Βαρυφορτωμένο ξεκίνησε τό πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου 1924 τό πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης» από τό λιμάνι της Μερσίνας της Μικρός Ασίας με προορισμό τήν Εύβοια. Δεν μετέφερε μόνο 800 πονεμένους ρακένδυτους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Στο αμπάρι του τό πλοίο έκρυβε πολύτιμο θησαυρό. Ήταν ή ξύλινη (από κυπαρίσσι) λάρνακα με τό τίμιο ιερό σκήνωμα του 40χρονου οσίου Ιωάννου του Ρώσου.
Οι τουρκικές αρχές είχαν απαγορεύσει αυστηρά στους Χριστιανούς τη μεταφορά του Αγίου από τό Προκόπιο. Είχαν μάλιστα σφραγίσει τόν ομώνυμο περικαλλή ιερό Ναό του. Άλλά ο πιστός σιδηρουργός του Προκοπίου με άδεια του ευλαβέστατου ιερέως π. Χαραλάμπους Άβερκιάδη τη νύχτα της 9ης Σεπτεμβρίου τόλμησε και παραβίασε κρυφά τόν ιερό Ναό. Και ο τολμηρός Έλληνας και πιστός Μικρασιάτης Παναγιώτης Παπαδόπουλος, πού επρόκειτο τήν επομένη νά ταξιδέψει γιά τήν Ελλάδα, ανέλαβε νά περιτυλίξει με κιλίμια τό ιερό Λείψανο. Και με κίνδυνο της ζωής του τό πέρασε από τό τουρκικό τελωνείο.
Τόσο μεγάλη ευσέβεια και πίστη είχαν οι αγαπημένοι μας Μικρασιάτες πρόσφυγες. Μπορεί νά έφθασαν στην μητροπολιτική Ελλάδα μας πάμφτωχοι υλικά, άλλά μάς έφεραν τόν ζωντανό τους πλούτο τής Ορθοδόξου Παραδόσεως και ζωής όχι μόνο με τό ήθος και τήν αρχοντιά τους, άλλά και με τα πλούσια εκκλησιαστικά κειμήλια, τις περίπυστες άγιες εικόνες και προπαντός με τα θησαυρίσματα των ιερών Λειψάνων των Άγιων τους.
Έτσι ή Εύβοια χάρις στην πίστη των ευσεβών Μικρασιατών του Προκοπίου τής Ανατολής απέκτησε τόν θησαυρό αυτό, δηλαδή τό ιερό άφθορο Λείψανο του αγίου Ιωάννου του Ρώσου. Σήμερα ευρίσκεται μέσα σε ασημένια Λάρνακα στον ομώνυμο περίλαμπρο Ναό του στο χωριό Νέο Προκόπιο στα βόρεια τής νήσου.
Ποιος όμως ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος;
Στην περιοχή τής Ουκρανίας, σ' ένα χωριό τής Μικρορωσίας, εκεί όπου τα ήσυχα νερά του Δνείπερου ποταμού διασχίζουν και ποτίζουν τόν μεγαλύτερο σιτοβολώνα του κόσμου, γεννήθηκε γύρω στα 1690 ο Ιωάννης. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς, δίκαιοι και τίμιοι. Δίδαξαν στο παιδί τους από τη μικρή ηλικία τα ιερά γράμματα, τήν τέχνη τής προσευχής και τόν δρόμο τής θυσίας και τής αγάπης και προς τόν Θεό και προς τούς ανθρώπους. Ό Ιωάννης τα δεχόταν όλα με ευγνωμοσύνη. Τα εφάρμοζε με πιστότητα.
Τήν εποχή εκείνη τσάρος τής Ρωσίας ήταν ο Μέγας Πέτρος, άνθρωπος πολεμοχαρής και σκληροτράχηλος. Ό Ιωάννης σε νόμιμη ηλικία κατετάγη στο ρωσικό στρατό. Έλαβε μέρος στον ατυχή ρωσοτουρκικό πόλεμο (1711), πού διήρκεσε 7 χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες νά συλληφθούν αιχμάλωτοι από τούς Τατάρους. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και ο νέος τότε στρατιώτης Ιωάννης. Οι Τάταροι πούλησαν τόν Ιωάννη σε κάποιον Τούρκο αξιωματικό του ιππικού, τόν Όμέρ αγά από τό Προκόπιο τής Μικρός Ασίας, μία πόλη πού ήταν κτισμένη σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, 60 χιλιόμετρα έξω από τήν Καισαρεία τής Καππαδοκίας.
Πολλοί τότε στρατιώτες αρνήθηκαν τήν ορθόδοξη πίστη τους πιεζόμενοι από τις απειλές των αλλόθρησκων Τούρκων. Μπροστά στα δώρα και τις υποσχέσεις των Αγαρηνών έκάμφθη-σαν. Άλλά ο γενναίος Ιωάννης παρέμεινε αλύγιστος στην ορθόδοξη πίστη του. Μέσα του βασίλευε ή ευσέβεια και ή βαθιά πεποίθηση ότι ο Θεός δεν θα τόν εγκαταλείψει. Παραδίδει τη ζωή του στον Θεό με σύνθημα του: «Κύριος ποιμαίνει με, καί ουδέν με υστερήσει» (Ψαλ. κβ'1).
Προχωρεί γαλήνια, ατάραχα. Σηκώνει με υπομονή τόν σταυρό του από τις ειρωνείες και τις περιφρονήσεις των άλλων πού τόν φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο. Σταθερή είναι και ή ομολογία του προς τόν αγά του. «Είσαι αφέντης - του λέει - μόνο του σώματος μου, όχι όμως και τής ψυχής μου. Είμαι πρόθυμος νά υπακούω σε όλες τις διαταγές σου, εφ' όσον με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου. Διαφορετικά, εάν με πιέσεις νά αλλαξοπιστήσω, ευχαρίστως σου παραδίδω τήν κεφαλή μου και όχι τήν πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός θα αποθάνω. Τόν Χριστό δεν πρόκειται νά αρνηθώ».
Ή σταθερή αυτή ομολογία του Ιωάννη συνδυασμένη πάντοτε με τήν εργατικότητα, τήν ταπεινοφροσύνη και τήν ευγενή συμπεριφορά του, τόν έκαμαν πολύ συμπαθή στο σκληρό του αφεντικό.
Ό Όμέρ είχε αναθέσει στον Ιωάννη τήν ευθύνη του στάβλου του. Εκεί μέσα κάτω από ταπεινές συνθήκες, μέσα σε δυσοσμία και σε υγρό και σκοτεινό περιβάλλον ο Ιωάννης ο αιχμάλωτος και δούλος ζούσε άγια ζωή. Ήταν συνεπής και ακριβής όχι μόνο στα καθήκοντα τής ευτελούς αυτής εργασίας άλλά και στα πνευματικά του καθήκοντά. Δοξολογούσε τόν Θεό συνεχώς. Αναπολούσε τις ταπεινές συνθήκες κάτω από τις όποιες γεννήθηκε ο Κύριος στο σπήλαιο τής Βηθλεέμ. Και Τόν ευχαριστούσε γιατί τόν αξίωνε νά ζει και αυτός σε τέτοιο περιβάλλον.
Σε κάποια γωνία του στάβλου ξάπλωνε ήσυχος και ειρηνικός γιά νά ξεκουραστεί τις νύχτες. Αρκετές όμως νύχτες έφευγε. Πήγαινε στον γειτονικό αρχαίο ναό του Αγίου Γεωργίου, λαξευμένο σε βράχο, και εκεί όρθιος στον Νάρθηκα έκανε τις ακολουθίες του... Προσευχόταν με θέρμη μέσα στη νυχτερινή γαλήνη. Κάθε Σάββατο κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια. Όλο και έλαμπρύνετο. Ένας ύμνος πού τόν εγκωμιάζει γράφει: «Καθαρός τω σώματι καί τη ψυχή όλος γέγονας».
Τό ζεύγος των αφεντικών του θαύμαζε όλο και περισσότερο τη βιοτή του απλού και ταπεινού αυτού δούλου. Του πρόσφεραν λοιπόν ένα μικρό δωμάτιο γιά νά ζει πιο άνετα. Ό Όσιος όμως ευγενικά τό αρνήθηκε. Προτίμησε νά ζει μέσα στην κακοπάθεια και τήν άσκηση παρά μέσα στη χλιδή και τήν άνεση. Ό ταπεινός τόπος του στάβλου «του εξασφάλιζε», όπως γράφει ο βιογράφος του, «τήν ευωδιά του Αγίου Πνεύματος». Ζούσε λιτά, με ελάχιστη τροφή, και πλούσια προσευχή. Όλα τα δεχόταν αγόγγυστα. Και όταν ο αφέντης του πορευόταν έφιππος, εκείνος τόν ακολουθούσε πεζός ταπεινά σαν σκλάβος του ψελλίζοντας λόγια του Ψαλτηρίου.
Ή παρουσία του αγίου αυτού υπηρέτη και σκλάβου Ιωάννη ήταν μία συνεχής ευλογία γιά τόν Ίππαρχο αγά του Προκοπίου. Τό σπιτικό του όλο και πλούτιζε. Έγινε «ο πλουσιότερος και ο πλέον αξιοσέβαστος στην πόλη» άνθρωπος.
Ό Ιωάννης είχε πλέον αποκτήσει κύρος. Όλοι τόν σέβονταν. Σταμάτησαν οι ειρωνείες και οι εμπαιγμοί των άλλων.
Κάποια περίοδο πού ο αγάς - σαν ευσεβής Μουσουλμάνος - είχε φύγει σε ιερή αποδημία - προσκύνημα στη Μέκκα, ή γυναίκα του θέλησε νά καλέσει σε φαγητό φίλους και γνωστούς γιά νά ευχηθούν γιά τόν ασφαλή γυρισμό και τήν καλή υγεία του αγά της. Καθώς έφερνε ή κυρία στους συνδαιτυμόνες τό γνωστό φαγητό τής Ανατολής, τό πιλάφι, στράφηκε προς τόν Ιωάννη και του είπε: «Πόση χαρά θα ένιωθε, Γιοβάν, σήμερα ο αφέντης σου, αν γευόταν από αυτό τό αγαπημένο του φαγητό». Ό Ιωάννης με απλότητα ζήτησε ένα πιάτο με πιλάφι. Και με τη δύναμη τής αδιάκριτου πίστεως και θερμής προσευχής του τό πιάτο θαυματουργικά απεστάλη στο αφεντικό του! Οι παριστάμενοι δεν πίστεψαν. Γέλασαν... Όταν όμως μετά από καιρό επέστρεψε ο αγάς και έφερε πίσω τό πιάτο άδειο με τό οικόσημο τής μωαμεθανικής του οικογενείας, τότε πείστηκαν όλοι γιά τη δύναμη τής πίστεως του άκακου και φιλάγαθου και φιλάνθρωπου αυτού δούλου.
Ύστερα και από τό γεγονός αυτό, τό ζεύγος των κυρίων πίεζε περισσότερο τόν Ιωάννη νά μην κατοικεί πια στον ανθυγιεινό στάβλο και του παραχώρησαν δωμάτιο γιά νά ζει με αξιοπρέπεια. Αυτός όμως και πάλι - όπως και τήν πρώτη φορά - ευγενικά και σταθερά αρνήθηκε. Προτίμησε νά ζει ως ταπεινός δούλος Ιησού Χριστού στο «ησυχαστήριο» πού τόσα χρόνια είχε αγαπήσει μένοντας πιστός στα θελήματα του αγά του και στη διακονία και τις περιποιήσεις των άκακων και άλογων ζώων.
Έφθασε κάποτε και ή ώρα πού ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος επρόκειτο νά εγκαταλείψει τα εγκόσμια και νά αναχωρήσει γιά τόν ουρανό. Ό Όσιος μας αρρώστησε. Παρέμενε ξαπλωμένος με υπομονή στον ταπεινό αχυρώνα του στάβλου ευγνωμονώντας τόν Θεό γιά όλα τα δώρα πού του είχε χαρίσει. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε ότι πλησιάζει τό τέλος του και ζήτησε με ισχυρό πόθο νά κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια. Και επειδή υπήρχε τήν περίοδο εκείνη ατμόσφαιρα μίσους από φανατισμένους Τούρκους ο διακριτικός και ευλαβής ιερέας π. Θεόδωρος Παπαδόπουλος έφερε τη θεία Κοινωνία με άκρα ευλάβεια μυστικά μέσα σε ένα μήλο. Με ιερή συγκίνηση ο όσιος και ομολογητής του Χριστού Ιωάννης κοινώνησε γιά τελευταία φορά. Και ειρηνικά παρέδωσε τήν αγνισμένη και φωτισμένη ψυχή του στον αγαπημένο του Κύριο Ιησού Χριστό. Ήταν 27 Μαΐου του έτους 1730. Ή είδηση διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο τό Προκόπιο. Μεγάλο πένθος απλώθηκε σε όλη τήν περιοχή τής Καππαδοκίας. Ό Όμέρ αγάς τόν τίμησε και τόν έκλαψε.
Στη συνείδηση όλων, Χριστιανών και Οθωμανών, ο δούλος του Θεού Ιωάννης ήταν ένας άγιος. Είχαν περάσει τριάμισι μόλις χρόνια από τήν κοίμηση του Αγίου. Οι Προκοπιείς έβλεπαν κάθε νύχτα «φώς λάμπον άγιον τω του οσίου μνήματι». Έτσι με θαυμαστή υπόδειξη του Αγίου τό Νοέμβριο του 1733 έγινε ή ανακομιδή των ιερών Λειψάνων του. Έκθαμβοι οι πιστοί Χριστιανοί αντίκρισαν τό ιερό Λείψανο του νέου αυτού ασκητού και όμολογητού «ακέραιο καί εύωδιάζον». Με ιερό δέος τό έναπέθεσαν κάτω από τήν Αγία Τράπεζα του Αγίου Γεωργίου (του ναού πού τόσο είχε αγαπήσει ο Άγιος).
Εκατό χρόνια μετά, τό 1832, ο στρατός του Όγλού Οσμάν πορευόμενος σε πολεμική αποστολή λεηλάτησε τό Προκόπιο. Βεβήλωσε και λήστεψε τόν ιερό ναό. Παρέδωσε τό ιερό Λείψανο του άγιου Ιωάννου στις φλόγες. Άλλά ο Άγιος παρουσιάστηκε σε όραμα και φοβέρισε τούς ασεβείς Οθωμανούς. Έντρομοι οι στρατιώτες εγκατέλειψαν αμέσως εκεί ό,τι είχαν κλέψει και έφυγαν διακηρύσσοντας τό μεγάλο θαύμα. Τό σκήνωμα του Άγιου παρέμενε άθικτο, όμως έμαύρισε επιφανειακά. Τό 1862 με επέμβαση θαυματουργική του Άγιου γλύτωσαν από τό σεισμό είκοσι παιδάκια του ελληνικού σχολείου.
Ή φήμη του οσίου Ιωάννου ως θαυματουργού είχε απλωθεί πλέον σ' όλη τη Μ. Ασία. Πάμπολλες είναι οι μαρτυρίες γιά τα θαύματα του. Πλήθη λαού τόν επισκέπτονται και ζητούν θεία προστασία και βοήθεια. Τόν ονομάζουν «θεραπευτή Άγιο». Οι Τούρκοι τόν αποκαλούν «κουλέ Γιουβάν», αιχμάλωτο Ιωάννη. Με πίστη και αυτοί λαμβάνουν «τό σιφά σουγιού», τό νερό του αγιάσματος του. Με αυτό θεραπεύονται, ραντίζουν τα χωράφια, σταματούν οι επιδημίες. Μία δοξολογία εξέρχεται από τα χείλη όλων. Ή λάρνακα του Οσίου «ίατρείον δέδεικται πάσης ασθενείας». Έκθαμβος ο υμνογράφος τής Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας αείμνηστος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης θα γράψει: «Ίδόντες σου τήν βιοτήν καί τήν πτωχείαν τήν πολλήν οί Άγαρηνοί, Ιωάννη, σφόδρα ηύλαβήθησαν ηθών σου τήν σεμνότητα». Και σε δόξασαν. Και με μεγάλη φωνή διέδιδαν ότι είσαι φίλος και οικείος του Θεού!
Ό Ορθόδοξος κόσμος τής Ανατολής απέδειξε τη μεγάλη του ευλάβεια και τήν ευγνωμοσύνη του προς τόν όσιο Ιωάννη και με τήν ανέγερση μεγαλοπρεπούς βυζαντινού ναού στη μνήμη του ονόματος του στο Προκόπιο τής Μικρός Ασίας. Γιά τήν ανέγερση αυτή έγινε πανελλήνιος συναγερμός. Μεγάλη ήταν και ή συνεισφορά τής 'Ι. Μ. Άγιου Παντελεήμονος Άγ. Όρους. Εκεί, μέσα στον λαμπρό αυτό ναό διαστάσεων 50x40 και ύψους 30 μέτρων και με τα 2 καμπαναριά
του, πού διαλαλούσαν τη δόξα τής Χριστιανοσύνης, από τό 1886 έως τις 9 Σεπτεμβρίου 1924 ο άγιος Ιωάννης μέσα από τήν ξύλινη λάρνακα δεχόταν τις παρακλήσεις του αγαπημένου του πιστού λαού. (Δυστυχώς ο ναός αυτός κατεδαφίστηκε από τα θεμέλια του τό 1950 με εντολή του φανατικού «καϊμακάμη», Τούρκου διοικητού του Προκοπίου).
Τώρα ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος ο ομολογητής φιλοξενείται στο χώρο τής ευβοϊκής γης. Τό αγιασμένο ιερό του σκήνωμα αναπαύεται πλέον μόνιμα μέσα στον καινούργιο ολόλαμπρο, περικαλλή ναό του πού έκτισαν στο Νέο Προκόπιο Εύβοιας με πολλές θυσίες οι πιστοί μας πρόσφυγες μαζί με τη συνδρομή πολλών ευσεβών Χριστιανών. Συνεχίζει ο Όσιος μας και από εκεί με τήν ίδια, όπως πάντα, απέραντη αγάπη του και στοργή νά ακούει τις δεήσεις και τις πολύκλαυστες παρακλήσεις των πιστών αδελφών του. Και νά θαυματουργεί σε πολλούς. Συνεχώς καταγράφονται και νέα θαύματα του.
Ιδιαίτερη συγκίνηση προξενεί ένα ταπεινό μπαστουνάκι πού παραστέκει δίπλα στην ασημένια λάρνακα του Άγιου. Βουβός μάρτυρας θαύματος. Προέρχεται από τη συγκύπτουσα γερόντισσα Μαρία Σιάκα από τό Φρέναρος Αμμοχώστου (Κύπρου), ή όποια στις 11.8.78 θεραπεύθηκε εκεί από τόν Άγιο και με φωνή πνιγμένη από δάκρυα ευγνωμοσύνης του είπε: «Ίντα (τί) νά σου δώσω, παλληκάρι μου; Άγιε μου, είμαι φτωχιά, θα σου δώσω τό μπαστούνι μου, διότι εν μου (δεν μου) έχρειάζεται μέχρι νά πεθάνω».
Συγκινητική είναι και ή παρουσία του Άγιου τόν Μάρτιο του 1999 στη Σερβία. Όπως ή υπέρμαχος Στρατηγός, ή Παναγία μας, ενδυνάμωσε τούς στρατιώτες μας τό 1940, έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος σε οράματα πού πολλοί τόν είδαν, τούς βεβαίωσε: «Πηγαίνω στο Βελιγράδι, γιατί σφαγιάζεται ή Ορθοδοξία». Και πράγματι· ντυμένος στρατιωτικά ο Άγιος ενίσχυε πολλούς Σέρβους τήν περίοδο εκείνη με τη θαυματουργική παρουσία του, όπως τό κατέθεσαν αυτόπτες αξιόπιστοι μάρτυρες Σέρβοι.
Ό άγιος Ιωάννης ο Ρώσος ο ομολογητής αγάπησε αληθινά, βαθιά και ισόβια τόν Χριστό μας. Καμιά δυσκολία δεν στάθηκε ικανή, ώστε νά χαλαρώσει τούς δεσμούς τής αγάπης του προς τόν Κύριο μας, τόν Ιησού Χριστό. Ούτε ή μικρή του ηλικία τόν εμπόδισε, ούτε τό αρνητικό παράδειγμα τής αποστασίας των συστρατιωτών του ούτε οι συνθήκες τής αιχμαλωσίας ούτε οι πιέσεις και οι ειρωνείες των αλλόπιστων ούτε ο τόπος τής διαμονής του. Όλα αυτά τα περιφρόνησε. Και είχε πάντοτε ως σύνθημα τής ζωής του νά πράττει «ό,τι αρέσει στόν Βασιλέα Χριστόν», οπουδήποτε και αν βρίσκεται. Γι’ αυτό με τη Χάρη του παντοδύναμου Θεού μέσα σε 40 μόλις χρόνια ολοκλήρωσε τόν προορισμό του με τόσο θεάρεστη ακρίβεια. Έζησε άγια! Γι' αυτό ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, τόν έβράβευσε με δόξα μεγάλη, με τό φωτοστέφανο τό τιμημένο του Άγιου!
Ας βαδίζουμε και εμείς στα ίχνη του. Και με τις πρεσβείες του ας σταθεροποιούμε τις αποφάσεις μας γιά αγώνα αγιασμού μέχρι θανάτου.
Αναλυτική βιογραφία του Άγιου βλέπε: Άρχιμ. Χρυσοστόμου Τριαντάφυλλου (νυν Μητροπολίτου Χαλκίδος), Ό όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, Χαλκίδα 2000 (έκδ. Ιερού Προσκυνήματος «Ό όσιος Ιωάννης ο Ρώσος», Προκόπιον Εύβοιας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου