Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Η ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΣΑΡΩΦ.



Έπειτα, με ανέκφραστη χαρά ό Άγιος μίλησε στον Αδελφό Ιωάννη για την θαυμάσια οπτασία του.

«Άκου! Θα σού πω κάτι για τον πτωχό Σεραφείμ! Κάποτε»,— ίσως σκεφθεί κανείς ότι αυτό συνέβη την περίοδο τού εγκλεισμού του— «ενώ διάβαζα στον Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο τούς λόγους τού Σωτηρος, Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισίν (14:2), εγώ, πτωχό πλάσμα καθώς είμαι, κόλλησα την σκέψη μου σε αυτές και επιθύμησα να δω εκείνες τις ουράνιες κατοικίες. Πέντε ημέρες και νύχτες πέρασα σε αγρυπνία και προσευχή, ζητώντας από τον Κύριο την χάρη εκείνου τού οράματος. Και πράγματι ό Κύριος, στον μεγάλο Του έλεος, δεν μού στέρησε την παρηγοριά κατά την πίστη μου διότι μού έδειξε εκείνες τις αιώνιες κατοικίες στις όποιες εγώ, ό πτωχός επίγειος προσκυνητής, αρπάχτηκα για μια στιγμή (είτε με τον σώμα είτε έξω από τον σώμα, δεν γνωρίζω) και είδα τον ανέκφραστο ουράνιο κάλλος και εκείνους πού κατοικούν εκεί:

τον Μεγάλο Πρόδρομο και Βαπτιστή τού Κυρίου Ιωάννη, τούς Αποστόλους, τούς Αγίους Ιεράρχες, τούς Μάρτυρες και τούς Αγίους Πατέρες μας—Αντώνιο τον Μέγα, Παύλο τον θηβαΐτη, Άγιο Σάββα, Ονούφριο τον Μέγα, Μάρκο της Θράκης και όλους τούς Αγίους να λάμπουν με ανείπωτη δόξα και χαρά, τα όποια οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν άνθρωπου ουκ ανέβη (Ήσ. 64:4 Α ' Κορ. 2:9), αλλά τα όποια ό Θεός ητοίμασεν τοις αγαπώσιν αυτόν».

«Με τα λόγια αυτά», γράφει ό Τύχωνωφ, «ό π. Σεραφείμ έμεινε σιωπηλός. Την ίδια στιγμή έγειρε κάπως μπροστά, τον κεφάλι του (με τα μάτια κλειστά) έκλινε προς τα κάτω, και με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού του χεριού ήρεμα (ρυθμικά) και ήπια χάιδευε τον μέρος όπου βρισκόταν ή καρδιά του. Τον πρόσωπο του σταδιακά άλλαζε και αποκάλυπτε ένα θαυμάσιο φως, και τέλος έγινε τόσο φωτεινό ώστε ήταν αδύνατον να τον κοιτάξει κανείς. Τον στόμα του και η όλη του εμφάνιση εξέφραζε τέτοια χαρά και τέτοια ουράνια έκσταση, ώστε εκείνην την στιγμή θα μπορούσε πραγματικά να ονομασθεί επίγειος Άγγελος και ουράνιος άνθρωπος. Στην διάρκεια τής σιωπής του, πού ήταν βυθισμένη μέσα στον μυστήριο, φαινόταν να ενατενίζει κάτι με τρυφερό αίσθημα και να ακούει κάτι με θαυμασμό. Αλλά τί ακριβώς ήταν εκείνο πού γοήτευε και έθελγε την ψυχή του δικαίου, ό Θεός μόνον γνωρίζει.

«Έπειτα από μία μάλλον μακρά σιωπή, ό π. Σεραφείμ μίλησε και πάλι. Αναστενάζοντας από τον βάθος τής καρδιάς του, μου είπε με αίσθημα ανέκφραστης χαράς:

«Αχ! Αν ήξερες μόνον τί χαρά, τί γλυκύτητα περιμένει την δικαία ψυχή στον ουρανό, θα αποφάσιζες να υποφέρεις με ευγνωμοσύνη σε αυτήν την πρόσκαιρη ζωή κάθε είδους λύπη, διωγμό και συκοφαντία. Και ακόμη και αν τον ίδιο μας τον κελί ήταν γεμάτο από σκουλήκια, και αν ακόμη τα σκουλήκια αυτά έτρωγαν τις σάρκες μας σε όλη την διάρκεια αυτής της πρόσκαιρης ζωής μας, πρέπει να συγκατατεθούμε σε αυτό με την μεγαλύτερη νοσταλγία, έτσι ώστε να μην χάσουμε εκείνην την ουράνια χαρά πού ό Θεός έχει ετοιμάσει για όσους Τον αγαπούν. Δεν υπάρχει πόνος, ούτε λύπη, ούτε στεναγμός εκείνες, εκεί όλα είναι ανείπωτη γλυκύτητα και χαρά εκείνες οι δίκαιοι θα λάμπουν όπως ό ήλιος. Αλλά εάν εκείνη ή ουράνια δόξα και χαρά δεν μπόρεσε να περιγραφεί ούτε ακόμη και από τον ίδιο τον αγαπημένο μας Πατέρα Απόστολο Παύλο, ποιά άλλη ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να περιγράψει την ομορφιά τής ουράνιας πολιτείας, όπου κατοικούν οι ψυχές των δικαίων;

«Όσο για εσένα, χαρά μου», συνέχισε ό Γέροντας, για χάρη μιας τέτοιας μελλοντικής ευτυχίας, εσύ και οι αδελφοί σου πρέπει να αποκτήσετε αγνότητα και να περιφρουρήσετε την παρθενία σας, διότι ό παρθένος ό οποίος φυλάγει την παρθενία του για χάρη τής είναι νύμφη του Χριστού. Ό Χριστός είναι ο Νυμφίος της, ό οποίος την οδηγεί στον ουράνιο παλάτι Του. Αλλά ή ψυχή πού παραμένει στην αμαρτία είναι σαν την αργόσχολη χήρα ή οποία με την επιθυμία της ζώσα τέθνηκε (Α ' Τιμ. 5:6, I 5)»

Τον ίδιο έλεγε και στην κα. Ά. Ρ. Έρόπκιν, θυμίζοντας της τις άγιες γυναίκες Μάρτυρες, την ομορφιά της Αγίας Φεβρωνίας και πολλών άλλων πού λάμπουν με ανείπωτη δόξα.

«Αχ, χαρά μου!», αναφωνούσε τότε, «υπάρχει τέτοια μακαριότητα εκεί πού είναι αδύνατον να περιγραφεί».

«Τον πρόσωπο του», έγραφε αργότερα εκείνη, «ήταν εκπληκτικό. Τον φως της χάριτος έλαμπε μέσα από τον δέρμα του, ενώ στα μάτια του υπήρχε ταυτόχρονα μία έκφραση ειρήνης και ένα ιδιαίτερο είδος πνευματικής έκστασης». Ακόμη και κατά την διάρκεια της περιγραφής των οραμάτων του «είναι πιθανόν να βρισκόταν έξω από τον ορατό κόσμο—στις ουράνιες κατοικίες».

Αυτήν ή θαυμαστή και υπερφυσικό έκσταση ήταν μόνον ή αποκορύφωση των έλλάμψεων ή των φωτισμών του. Αλλά σε έναν μικρότερο βαθμό, δοκίμαζε αυτήν την ανύψωση του πνεύματος στον Θεό όχι απλώς συχνά, αλλά σχεδόν συνεχώς.



Από το βιβλίο του Αρχιμ. Λάζαρου Μούρ, Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, Πνευματική Βιογραφία του Αρχιμ. Λάζαρου Μούρ, Κεφάλ. 6-Ο Εγκλεισμός Μετάφραση του Εκδοτικού Οίκου μας (Εκδόσεις Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ).

A PRAYER TO THE THEOTOKOS



By St. Philotheos , Patriarch of Constantinopole ( could especially be offered in preparing to receive Holy Communion).


Truly immaculate and most-pure Virgin and Theotokos, an awesome miracle to angels, an inexplicable wonder to mankind, or rather—in reality—an awesome and incom­prehensible miracle to both: thou art the very beginning of our race, the most pure vessel of divinity, the workplace of our salvation; and—in a way beyond any thought and reason, out of extreme goodness—thou didst bring to us the One of the Trinity, our Lord Jesus Christ, Who is perfect God and perfect man, and Who came to be united to our fallen hu­man nature and thereby to save it and restore it to its original high dignity.

Thou art the restoration of those who fall, and—after the salvific economy of God the Word—thou didst also, without hesitation, deliver me from many dangers, unworthy as I am of any help and providence, for I sin arbitrarily in every way, time and place. Look, now, again upon my wretchedness, and visit me often; for I am overcome and do not know what will happen to me. If I look upon the multitude of my innumer­able sins, I see myself far away from [the] dread Mysteries; and altogether unworthy. Again, if I do not draw near for a long time, being afraid to participate unto my condemnation, I become completely subservient to the adversary. Therefore, by throwing the great multitude of my transgressions into the ocean of the inexplorable compassion of thy Son and God, and by proposing thee as a strong mediator, I take courage and draw near.

I implore thee, O immaculate Lady, make use of thy moth­erly boldness before Him; and make Him merciful to me. Yea, O most-pure one, stay before me and do not abhor me, the one who is conquered by many sins, and defiled and abused by deeds, words, movements of mind, and the myriad of devices and designs and well-contrived demonic deceptions through all of the senses. Show thyself to be my co-worker even in this time, by beseeching the Lord— Who is most conciliatory and forgiving—not to reject me and prove me empty of His grace. May He overlook my numerous trans­gressions, and—through His holy Body and His sacred and life-giving Blood—sanctify, illumine, save and make me a son of light, walking and directing myself towards His holy commandments.

Let me not return again and be defiled by sin, so that I may participate, without condemnation, in the immaculate awe­some gift of grace, now and in the future. Let me also receive the most perfect promise: to escape eternal punishment and to be made worthy of eternal life, through thee, who art my sure hope and protectress, that I may glorify and magnify Father, Son, and Holy Spirit, the Most-Holy and blessed Trinity unto the ages of ages. Amen.


ORTHODOX HERITAGE VOL.09, ISSUE 07-08

Η ΣΤΕΦΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟΥ (+1945)



Στο βάπτισμα, αυτό το αγαπημένο παιδί του Θεού ονομάσθηκε Στέφκα Ντιούρτσεβιτς. Γεννήθηκε το 1887 ατό χωριό Βράκα, κοντά στην πόλη Σκάνταρ, στην Αλβανία. Όταν ήταν ακόμη παιδί, οι Αλβανοί εκδίωξαν την Στέφκα και την οικογένεια της, εξαναγκάζοντας τους να μετακομίσουν στο χωριό Ντρένοβατς του Κοσσυφοπεδίου. Όταν ενηλικιώθηκε, ή Στέφκα ζούσε μόνη σε ένα μικρό σπίτι στο Ντρένοβατς, αφιερώνοντας τον εαυτό της στον Κύριο και Σωτήρα Ιησού Χριστό μέσω της προσευχής, τής νηστείας και τής ησυχίας. Πήγαινε τακτικά για εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία στην Μονή Ντέτσανι, όπου την ανακάλυψε ό Επίσκοπος Νικόλαος, ό όποιος τής ζήτησε να μετακομίσει στην Μονή τής Ζίτσα για να την έχει για παράδειγμα σε όλες τις μοναχές εκεί.

Αυτή επειδή υπέφερε από τα πόδια της, λόγω τής ορθοστασίας στις πολύωρες ακολουθίες, δεν μπορούσε πια να κάνει την εξαντλητική πορεία μέχρι το Ντέτσανι και επομένως δέχθηκε την κλήση του Επισκόπου Νικολάου. Επιθυμώντας την κατά μόνας προσευχή, ή Στέφκα δέχθηκε αργότερα την πρόσκληση τής Νάντα Αντγιτς—τής μετέπειτα Μητέρας Άννας—και ταξίδεψε στην Μπίτολα, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια τής ζωής της σε ένα απομονωμένο σπιτάκι στον κήπο του βρεφικού σταθμού «Μπόγκνταϊ».

Στο τέλος τής ζωής της φανέρωσε ένα διπλό μαρτύριο. Υπομονετικά υπέμεινε τον πόνο των ανοιχτών πληγών στα πόδια της από τις πολλές ώρες τής προσωπικής της προσευχής στο σπιτάκι της επιπλέον, οι Γερμανοί στρατιώτες επιδείνωσαν την κατάσταση τής υγείας της, όταν την έδειραν, επειδή δεν έσβηνε την κανδήλα πού έκαιγε συνεχώς στο δωμάτιο της, ενώ εκείνοι είχαν δώσει διαταγή να γίνει στην πόλη γενική συσκότιση. Υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες πού είπαν ότι ενόσω την χτυπούσαν, το αίμα από τις πληγές της ξεχύνονταν και γέμιζε το πάτωμα και τούς τοίχους του δωματίου της. Πέθανε ως μάρτυς το 1945. λίγο μόνο πριν τον θάνατο της, κάποιος Βούλγαρος επίσκοπος δέχτηκε την Στέφκα στις μοναστικές τάξεις δίνοντας της το όνομα Στεφανίδα, το οποίο προέρχεται από την ελληνική λέξη «στέφανος». Ή Αδελφή Στεφανίδα ή Νεομάρτυς θάφτηκε τιμητικά στην Μονή του Άγ. Χριστόφορου, κοντά στην Μπίτολα.

Ή Αδελφή Στεφανίδα μας άφησε ένα Ορθόδοξο πνευματικό κλασσικό έργο των καιρών μας—τις Εξομολογήσεις της. Αυτές οι 92 εξομολογητικές επιστολές, τις όποιες συνέθεσε λόγω τής υπόσχεσης της ησυχίας πού είχε δώσει, συγκεντρώθηκαν από τον πνευματικό της πατέρα, Βίκτωρα, τον Σέρβο Ορθόδοξο Επίσκοπο του Σκάνταρ. Οι επιστολές περιέχουν κατά τον Επίσκοπο Άμφιλόχιο Ράντοβιτς, «την φωτεινή λάμψη όπως επίσης και την απλή πνευματική εμπειρία αυτής τής Αγίας του καιρού μας. Σε αυτές παρατηρούμε ότι. με την φλογερή πίστη για τον Χριστό και την αγάπη της για τον Θεό, συμμετείχε στην Θεία Ευχαριστία κάθε εβδομάδα, και μερικές φορές δύο φορές την εβδομάδα. Νήστευε αυστηρά όλον τον χρόνο, χρησιμοποιώντας το λάδι κυρίως για το κανδήλι της, και τρώγοντας ψάρι μόνον στην Γέννηση του Χριστού και το Πάσχα, από αγάπη για τούς άλλους. Οι Εξομολογήσεις της είναι διαποτισμένες από μία βαθειά παραδοσιακή θλίψη, πού χαρακτηρίζει εν γένει τον λαό μας, αλλά με μία ακόμη βαθύτερη χαρά, πού γεννιόταν μέσα της από την διαρκή ένωσή της με τον Χριστό». Αληθινά ψυχωφελείς για όλους τούς Σέρβους Ορθοδόξους ζηλωτές, αυτές οι εξομολογητικές επιστολές, όταν μεταφρασθούν, θα γίνουν για όλους πηγή ύδατος ζώντος.

ΒΙΒΛΙΟΓ. ΣΕΡΒΙΚΟ ΠΑΤΕΡΙΚΟ. ΤΟΜΟΣ Α ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΆΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ 2006

Η ΑΝΘΗΣΗ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΣΕΡΒΙΑ.



Ή αναζωογόνηση τού γυναικείου μοναχισμού βρισκόταν στην καρδιά της αναζωπύρωσης της πνευματικής ζωής στην Σερβία. Ή πνευματική και ηθική επίδραση τού μοναχισμού στην κοινωνία είχε πάντοτε ανεκτίμητη σημασία. Πρώτον, ό μοναχισμός αποτελεί μαρτυρία της αγγελικής ζωής τού μέλλοντος αιώνος για όλους τούς ανθρώπους και δεύτερον, με την παρουσία και την δραστηριοποίησή του στον κόσμο μεταμορφώνει την πνευματική και πολιτιστική ζωή γύρω του. Ό γυναικείος μοναχισμός στην Σερβία μειώθηκε τον 17ο και 18ο αιώνα, εν μέρει διότι κάτω από την Αυστριακή κυριαρχία ή ανανέωση των γυναικείων μονών ήταν απαγορευμένη και επίσης διότι στις νότιες περιοχές πού βρίσκονταν κάτω από την Μουσουλμανική κυριαρχία οι μοναχές διέτρεχαν πάντοτε τον κίνδυνο να συλληφθούν αιχμάλωτες ή να είναι αναγκασμένες να υπερασπιστούν τα μοναστήρια τους.

Ή μοναστική ανανέωση στην Σερβία είχε αρχίσει στα μέσα τού 1800 με τούς αγώνες δύο δικαίων γυναικών ασκητών των όποιων την καρδιά παρακίνησε ό Θεός ώστε να στραφούν με συμπάθεια προς τον λαό τους: της Καταρίνα του Πεκίου και της οσίας Λαίδης Προσκυνήτριας Στάκα. Οι γυναίκες αυτές έγιναν νέες μυροφόρες του Χριστού, αγωνιζόμενες ακατάπαυστα να εκπαιδεύσουν, να διδάξουν, να ενθαρρύνουν και να ενδυναμώσουν τον λαό στην Χριστιανική ζωή. Μία άλλη γερόντισσα ή Μακαρία Στόϊνα (+1.890), αγωνίσθηκε μέσα και γύρω από την Μονή Ντέβιτς, κηρύσσοντας τον Ευαγγέλιο και ανανεώνοντας την μοναχική ζωή και έγινε γνωστή ως θαυματουργός ενόσω ακόμη βρισκόταν εν ζωή. Ή αγιότητα όλων αυτών των γυναικών είχε βαθειά επίδραση στην πνευματική ζωή του λαού, ακόμη και των Μουσουλμάνων.

Την πνευματική δραστηριότητα των δικαίων αυτών ακολούθησε ή δραστηριότητα της Μακαρίας Εύφημίας και των συγχρόνων της στις αρχές του εικοστού αιώνα: της Ηγουμένης Άννας της Μονής Βρατσέβσνιτσα, της Δικαίας Στεφανίδας του Σκάνταρ και της Ελένης της Ντράτσα. Ήταν όλες τους πνευματικές θυγατέρες του Επισκόπου Νικολάου, ό οποίος ανέπτυξε σε αυτές την αγάπη για την ασκητική ζωή, την πνευματική τελειότητα και τον ιεραποστολικό πνεύμα. Τούς μετέδωσε τον Χριστιανισμό της καρδιάς και της ηρωικής δράσης, πού χρειάζονταν απεγνωσμένα σε μία εποχή πού ή πίστη είχε εξασθενήσει εξ αιτίας του μεγάλου μαρτυρίου. Ή ασκητική αυτή ευλάβεια, μαζί με την παραδοσιακή, κοινοβιακή μοναστική εμπειρία, ή οποία εκείνον τον καιρό μεταφυτευόταν στην Σερβική γη από τον πλήθος των Ρώσων μοναχών και μοναζουσών πού δραπέτευαν στην Σερβία μετά την Επανάσταση τον 1917 αποτέλεσε τον θεμέλιο για την επαναφορά της κοινοβιακής ζωής στα γυναικεία μοναστήρια της Σερβίας.


ΒΙΒΛ. Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΆΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ 2009

Ιερα Μονή Κωσταμονίτου Αγίου Ορους. - Λεπτομέρεια.

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΣΕΡΒΙΑ.



Στις αρχές αυτού του αιώνα, ό Θεός ανέδειξε μεγάλο αριθμό δικαίων ανδρών και γυναικών στην Σερβία, οι οποίοι αγωνίστηκαν να αφυπνίσουν τις ψυχές προς τον μυστικό, ασκητικό Χριστιανισμό ύ όποιος είχε εμπνεύσει όλους τούς άγιους τους. Ό Επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ό οποίος αποκαλείται ό "Νέος Χρυσόστομος", υπήρξε ό πνευματικός πατέρας πολλών από αυτούς τούς δικαίους και ό ηγέτης ενός ανανεωτικού κινήματος ευλαβών κοσμικών ανθρώπων, του Κινήματος Προσευχής των Μπογκομόλιτσι (κατά λέξη, "Αναζητητών του Θεού" ή "εκείνων πού προσεύχονται στον Θεό").

Ό Επίσκοπος Νικόλαος δημιούργησε τις συνθήκες μέσα στις οποίες οι πιστοί θα μπορούσαν να διεξάγουν από κοινού συνειδητό πνευματικό αγώνα. Το Κίνημα των Μπογκομόλιτσι είχε ως βάση του την προσευχή, την νηστεία, την μελέτη τής Αγίας Γραφής και των πατερικών κειμένων καθώς και την διακονία προς τον Θεό και τον πλησίον: "Με την νηστεία διανύουμε τον ήμισυ τής οδού, με την προσευχή φτάνουμε στις πύλες τής Βασιλείας του Θεού, αλλά με την φιλάνθρωπη αγάπη εισερχόμαστε στην Βασιλεία". Με την συνεχή τους ανάγνωση των Γραφών, τα πνευματικά άσματα, την νίψη στην προσευχή, τα προσκυνήματα από την μία μονή στην άλλη, την συχνή εξομολόγηση των αμαρτιών τους, την τήρηση των νηστειών και την συχνή Θεία Μετάληψη, υπήρχε ένας ζωντανός πνευματικός ζήλος στις καρδιές των Μπογκομόλιτσι ή οποία διαπότιζε την ζωή τους με την χάρη. Είτε βρίσκονταν στις πόλεις, είτε στα χωριά ή στα μοναστήρια αυτοί οι ζηλωτές αναζητητές του Θεού άρχισαν σιγά-σιγά να μεταμορφώνουν τους γύρω τους.

Στην καρδιά του κινήματος βρισκόταν ή διάπυρη, καρδιακή προσευχή στον Θεό, τόσο ή κοινή όσο και ή προσωπική. Μετά τις πολύωρες εκκλησιαστικές ακολουθίες, τα μέλη του περνούσαν πολλές ώρες ψάλλοντας ευλαβή άσματα με την μελωδία των παραδοσιακών τραγουδιών. Τούς άρεσε να συγκεντρώνονται γύρω από τον Επίσκοπο Νικόλαο, τραγουδώντας αυτούς τούς ποιητικούς στίχους στην γλώσσα τους—ορισμένους από τούς οποίους είχε συνθέσει ό ίδιος ό Επίσκοπος Νικόλαος, όταν ήταν νέος—πού συχνά θυμίζουν τούς ψαλμούς του Βασιλιά Δαυίδ. Κατά καιρούς, όταν οι εχθρικές δυνάμεις καταλάμβαναν την χώρα, μαζεύονταν κρυφά την νύχτα, φεύγοντας από τον σπίτι τους, και συγκεντρώνονταν σε απόκρυφα μέρη προκειμένου να αγρυπνήσουν μέχρι την αυγή. Πολλές κοσμικές αδελφότητες επίσης προέκυψαν από αυτό τον Κίνημα, οι οποίες μέχρι σήμερα διατηρούν τον αληθινό Ορθόδοξο τρόπο ζωής.

Ή Μητέρα Ευφημία έζησε είκοσι χρόνια ως ηγέτιδα της ιεραποστολής αυτού του Κινήματος, γινόμενη πνευματική μητέρα και ποιμένας σε πολλούς νέους αναζητητές του Θεού. Ως νεαρή απόστολος κήρυττε στον λαό, πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό

στην μετάνοια.

Όταν έγινε μοναχή, πολλές νεαρές γυναίκες στον κόσμο από τον Κίνημα Προσευχής πού επιθυμούσαν την μοναστική ζωή ζούσαν ακόμη στον κόσμο, προσευχόμενες και περιμένοντας την ώρα πού ή Μητέρα Ευφημία θα αποκτούσε τον δικό της μοναστήρι στον όποιο θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί της. Πράγματι, από αυτούς τούς φλογερούς "αναζητητές τού Θεού" προήλθαν εκατοντάδες μοναχές και δόκιμοι οι όποιοι σταδιακά ανοικοδόμησαν πολλά μοναστήρια σε όλη την χώρα. Σύντομα δόθηκε στην Μητέρα Ευφημία ή Μονή Γέμσκα, όπου ή αδελφότητα αναπτύχτηκε γρήγορα.

ΒΙΒΛ. Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΆΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ 2009

ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.


"Με την νηστεία διανύουμε

το ήμισυ τής οδού,

με την προσευχή

φτάνουμε στις πύλες

τής Βασιλείας του Θεού,

αλλά με την φιλάνθρωπη αγάπη

εισερχόμαστε στην Βασιλεία".

Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ.



Πέντε αιώνες μετά την δραπέτευση του Άγ. Σάββα από την βασιλική του αυλή και την μνηστή του, προς αναζήτηση της μοναστικής ζωής στο Αγ. Όρος, πού αποτελούσε τον βαθύτερο πόθο του, ένας άλλος νέος, ό Ρώσος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, επίσης δραπέτευσε από την πατρίδα του για τον Αγ. Όρος με σκοπό να βρει έναν Θεοφόρο Πατέρα πού θα τον καθοδηγούσε στην εσωτερική ζωή με τον Θεό.

Μη βρίσκοντας πνευματικό πατέρα εκεί, ό Παίσιος ανακάλυψε αντί αυτού τα ξεχασμένα συγγράμματα των φωτισμένων από τον Θεό μοναστών πατέρων του αρχαίου Χριστιανισμού, τα οποία όχι μόνον έθεσε σε εφαρμογή στην πράξη, αλλά επίσης τα συνέλεξε, τα μετέφρασε και τα εξέδωσε με τον τίτλο Φιλοκαλία.

Την ίδια εποχή με τον Στάρετς Παΐσιο, βρισκόταν στο Αγ. Όρος ένας άλλος φωτισμένος από τον Θεό Πατέρας, ό Αγ. Κοσμάς ό Αιτωλός. Με βαθειά συγκίνηση για την μεγάλη πνευματική πείνα των Ελλήνων πατριωτών του μετά από

Άγ. Κοσμά καιγόταν να βγει και να κηρύξει και μέχρι τον μαρτυρικό του τέλος πήγαινε από χωριό σε χωριό, αφυπνίζοντας τις ψυχές των συμπατριωτών του. Εμπνευσμένοι από την πνευματική ανανέωση πού είχε ξεκινήσει ο Αγ. Κοσμάς, δύο άλλα μεγάλα πνευματικά φώτα, ο Αγ. Μακάριος Κορίνθου και ό μαθητής του, Αγ. Νικόδημος, ήρθαν στο Αγ. "Όρος είκοσι χρόνια μετά τον Αγ. Παϊσιο. Μαζί συνέθεσαν και επιμελήθηκαν την συλλογή των Φιλοκαλικών κειμένων του Παϊσίου για έκδοση στα Ελληνικά.

Καθοδηγούμενοι από τον Άγιο Πνεύμα, όλοι εκείνοι οι Πατέρες άφησαν τον Αγ. Όρος για να διαδώσουν τον πολύτιμο αυτό θησαυρό. Ό Αγ. Παίσιος πήγε στην Ρουμανία, όπου έγινε πνευματικός πατέρας σε περισσότερους από 1000 μοναχούς, και από όπου οι αφοσιωμένοι του μαθητές εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Ρωσία. Ανανέωσαν την μοναστική ζωή κατά την παράδοση των αρχαίων πατέρων του ησυχασμού, προσφέροντας πολλούς Θεοφόρους πνευματικούς πατέρες και Γέροντες για τούς πιστούς μέχρι την Επανάσταση. Ό Αγ. Μακάριος και άλλοι ζηλωτές πατέρες δραστηριοποιήθηκαν πολύ στην Ελλάδα, διεγείροντας πνευματικά τούς πιστούς, ιδρύοντας μοναστήρια πού αναπτύχτηκαν σε κέντρα πνευματικής ζωής, διδάσκοντας με λόγους και με πατερική σοφία, και ποιμαίνοντας τον λαό με τον Χριστιανικό τους χαρακτήρα και τον ενάρετο τρόπο ζωής τους.

Ή πνευματική αυτή ανανέωση άργησε να φθάσει στην Σερβία. Αφού πρώτα βοήθησε τα άλλα Βαλκανικά έθνη να απελευθερωθούν, τελικά ή Σερβία νίκησε τούς κατακτητές της τον 1879. Ό λαός της κράτησε την ποθητή του ελευθερία για ένα σύντομο διάστημα τριάντα τριών ετών, μέχρι τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο τον 1912 και την τελική απώθηση των Τούρκων από τις Ορθόδοξες Βαλκανικές χώρες. Αμέσως ακολούθησαν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και στους δύο ή

Σερβία τάχθηκε στο πλευρό της Δύσης εναντίον των Γερμανών, των Κροατών και των Μουσουλμάνων. Στο τέλος του πολέμου, ή Σερβία πού βρισκόταν κάτω από την Γερμανική κατοχή παραδόθηκε στους κομμουνιστές, με την συμφωνία της Δύσης, και άρχισε μία περίοδος ακόμη μεγαλύτερου σκότους, διότι οι μισόθεοι κομμουνιστές επιχείρησαν να καταστρέψουν ολοσχερώς τον Χριστιανισμό, κάτι πού ούτε ακόμη και οι Μουσουλμάνοι δεν είχαν προσπαθήσει να κάνουν.

ΒΙΒΛ. Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΆΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ 2009

Οι Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος του Κουδουμά.

.
Από τον πρόλογο του Θεοδώρου του Β’-Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής.
.... Οι άγιοι αυτάδελφοι Παρθένιος και Ευμένιος ξεχωρίζουν μεταξύ των Κρητών ασκητών κα Οσίων της Πίστεώς μας. Όλη τους η επί γης βιωτή υπήρξε «ηγιασμένη Θεώ» δηλαδή εντελώς αφιερωμένη στο Θεό, στη λατρεία Του, αλλά και την παραμυθία των αδελφών. Ο μοναχικός τους βίος, κάθε φορά που αναγιγνώσκεται, συγκινεί και κατευφραίνει τις φιλόθεες ψυχές.....








Συγγραφέας:
Πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη

Έκδοσις Α΄




Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Θεία Λειτουργία με τον Γέροντα Πορφύριο.





Θεία Λειτουργία με τον Γέροντα Πορφύριο
(Ζωντανή ηχογράφηση στα Καλλίσια, 27/5/1977)


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Η Θεία Λειτουργία που έχει ηχογραφηθεί και περιλαμβάνεται σ’ αυτή την έκδοση έγινε στις 27 Μαΐου 1977 στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου Καλλισίων, όπως προκύπτει από τα τροπάρια που ψάλλονται σ’ αυτήν. Η ηχογράφηση βρέθηκε στα πράγματα της αειμνήστου Μαρίας Λίβα και παραδόθηκε στο Ησυχαστήριο του Γέροντος Πορφυρίου, στο Μήλεσι, από κάποια συγγενή της. Η ηχογράφηση αρχίζει από το τελευταίο μέρος του όρθρου, τους Αίνους, και τελειώνει μαζί με την Θεία Λειτουργία.

Όσοι είχαν γνωρίσει και ακούσει τον Γέροντα Πορφύριο να λειτουργεί θα αισθανθούν βαθιά συγκίνηση ξανακούγοντας ζωντανή τη φωνή του μετά από τόσα χρόνια. Με πραότητα, με κατάνυξη, με μεταρσίωση, μας μυσταγωγεί προς τα ουράνια. Ακούγοντας αυτή τη θεία λειτουργία, που έγινε σε ένα ερημοκκλήσι παρουσία πολύ λίγων ψυχών, μεταφερόμαστε σε ένα άλλο κόσμο, σε μια άλλη κατάσταση.

Όσοι δεν έχουν γνωρίσει τον Γέροντα Πορφύριο θα αισθανθούν κάτι από την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία βρισκόταν όταν λειτουργούσε. Του χορού των ψαλτριών προεξάρχει η μακαρίτισσα αδελφή του Χαρίκλεια, μετέπειτα μοναχή Πορφυρία και πρώτη ηγουμένη του Ησυχαστηρίου “Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος”.

Για παραγγελία επικοινωνήστε


με το Ι. Ησυχαστήριο “Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος”

http://www.porphyrios.net/?page_id=1088

Ο ιατρικός σας φάκελος στην παλάμη σας!. ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΗΜΑΣ.

Ξεχάστε πλέον το χάσιμο χρόνου για την εύρεση του ιατρικού φακέλου κάποιου ασθενούς. Ένα από τα νοσοκομεία της Νέας Υόρκης φέρνει έναν νέο και πιο γρήγορο τρόπο αναζήτησης, βασιζόμενο στις παλάμες των ασθενών.
Το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Langone Medical Center, προκειμένου να αποφύγει τη γραφειοκρατία και την κλοπή προσωπικών δεδομένων, έχει θέσει μια συσκευή σάρωσης η οποία φωτογραφίζει τις.....
φλέβες της παλάμης του ασθενούς και βρίσκει τον αντίστοιχο ιατρικό φάκελο.
Είναι μια μικρή μαύρη συσκευή η οποία χρησιμοποιεί υπέρυθρο φως για να σαρώσει την παλάμη του ασθενούς. Έπειτα το βιομετρικό γνώρισμα
το οποίο είναι μοναδικό σε κάθε άνθρωπο, συνδέεται με τα ηλεκτρονικά αρχεία του ασθενούς.
Σκοπός της συσκευής είναι η πιο γρήγορη εξυπηρέτηση των ασθενών. Δυστυχώς αυτή η συσκευή χρησιμοποιείται μόνο από ένα νοσοκομείο στη Νέα Υόρκη και είναι πολυ αμφίβολο αν θα έρθει ποτέ και στη χώρα μας.
Το σύστημα φυσικά είναι προαιρετικό και εάν κάποιος ασθενής δεν επιθυμεί να το χρησιμοποιήσει, μπορεί να κάνει χρήση της συνηθισμένης διαδικασίας.



Δωρεά 100.000 δολ. της Ευανθίας Κοντάκη στον Καθεδρικό Βοστώνης.

Η Ευανθία Κοντάκη πρώην πρόεδρος της Φιλοπτώχου της Αρχιεπισκοπής, που έκανε δωρεά 100 χιλιάδων δολαρίων στον Καθεδρικό Βοστώνης, διακρίνεται με τον αείμνηστο σύζυγο της, Λίο.



ΒΟΣΤΩΝΗ. Δωρεά ύψους εκατό χιλιάδων δολαρίων έκανε στον Καθεδρικό ναό του Ευαγγελισμού Βοστώνης η Ευανθία Κοντάκη, εις μνήμη του αείμνηστου συζύγου της Λίο (Λυκούργου) Κοντάκη. Η δωρεά προορίζεται για τη δημιουργία Μουσείου Εκκλησιαστικής τέχνης, το οποίο θα είναι μέρος της ολοκληρωτικής ανακαίνισης της άνω κοινοτικής αίθουσας του Καθεδρικό Ναού.

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

FATHER GRIGORI IN THE QVATETRI MONASTERY GEORGIA.

Ikon Portaitissa and Father Grigori in the Qvatetri Monastery
From Holy Monastery of Iviron on Mount Athos

Ρωσία: Ελληνικό σεμινάριο βυζαντινής ψαλτικής τέχνης, στην Αγία Πετρούπολη.

Σεμινάρια ελληνικής ψαλτικής τέχνης παρέδωσε, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ορθόδοξης Μουσικής της Αγίας Πετρούπολης, ο καθηγητής βυζαντινής μουσικής του Ελληνικού Ωδείου Αθηνών, Αθανάσιος Παϊβανάς.

Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παϊβανάς, στόχος του master class ήταν να δοθεί η δυνατότητα στους σπουδαστές της Ακαδημίας Ορθόδοξης Μουσικής της Αγίας Πετρούπολης, «να γνωρίσουν εν συντομία τη βυζαντινή μουσική και την ψαλτική τέχνη, όπως αυτή διασώθηκε και μεταλαμπαδεύτηκε από τους πρωτοψάλτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου».

Το φετινό Φεστιβάλ, που διοργανώνει η Ακαδημία ετησίως με χορηγία του ρωσικού κράτους προσκαλώντας επιφανείς δασκάλους, αλλά και επαγγελματίες μουσικούς από την Ευρώπη και την πρώην Σοβιτετική Ένωση, είχε διάρκεια 20 ημερών και ολοκληρώθηκε χθες (www.choirfestival.ru).

Η Ακαδημία Ορθόδοξης Μουσικής εξέδωσε στα ρωσικά και τα αγγλικά, βιβλίο, που έγραψε ειδικά για τις ανάγκες των σεμιναρίων ο καθηγητής Α. Παϊβανάς, και διανεμήθηκε στους σπουδαστές των θερινών προγραμμάτων ψαλτικής μαζί με ψηφιακό δίσκο με πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό. Όπως επεσήμαναν, με εξαιρετικά θερμά σχόλια, στελέχη αλλά και σπουδαστές της Ακαδημίας, πρόκειται για μια «μοναδική έκδοση, σημαντικό βοήθημα σε όλους όσους επιθυμούν στη Ρωσία και όχι μόνο να μελετήσουν τη βυζαντινή μουσική».

Στο πλαίσιο των σεμιναρίων χρησιμοποιήθηκαν οπτικοακουστικά μέσα και αξιοποιήθηκε η διδακτική εμπειρία του κ. Παϊβανά, ο οποίος διευθύνει τη χορωδία Εργαστήρι Ψαλτικής, με έδρα την Αθήνα. Μέλη της χορωδίας συμμετείχαν στην επιμέλεια της έκδοσης και τη διοργάνωση των σεμιναρίων, που μεταξύ άλλων συμπεριλάμβαναν διδασκαλία της σημειογραφίας της βυζαντινής μουσικής (βυζαντινή παρασημαντική).

Ο κύκλος των σεμιναρίων ολοκληρώθηκε με συναυλία των σπουδαστών, που τραγούδησαν βυζαντινούς ύμνους, τους οποίους διδάχθηκαν κατά τη διάρκεια των μαθημάτων. Ο κ. Παϊβανάς και το Εργαστήρι Ψαλτικής, είναι η τρίτη χρονιά που συμμετέχουν στο σημαντικότερο Φεστιβάλ ορθόδοξης μουσικής, στη Ρωσία, δημιουργώντας ήδη μια καλή παράδοση προβολής της βυζαντινής ψαλτικής τέχνης στην καρδιά της ορθόδοξης Αγίας Πετρούπολης.

http://omogeneia.ana-mpa.gr




Το δοξαστικο " Βασιλεύ Ουράνιε " από την καταπληκτική χορωδία του Αθανασίου Παϊβανά . Αγία Τριάδα Πειραιώς 26-4-2010 . Απολαύστε το . The Byzantin Choir Ergastiri Psaltikis with the teacher Paivanas Athanasios. Enjoi it !


Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΠΑΤΗΡ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ Ι.ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΟΖΟΒΙΩΤΙΣΣΑ ΑΜΟΡΓΟΥ ΟΜΙΛΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.


ΕΙΠΕΝ ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ.............

HIEROMARTYR SAVVAS TRLAICH, BISHOP OF GORNJI KARLOVAC



By Fr. Ignatius Shestakov, translated Fr. Andrew Phillips.

The Gornokarlovatsky Diocese of the Church of Serbia is situated on the territory of contemporary Croatia and includes the western most areas settled by Orthodox Serbs in the 15th century. The growth of the Orthodox population there was accelerated at the beginning of the 16th century, when Serbs from neighboring Dalmatia and Bosnia settled there, fleeing from Turkish oppression. Over time, the so-called military region of Kraina was formed, serving as a protective flank for the Austro-Hungarian Empire from Turkish expansion. The Serbs who lived in Kraina served in the Austrian Army and received special privileges from the Emperors and at that time Kraina was one of the largest and most prosperous dioceses of the Church.

However, Roman Catholic proselytism and the spread of Uniatism down the centuries was a constant danger for the Serbs. On more than one occasion they had to stand up for their privileges and the purity of their faith. The 20th century, during which the Church suffered terrible trials, was no exception to this. During the Second World War, the Gornokarlovatsky Diocese found itself on the territory of the puppet "Independent Croatian State" and suffered in ways that had never been seen before. It seems as if most of the devilish evil of the Croat fascists fell to its lot. Obviously, the tragedy was that the Diocese was located in the very heart of the newly-formed pseudo-State, very close to the Croat capital of Zagreb.

During the genocide which took place between 1941 and 1945, 65 Orthodox priests were murdered by the Roman Catholic Ustashi forces, 116 churches were completely destroyed, 39 others seriously damaged and over 160 parish and monastic libraries were completely or partially destroyed.

The sufferings of the clergy and the people were fully shared in by the bishop of Gornji Karlovac, bishop Savvas Trlaich. In 2000, he was glorified by the Council of Bishops of the Serbian Orthodox Church as a hieromartyr. A true son of his people, he showed himself to be a true pastor, laying down his life for his flock, and his ministry was crowned by martyrdom.

Vladyka Savvas was born on July 6th, 1884 in Mol to the family of Stephan and Elizabeth Triaich and was baptized Svetozar. After studying at grammar school and then at the seminary in Sremski Karlovtsy, he graduated from the faculty of law at the University of Belgrade. He was ordained deacon and then priest in 1909. From 1909 to 1927, Fr. Svetozar served as a parish priest. Inearly 1927 he was appointed to an administrative post at the Holy Synod and then became its secretary.

Widowed, in 1929 he took his monastic vows with the name of Savvas and became rector and archimandrite of the Monastery of Krushedol. He served there until 1934, when he was appointed Vicar-Bishop of Sremski. He was consecrated bishop in Sremski Karlovtsy on September 30th, 1930, by Patriarch Barnabas of Serbia. As Patriarchal Vicar, Vladyka Savvas chaired the diocesan council of the Archdiocese of Belgrade-Karlovtsy until November 1936 and from then until early 1937 he chaired the ecclesiastical court. Then, on September 4th, 1938, he was appointed bishop of Gornji Karlovac, with his residence in Plashkom.

The German invasion of Yugoslavia and the ensuing proclamation of an Independent Croatian State saw Plashkom occupied by the Italians, but at the end 1941, it was handed over to the Croat Ustashi. On this, bishop Savvas and nine priests were taken hostage. On May 23rd, 1941 the Ustashi occupied the bishop's residence and expelled the bishop. On June 8th, the notorious executioner Josip Tomlenovich appeared at the residence and ordered any diocesan money and papers of importance to be handed over to the Ustashi. Bishop Savvas was ordered to leave the town and head for Serbia. However, he refused to do this and stated that he could not abandon his diocese and his people.

On June 17th, 1941 Vladyka was arrested together with other well-known Serbs and priests who did not wish to leave the place of their ministry. The Ustashi locked their prisoners into a cowshed and set an armed guard. For one month all those arrested, and especially bishop Savvas, were subjected to humiliation and torture on a daily basis. They were then sent to the notorious concentration camp at Gospich. The prisoners were taken from the railway station at Gospich to the local prison and again subjected to further humiliation and torture.

In the first half of August 1941, about 2,000 Serbs were taken from Gospich to Velebita; bishop Savvas among them. It is supposed that he was murdered there, at the same time as about 8,000 other Serbs, in August 1941. The Holy Synod of the Serbian Church constantly, but unsuccessfully, called for the forces of occupation to explain what had happened to bishop Savvas and other Serbian bishops on the territory of the Independent Croatian State and tried to obtain their release.

Unfortunately, we have no exact information about the circumstances of the martyrdom of bishop Savvas. How ever the Serbian historian, Velibor Dzhomich in his book, “ Ustashi crimes against Serbian priests,” quotes a testimony which may throw some light on the question. According to this, a Fr Lovan Silashki wrote the following in an issue of "The Banat Herald" newspaper:

In 1941, the Gornokarlovatsky Diocese was under the control of the dreadful Ustashi regime. The bishop and the priests were told that they were undesirables and that they must abandon their flocks. The Roman Catholic Archbishop of Zagreb, Aloysius Stepinac, openly told Vladyka that he must leave "Croatian" Karlovac, otherwise he would be "liquidated." Vladyka answered him: "Even if it costs me my head, I will not abandon my people!"

Soon it became clear that the Catholic Archbishop was not joking. Vladyka Savvas was arrested and horribly tortured. During the tortures and beatings in Plashkom, the Ustashi used a gramophone to play the hymn, As many as have been baptized in Christ, have put on Christ.

When they took Vladyka to his place of execution, his mother stood in front of the church and waited for him. She wanted to see her son for one last time and make her farewells. However, the executioners did not allow her to do this. Vladyka nevertheless blessed his mother, his legs tied, and went to his death.

A few years after this, a stranger walked into the church in Bashaida, where Vladyka had served. He spoke to the postmaster Savvas Saravolets.

"Did you know Vladyka Savvas Trlaich," asked the stranger, "I heard that he was priest here."

"Of course, Vladyka was my teacher. I'm grateful to him for everything I have managed to do in life. How do you know Vladyka?"

"I was an eyewitness of his sufferings," answered the stranger.

"The Ustashi butchers took Vladyka to a clearing and continued to torture him there. They tore his skin off him and then covered him with salt. Then they buried him alive, with just his head protruding, brought an iron harrow and pulled it across his head until he gave up his soul to God. What happened after that, I don't know. Maybe the Ustashi threw him into one of the many precipices there, which they used as graves for the Serbs. So even in death he wasn't separated from his people."

Unfortunately, this is all that we know about bishop Savvas' martyrdom.

As the result of the devastating losses suffered by the Serbians of this regions (which could never be made up for), after the war the Gornokarlovatsky Diocese could not be restored to its former prosperity. The destruction of its holy places and shrines also continued under the Communist regime, so that churches which had been damaged often fell into total ruin.

Dire tribulations hit the diocese again during the 1991-1995 war. Half a century after the first, a second act of spiritual genocide unfolded for the Serbs. On Orthodox Christmas in 1992, the St. Nicholas Cathedral, built in the 18th century, was blown up by the new Ustashi. Subjected to an artillery bombardment, the bishops' residence in Karlovtsy, with its library, records and museum, was looted. The bishops' residence of the Gornokarlovatsky Diocese was destroyed during Catholic Christmas, in 1993. After the Croat attack on the Serbian Kraina Republic, during the "Operation Storm" in August 1995, Serbian people were expelled from their ancient diocese and many of its holy places were desecrated and destroyed. During the war of 1991-1995, 11 churches were destroyed and 45 damaged. After the expulsion of the Serbs, many churches and other church premises were abandoned and neglected.

Notwithstanding the difficulties, the diocese survived and now the situation is returning to normal. Church life is being reborn, ancient churches are being restored and new ones are being built. In 2005, after a long gap, a new bishop was appointed to the Gornokarlovatsky Diocese. He is Gerasim Popovich, a graduate of the Moscow Theological Academy. The memory of Hieromartyr Savvas is kept with special care in the diocese and he is often mentioned in the diocesan journal.

The restoration of Church life in the diocese is faced with many problems, above all the lack of a flock. Twice subjected to ethnic cleansing and expulsion in the 20th century, it is difficult for Serbs to return to where they had lived for centuries. We hope and trust that, despite all the difficulties, through the prayers of Hieromartyr Savvas, the life of this ancient diocese, which has suffered so much, will grow in strength and never be extinguished until the end of time.

ORTHODOX HERITAGE. VOL. 09, ISSUE 07-08

ΜΟΡΦΕΣ ΜΟΝΑΧΩΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.

ΓΕΡΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ...............


Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

SAINT DAVID OF EUBOEA. A BRIEF BIOGRAPHY.













Saint David was born between 1470 and 1480, in the village of Gardinitsa in the province of Locrida. The name of this village is nowadays Kyparissi. His father, Christodoulos, was a priest. He and his pious wife Theodora had four children, whom they raised "in the nurture and admonition of the Lord".

When little David was three years old, one evening he saw Saint John the Baptist in a vision. Saint John took his hand and they went together to a chapel dedi¬cated to his memory. There, Saint John went into his icon, while the child got down on his knees in front of it. Little Davids parents, as well as the whole village, were looking for him for six days and nights.
On the sixth day, which was Saturday, David's father went with some villagers to that chapel to serve the Vespers and pray to the Saint for his child.
When they arrived, they were surprised to see little David on his knees in front of the icon of Saint John. His face was glowing with a celestial light and he didn't look at all haggard. They then all understood that this child was not like the other children, he was special.

When Saint David was fifteen years old, he left his village with the blessing of his parents and followed the hieromonk Akakios, a virtuous and experienced spiritual father, whom he met due to the Providence of the Lord.
In the monastery of Elder Akakios Saint David lived as member of the brotherhood for five years.

His asceticism, obedience and humility were sterling. The prudence and the wisdom of the young novice were the reason his brothers in the monastery called him "David the Elder".
Following Akakios, who had the desire to meet virtuous monks, they left the monastery and visited a lot of other monasteries and retreats. In a monastery in Ossa, where they stayed for a long time, Saint David was ordained deacon.

Their next destination was Mount Athos. After worshiping in the Holy Monasteries and meeting the holy ascetics, Elder Akakios left for Constantinople to receive the blessing of the Patriarch, while Saint David remained at the Great Lavra of Saint Athanasios the Athonite.
The Patriarch not only blessed Elder Akakios, but also convened a Synod and ordained him Metropolitan of the Holy Diocese, of Nafpaktos and Arta.
Akakios took Saint David with him to the Diocese, where he ordained him a priest.

The obedience of Saint David to the Elder, his spiritual father, was great. The following incident depicts this obedience in the most vivid way.
One day Elder Akakios sent David from Nafpaktos to Arta for some work. It was a journey of four days by foot. Saint David was walking barefoot, as was usual for him, through difficult and wild paths. When he arrived outside the city of Arta, he stopped for a while to rest. A charitable Christian saw him and immediately bought a pair of tsarouhia (traditional Greek footwear) and gave them to the fatigued monk.

The humble Saint David, who did not want to offend this kind and devout man, accepted and wore them.

After finishing the work that the Elder had assigned to him, the Saint returned to Nafpaktos.
When the Bishop saw him wearing new shoes, he reprimanded him for accepting the offer of the Christian without first having received his blessing. He ordered Saint David to remove the shoes from his feet and return them to the person who gave them to him.
Saint David, obeying his Elder, returned barefoot to Arta, found the Christian, and after giving him back the tsarouhia, returned once again to Nafpaktos.

The goodness of Saint David and his spiritual progress were obvious to every¬body.
The Bishop and the lords of the area kindly requested, and finally persuaded, the Saint to become the hegumen of the Monastery of the Holy Mother of God in Varnakova. This position was difficult, because he had to deal all the time with the problems caused by the restive monks of the monastery.

During his new activity, Saint David shone with formidable patience.

One day, the Patriarch of Constantinople, Jeremias, accompanied by the orator Emmanuel, visited the Monastery of Varnakova. During the stay of the Patriarch in the monastery, Saint David celebrated the Holy Liturgy. When the orator Emmanuel came into the church he saw Saint David, surrounded with light during the Holy Office of Preparation. He was not standing on the ground and his face was shining like the sun. Emmanuel immediately ran to the Patriarch and called him to come and see for himself the miraculous scene he had witnessed.
When the Patriarch entered the church, he could only see the face of the Saint wet with tears.
The Patriarch admired him and asked the Saint to become a bishop, but he humbly refused.

As the Hegumen of Varnakova, he established the first Greek school, where very important learned priests from Mount Athos were teaching, as well as a "Secret School" in the Monastery, which was operating up to last century.

However, the problems caused by the fathers of the Monastery continued to exist. Because of the inappropriate behavior of some monks, who despite his ad¬vice did not reform, Saint David decided, reluctantly, to leave the Monastery.

The Lord led him to Mount Steiri, in the area of Domvou. There he continued his ascetic struggle, accompanied by father Seraphim, who was also his spiritual child.
Nevertheless, the hateful devil found and took the opportunity to attack the Saint once more.

He was accused by local people as the one responsible for the escape of some slaves of a Hagarene lord from Livadia. For this reason, they arrested Saint David, imprisoned him and tortured him brutally.

Saint David suffered everything with patience. However, by the Providence of the Lord, some devout Christians appeared and paid the money to release the Saint.


When the Saint was released, he thought that it would not be good to return to his monastery. After some time, which he spent wandering in that area, without being able to find an appropriate place to rest, he decided to go to the island opposite, Euboea.

While he was on the coast of Atalanti, he saw a man with a boat and asked him kindly to take him to the island. The man saw the humble monk with the worn robe; he refused to transfer him and continued his work indifferently.
Saint David, without being upset by the man's behavior, went some meters away, removed his worn robe, laid it on the water and after making the sign of the cross, stepped on his robe and started sailing quickly through the waves.

The man, surprised, saw the Saint on his robe sailing and leaving the coast behind him. He then understood that this monk was a saint and he started shouting and begging...

- Come father, come father with my boat. Come father...
Saint David blessed him from afar and continued his journey.
With his robe he arrived at the village of Rovies. When he stepped on the shore, he began climbing the green mountain, which rose behind the village.
He found there the almost ruined chapel of the Transfiguration of Jesus Christ our Savior, which he totally reconstructed, assisted by the local people.

The holiness of Saint David was a powerful magnet attracting people who wanted to dedicate themselves to Jesus Christ. As a result, a small brotherhood quickly formed.

The cells, built to cover the needs of the brotherhood near the chapel, were not enough. Saint David decided to travel to faraway Russia to collect the money needed to build a new monastery. After surveying the area, he chose an appropriate high place on the mountain and, before leaving for his journey, gave instructions regarding the construction work to the craftsmen and artisans.

Saint David, assisted by the Greek community in Russia, which was flourishing during those years, collected a great amount of money. However, he was aware of the difficulties and the dangers of the long return journey. So he decided not to take the money with him, but to transfer it to the island by a different route.

He took a piece of wood, hollowed it out, and put all the money in it. Then he sealed the opening, made the sign of the Cross over it, and threw it into one of the rivers of Russia, while he began his return journey alone.

When the Saint arrived, after a long time, at the beach of Rovies, he saw the fishermen staring at a peculiar log and trying to break it into pieces with their axes. Their efforts were in vain, since after every stroke, the axes bent or broke.

Saint David came closer to them and told them that this log contained the money he had collected during his long journey and that it would open only by the Lord's will at the appropriate time.

When Saint David arrived at the monastery, he saw that the craftsmen had not observed his instructions and instead of building the new monastery on the top of the mountain, they had started building it near the chapel of the Transfiguration.
Saint David became upset. He asked them why they had disobeyed and they answered that on the top of the mountain, where he wanted the new monastery to be built, there was no water.

Then Saint David took some workers and monks and climbed the mountain. When they arrived at the place he had suggested for the new monastery, he got down on his knees and prayed to the Holy Mother. As soon as he finished his prayer, he knocked with his staff at the root of a big tree. Forthwith, water came streaming out of it, flowing like a river to the foothills.

However, for reasons known only to the Lord, the Saint allowed the craftsmen to continue the construction at the point where the monastery has stood up to the present day.

As for the water that still flows powerfully today, in 1963, some fellow-countrymen of the Saint created a channel to bring it into the yard of the monastery.
The natural gifts and the holiness of Saint David had become widely known. Many Metropolitans invited him to their dioceses for the spiritual benefit of the Christians.

Once, the lords and bishops of the Peloponnese invited him to resolve the problems and the divisions between them. Saint David began his journey with love and eagerness. Although the ship on which he was traveling encountered heavy seas and was wrecked, Saint David was rescued through a miracle and nine hours after the shipwreck the accompanying monks saw him floating on the sea, unscathed.

At one time, Saint David was going to Karystos on some business of the Monastery. On the road, he stopped at the village of Disto to rest himself. There, the residents of the village asked the

Saint to release them from the swarm of mos¬quitoes, from which they were suffering. The
Saint seeing their devotion, prayed fervently to the Lord and then a great miracle happened. Mosquito clouds started to fall and disappear into the sea, in front of the surprised eyes of the locals.
Another time, the Saint was in Elefsina for the spiritual benefit of the Chris¬tians. There, he was guest in the house of a devout Christian. The master of the house, so as to please the Saint, cooked among other dishes, a pumpkin, which at the time, was a newly introduced garden vegetable. But when they tasted the pumpkin they found that it was really bitter. The master of the house felt really bad. The Saint realised it, prayed secretly, and as a result the pumpkin became sweet and tasty.

The monastery became a beacon for the area of North Euboea which illumined the people's souls and comforted the Christians during those difficult years of slavery.

Saint David was distressed and hurt to see the poverty and misery of the people who came to the door of the monastery He cared first for the spiritual welfare of the pilgrims and then for their material needs.

The believers called the monastery "The Monastery of Charity".

When Saint David grew old he appointed another hegumen and withdrew to his retreat, which was a tiny cave formed by a complex of rocks in the forest. He stayed there in prayer during the whole week, eating only a piece of Antidoron and drinking only some holy water.

On Saturday afternoon Saint David would come to the monastery. On Sunday morning he served the Holy Liturgy, received Holy Communion and after advising and comforting the pilgrims to the Monastery, and educating and supporting the monks, he would leave late in the afternoon for his retreat.

When Saint David became even older, he foresaw his death in a divine revelation. Then he called the fathers of the monastery and announced to them that in three days he would pass away.
With fatherly love, he advised the monks accordingly. Shortly before rendering his holy soul into the hands of the Lord he said...
- Behold, my brothers, the Lord Jesus Christ is coming!
The monks of the monastery were desolate. With deep sadness and tears, they buried his body.


The miracles of Saint David have been numerous during the centuries, as have been the believers, who have become witnesses of his glory before the Lord's throne.
People with physical, psychic and spiritual diseases are freed from the burden of their ailments by leaning down to venerate his holy skull. They depart healed and they thank the Saint, praising God.

We commemorate him on 1st November.
May we all have his blessing!

HOLY MONASTERY OF SAINT DAVID THE ELDER

St. Alexander Nevsky Cathedral - Your Soul Shall Rejoice - Novospassky Monastery - Praise The Lord From The Heave.




Stichera Praises from St.Irene Chrysovalantou Matins in Greek.

Sign of the Theotokos Church C - We Praise Thee St. John Forerunner Choir-Ches - Meet it is

Russian Orth Cathedral London - Blessed be the Name

St. Innocent Academy – Anaphora

Η αγία νέα οσιομάρτυς Ελισάβετ Θεοδώροβνα η μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας.


Η αγία νέα οσιομάρτυς Ελισάβετ Θεοδώροβνα
η μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας

Ο βίος και το μαρτυρικό τέλος της: Η Ακολουθία της

Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Μέσα Ποταμού

εικονογράφηση: Αγγελική Δελεχά

Άθως (Σταμούλη Α.Ε.), 2011

ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ Π. ΤΙΜΟΘΕΟ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟ.




Σε μία δύσκολη στιγμή της ζωής μου, ό Θεός έφερε στον δρόμο μου τον π. Τιμόθεο. Δεν μπορώ να γράψω για εκείνον χωρίς τα μάτια μου να γεμίσουν δάκρυα από τον πόνο τής απουσίας του, αλλά και από ευγνωμοσύνη για όσα μου χάρισε με την προσευχή και την στοργή του.

Κάθε φορά πού ένιωθα πόνο, θλίψη ή θυμό ό χτύπος του τηλεφώνου τα έδιωχνε όλα «Χαρούλα τί κάνεις;» Ό Γέροντας πάντα εκεί, δίπλα μου, έστω και αν μας χώριζαν χιλιόμετρα. Ένιωθε την δυσκολία μου και γινόταν ή παρηγοριά μου, ή χαρά μου. Τα χαρίσματά του πολλά, τα έκρυβε με διάκριση και όταν ακούγονταν κάποια λόγια προφητικά από τα χείλη του, εγώ τον κοιτούσα με θαυμασμό, εκείνος απλά γελούσε σαν παιδί.
Στην πρώτη του επίσκεψη στον σπίτι μας, ή δεύτερη κορούλα μου ήταν έξι μηνών. Ό Γέροντας περπατούσε στον σπίτι κάνοντας κομποσκοίνι. «Δικό σας είναι τον σπίτι;» με ρώτησε. «Όχι» απάντησα. «Δεν πειράζει... Σε λίγο πού θα κάνεις τον πρίγκιπα θα πάρετε και δικό σας...», είπε. Εγώ τότε τον πήρα για αστείο και είπα «Άπαπα! Τί λέτε... Δεν θέλω άλλο παιδί...». Μετά από 9 μήνες έμεινα έγκυος. Έντρομη και κλαίγοντας πήρα τον π. Τιμόθεο τηλέφωνο. «Θα πεθάνω εάν κάνω άλλο μωρό», είπα «ή μήτρα μου έχει πρόβλημα, έχω αιμορραγίες, ό γιατρός μου είπε να μην ξαναγεννήσω γιατί κινδυνεύω... Τί θα κάνω παππούλη;»
Ή γαλήνη της φωνής του με ηρέμησε. «Θα κάνουμε προσευχή και όλα θα πάνε καλά, θα γεννήσεις τον Πρίγκιπα», μου είπε.
Κάθε ώρα, κάθε στιγμή τής εγκυμοσύνης μου ήταν δίπλα μου με την προσευχή του. Όταν ήρθε ή ώρα να γεννήσω τον πήρα τηλέφωνο. «Θα είμαι κοντά σου...», μου είπε. Έτσι κι έγινε. Ή αιμορραγία και οι επιπλοκές ξεπεράστηκαν χωρίς όπως μου είπε ό γιατρός να ξέρει κι εκείνος πώς. Την άλλη μέρα πρωί - πρωί ανοίγει ή πόρτα του δωματίου μου. Μπροστά μου είδα τον π. Τιμόθεο. «Ήρθα να δώ τον Πρίγκιπα» μου είπε. Εγώ σκέφτηκα πώς βρέθηκε εδώ ό πάτερ; Δεν του είχα πει μαιευτήριο, όροφο, δωμάτιο, ούτε του συζύγου τον επώνυμο ήξερε και απουσίας' ότι έμαθα αργότερα, κανένα γνωστό δεν είχε ρωτήσει. Σαν να διάβασε την σκέψη του, είπε «'Έ! είπα να ξεκινήσω από εδώ και να ψάξω λίγο... αν δεν σ' έβρισκα θα πήγαινα αλλού». Μου ζήτησε να δει τον μωρό... τον πήγα, τον σταύρωσε και είπε: «Κύριε Έλέησον... Χρηστάκη εγώ σε είδα πριν την μάνα σου, πριν απουσίας' όλους». Ήταν εκεί με την προσευχή του και βοήθησε να πάνε όλα καλά.

Τα τελευταία χρόνια ό π. Τιμόθεος ήταν πλήρης Θείας Χάριτος... Αρκούσε ένα βλέμμα του για να τον Καταλάβεις. Τα μάτια του, με εκείνη την καθαρότητα και αθωότητα μαγνήτιζαν την ψυχή σου και σου δημιουργούσαν την επιθυμία να είσαι δίπλα του συνέχεια γατί ένιωθες ότι εκεί ήταν και ό Θεός.
Αγκάλιαζε τα παιδάκια μου και μια γλυκιά ευωδία πλημμύριζε τα κεφαλάκια τους. Μια μέρα κρατώντας την αγκαλιά του τον γιό μου είπε: «Ό Χρηστάκης θα γίνει Δεσπότης και θα είναι και αυστηρός. Εγώ δεν θα είμαι εδώ να τον καμαρώσω, θα τον βλέπω από ψηλά, εσύ όμως θα καμαρώνεις».

Ό Θεός με αξίωσε να ζήσω κοντά στον πάτερ Τιμόθεο τις τελευταίες ήμερες της ζωής του στον νοσοκομείο. Ένα απόγευμα πού ήμασταν στον δωμάτιο κι ενώ ό Γέροντας φαινόταν εδώ και μέρες να έχει βυθιστεί, δεν μιλούσε, είχε τα μάτια κλειστά, ξαφνικά ακούμε την φωνή του. «Ποιοί είστε εδώ;» ρώτησε. Του είπαμε, χαμογέλασε γλυκά. Ξέρετε που ήμουν; μας ρώτησε και έδωσε αμέσως την απάντηση, αφήνοντας μας όλους άφωνους. Ήμουν στον Αγιον Όρος... Ελάτε να ψάλλουμε
«Χαίρε Αγιον Όρος και Θεοβάδιστον
Χαίρε έμψυχε θρόνε και ακατάληπτε
Χαίρε ή Μόνη προς Θεόν Κόσμου γέφυρα
ή μετάγουσα πιστούς προς την Αιώνων Ζωήν...».

Την τελευταία μέρα πού πήγα συνέβη κάτι τον συγκλονιστικό. Καθώς ό Γέροντας βρισκόταν πάλι βυθισμένος, σηκώνει τον χεράκι του, υψώνοντας τα τρία δάχτυλα, σαν να τα έδειχνε σε κάποιον. Πήγαμε κοντά. «Όχι τώρα, όχι σε λίγο σε τρεις μέρες», έλεγε «έλα σε τρεις μέρες». Όλοι κοιταχτήκαμε χωρίς να μιλήσουμε, όμως καταλάβαμε ότι ό πάτερ είχε εξουσία στον θάνατο. Ή επιθυμία του ήταν να ταφεί στο μοναστήρι του Άγ. Νεκταρίου στην Αίγινα. Επειδή' σε δύο περίπου μέρες ήταν ή ενθρόνιση της νέας Γερόντισσας, ό καλός Γέροντας, δεν ήθελε να χάλασε αυτό τον γεγονός, ούτε να δημιουργήσει δυσκολίες Σαν γνήσιος αγωνιστής του Χριστού, έλαβε από τον Κύριο την εξουσία να ορίσει την μέρα πού ή αγία ψυχή του θα πήγαινε στην Άνω Ιερουσαλήμ και θα απολάμβανε τα κάλλη του Παραδείσου.
Έτσι και έγινε στις 16-10-2004 τον απόγευμα, αφού η ενθρόνιση είχε τελειώσει και ήμασταν στον καράβι για τον Πειραιά χτύπησε τον τηλέφωνο και μάθαμε ότι ό π. Τιμόθεος κοιμήθηκε. Πέρασε από τα μάταια στα αιωνία και άφησε πίσω του βαθιές πληγές στις καρδιές όσων τον αγάπησαν, αλλά και την γλυκιά ελπίδα ότι εκεί που θα βρίσκεται πιο κοντά μας από ποτέ. Την επόμενη μέρα ήταν ή ταφή.



Πήρα το καράβι, ή θάλασσα ήταν λες και μπορούσες να περπατήσεις πάνω της. Ένιωθες πώς κι εκείνη σεβόταν την μεγάλη απώλεια και καθόταν ασάλευτη για να βοηθήσει εκείνους πού λαχταρούσαν να φτάσουν κοντά στο σκήνωμα του Παππούλη.

Στον εκκλησάκι τη; Αγ. Τριάδος σε αυτό τον μικρό και ταπεινό που έγινε τρανό από την λάμψη του Αγ. Νεκταρίου τοποθετήθηκε και τον σκήνωμα του π. Τιμόθεου. Όταν είσαι κοντά στον Χριστό, δεν υπάρχει θάνατος, μόνο ζωή, και , έτσι και ό Γέροντας, δεν είχε πεθάνει απλώς κοιμόταν, μαλακός, εύπλαστος, γεμάτος ευδία προσκυνούσες τον χεράκι ή τον κεφαλάκι του και νόμιζες ότι ανέπνεε, ότι θα σου μιλούσε.


Η εξόδιος ακολουθία έγινε στον μεγάλο Ναό του Αγ. Νεκταρίου κόσμος πολύς. Αρχιερείς, Ιερείς, λες και ήσουν στον πανηγύρι του Αγίου Νεκταρίου. Όλοι ήρθαν να καταθέσουν την μεγάλη αγάπη και ευγνωμοσύνη πού είχαν στον π. Τιμόθεο.

Ένιωθα μέσα μου χαρμολύπη.. Πονούσα για τον πατέρα πού έφυγε, για την παρηγοριά και την στοργή πού θα έχανα αλλά χαιρόμουν γιατί ή ψυχή του πανηγύριζε, μαζί με τους Αγίους της Θριαμβεύουσας Εκκλησιάς, εκεί όπου «ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ουκ στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος». Όταν ακούστηκε τον «Δεύτε τελευταίον άσπασμόν» με πόνο πλησίασα να χαιρετίσω εκείνον πού με τις προσευχές του με σκέπαζε, με την αγάπη του άλλαξε την ζωή μου, με τη αγιότητά του με έφερε πιο κοντά στον Θεό.

Έσκυψα να φιλήσω τον χεράκι του και ευωδίαζε, χάιδεψα τον μέτωπο του και τον χέρι μου υγράνθηκε από τον μύρο.
«Θεέ μου, σήμερα με αξίωσες να έρθω στην ταφή ενός Αγίου», σκέφτηκα.

Εκείνη την ημέρα όλοι χάσαμε έναν δικό μας άνθρωπο, αλλά κερδίσαμε έναν μεσίτη στον ουρανό. Απλός, αγνός, αρχοντικός, όποιος τον γνώρισε δεν μπορεί να διώξει από την ψυχή του, την γλύκα της αναμνήσεις του. Δεν μπορεί να μην σκεφτεί και να νιώσει ότι γνώρισε έναν Άγιο, τόσο ταπεινό και αθόρυβο, δεν ήθελε να δείχνει τί είναι. Πάντα βρισκόταν κοντά σε όσους τον είχαν ανάγκη. Όσες φορές από τότε πού έφυγε έχω κάτι να με ενοχλεί, τον πρώτο που μου λείπει είναι ό χτύπος του τηλεφώνου και ή γλυκιά φωνή του Παππούλη, «Τι έχουμε;»
Πάντα νιώθω τον π. Τιμόθεο δίπλα μου και την ευχή του να με σκεπάζει.
Μακάρι να έχουμε όλοι την ευχή του
.


ΒΙΒΛ. Ο ΙΕΡΟΚΗΡΥΞ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ. ΕΚ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ