Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 4 Απριλίου 2019
Η ιστορία της γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς της Ανατολικής Ρωμυλίας
Η ιστορία της
γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς της Ανατολικής Ρωμυλίας
_________________
Ημερίδα για την
παραδοσιακή φορεσιά Ορμενίου - Φτελιάς
Ημερίδα με θέμα: “Χρώματα μνήμης,
Φορεσιά Ορμενίου – Φτελιάς (Κόζλουτζια – Ουρούμκιοϊ Ανατολικής Ρωμυλίας)” οργανώθηκε
από το Ιερό Κάθισμα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού της Μάνης, με απώτερο
σκοπό την γνωριμία του ακριτικού Βορά με τον Νότο.
Ένα μοναδικής αξίας
ένδυμα που προέρχεται από τις χαμένες πατρίδες παρέδωσε πρόσφατα στη Μονή
Μεταμορφώσεων του Σωτήρος, στη Μάνη, η συγγραφέας Κυριακή Δήμου-Φωτιάδου. Το
σπάνιο αυτό υφαντό είχε φτιάξει η μητέρα της.
Συνάμα παραδόθηκε από την
κεντρική ομιλήτρια μια μοναδικής αξίας πλήρης παραδοσιακή φορεσιά από τις
χαμένες πατρίδες. Η εκκλησία για χρόνια είναι φύλακας πολύτιμων κειμηλίων της
ιστορίας. Οι Χριστιανοί εμπιστεύονται στις εκκλησίες τούς μικρούς θησαυρούς
τους. Αυτή η εμπιστοσύνη έχει πηγή της την προσπάθεια των προπατόρων, αιώνες
τώρα, οι οποίοι μας μαθαίνουν ότι η ζωή μας είναι δώρο κι όχι περιουσία μας,
πόσο μάλλον η ύλη δεν είναι κτήμα μας.
Η εκδήλωση έλαβε χώρα μια Κυριακή
πριν λίγο καιρό, μετά τη θεία Λειτουργία. Υπήρξε μεγάλη προσέλευση (σύλλογοι,
εκπρόσωποι πολιτιστικών φορέων από Μεσσηνία και Σπάρτη και προσκυνητών).
Η Κυριακή Δήμου-Φωτιάδου
συγγραφέας με καταγωγή από την Ανατολική Ρωμυλία, η οποία σήμερα κατοικεί
μόνιμα στο Κιλκίς παρουσίασε την φορεσιά της πατρίδας της. Επίσης αναφέρθηκε στα
δυο Ελληνικά χωριά Κόζλουτζια και Ουρούμκιοϊ της Ανατολικής Ρωμυλίας, σημερινής
Ν. Βουλγαρίας, που από επίσημα έγγραφα διαπιστώνεται πως υπήρχαν και πριν το
1683. Πρόκειται για δυο χωριά που δεν έχασαν την Ελληνική τους συνείδηση, τη γλώσσα,
τη θρησκεία, τα ήθη-έθιμά τους μέσα στα χρόνια της Οθωμανικής σκλαβιάς και την
αγριότητα των Βουλγάρων.
Τα χωριά
Υπήρχε εκεί ελληνικό σχολείο και
εκκλησία και μέχρι το 1906 η λειτουργία και η διδασκαλία γινόταν στην ελληνική
γλώσσα. Την ίδια χρονιά ο δάσκαλος και ο ιερέας αντικαταστάθηκαν με τη βία από
Βουλγάρους.
Οι κάτοικοι των χωριών αυτών
αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς από το 1923 έως και το 1930 για
να εγκατασταθούν στο Ορμένιο, το βορειότερο χωριό της ελληνικής επικράτειας,
στη Φτελιά, στο Φυλάκιο και τον Πύργο της Ορεστιάδας του Ν. Έβρου. Κάποιες
οικογένειες Ελλήνων από το Κόζλουτζια παρέμειναν εκεί και έως σήμερα διατηρούν
την ελληνική τους ταυτότητα. Δυστυχώς εμείς τους έχουμε λησμονήσει, όπως έχουμε
λησμονήσει σχεδόν και τις χαμένες πατρίδες, τη γη των προγόνων μας.
Η Κυριακή Φωτιάδου φορτισμένη από
τις αναμνήσεις των δικών της προσφύγων τόνισε κατά την διάρκεια της εκδήλωσης: «Είμαι
ευτυχισμένη, που συνάντησα τους πατέρες της μονής και αντιλήφθηκα την αγάπη
τους για τις παραδοσιακές στολές του τόπου μας, οι οποίες δεν αποτελούν γι’
αυτούς αντικείμενα συλλογής και προβολής. Κοιτούν με σεβασμό τα πρόσωπα από τα
οποία προέρχονται. Έτσι αποφάσισα να τους παραδώσω την φορεσιά της μητέρας μου
Καλλιόπης η οποία υπηρέτησε πιστά την παράδοση σε όλη της την ζωή. Θέλω να
αφήσω σήμερα εδώ τη φορεσιά που η μητέρα μου ύφανε και στόλισε με τόση αγάπη,
ένα κομμάτι της δικής της και της δικής μου ψυχής».
Οι μοναχοί αποδεχόμενοι το δώρο
αυτό με συγκίνηση δήλωσαν: «Δεχόμαστε αυτά τα κειμήλια, όχι ως αντικείμενα,
αλλά ως προσφορές που αξίζουν το βάρος της μνήμης που κουβαλούν. Εκθέτοντας την
κάθε φορεσιά προβάλουμε το πρόσωπο, την ιστορία του και την ιστορία του τόπου
του. Γι’ αυτό το λόγο έχει μεγάλη σημασία για μας η δωρεά από ανώνυμους και
επώνυμους. Θυμόμαστε με δάκρυα την δωρεά ενός Συλλόγου Καππαδοκών από την
Αλεξανδρούπολη οι οποίοι επισκεπτόμενοι μια εκκλησία με το όνομα “Χαμογελαστή
Παναγιά” σ’ ένα Καππαδοκικό χωριό ανακάλυψαν σε μια εσοχή λείψανα μοναχών και
μας τα παρέδωσαν».
Πολύτιμο κειμήλιο
Η Κυριακή Φωτιάδου κατά τη
διάρκεια της ομιλίας της αναφέρθηκε στην ιστορία της Θρακιώτικης φορεσιάς.
Παρουσίασε επίσης αναλυτικά τα μέρη του ρούχου που με κόπο ύφανε η μητέρα της στον
αργαλειό, όπως έκαναν στο παρελθόν οι γιαγιάδες της και οι πρόγονοί της:
«Η μητέρα μου ήταν παιδί έξι ετών, όταν ήρθε σαν
προσφυγοπούλα με τη μητέρα της και τη γιαγιά της από την Ανατολική Ρωμυλία στο
Ορμένιο. Εκείνες την δασκάλεψαν και της έμαθαν πώς να την υφάνει. Η φορεσιά που
κρατώ στα χέρια μου, ήταν η παραδοσιακή φορεσιά των χωριών Κόζλουτζια και
Ουρούμκιοϊ της Ανατολικής Ρωμυλίας. Φορέθηκε στα χωριά στα οποία εγκαταστάθηκαν
μετά την προσφυγιά (Ορμένιο, Φτελιά, Πύργο και Φυλάκιο της Ορεστιάδας), έως και
τη δεκαετία του 1960 που άρχισε η μετανάστευση και οι γυναίκες όταν έφταναν
στον νέο τόπο, αναγκάζονταν να κόψουν τα μακριά τους μαλλιά και να φορέσουν
ευρωπαϊκά ρούχα. Οι ηλικιωμένες γυναίκες όμως, όπως οι γιαγιάδες μου, τα
φορούσαν σε όλη τους τη ζωή».
Τα βασικά κομμάτια, ποιοι, πότε και πώς τα φορούσαν.
Τα νυφικά ρούχα και τα πανωφόρια για τις εύπορες οικογένειες.
Το παραδοσιακό φουστάνι φορέθηκε από την Μαρία, προσκυνήτρια, η οποία
έδειχνε στους συμμετέχοντες της ημερίδας το κάθε μέρος του ρούχου, ενώ η κυρία
Φωτιάδου το παρουσίαζε: :
«Τα κύρια
ενδύματα της γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς των χωριών αυτών ήταν: Το πχάμσου, πουκάμισο, λευκό, βαμβακερό,
υφασμένο στον αργαλειό. Ρούχο κλειστό, με κατακόρυφο άνοιγμα για το λαιμό, το
αποτελούσαν μία κεντρική μονοκόμματη άκοπη μάνα μπρος πίσω χωρίς ραφή στον ώμο.
Στα πλαϊνά είχε αγκιόλια που του
έδιναν το απαιτούμενο φάρδος και στον ποδόγυρο και στα τελειώματα του μανικιού
είχε επίρραπτη διακόσμηση. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν τα χρωματιστά
ενυφασμένα κινάρια παράλληλα με τις
ούγιες, που ανάλογα με το χρώμα, ή το συνδυασμό των χρωμάτων μεταξύ τους αλλά
και το φάρδος του κάθε κιναριού, έδιναν και το όνομα σε κάθε πουκάμισο, πχ πχάμσου
με κόκκινες στενές μανίτσες (ρίγες), ή πχάμσου με κόκκινες και μαύρες σκιστές
μάνες (ρίγες), κλπ.
Σουντουκλούδκ
Επάνω στο
πουκάμισο φορούσαν: α) Φουστάν’,
φουστάνι, Μαύρο, αμάνικο ένδυμα, ολόμαλλο, άκοπο στη μέση, με κατακόρυφο
άνοιγμα μπροστά και επίρραπτη διακόσμηση στον ποδόγυρο, στη λαιμαριά και στη μασχάλη από γαϊτάνια και χάντρες. Φοριόταν από κάθε
ηλικία, χειμώνα καλοκαίρι. β) Σιγκούν’,
που είχε ίδιο ύφασμα, χρώμα και επίρραπτη διακόσμηση με το φουστάνι, αλλά ήταν μανικωτό ένδυμα και είχε οβάλ λαιμαριά. Φοριόταν το χειμώνα, επίσης
από κάθε ηλικία. γ) Φούστα, βαμβακερή
με στενό γιλέκο και πιέτες στο κάτω μέρος, αμάνικη ή με μανίκια, φοριόταν
άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο μόνο σε επίσημες μέρες και παρουσίαζε μεγάλη
ποικιλία ως προς το σχέδιο του χειροποίητου υφασμένου υφάσματος από το οποίο
ήταν ραμμένη, π.χ κίτρινη φούστα ή
αλλιώς φουστανέλα, μαρτέινια φούστα, σουντουκλούδκ’, με μάνες κ.ά.. Φοριόταν από κοπέλες, τη
φορούσαν οι νύφες την ημέρα του γάμου σαν νυφικό και οι νέες γυναίκες.
Σιαλταμάρκα
Επάνω από
το φουστάνι και από το σιγκούνι το χειμώνα φορούσαν το κασάκ’, κασάκι, αμάνικο
ένδυμα, είδος γιλέκου, που σκέπαζε τους γοφούς, από μαύρο σαϊάκι, ανοιχτό μπροστά και με επίρραπτη διακόσμηση γύρω στα
τελειώματα. Επάνω από τη φούστα φορούσαν συνήθως ένα κοντό γιλέκ’, γιλέκο αλλά και μακρύ, μαύρο ή βυσσινί, πλεγμένο στο χέρι.
Πανωφόρια που συμπλήρωναν τα παραπάνω ενδύματα ήταν η μόδα, μακρύ μανικωτό ένδυμα από μαύρο σαϊάκι, που γύρω γύρω είχε γούνα. Η σιαλταμάρκα, κοντό μανικωτό ένδυμα από μαύρο σαϊάκι που επίσης γύρω γύρω είχε γούνα. Και τα δύο αυτά πανωφόρια
ήταν ενδύματα των εύπορων οικογενειών, τα οποία και δανείζονταν πολλές φορές οι
φτωχές νύφες, για να τα φορέσουν την ημέρα του γάμου τους.
Σκουτνίκα
Όλα τα
παραπάνω ενδύματα συμπληρώνονταν τις γιορτές από την σκουτνίκα, ποδιά, και καθημερινά από τη φούτα, ποδιά. Η σκουτνίκα,
ποδιά μάλλινη σε βυσσινί ή σε κόκκινο χρώμα με ενυφασμένα συμβολικά μοτίβα,
οριζόντια και κάθετα φοριόταν από όλες τις ηλικίες. Η φούτα, μάλλινη ή βαμβακερή για τις καθημερινές και για τις ώρες της
δουλειάς ήταν συνήθως μονόχρωμη με διακριτική γραμμική ενυφασμένη διακόσμηση. Η
μάλλινη χειροποίητη φανέλα, με
μανίκια και άνοιγμα μπροστά, φοριόταν το χειμώνα επάνω από τη φούστα. Το
ασημένιο ζνάρ’, ζωνάρι φοριόταν μόνο
τις γιορτές.
Για εσώρουχο φορούσαν υφαντό βρακί. Κοντό για το καλοκαίρι, το
χειμώνα μακρύ, σκέπαζε το γόνατο. Στο κεφάλι φορούσαν λευκή βαμβακερή μαντήλα, τσιουμπέρ’, υφαντή ή του
εμπορίου, με χειροποίητο κέντημα στις γωνίες και δαντελίτσα στο τελείωμα.
Χειροποίητα κοσμήματα
Ποικιλία κοσμημάτων, χρυσά,
ασημένια αλλά και κοσμήματα φτιαγμένα από τις ίδιες τις γυναίκες με απλά υλικά,
όπως χάντρες, πούλιες, κοχυλάκια, καρπούς, κλπ. στόλιζαν το κεφάλι και το
κορμί. Σχεδόν ολόκληρη η γυναικεία φορεσιά από την πρώτη ύλη, την κοπή, τη ραφή
και τη διακόσμηση, όπως και τα περισσότερα κοσμήματα ήταν έργο των ίδιων των
γυναικών. Όλα αυτά φορεμένα το ένα
πάνω στο άλλο, κούμπωναν με διάφορους τρόπους, ώστε να μην κρύβει το ένα το
άλλο στα σημεία που παρουσιάζουν διακοσμητικό ενδιαφέρον.
Στα πόδια τις γιορτές φορούσαν
τσουράπια».
Η εκδήλωση
ολοκληρώθηκε με κέρασμα και συζήτηση. Η φορεσιά παραδόθηκε και το κειμήλιο δεν
ανήκει πια στον αρχικό ιδιοκτήτη του. Ωστόσο δεν μειώνεται η αξία ενός θησαυρού
όταν γίνεται η μοιρασιά του. Αυτός ο συλλογισμός δεν στέκει βέβαια με την
λογική. Αλλά η καρδιά και οι αρετές της συμβαίνει συχνά να μην περπατούν χέρι
με χέρι με την λογική. Για να ταπεινωθεί έτσι ο νους μας που ψηλώνει με την
ιδιοκτησία, την ζωώδη κατοχή της λείας και του λάφυρου. Η καρδιά που κινείται
από την χαρά ότι αυτά που έχουμε είναι απλώς “Τα δικά Σου, από τα δικά Σου”,
μόνο μπορεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο του μονοφαγά. Αυτό το γνωρίζει καλά από
την εμπειρία του ο χριστιανός.
__________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΑΛΗΘΕΙΑ, 20.03.2019
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου