμανση στο θάλαμο. Μου έχουν ξυρίσει το κεφάλι, για κάποιο σκοπό πού μόνο τα διεστραμμένα τους μυαλά γνωρίζουν...
Ό νους μου τρέχει εδώ κι εκεί, χωρίς να στέκεται κάπου συγκεκριμένα, ακόμη και σε ανήθικες σκέψεις. Έξαλλου και στη ζωή μου δεν ήμουν ιδιαίτερα ηθικός. Γι' αυτό ό Αλέξιος μου είχε πει κάποτε: «Το σώμα σου πού παρέδωσες στη σαπίλα, θα σαπίσει ζωντανό, πριν βγει ή ψυχή σου Ιβάν. Πολύ λυπάμαι για την ψυχή σου...».
Είναι μέρες τώρα πού έχω μια παράξε­νη φοβία, πού ολοένα μεγαλώνει. Νιώθω σαν το αιχμάλωτο ζώο, πού πρόκειται να δοθεί ως τροφή σε σαρκοφάγα θηρία... Αν πίστευα στο Θεό, θα ονόμαζα τη φοβία μου «έλεγχο συνειδήσεως».
Αν πίστευα... λίγους μήνες πριν την εισβολή των Γερμανών στη Ρωσία, έλαβα ένα ακόμη σύ­ντομο γράμμα από τον αδερφό μου, πού ή­ταν και το τελευταίο: «Χθες χειροτονήθη­κα Ιερομόναχος εν ονόματι Ιησού Χρί­στου τον Κυρίου ημών, δια πρεσβειών της Αειπάρθενου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, Εύχεσθε για μένα. Υ.Γ.: Ιβάν να με θυμη­θείς στην απομόνωση σου».
Τώρα σκέφτο­μαι ότι ό Αλέξιος ή μάλλον ό Χριστόφο­ρος είναι Άγιος. Ναι, σίγουρα είναι Άγιος. Τον είδα στον ύπνο μου απόψε, ντυ­μένο Ιερομόναχο, με κατάλευκα άμφια, θυμιατό κι ένα ξύλινο φωτεινό σταυρό... Με κοίταξε λυπημένος. Κάποια στιγμή χαμογελώντας ελαφρά μου είπε με απαλή φωνή: «Ιβάν, μη φοβάσαι. Ό Χριστόφο­ρος είμαι». - «Πονάω πολύ αδελφέ μου, βοήθησε με», του είπα. «Ιβάν σε λίγες μέ­ρες θα 'έρθεις και συ εδώ, πού είμαι και γώ. Θα σε στείλει ό παπά-Στεφάν Ζινόφσκυ από την Αγία Πετρούπολη».
Έπειτα χάθηκε από τα μάτια μου. Του φώναζα να γυρίσει πίσω, αλλά μάταια. ...Μα, γιατί μου είπε πώς θα πάω εκεί που είναι και αυτός; Και ποιος είναι ό παπά-Στεφάν; Ε­γώ δεν γνωρίζω κανέναν παπά-Στεφάν... Τα μάτια μου βουρκώσανε, ή καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή... ό Χριστόφορος πέ­θανε, έχει πεθάνει! Κι εγώ θα πεθάνω σύ­ντομα... θα πεθάνω... Θεέ μου, δεν θέλω να πεθάνω!... Νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί. Τώρα θυμάμαι τί μου είπε ό Χριστόφορος το τελευταίο Πάσχα πού ήμασταν μαζί: «Ό θάνατος; Μα δεν υπάρχει θάνατος! Μόνο μεταβολή, χωρισμός ψυχής και σώματος. Ό άνθρωπος πλάσθη­κε από το Θεό ΑΘΑΝΑΤΟΣ, αλλά μόνον κοντά Του.
Μακριά Του είναι μια ζωή θανατηφόρα -πέραν του τάφου- γεμάτη αιώνια πικρότατη ΣΙΩΠΗ, φοβερότατο ΣΤΕΝΑΓΜΟ, μεγάλο ΦΟΒΟ και ΑΓΩ­ΝΙΑ, ΑΝΑΜΟΝΗ χωρίς ΕΛΠΙΔΑ, ακατά­παυστη ΟΔΥΝΗ, ψυχικό κι ατελεύτητο ΔΑΚΡΥ, ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΙΣ».
Τρέμω ολόκληρος... Δεν μπορώ... σταματώ εδώ...».

«24 Δεκεμβρίου 1941: ...Ό θάνατος είναι δίπλα μου, νιώθω τα παγωμένα του χέ­ρια να μου πιέζουν την καρδιά... Άλλα ας είναι... Διότι από σήμερα για μένα άλλα­ξαν τα πάντα. Προ ολίγου ήρθε κάποιος παράξενος άνθρωπος, με μπλε σκούρα ρούχα και μια κατάλευκη γενειάδα. Το βλέμμα του ήταν πονεμένο και χαρούμενο μαζί. Φαινόταν βιαστικός. Αφού σφάλισε την πόρτα, μου είπε ψιθυριστά στα Ρωσι­κά: «Δεν με γνωρίζεις παιδί μου, το ξέρω. Άλλα, μην φοβάσαι... Με λένε Στεφάν και είμαι ιερέας του Ύψιστου Θεού». - «Στε­φάν;» ρώτησα κεραυνοβολημένος. «Στε­φάν Ζινόφσκυ;» - «Ναι, από την Πετρού­πολη. Είμαι στην υπηρεσία του Νοσοκο­μείου, ως αιχμάλωτος πολέμου, στα κατα­ναγκαστικά έργα μεταφοράς ανθρώπινων πτωμάτων, στους κλιβάνους καύσεως για απανθράκωση και σαπωνοποίηση. Μας δίδεται καθημερινώς ένας κατάλογος με τους αριθμούς των θαλάμων και τα ονόματα εκείνων πού πρέπει να μεταφέρουμε.
Χθες στον κατάλογο διάβασα το όνομα σου. Θάλαμος Νο Ο, Ιβάν Στάρτσκωφ, κωδ. αρ. 542770.
Αντέγραψα σε άλλο χαρ­τί αυτά τα στοιχεία και τα φύλαξα».
Ή επόμενη κίνηση του ήταν να βγάλει από τον κόρφο του ένα πολύ λεπτό ύφασμα διπλωμένο σφιχτά, σε γαλάζιο χρώ­μα. - «Ιδού παιδί μου. Αυτό είναι το πε­τραχήλι, πού με θυσία αίματος μου έφτια­ξαν χέρια αδελφικά, ώστε κι εδώ στη φο­βερή αιχμαλωσία, έστω κι αν χάνονται σώματα να σώζονται ψυχές».
Τον διέκοψα απότομα ρωτώντας τον με αγωνία: - «Πέστε μου Μπάτουσκα (παππούλη), ειλικρινά τι σας παρακίνησε να έρθετε σε μένα;» Μου απάντησε ψιθυρι­στά: «Κοίταξε, παιδί μου. Το ξέρω ότι ο­νομάζεσαι Ιβάν Στάρτσκωφ, είσαι από το Σμολένσκ, και είσαι αδελφός του Αλεξίου Στάρτσκωφ, πού τώρα είναι...» - «Πώς τα ξέρετε όλα αυτά;» ρώτησα κατάπληκτος. -«Είναι πολύ απλό. Εγώ έχω ένα γιο πού τώρα είναι ιερομόναχος στο ερμητικό κελί του Άγιου Ιωάννου του Θεολόγου, εκεί οπού είχε καταφύγει ό αδελφός σου αρχικά, για να γίνει Μοναχός. Συνέπεσε λοιπόν την ημέρα πού είχες έρθει με τον πατέρα σου, για να πάρετε τον Αλέξιο, ή μάλλον τον Χριστόφορο πίσω, να είμαι κι εγώ εκεί, διότι την επομένη επρόκειτο να γίνει ό γιος μου Μεγαλόσχημος Μονα­χός.
Είδα λοιπόν όλη τη σκηνή με τα μά­τια μου. Όταν εσείς μπήκατε στο αρχονταρίκι για ανάπαυση, ό αδελφός σου έ­τρεξε βιαστικά στο κελί του γιου μου, λέγοντας του: - «Πάτερ Μιχαήλ! Να πεις σε παρακαλώ στον Ηγούμενο να με συγχωρήσει, αλλά φεύγω αμέσως για το Α­ΓΙΟΝ ΟΡΟΣ!» - «Αλέξιε, αδελφέ, είναι σωστό να φύγεις τώρα;» τον ρώτησε ό γιος μου. Είναι θέλημα Θεού αδελφέ! Μην αποκαλύψετε τίποτε στον πατέρα μου και στον Ιβάν... Ευλογείτε, αδελφέ! Να εύχεσθε για μένα!». - «Ή Παναγία μαζί σου Αλέξιε!»

Εκείνος έφυγε τρέχοντας και χάθηκε στο δάσος. Από τότε έστειλε δύο φορές επιστολή στον Ηγούμενο, την πρώτη για την κούρα του σε μεγαλόσχη­μο και τη δεύτερη για τη χειροτονία του. Από καιρού εις καιρόν πού επισκεπτό­μουν τους Μοναχούς εκεί, μάθαινα και για τα γράμματα του. Πριν από αρκετούς μήνες ήρθε κι ένα ακόμη γράμμα, το τρίτο και τελευταίο, σταλμένο από τον Ηγούμε­νο της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμο­νος. Αυτό το είδα κι εγώ με τα μάτια μου"
Έγραφε: «ό αδελφός ημών Ιερομόναχος πατήρ Χριστόφορος, ανεπαύθη χθες, την έκτη πρωινή ώρα εν Κυρίω. Αύριον αρχίζουν την τέλεσε των μνημοσυνών του. Παρακαλείσθε όπως μνημονεύετε την ψυχή του αδελφού, αν και ημείς έχομεν μάλλον περισσοτέραν ανάγκην των ιδικών του ευχών, παρά εκείνος από τάς ιδικάς μας. Ήτο αγία ψυχή, πραγματικά τα­πεινός και άκακος Μοναχός, φίλος θερ­μός της αδιάλειπτου προσευχής και της ασκητικής ζωής. Ας είναι αιωνία του ή μνήμη».
Εγώ είχα μείνει εμβρόντητος από όσα είχα ακούσει. Πέρασαν ένα δύο λεπτά μέ­χρι να συνέλθω. Ένιωθα ένα συνεχές σφίξιμο στην καρδιά, σα να πιεζόταν βασανι­στικά από την αφόρητη θλίψη. Ξέσπασα σ' ένα σχεδόν βουβό κλάμα, με πνιγμένους λυγμούς... Τα κομμένα μου μέλη πονούσαν φρικτά, όχι τόσο από τον σωματικό όσο α­πό τον ψυχικό πόνο: «Μπάτουσκα, Μπάτουσκα (παππούλη, παππούλη), έχει πεθά­νει λοιπόν, το ήξερα, τόχα καταλάβει. Ήρ­θε στον ύπνο μου και μου είπε για σας...». «Ό πατήρ Χριστόφορος είναι πλέον στον Παράδεισο», είπε τότε ό παπά-Στεφάν δακρυσμένος, με βλέμμα να κοιτάει ψηλά έ­ξω τον έναστρο ουρανό.
- «Μπάτουσκα, ό αδελφός μου, ό μικρός μου Άλιόσα ήταν Άγιος... Εγώ... ε­γώ είμαι ένα κτήνος...» του έλεγα με λυγμούς. - «Σώπασε, παιδί μου, ησύχασε... Πρέπει να σου πω και κάτι άλλο ακόμη, Ή επιστολή του Ηγουμένου είχε και υστερόγραφο: «Διαβιβάσατε αδελφοί, εις την οικογένεια του π. Χριστόφορου, ότι έχα­σε την ζωή του εις ώραν ιερού καθήκο­ντος.
Διότι, αφού τέλεσαν ξημερώματα την Θεία Λειτουργία, και αφού κοινώνησε ό ίδιος, οι αδελφοί Μοναχοί της Μονής και τρεις φιλοξενούμενοι στρατιω­τικοί, ανέλαβε αυτοβούλως να οδηγήσει τους τελευταίους έως της παραλίας, όπου κρυφίως θα τους παρελάμβανε κάποιο κα­ράβι δια την Μέση Ανατολή. Δυστυχώς όμως, λόγω προδοσίας έπεσαν εις ενέδρα Γερμανών την ώρα όπου πλησίαζαν το καράβι στην παραλία, όπου ευρίσκοντο όλοι συγκεντρωμένοι. Οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν.
Τότε ό ευλογημένος π. Χριστόφορος, δια να σώσει την ζωή των άλλων, φωνάζοντας «Πέσατε κάτω αδελφοί», άρχισε να τρέχει κατά μήκος της παραλίας, κραυγάζων ατάκτως και κάμνων ζωηράς χειρονομίας, έλκοντας επά­νω του την προσοχήν των εχθρών. Μία σφαίρα τον εύρε εις την καρδίαν. Ήτο ξη­μερώματα Κυριακής, Ιουνίω μηνί - 1941.
Ό Θεός μεθ' υμών και ημών. Ταπεινός προς Κύριον ευχέτης
ό Καθηγούμενος γ Ιερομόναχος Σαμουήλ
και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί».
- «Όπως βλέπεις Ιβάν, ό αδελφός σου δεν ήταν μόνον Άγιος, αλλά και ήρωας». Εγώ πλέον είχα πνιγεί στο θρήνο. Ό π. Στεφάν ξεδίπλωσε το πετραχήλι, λέγοντας μου με τρεμάμενη φωνή: «Ιβάν, παιδί μου, αύριο πού είναι Χριστούγεννα, θα είσαι και συ στον Ουρανό.
Ό π. Χριστόφορος σε περιμένει...». - «Πώς το ξέρετε αυτό;» ρώτησα μέσα στ' αναφιλητά μου. - «Με ειδοποίησε παιδί μου... Έλα τώρα να πεις στο Χριστό μας τη ζωή σου». Άπλωσε πάνω μου το λεπτό πετραχήλι με τους κόκκι­νους κεντημένους σταυρούς. - «Σ' ακούει ό Χριστός τώρα, παιδί μου. Αύριο θα 'σαι στον Παράδεισο». - «Ήμαρτον, πάτερ, ήμαρτον... είμαι ένα θηρίο, ένα κτήνος...».
Του είπα όλη τη ζωή μου από μικρόπαιδί έως τότε. Αφού μου διάβασε την ευ­χή συγχωρήσεως όλων των εγκλημάτων μου, έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό καρύδι. Το πίεσε λίγο κι εκείνο άνοιξε. Τον κοίταξα σαστισμένος. - «Είναι ή Αγία Κοι­νωνία, Ιβάν, ό Ιησούς Χριστός...». - «Μα, πώς πάτερ...». - «Τελούμε πότε - πότε κρυ­φές Θείες Λειτουργίες, με τη σκέπη του Θε­ού. Υπάρχουν αρκετοί Ορθόδοξοι εδώ...Έλα τώρα παιδί μου να κοινωνήσεις. Κά­με το σταυρό σου...».
Έκανα τότε το σταυ­ρό μου, για πρώτη σχεδόν φορά στη ζωή μου κι έλαβα τη ΖΩΗ μέσα στην ψυχή μου. - «Τώρα όλα τέλειωσαν Ιβάν. Θα 'ρθω αύριο το πρωί να παραλάβω το σώμα σου». - «Μπάτουσκα, έχω εδώ μερικά κομμάτια χαρτί, σαν ημερολόγιο. Σάς παρα­καλώ, όταν έρθετε, να τα πάρετε. Θα το 'χω κάτω από το μαξιλάρι». Μου έσφιξε το χέρι, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Πήρα έτσι την ευχή του, φιλώντας το λε­πτό βασανισμένο χέρι του καλού Λευΐτη.
Με σταύρωσε και ψιθυρίζοντας μου: «Μακαριά ή οδός σου παιδί μου. Να εύ­χεσαι και για μένα τον ταπεινό», γλίστρησε αθόρυβα πίσω από την πόρτα και χά­θηκε μέσα στο σκοτάδι...
«...Τί ώρα να 'ναι άραγε; Ίσως τρεις ή τέσσερις ή πέντε τα ξημερώματα. Πάντως μου φαίνεται ότι το σκοτάδι διαλύεται, από ένα αμυδρό φως.
Είναι 25 του Δεκέμβρη 1941... ξημερώνει ή γιορτή των Χρι­στουγέννων...
Δεν μπορώ να σταματήσω το κλάμα, όχι από λύπη, αλλά από χαρά... Ήρθε ή ώρα να φύγω... δεν νιώθω πλέον τα μέλη μου, μόνο στην καρδιά μου υπάρ­χει ακόμη λίγο αίμα... να, μια ηλιαχτίδα ίσχυσε το σκοτάδι... Μπάτουσκα, φεύγω... Συγχώρεσε με, την ευχή σου...
Ιβάν Νικολάγιεβιτς Στάρτσκωφ ό αμαρτωλός».
Το σώμα του Ιβάν, ακρωτηριασμένο, χωρίς πόδια και αριστερό χέρι, βρέθηκε παγωμένο εκείνο το πρωί στο θάλαμο Ο (μηδέν). Εγώ ό ιερέας του Υψίστου Θεού, π. Στεφάν Ζινόφσκυ, με τη βοήθεια ενός άλλου αδελφού το μεταφέραμε, μαζί με άλλα πτώματα στους κλιβάνους. Έψαλα ψιθυριστά τη νεκρώσιμη ακολουθία, καθώς έριχναν το σώμα του Ιβάν στις φλό­γες. Τώρα πια δεν λυπάμαι, ούτε δακρύ­ζω.
Γιατί ξέρω, το νιώθω, ότι ό Ιβάν είναι ευτυχισμένος. Χαίρε ευλογημένε Ιβάν, πού με τους ποταμούς των δακρύων μιας σκοτεινής νύχτας, εξαγόρασες την αιώνια χαραυγή των Ουρανών.
ΤΕΛΟΣ

Σημείωση: Ό ιερέας π. Στεφάν Ζινόφσκυ ήταν αιχμάλωτος στα καταναγκαστι­κά έργα του Γενικού Νοσοκομείου (κέντρο Ιατρικών Πειραμάτων), κάπου μεταξύ των γερμανό-αύστριακών συνόρων. Έζησε στην αιχμαλωσία ως το 1944. Πεθαίνο­ντας μου εμπιστεύθηκε μερικά φύλλα τριμ­μένου χαρτιού, με τις σκέψεις των τελευ­ταίων ήμερων του Ιβάν Στάρτσκωφ, με την τελευταία επιθυμία να δοθούν μετά την απελευθέρωση (πού ήδη τότε διαφαι­νόταν στον ορίζοντα) στη δημοσιότητα. Σεβόμενος την επιθυμία αυτή την πραγματοποίησα. Ας είναι οι λίγες αυτές σελίδες ιερό και αιώνιο μνημόσυνο για τον Ιβάν, τον ακρωτηριασμένο μελλοθάνατο, πού σε μια νύχτα πάλεψε και νίκησε τον θάνατο.
Θεοντόρ Λουντμίλωφ, ετών εξήντα πέ­ντε, συναιχμάλωτος του π. Στεφάν και κατά σάρκα ανιψιός του. Επέζησα, χάριτι Θεού, από την αιχμαλωσία. Μας ελευθέρωσαν τα συμμαχικά στρατεύματα των Άγγλο-άμερικανών το 1945.
ΚΙΕΒΟ, Απρίλης του 1970.

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη...

Ένα ανέκδοτο κείμενο γραμμένο την Πρωτοχρονιά του 1950

Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξα­πλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυ­χτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε ή γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δου­λεύω, βρίσκουμε σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί πού ζωγρά­φιζα την Παναγία, κι ή Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκεία φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ' όνομα του για ό­λα τα μυστήρια της οικονομίας του.
Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, πού μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι πού γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ' έναν παλιό καστρότοιχο. Το κρουσταλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται κι ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο: «Καλότυχος ο άνδρας που χει καλή γυναίκα. Ή καλή γυναίκα ευφραίνει τον άνδρα της, και θα ζήσει ειρηνεμένα τα χρόνια της ζωής του. Κα­λή γυναίκα, κορόνα στο κεφάλι τον ανδρός της. Ή ομορφιά της καλής γυναίκας φεγγοβολά μέσα στο σπί­τι σαν τον ήλιο πού βγαίνει και λάμπει ο κόσμος». Τέτοια γυναίκα μου χάρισε κι εμένα ο Κύριος. Ή εμορφία δεν την περιφάνεψε, ίσια ίσια ή ταπείνωση την πλήθυνε, κι ο φόβος του Θεού την ευωδίασε. Α­νάμεσα στις έμορφες ξεχώρισε, γιατί ή ακαταδεξιά δεν θάμπωσε το κρούσταλλό της, κι ή πονηριά δεν λέ­ρωσε το σιντέφι της ψυχής της. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία ή Α­πλή.
Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την α­γιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα πού τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντο­δύναμος, πού την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτόν». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ' αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύρ­γος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε ή πίστη κι ή ευλάβεια. Κι εμείς πού καθόμαστε μέ­σα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος πού είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγα­θόν».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι ή Μαρία ξά­πλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοί­ταξα τη Μαρία πού ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαινότανε αν είναι άνθρωπος απ κάτω από το σκέπασμα. Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι' αυτό εί­πε ο Δαυίδ: «Πάς άνθρωπος ψεύτης».
Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολι­σμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ' αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό πού ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Ή καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πώς ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πώς ήτανε και κείνοι κρυμμένη πίσω από το καταπέτασμα πού χώριζε τον κόσμο από μένα, και πώς άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε ή ψυχή μου πώς μ' έχουνε ξεχασμένο, κι ή χαρά ή μυ­στική, πού τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, ά­ναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι ή παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπο­νο.
Και φχαρίστησα Εκείνον πού φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και πού κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, πού δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και πού μεθά με το κρασί της τράπεζας του ό­σους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε εκείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδίας, κατά τον Δαυίδ πού λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε ή ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα πού είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δά­κρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί πού δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλο πειρασμό.
Κι αντρειεύτηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιω­σα πώς δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πώς την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πώς δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει ή αληθινή χαρά κι ή παρηγοριά, κι ε­κεί βρίσκονται οι πηγές της αληθινής ζωής.
Αληθινά, ή φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτιάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ' αυτόν τον πόλεμο πού ή αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει α­πό τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τι εί­ναι ή ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι ή ζωή», και γιατί είπε πάλι; «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λο­γαριάζει πώς υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι' αυ­τόν, παρεκτός του Θεού.
Κι εκεί πού τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέ­σα μου ένα θάρρος και μια αφοβία ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια πού είπε ο Ιωνάς μεσα απο το θεριόψαρο; «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεό μου και εισήκουσέ μου. Α­πό την κοιλιά τον Άδη άκουσες την κραυγή μου, ά­κουσες τη φωνή μου. Άβυσσος άπατη με έζωσε. Το κε­φάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, πού την κρατάνε αμπάρες ακατά­λυτες. Ας ανεβεί ή ζωή μου από τη φθορά προς εσέ­να, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα πού χάνεται ή ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο.
Ας έρθει ή προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μά­ταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα ε­γώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω». και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ' έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο πού να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πώς είμαι κερδισμέ­νος οπότε οι άλλοι λογαριάζουνε πώς είμαι ζημιωμέ­νος. και γιατί πήρα δύναμη από Κεΐνον να καταφρο­νήσω τον σατανά, πού παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησε με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες πού βλέ­πεις». και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πώς χαίρεται ο κόσμος!
Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές πού βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησε με και σαν απλώσεις μοναχά το χέ­ρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημέ­νος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρεις, σε καιρό πού αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ' αγαθά, μ' ό­λο πού δεν έχουνε τη δική σου την αξωσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυ­πήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, πού υποφέρνουνε από σένα!». Αλλη φορά τον άκουγα, μ' όλο πού δεν έκανα ότι μου έλεγε, μα τώ­ρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα.
Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους πού δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους πού τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και πού χορεύανε με τις γυναίκες πού δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους πού μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα πού δεν μπορούνε να τ' αποχωρι­στούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και πού καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, άντίς να τα λιγοστέψουνε.
Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι' αυτό ρίχνουνε από πά­νω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον πού ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο από μέσα πλούτος και γι' αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά πού λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πώς ήτανε στ' αληθινά χαρά κι ευτυχία.
Μα γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πώς χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ' αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορ­μιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκονται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Ή χαρά ή αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς πού τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός.
Γι' αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος οποίος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν' ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος πού ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Ό­σο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί πού θρέφει κι από το κρασί πού δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τι λόγια να φχαριστήσω τον Κύριο μου, πού ήμουνα χαμένος και με χειροκράτησε, στραβός και μ' έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο έλπίζων έπ' Αυτόν».
Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι πού βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πώς έ­βλεπα μα τώρα κατάλαβα πώς ήμουνα στραβός και κουφός και ποδάγρας. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί άλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ' αυτιά ακούνε τα καλά μηνύ­ματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο πού πάγει εκεί οπού είναι ή αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί πού βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πώς είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι οποίος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεη­θεί. Ή λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι' αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί πού ήμουνα
τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν ή Μαρία πού κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ό βοριάς έ­κανε μεγάλη ταραχή άπ' όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πώς κλαίγανε και πώς παρακαλούσανε ν' ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το κα­ντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του άπονου στα εικονίσματα και στ' ασημωμένο Ευαγγέλιο.
Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι ό­ποιος είναι ξεχασμένος. Ό κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρ­τιά. Ό δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, πού κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πώς κερδίσανε την αθανασία, τώρα πού ήρθε ο καινούρ­γιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πώς σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Τι κάνουνε; Που πάνε; Σέ λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη ή οχλοβοή κι ή φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα πού δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, Τι ξεγελοιώσαστε; «Ινα Τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψευδός;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
(Από την Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Κυριακή-Δευτέρα 1-2 Ιανουαρίου 1984)

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Ευχές Χριστουγέννων

Με την ευκαιρία των Χριστουγέννων, εύχομαι όπως ο σαρκωθείς Θεός ευλογεί σας οικογενειακώς τας εισόδους και εξόδους σας και κάθε σας έργο εν παντί.
Καί τό νέο έτος 2009
να είναι ευλογημένο και δημιουργικό
εκπληρώνωντας κάθε σας ευγενή επιθυμία.

Και πάλιν
Καλά Χριστούγεννα και καλές γιορτές

Με αγάπη Χριστού

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΑΧΟΣ…………

Ευλογημένος είναι ο μοναχός που αγωνίζεται
να ζει σύμφωνα με τις εντολές της Γραφής γιατί αυτός θα
αντικρίσει Τον Χριστό.

Ευλογημένος είναι ο μοναχός που αγωνίζεται στην προσευχή
ώστε η προσευχή του να είναι αδιάλειπτη.

Ευλογημένος είναι ο μοναχός που αφήνει το φως του
Χριστού να λάμψει στο εσωτερικό του σκότος, γιατί
Αυτός θα δει τον εαυτό του όπως ακριβώς είναι.

Ευλογημένος είναι ο μοναχός που κατακρίνει τον
εαυτό του, γιατί αυτός θα λάβει συγχώρεση.

Ευλογημένος είναι ο μοναχός που όταν πέφτει,
Ενώ θέλει να τα παρατήσει, πάλι σηκώνεται, γιατί
η προσπάθεια του αυτή ελκύει την χάρη, η οποία τον
δυναμώνει να αγωνίζεται.

Ευλογημένος είναι ο μοναχός που κατοικεί με τους
Αδελφούς του σε ενότητα, γιατί μεγάλη ανταμοιβή
θα έχει στον παράδεισο.

Ευλογημένος είναι ο μοναχός που απέκτησε την
ειρήνη του Αγίου Πνεύματος, γιατί γίνεται ο ίδιος
λιμάνι για τους γύρω του.

Ο Γέροντας Αμβρόσιος της Οπτινα μια φορά
ρώτησε « Τι είναι ο Μοναχισμός;» και απάντησε
κατάλληλα. « Ο μοναχισμός είναι μακαριότητα».

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Τι δώρο θα κάνεις Εσύ στο Χριστό;

+ Ο Άγιος Ιερώνυμος στη Βηθλεέμ.
Τέσσερις αιώνες περίπου μετά τη γέννηση του Χριστού, μια νύχτα των Χριστουγέννων, ο Άγιος Ιερώνυμος έρχεται προσκυνητής στη Βηθλεέμ.
Λαχταράει να προσκυνήσει το μέρος όπου γεννήθηκε ο Χριστός. Έρχεται στο σπήλαιο της γεννήσεως ταπεινά και προσεύχεται.
Ο ίδιος μιλάει αργότερα για τη θεϊκή εμπειρία που είχε. Άκουσε σε όραμα τη γλυκιά φωνή του Θείου Βρέφους να απευθύνεται σ΄ αυτόν και αναρρίγησε.
- Ιερώνυμε τι θα μου προσφέρεις σήμερα, την ημέρα της γεννήσεώς μου; *
Ω θείο Βρέφος, το γνωρίζεις, για Σένα τα έχω εγκαταλείψει όλα... και την αυλή των Αρχιερέων, και τα μεγαλεία της Ρώμης, και τις ηδονές και τα πλούτη... Και αυτή την ώρα ο νους μου, όλη μου η καρδιά, οι σκέψεις μου και η ζωή μου ακόμη, τα πάντα ανήκουν σε Σένα! Τι άλλο θα μπορούσα να σου δώσω; Δεν έχω τίποτε άλλο... σήμερα την ημέρα της γιορτής σου...
Ακούει τότε τη φωνή του Θείου Βρέφους να του λέει:
- Έχεις Ιερώνυμε, έχεις κάτι που το λησμονείς και θέλω σήμερα να το καταθέσεις στα πόδια μου. *
Τι είναι αυτό ουράνιε Βασιλιά, αγάπη της αγάπης μου και ψυχή της ζωής μου, έχω πράγματι άλλο τίποτε για να σου δώσω; Θα ήμουν τόσο ταλαίπωρος ώστε να φυλάξω κάτι για μένα ! Πες μου γλυκύτατε Ιησού, τι ημπορώ να σου δώσω ακόμη;
(Και μετά από μια στιγμή σιγής άκουσε τη φωνή του παιδίου Ιησού, νατου απαντά!)
- Ιερώνυμε, δώσε μου... τις αμαρτίες σου!*
Τις αμαρτίες μου Αγιώτατε Θεέ ; ! Τι να τις κάνεις τις αμαρτίες μου;
- Ιερώνυμε δώσε μου όλες τις αμαρτίες σου, για να τις συγχωρήσω όλες.
Και ο Άγιος Γέρων αναλύθηκε σε δάκρυα, ευτυχίας και αγάπης και προσκύνησε το θείο Βρέφος.
Αδελφέ μου, όπως άλλοτε ο Άγιος Ιερώνυμος πλησιάζουμε και μείς σήμερα το Σωτήρα να Τον προσκυνήσουμε και να του προσφέρουμε λέγοντας:«Αγρυπνούμε και μεις Κύριε, για να σε δοξολογήσουμε, ανάψαμε τις λαμπάδεςμας, νηστέψαμε και θα κοινωνήσουμε... τι άλλο να σου χαρίσουμε Χριστέ;» Και κείνος θα μας κοιτάξει στα μάτια και θα μας πεί: «παιδί μου, καλά όλα αυτά αλλά εγώ ήρθα κοντά σας επειδή θέλω να μου χαρίσετε, όχι αυτά που εγώ σας έδωσα, αλλά κάτι δικό σας, αποκλειστικά δικό σας, ... τις αμαρτίες σας».
Αφήστε τις στα πόδια μου να τις συγχωρέσω και να αποκτήστε καθαρήψυχή, χωρίς αυτό δεν μπορείτε να πλησιάσετε τον Άγιο Θεό, χωρίς τηνκαθαρότητα δεν εισακούονται οι προσευχές σας.
Περάστε από το μυστήριο της εξομολόγησης για να καθαριστείτε και έπειτα χαρίστε μου την ψυχή σας καθαρή, ώστε να μπορέσω μετά να γεννηθώ και στην καρδιά σας και να μπείτε έτσι για πάντα στη βασιλεία των ουρανών.
Και μεις ας του απαντήσουμε Ψυχή μου:
Γενηθήτω Κύριε το θέλημά Σου !
Α μ ή ν.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη

Συλλογές απο το έργο της πρεσβυτέρας... ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το πρώτο ταξίδι μου στο Θεοβάδιστο ορός Σινά, ήταν ό μεγαλύτερος σταθμός στην πνευματική μου πορεία. Ή αγιότητα του χώρου με καθήλωσε και με δίδαξε μυστικά, ότι είμαστε περαστικοί απ' αυτή τη ζωή. Το μόνο πού θα πάρουμε μαζί μας είναι ή πίστη και ή αγάπη στο Χριστό μας, ή καλοσύνη μας και τα καλά μας έργα. Τα υπέροχα και δυνατά αισθήματα πού έζησα εκεί, ήθελα ή δυνατόν να τα μοιραστώ μ' όλο τον κόσμο! Ό πανάγαθος Κύριος, άρχισε να κάνει το ταπεινό μου αίτημα πραγματικότητα. Με το τάλαντο της ποίησης πού τόσο ξαφνικά μου χάρισε, περιγράφω και μοιράζω τα αισθήματά μου για Κείνον αυθόρμητα, με απέραντη αγάπη σ' όλα τα αδέλφια μου, σε σας! Το πρώτο μου βιβλίο ταπεινά αφιερώνω στον Αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραίθώ κ.κ. Δαμιανό, στον Δίκαιο της Ιεράς Μονής και πνευματικό μου πατέρα Παύλο πού με στήριξε και με προέτρεψε να γράφω και σε όλους τους ευσεβείς Σιναΐτες πού με βοήθησαν σ' αυτή μου την προσπάθεια. Ευχαριστίες ανήκουν στον Ιερέα σύζυγο μου π. Νεκτάριο Δημητριάδη καθώς και στα αγαπημένα μου παιδιά Μαργαρίτα, Παρασκευά και Βαλσάμω. Προσευχές αναπέμπω στον Δωροδότη Κύριο, για όσους οικονομικά και ηθικά συμπαραστάθηκαν στην έκδοση αυτού του βιβλίου και την αναπαραγωγή και διάθεση των ψηφιακών δίσκων (CD). Μακαρίζω δε τους αειμνήστους γονείς μου, Γεώργιο και Αθηνά, πού με μεγάλωσαν και με προίκισαν με τα πλούτη της δυνατής πίστης προς τον αληθινό Θεό. Θα τους ευγνωμονώ αιώνια γιατί μου χάρισαν το ιερότερο και μεγαλύτερο δώρο. Το βιβλίο μου ξεκινώ ποιητικά, με το βίο και το μαρτύριο Εκείνης πού προσκυνώ στα ταξίδια μου και πού υποδέχεται πάντα με άρρητη ευωδία, όχι μόνο εμένα, μα και τον κάθε ευλαβή προσκυνητή. Ακολουθούν ποιήματα πού έγραψα εκεί, πού περιγράφουν ό,τι έχω νοιώσει στο Όρος πού ό Θεός αγίασε περισσότερο απ' όλα τα όρη της γης. Το άγιο και Θεοβάδιστο Σινά. Το όρος πού ακούμπησα την ψυχή μου. Με αγάπη Χριστού αφιερώνω κάθε μου ποίημα σε όσους αγαπούν αληθινά και ενσυνείδητα τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.