Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Αποσπάσματα από άρθρα του μακαριστού Γέροντος Δοσιθέου.



Αποσπάσματα από άρθρα του μακαριστού Γέροντος

Α. «ΠΕΡΙ ΕΦΗΜΕΡΙΩΝ ΕΝ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ» (απόσπασμα από ομιλία σε κληρικούς)

……Ο νους μου πετά προς την Κωνσταντινούπολη την αγαπημένη. Εκεί θέλω να μεταφέρω και την αγάπη σας. Δε θα σας μι­λήσω για τους ναούς της, ούτε για τ’ αγιάσματά της, ούτε για τα κάστρα της. Δεν θα σας μιλήσω ούτε για τον Πατριάρχη και την Πατριαρχική Αυλή. Γι’ αυτά μιλούν πολλοί και έχουν γράψει πολλά και γράφουν ει­σέτι. Θα σας απασχολήσω με κάτι που κανείς μέχρι τώρα δεν καταπιά­στηκε. Θα σας μιλήσω για συναδέλφους. Για τους παπάδες της Πόλης. Γι’ αυτούς τους ήρωες για τους οποίους κα­νείς δεν ομιλεί, κανείς δεν γράφει. Θα σας μιλήσω για όσα έχω ακούσει, για όσα έχω δει, για όσα οι ίδιοι μου έχουν διηγηθεί. Ιερείς με οικογένειες, σε μακρινές ξεχασμένες ενορίες χωρίς ενορίτες, σ’ ένα περιβάλλον ε­χ­θρι­κό. Ιστορίες άγνωστες, άλλες συγκινητικές, άλλες ηρωικές, αλλά όλες ενδιαφέρουσες. Φυσικά, θα αναφερθώ ενδεικτικά, σε πολύ λίγα, διότι δεν θα ήτο δυνατόν να αναφέρω στην αγάπη σας όλα όσα γνωρίζω. Για να κάνουμε και μια σύγκρισι μεταξύ αυτών και ημών. Διότι παραπονούμεθα πολλάκις αλλά χωρίς λόγο και αιτία. Ζουν οι ταπεινοί λευίτες της Κων­στα­ντινουπόλεως σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Δεν γνωρίζουν από πού και από ποιόν θα έρθει η βρισιά, η πέτρα, το φτύσιμο. Λίγο να διατα­ραχ­θούν οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, αυτοί πληρώνουν τα σπα­σμένα. Επίσης γνωρίζουν ότι εκεί είναι μόνιμοι. Κάθε φυγή προς τα εδώ ή το εξωτερικό σημαίνει καθαίρεση. Κι όμως μένουν εκεί «από του χρέους μη κινούντες». Ωσάν τον στρατιώτη μιας πύλης στην Πομπηΐα. Η λάβα του Βεζούβιου ήρθε και τον κάλυψε, μα εκείνος έμεινε ακίνητος φρουρός μιας διαταγής· να μην εγκατάλειψη την πύλη. Και στις ανασκαφές βρέθη­κε πετρωμένος απ’ την λάβα με το δόρυ στο χέρι, στην πύλη.

Ο εφημέριος της Παναγίας στο Πέραν  μου έλεγε πριν μερικά χρό­νια: «Είμαι εδώ εφη­μέ­ριος επί 54 χρόνια». Αν ζει, πρέπει να έχει ξεπεράσει τα 60 χρόνια ιερα­τι­κής διακονίας. Και είδε δόξες να περνούν και να χά­νο­νται…Εμείς πολλές φορές έχουμε σαν όνειρο την συνταξιοδότηση. Να πά­ρουμε σύνταξη  να γλυ­τώσουμε από τριμηνίες, προϋπολογισμούς και από­λο­γισμούς…

Γνώρι­σα τον π. Φιλόθεο στην ηλικία των 92 ετών. Ήτο εφημέριος στον Άγιο Γεώργιο Εδίρνε Καπού (στην Πύλη της Αδρια­νου­πόλεως). Ενο­ρίτες; Αυτός, η παπαδιά του και μία κόρη, αν δεν απατώ­μαι. Ψάλαμε μαζί σε μια Προηγιασμένη στο Αγίασμα των Βλαχερνών. Εθαύμασα την αντοχή του στο ψάλσιμο, παρ’ όλη την προχωρημένη ηλι­κία του. Μετά την απόλυση, τον ερώτησα: «Είσθε συνταξιούχος;» Μου απήντησε: «Εμείς εδώ δεν γνωρίζουμε τι έστι σύνταξις· πεθαίνουμε στο Θυσιαστήριο!». Μετά τρία έτη έμαθα ότι εκοιμήθη. Όμως εκοιμήθη ως λειτουργός. Στο Θυ­σιαστήριο, «από του χρέους μη κινών».

Ύστερα από το διάταγμα του Κεμάλ το 1934 η ρασοφορία εκτός του ναού απαγορεύεται. Οπότε οι ιερείς κυκλοφορούν με πολιτικά και εισερ­χόμενοι εις τον ναόν φορούν ράσο και καλυμαύχι. Διευκρινίζω πως η ρα­σο­φο­ρία έκτοτε απαγορεύθηκε για τους Τούρκους υπηκόους και μόνον, κι όχι δι’ όσους απλώς επισκέπτονται την Τουρκία (εξ Ελλάδος φερ’ ειπείν ή όπου αλλού). Ενθυμούμαι, λοιπόν, τον μακαριστόν π. Μελέτιο Σακκουλί­δη, τον Μεγάλον Οικονόμον. Ήτο εφημέριος σε 11 ναούς της περιφερείας Υψωμαθείων. Έζησε τα δραματικά γεγονότα του ’55 στους Αγίους Θεοδώ­ρους Βλάγκας. Αυτός ποτέ δεν κάθισε σε ώρα ακολουθίας ή Θείας Λει­τουργίας. Μέχρι τέλους. Και εντύπωση μου είχε κάνει μεγάλη διότι δεν έ­κρυβε ποτέ την ιερωσύνη του. Και γένια έτρεφε και κόμη διατηρούσε. Μά­λιστα δε ο μακάριος εκείνος στο αριστερό πέτο του σακακιού του είχε πάντοτε καρφιτσωμένο ένα χρυσό σταυρό. Και πάντα έτσι κυκλοφορούσε εν μέσω αλλογενών και αλλοθρήσκων· με τον σταυρό να λάμπει.

Αυτό το διάταγμα του Κεμάλ, έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τους εφη­μέριους τότε, αλλά και τους πιστούς. Έχει καταγραφεί ότι ο Πατριάρχης Φώτιος ο Β’ (επί του οποίου βγήκε το διάταγμα) ουδέποτε εξήλθε του Πα­τριαρχείου, αρνούμενος και μη ανεχόμενος να συνοδεύεται από παντελο­νο­φόρους κληρικούς. Ο μακαριστός π. Γεώργιος Οκουμούσης εφημέριος στην Ίμβρο (εκοιμήθη ) μου εδιηγείτο τα εξής: «Ο πατέρας μου ή­ταν παπάς. Όταν ήλθε ειδοποίησις από το Πατριαρχείο να βγάλουν οι ιε­ρείς τα ράσα, να περιορίσουν κατά το δυνατόν τη γενειάδα και να κό­ψουν την κοτσίδα (για να μη δίδουν στόχο, διότι τα πράγματα τότε ήσαν πολύ άγρια και επικίνδυνα) έπεσε θρήνος στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου ήταν ιερεύς στους Αγ. Θεοδώρους και έπρεπε να συμμορφωθεί. Με κλάματα η μητέρα μου παπαδιά πήρε το ψαλίδι, έκοψε την κοτσίδα και την τοποθέτησε σ’ ένα κουτί. Την έβαλε κάτω άπ’ τα εικονίσματα, και όταν ο πατέρας μου εκοιμήθη, το μόνο κτέρισμα που τον συνώδευσε στον τάφο ήσαν τα μαλλιά του, η κοτσίδα του»…

Είπα και προηγουμένως· οι κίνδυ­νοι ελλοχεύουν πάντοτε. Οι ιερείς είναι στο στόχαστρο. Ας κυκλοφορούν με πολιτικά, τους διακρίνουν αμέ­σως. Ακόμα, θυμηθείτε, αγνοείται η τύχη του πτώματος του Ηγουμένου του Μπαλουκλή Χρύσανθου. Κάποιο πηγάδι κρατάει το μυστικό του βα­σανισμού του…

Ο τέως Μέγας Εκκλησιάρχης π. Σεραφείμ όταν ήτο διάκο­νος, λει­τουρ­γούσε σε κάποιο ναό της περιφερείας του Βοσπόρου. Θες από άγνοια του κινδύνου, θες από αφέλεια φόρεσε γαλάζια διακονική στολή. Ήταν η εποχή μετά τα Σεπτεμβριανά. Ξαφνικά εισβάλλουν στον ναό τρα­μπού­κοι εγκάθετοι και απήτησαν με κραυγές, βρίζοντας και απει­λώ­ντας, να βγά­λη τα άμφια που θύμιζαν Ελλάδα…

Μου έλεγεν ο μακαρίτης παπα-Νεόφυτος εφημέριος στο Μπαλουκλή: «Κάποιος Χριστιανός με χάρισε ένα ρολόι χειρός που είχε στο κέντρο την Παναγία. Το φόρεσα και μπήκα στο λεωφορείο, για να πάω στο σπίτι μου στα Ταταύλα. Το λεωφορείο γεμάτο ήταν, θέσεις δεν είχε και στεκόμουν όρθιος. Πιάστηκα από τη χειρολαβή να μη πέσω, τραβήχτηκε το μανίκι και φάνηκε το ρολόι. Σαν κοράκια, σαν όρνια έπεσαν επάνω μου να με γδάρουν. Είδα κι έλαβα να γλυτώσω από τα χέρια τους. Και από τότε το έχω στην τσέπη του σακακιού μου». Εκείνο, αδελφοί μου, που είναι πολλές φορές ανυπόφορο για τους ιερείς της Πόλεως είναι η μοναξιά. Χωρίς οικογένεια, χωρίς ενορίτες.

Γνωρίζω, όμως, και μια εντελώς αντίθετη ιστορία. Την έζησα προσωπικώς. Μια ιστορία μεγάλης μετανοίας. Φυσικά, δεν θα αναφερθώ σε ονόματα ή ναούς.

Βρίσκομαι σ’ ένα πανηγυρίζοντα ιερό ναό κάπου στην Πόλι. Μέσα στο ιερό βήμα βλέπω ένα (για νεωκόρος μου φάνηκε) που εγνώριζε τα πάντα από τάξη. Άριστος στη διακονία του. Στο τέλος, με την απόλυση, τον πλησιάζω και τον συγχαίρω:

—Μπράβο! Είσαι ο καλύτερος νεωκόρος που έχω συναντήσει.

Αμέσως αυτός άρχισε να κλαίη!

—Μήπως σε προσέβαλα, ζητώ συγγνώμη, του λέγω.

—Όχι, πάτερ. Αλλά δεν είμαι νεωκόρος. Είμαι καθηρημένος διάκονος, και μένω στην Ελλάδα χρόνια τώρα, δουλεύοντας ως καθηγητής.

Συζητήσαμε επ’ αρκετόν. Κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν ηθικοί λόγοι. Μόνον λόγοι ανυπακοής.

—Άκου, του λέγω, αν διετηρήθης καθαρός, πήγαινε στον Πατριάρχη. Βάλε μετάνοια. Ζήτησε συγγνώμη. Αυτός θα σε δεχθή και θα σε επαναφέρη.

Είπαμε κι άλλα πολλά. Σκορπίσαμε. Μετά από 2-3 χρόνια βρέθηκα πάλι στην Πόλι σε κάποιον άλλο ναό. Διακονούσε ένας διάκονος. Δεν μου πήγε στον νου τίποτε. Μετά την απόλυση με πλησιάζει, με αγκαλιάζει, με φιλάει, δακρύζει.

—Δεν με θυμάσαι; Είμαι ο τάδε, κι όλα έγιναν όπως μου είπες!

Τώρα πλέον ως ιερεύς άμισθος υπηρετεί με ζήλο πολύ σε εκκλησία της Πόλης! Καλή του ώρα!

Έχω δε διαπιστώσει ότι καλοί εφημέριοι διεμβολίζουν τους αλλόθρησκους και πολλάκις οι σχέσεις τους είναι φιλικές. Εξαιρούνται βεβαίως οι «γκρίζοι λύκοι».

Στα Σεπτεμβριανά όλες οι εκκλησίες της Πόλεως και των όμορων Μητροπόλεων υπέστησαν διώξεις, καταστροφές και ιεροσυλίες αφάνταστες. Μια, όμως, εγλύτωσε. Ποιά; Οι Άγιοι Απόστολοι στο Φερίκιοϊ.

Το τι θα συνέβαινε εκείνη τη φοβερή αποφράδα νύχτα, στους λεγάμενους (στους Τούρκους δηλαδή) ήταν γνωστό από ημερών πολλών. Έγινε θέμα συζητήσεως στους θαμώνες του απέναντι του ιερού ναού καφενείου. Ψιλοκουβεντιάζουν οι Τούρκοι μεταξύ τους. Άλλοι υπέρ, άλλοι κατά. Κάποιος επεμβαίνει.

—Πρέπει να προστατέψουμε τη ρωμαίικη εκκλησία, διότι σ’ αυτήν, το ξέρετε όλοι, είναι ένας παπάς που μας βοηθάει στις ανάγκες μας, στις αρρώστιες μας, στην ανέχειά μας.

—Πάψε, ρέ! Παραμύθια! λένε οι φωνασκούντες αντιτιθέμενοι.

—Θα σας το αποδείξω! Αμέσως κιόλας. Δεν έχω ούτε μια λίρα πάνω μου, ψάξτε με. Θα πάω στο σπίτι του παπά και θα σας φέρω 500 λίρες!

Πάει, λοιπόν, και χτυπάει την πόρτα. Ζητάει τα χρήματα παρακαλώντας, λέγοντας πως έχει μεγάλη ανάγκη, άρρωστη γυναίκα και άλλα τέτοια. Ο παπάς απαντά:

—Βρε παιδί μου, δεν έχω τόσα χρήματα πάνω μου, και μάλιστα τέτοια ώρα. Θα ζητήσω και από τις αδελφές μου, όμως. Περίμενε!

Συγκεντρώνει το ποσόν και του το δίδει. Τότε ο Τούρκος τρέχει στο καφενείο και κρατώντας τα χρήματα στα χέρια του ψηλά και δείχνοντάς τα φωνάζει στους ομοφύλους του:

—Βλέπετε, όλοι; Αυτός είναι ο παπάς!

Έτσι, λοιπόν, εκείνο το φρικτό βράδυ του 1955, όλοι οι τούρκοι γείτονες περικύκλωσαν την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και όταν άρχισαν να έρχονται οι παρακρατικοί τραμπούκοι και ο μαινόμενος όχλος με ρόπαλα και μαχαίρια, βρήκαν τους ομοθρήσκους τους να προασπίζονται αποφασισμένοι τον ιερό ναό: «θα περάσετε πάνω απ’ τα πτώματά μας και ύστερα θα πειράξετε τον ναό και τον παπά»!

Υπάρχουν, αδελφοί συλλειτουργοί, και άλλα πολλά. Ενθυμούμαι όμως τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο που λέγει ότι ο λόγος δεν πρέπει να γίνεται «αηδής διά τον κόρον», διό και τελειώνω εδώ.

Αυτοί οι πρεσβύτεροι αξίζουν τον θαυμασμό μας. Χωρίς ποίμνιο, χωρίς «τυχερά», χωρίς κρατική ενίσχυσι, χωρίς καμμιά εξουσία (σημειωτέον πως η κρατική εξουσία εκεί δεν αναγνωρίζει καθόλου τους κληρικούς παρά μόνον τους εφοροεπιτρόπους των βακουφιών. Οι ιερείς και οι επίσκοποι είναι ως μη υπάρχοντες, γαντζωμένοι σαν τα στρείδια στον βράχο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, χτυπούν καμπάνα και μ’ αυτήν διαλαλούν ότι υπάρχουν, ότι η Ρωμηοσύνη ζη και θα ζη έως ότου έλθη ο Ευλογημένος. Αμήν.

Αρχιμ. Δοσίθεος (Κανέλλος), Ηγούμενος Ι.Μ. Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας

Πηγή: Περιοδικό Ανάπλασις, τ. 462-463, Ιανουάριος

Δεν υπάρχουν σχόλια: