Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς της Ανατολικής Ρωμυλίας






Κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς της Ανατολικής Ρωμυλίας
Διανύουμε μέρες γιορτινές και ένας τρόπος έκφρασης της χαράς των ανθρώπων είναι το τραγούδι. Τα κάλαντα βρίσκονται σε πρώτο πλάνο στις παραμονές των Χριστουγέννων, της πρωτοχρονιάς και των Φώτων και φυσικά αναφερόμαστε στα κάλαντα που περιλαμβάνονται στην παραδοσιακή δημοτική μας ποίηση. Οι φορείς και δημιουργοί των δημοτικών τραγουδιών, απλοί άνθρωποι του λαού εξωτερικεύουν συναισθήματα και προβληματισμούς, μιλούν για την αγάπη, αφηγούνται ηρωισμούς, κι όλα αυτά, γραμμένα στην «ωραιότερη γλώσσα της Ευρώπης», αναφέρει ο C. Fauriel για τα δημοτικά τραγούδια των Ελλήνων.
Η Κωνσταντίνα Σ. Παπασταϊκούδη, γιατρός αναισθησιολόγος, συμβάλλει στη διάσωση των δημοτικών τραγουδιών και καλάντων από την ανατολική Ρωμυλία και τιμήθηκε γι’ αυτό από την Ακαδημία Αθηνών. Στην έρευνά της έχει συγκεντρώσει 206 δημοτικά τραγούδια από το Καβακλί και το Μικρό και Μεγάλο Μοναστήρι της Ανατολικής Ρωμυλίας, της βόρειας Θράκης δηλαδή, που σήμερα δεν ανήκει στο ελληνικό κράτος. Η ίδια θα μας πει:
«Τα τραγούδια αυτά διασώθηκαν από τους γονείς μου, στον μεγαλύτερο αριθμό από τη μητέρα μου Λαμπρινή Φάκα-Παπασταϊκούδη και σε μικρότερο αριθμό από τον πατέρα μου Σταμάτιο Αναστ. Παπασταϊκούδη που γεννήθηκαν στην Ανατολική Ρωμυλία, στο Καβακλί η πρώτη και στο Μικρό Μοναστήρι ο δεύτερος.. Εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα το 1924, μετά τη συνθήκη του Νεϊγύ που προέβλεπε εθελούσια ανταλλαγή των πληθυσμών. Και οι δύο αγαπούσαν να τραγουδούν τα τραγούδια της “πατρίδας” και να τα καταγράφουν σε κείμενα και μαγνητοταινίες, χωρίς καμία επέμβαση, διόρθωση ή τροποποίηση».
Η Ανατολική Ρωμυλία ή Ρουμελία σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία. Ο χώρος αυτός κατοικήθηκε από Έλληνες από την αρχαιότητα. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1885 η Βουλγαρία προσάρτησε πραξικοπηματικά την Αν. Ρωμυλία. Η προσάρτηση αυτή αναγνωρίστηκε από την Υψηλή Πύλη τo 1909 και ο όρος Ανατολική Ρωμυλία καταργήθηκε πλέον και επίσημα.

Το 1914 καταλύθηκε η επίσημη ελληνική εκκλησία. Πολλοί Έλληνες ιερείς απελάθηκαν και τοποθετήθηκαν Βούλγαροι ιερείς στις εκκλησίες. Έλληνες πολίτες και ιερείς κακοποιήθηκαν ή θανατώθηκαν, εκκλησίες και Μοναστήρια υφαρπάχθηκαν.

Λόγω της συνέχισης της εξάπλωσης του ανθελληνικού κινήματος πολλοί Έλληνες εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες, σε κατάσταση πανικού, αφού εκποίησαν ή εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους στους διώκτες τους και κατευθύνθηκαν στην τουρκοβουλγαρική μεθόριο λόγω του φόβου των βιαιοπραγιών των Βουλγάρων.

Η κα Παπασταϊκούδη, σήμερα χωρίς να ξεχνά τον ξεριζωμό και τον πόνο των παλαιών, ανατρέπει την οδύνη με όμορφες αναμνήσεις από τις εορταστικές μέρες που οι κάτοικοι της Αν. Ρωμυλίας γιόρταζαν την πρωτοχρονιά και την έλευση του Χριστού στην ανθρώπινη ιστορία και μας περιγράφει ότι στην Aν. Ρωμυλία, στην περιοχή του Καβακλί, υπήρχε το έθιμο «Τα Τραγούδια». Τα παλικάρια προετοιμάζονταν για τις γιορτές του δωδεκαήμερου «έκαμναν πρόβις», για ένα έθιμο που αποτελούσε ένα κοινωνικό γεγονός στο οποίο συμμετείχε όλη η τοπική κοινωνία.

Παραμονή των Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς από κάθε γειτονιά ομάδες παλικαριών που τις ονόμαζαν «σάρτες», περιέρχονταν τα σπίτια και τραγουδούσαν τραγούδια σχετικά με τη γιορτή, αλλά και επαινετικά για κάθε μέλος της οικογένειας αρχίζοντας πάντα με τραγούδι για τον αφέντη και στη συνέχεια για την κυρά. Κατά τη διαδρομή, από σπίτι σε σπίτι, τραγουδούσαν την παραμονή των Χριστουγέννων το τραγούδι «Χριστούιεννα-Πρωτούιεννα πρώτη ’ιουρτή του χρόνου», ενώ την παραμονή της πρωτοχρονιάς τραγουδούσαν το τραγούδι του Μιχάλ-μπέϊου «Στη Βάρνα και στου Ντούναβους βαριά βαγμούρα βάζει»
Μέσα στο σπίτι τραγουδούσαν το τραγούδι «Μικρός Χριστός».



                ΑΦΕΝΤΗ ΚΙ ΑΦΕΝΤΑΚΗ ΜΟΥ
         
      Αφέντη κ(ι) αφεντάκη μου, πέντι φουρές αφέντη,
          πέντι φουρές αφέντιψις κι πάλ(ι) αφέντης θα ’σι.
      Ισένα πρέπ(ει), αφέντη μου να σι τιμούν ι κόσμους,
      ι κόσμους κι τα κλομπινιά κι αυτός ι βασιλιάς-ου.
5    Ιδώ μας είπαν κι ήρθαμι σ’ αυτά τ’ αρχοντουσπίτια.
      Ιδώ είνι σπίτια αψηλά μ’ αυλές μαρμαρουμένις,
      ιδώ ξαφρίζουν του φουρί κι παίρνουν του λουγάρι
      κι ξαφρισμός κι λουγαριά ι αφέντης ’πουκιμήθκιν.
10  Σήκου απάν’ αφέντη μου κι μη βαριουνκοιμάσι.

      Συνέχιζαν με το τραγούδι για την κυρά:
                            


               ΚΥΡΑ ΨΗΛΗ, ΚΥΡΑ ΛΙΓΝΗ

      Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαρωμένη,
      κυρά μου ντα στουλίζισαν να πας ταχιά στα φώτα
      τουν ήλιου βάνεις πρόσουπου κι του φεγγάρ(ι) αστήθι
      τουν ταχινό αυγερινό καθάριου δαχτυλίδι.

Τα τραγούδια για τα άλλα μέλη της οικογένειας επιλέγονταν ανάλογα με την κοινωνική κατάσταση του μέλους της οικογένειας, παντρεμένος, νιόπαντρος, αρραβωνιασμένος, ανύπαντρος, σε ηλικία γάμου, άντρας ή γυναίκα, χήρος ή χήρα, γραμματισμένος, κ.λ.π. Ακόμα και για τους νεκρούς υπήρχε τραγούδι του Κάτω Κόσμου. Κατά τη διαδρομή από σπίτι σε σπίτι τραγουδούσαν τα παρακάτω τραγούδια:


               ’Π’ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΚΙ ΑΝ ΒΓΗΚΑΜΙ              
                                   α
          ’Π’ αρχοντικό κι αν βγήκαμι, σ’ αρχοντικό θα πάμι,
          θα πάμι στουν αφέντη μας τουν πουλυχρουνιμένου,
          πόχει τα σπίτια τ’ αψηουά, τα μαρμαρουστρουμένα.
          Άνοιξι, πόρτα μ,’ άνοιξι, πόρτα μου καναρέινια,
      5  έχου δυό λόγια να σι πού κι ’κείνα ζαχαρέινια.
          Έβγα, πιριστιρούδα μου, κι ήρθα στη ’ειτουνιά σου,
          χρυσή κουρδέλα σ’ ήφιρα, να δέσεις στα μαλλιά σου.
          Δεν φταίει, μάνα μ’, του κρασί, δεν φταίει του πουτήρι,
          μόν(ι) φταίει η θυγατέρα σου, που βγαίν(ει) στου παραθύρι.

                                      β
          ’Π’ αρχοντικό κι αν βγήκαμι, σ’ αρχουντικό δα πάμι,
          ιδώ μας είπαν κι ήρθαμι σ’ αυτά τ’ αρχουντουσπίτια,
          ιδώ ’νι σπίτια αψηλά κι αυλές μαραμαρουμένις,
          ιδώ ξαφρίζουν του φουρί κι πέφτει του λουγάρι
       5 κι ξαφρισμός κι λουγισμός αφέντης ’πουκοιμήθκιν.
          Σήκου απάν’, αφέντη μου, κι μη βαριουνκοιμάσι.
         
Όταν έφταναν σε σπίτι όπου υπήρχε ανύπαντρη κόρη τραγουδούσαν το τραγούδι:

               ΑΝΟΙΞΙ, ΚΟΡΗ Μ’, ’Σ ΠΟΡΤΙΙΖ-ΟΥ

          Άνοιξι, κόρη μ’, ’ς πόρτιιζ-ου να ’ρθουν τα μαύρα μάτια
          κι αράδιασι προυσκέφαουα να κάτσν τα παλικάρια,
          να τραγουδήσουν του Χριστό, τουν Μέγα τουν Αφέντη.

Το παρακάτω τραγούδι, τραγουδιέται σε σπίτι νέας που είναι σε ηλικία γάμου:

                ΤΑ ΤΡΙΑ ΛΑΛΟYΣΑΝ ΤΟΥ ΤΑΧΙΑ
                                   α.
Τα τριά λαλούσαν του ταχιά, τα τριά του μισημέρι
          τα τριά πααίνουν κι έρουντι ’ιά προυξινιά στην κόρη.
Ρουτούσαν και πουλύ ρουτούν που να βρουν τέτοια κόρη
τέτοια ψηλή, τέτοια λιγνή, τέτοια μαυροματούσα.
       5 Σαν του δικό της του κουρμί μηλιά είδα ’γώ στην Πόλη
και κυδωνιά στου Γαλατά μι τ’ αργυρά τα φύλλα.
          (Μικρό Μοναστήρι)

                             β.
Νιά πιρδικίτσα μας χρυσή τ’ ιννιά κουδούνια αλλάζει.
Τα τριά λαλούσαν του ταχιά, τα τριά του μισιμέρι,
τα τριά πααίνουν κ’ έρουντι ’ιά προυξινιά στην κόρη.
Ρουτούσαν κι καλά ρουτούν που να βρουν τέτοια κόρη
       5 τέτοια ψηλή, τέτοια λιγνή κ-άι τέτοια μαυρουμάτα.
Ιδώ σ’ αυτόν του μαχαουά, στουν άουν παρακάτου,
ικεί είνι τέτοια λυγιρή κι τέτοια μαυρουμάτα.
Ψηλή, λιγνή, σαν του βιργί, μοιάζει νό του καουάμι,
η πέτρα πούχιν του νιαρό κι του νιαρό καουάμι
     10 κι του καουάμι άνιμους, άνιμους της αϊγάπης.
Αυτή έχ(ει) του ίσιου του κουρμί, τη μέση ’ιά ζουνάρι,
αυτή τουν άσπρου του λιμό, ’ιά κίτρινου γκιρντάνι,
αυτή έχ(ει) του ίσιου του τσιακάτ(ι), ’ιά του μαργαριτάρι.

Οι τραγουδιστές αντάλλαζαν ευχές με τα μέλη της οικογένειας, τους προσφέρονταν δώρα και πάντα τελείωναν με το «Ντουβά», που σημαίνει προσευχή, δείγμα και αυτό του θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους πληθυσμούς της περιοχής Καβακλί, που την απάγγελνε πάντα ο αρχηγός της «σάρτας», «ο σταλονίκης»:


                         ΝΤΟΥΒΑΣ

      Πήραμι ’π’ τουν αφέντη μας έναν βαρύν κανίσκ(ι).
      Όπους τίμσιν ι Θιός τ’ άλας, του ψουμί, τ’ ασήμ(ι), τ’ αλουγάρ(ι ),
      έτσι να τμήσ(ει) κι τουν αφέντη μας.
      Κι εις μέρις, χρόνους πουλλούς, καλούς.
   5 Πάντα να ’χει, να δίν(ει), να τουν δίν(ει) κι ι Θιός.
      Ι Θιός μι τ’ όνουμά τ’, μι τν ανιχιά τ’.
      Όθιν πουρπατεί, καουός διάφουρους, καουό μπιρικέτ(ι).
      Μι ’ειά, μι ’ειά, παλικάρια μας.
      Σπίτ(ι), παλικάρια μας, σπίτ(ι).
 10 -Πέτι, παλικάρια, αμήν.
-Αμήν.

Τους παραπάνω στίχους απάγγελναν αφού τελείωναν τα τραγούδια για όλα τα μέλη της οικογένειας. Έπαιρναν τα δώρα που τους προσφέρονταν και πριν αναχωρήσουν από το σπίτι τραγουδούσαν τους ακόλουθους στίχους:

          Σήκουτι να πααίνουμι προυτού μας βαριθούνι,
          της ’ειτουνιάς οι όμουρφις θέλουν να κοιμηθούνι
ΜΙΚΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

                   Χριστός ’ιννιέτι, χαρά στουν κόσμου,
                   χαρά στουν κόσμου, στα παλικάρια,
                   στα παλικάρια, στους ΄Αϊ-ποστόλους,
                   στους ΄Αϊ-ποστόλους, τους Αρχαγγέλους,
                 5 στην Παναϊά μας, που χιλιουπόνα,
                   που χιλιουπόνα κι-άι παρακάλια.
                   Νό ΄Αϊ-ποστόλοι, νό Αρχαγγέλοι
                   βοήθησί μι τούτην την ώρα,
                   τούτην την ώρα την αβλουημένη,
               10 την αβλουημένη, τη δουξασμένη.
                   Κι η Παναϊά μας ιλιφθιρώθκιν.
                   Χριστός ιννήθκιν, χαρά στουν κόσμου,
                   στους δάφνους πέφτει, νό ήλιους λάμπει,
                   νό ήλιους λάμπει, νό νιό φιγγάρι.
               15 Να ζει κι να ’νι ι νοικουκύρης.
                    Χριστός ’ιννήθκιν, χαρά στουν κόσμου.
                    (Καβακλί, Mικρό και Μεγάλο Μοναστήρι)

Tα κάλαντα «Μικρός Χριστός» είναι τραγούδι μικρό σε αριθμό στίχων. Tραγουδιέται στα «Τραγούδια» παραμονή των Χριστουγέννων μέσα στα σπίτια, ενώ κατά τη διαδρομή από σπίτι σε σπίτι τραγουδιέται το τραγούδι «Χριστούιεννα, προυτούιεννα, πρώτη ιουρτή του χρόνου».

 Στην εκτέλεση του τραγουδιού συμμετέχουν δύο ομάδες παλικαριών. Μετά από κάθε στίχο του τραγουδιού επαναλαμβάνεται το γύρισμα «Χριστός ’ιννιέτι, χαρά στουν κόσμου». Μετά το στίχο 12 επαναλαμβάνεται ο στίχος «Χριστός ’ιννήθκιν χαρά στουν κόσμου».

Τους στίχους του τραγουδιού διαρρέει η χαρά για το χαρμόσυνο άγγελμα της γέννησης του Χριστού, μέσα από τους επαναλαμβανόμενους στίχους «Χριστός ’ιννιέτι, (’ιννήθκιν) χαρά στουν κόσμου».


         
      ΧΡΙΣΤΟΥΙΕΝΝΑ ΠΡΟΥΤΟΥΙΕΝΝΑ    

          Χριστούιεννα, Προυτούιεννα, πρώτη ’ιουρτή του χρόνου.
          ’Πόψι ι Χριστός ’ιννήθηκιν κι ι κόσμους δεν του γνώθει,
          ι κόσμους κι τα κλουμπινιά κι ι βασιλιάς αϊτός-ου.
          Ιννήθηκιν, βαφτίστηκιν κι πάει στα ουράνια.
      5  Κι ’πόψι θέλει να κατέβ(ει) στους νικκλησιάς ντις πόρτις,
          να ρίξει κούρσου, να διαβεί, διξιά ’πού τουν ΄Αϊ-Δήμου,
          να στρώσ(ει) του στρουματίτσι του, να κάτσει να δικιουκρίνει,
          να δικιουκρίν(ει) τους ’μαρτουλούς κι ούλνους κουλασμένους.
          Όποιους τ’ ακούσει χαίριτι κι όποιους του πεί θ’ αϊάσει
     10 κι όποιους καουά τ’ αφουκραστεί παράδεισουν κιρδαίνει,
          παράδεισουν κι λειτουργιά ’ιά τ’ Άια Μαναστήρια.
          Τα Μαναστήρια σήμιναν κι οι νικκλησιές διαβάζουν.
          Διαβάζουντας κι ψέλνουντας, Χριστός ι δέντρους ξέειριν.
          Ι δέντρους ήταν ι Χριστός, τα κλών(ια) τ’ Άϊα Βαγγέλια
     15 κι τ’ αργυρά φυλλίτσια τους ήταν οι προυφητάδις.
          Προυφήτιβαν, νό ήλιγαν ’ιά του Χριστού τα πάθη.
          Χριστέ μου σταυρουμένι μου, Χριστέ μ’ αληθιανέ μου,
          Χριστέ μου, ’ντα σι σταύρουναν παράνουμοι οι Ουβραίοι,
          παράνομοι κι τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι.
     20 Του φιραγκόν(η) παράγγειλαν να κόψ(ει) τρία πιρόνια
          κι αυτός Ουβριός κατάρατους παίρνει κι κόφτει πέντι.
          Τα δυό βαρούν στα χέρια του, τ’ άουα τα δυό στα πόδια,
          του τρίτου του φαρμακιρό, ανάγκη στην καρδιά του,
          να τρέξει ιόμα κι χουλή, να βγεί η χριστιανουσύνη.
     25 Του ιόμα-ιόμα έτριχιν, νό σιγανό πουτάμι 
          κι η Παναϊά τουν σφούγγιζιν μ’ ένα χρυσό μαντήλι.
          Bουλές, βουλές, τουν σφούγγιζιν, βουλές μοιριουλουγούσιν.
         - Κρίμας, κρίμας, τουν υιόκα μου, τουν υιόκα μ’ τουν αφέντη,
          ν-απού ’ταν ούλους μάλαμα, τα στήθια τ’ ασημέινια,
      30 που ’χιν τη γλώσσα τη χρυσή, του ζαχαρέινιου στόμα.

         
Το τραγούδι αυτό τραγουδιέται από τα παλικάρια την παραμονή της πρωτοχρονιάς κατά τη διαδρομή από σπίτι σε σπίτι:

               ΑΪΟΥΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΕΡΙΤΙ

 Αρχιμηνιά κι αρχιχρουνιά κι αρχή καουός μας χρόνους.
           Άιους Βασίλης έριτι ν-απού την Κισαρίτσα.
           Σέρνει μουλίτσες δώδικα, μουλάρια δικατρία,
           φέρνει και την κυράτσα μας καθάριου δαχτυλίδι.
        5  Πιρίλαμπιν του δάχτυου, λάμπει του δαχτυλίδι.
           - Βασίλη μ’, πόθιν έρισι, Βασίλη μ’, προς πααίνεις;
           - Ν-απού τη μάνα μ’ έρουμι κι στου σκουλειό πααίνου.
           - Κάτσι να φας, κάτσι να πιείς, κάτσι να τραγουδήσεις.
           - Ιγώ γράμματα μάθινα, τραγούδια δεν ηξεύρου.
      10 - Κι σα μαθαίνεις γράμματα, πέ μας την αλφαβήτα.
           Κι στου ραβδί ακούμπησιν να πεί την αλφαβήτα
           κι του ραβδί ήταν ξιρό κι βλάστησιν κουνάρια,
           και πάνου στα κουνάρια του περδίκις κιλαηδούσαν.
           Δεν ήταν μόνο πέρδικις, ήταν κι πιριστέρια.
      15         Σ’ αυτό του σπίτι πούρθαμι, πέτρα να μη ραΐσει
           κι ι νοικουκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
                    (κοινό)
                            

ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

                   Σήμιρα τα φώτα κι φουτισμός
                   κι χαρές μιγάλις κι αϊασμός.
                   Κάτου στουν Ιουρδάνη τουν πουταμό,
                   κάθιτι η Κυρά μας η Παναϊά.
                 5 Σπάργανα βαστάει, κιρί κρατεί,
                   κι τουν Άϊου Ιάννη παρακαλεί.
                   Άιε μου Ιάννη κι Πρόδρουμι,
                   δύνασι βαφτίσεις Θιόν πιδί;
                   Δύναμι κι θέου κι προυσκυνού
                10 κι τουν Κύριό μου παρακαού.
                   Να μας ρίξει βρόχο-βροχούλα ’ιά
                   ν’ αϊαστούν τ’ αμπέλια κι σπαρτά,
                   ν’ αϊαστεί κι ι αφέντης με την κυρά.
                   Καλημέρα, καλησπέρα,
                   καλή σου μέρα αφέντη μι την κυρά.
(κοινό)

Τα τραγούδια τελείωναν πάντα με την ευχή «να ζεις κι να ’σι», που σήμαινε όχι απλώς να ζεις αλλά και να έχεις σημαντική παρουσία στη ζωή.

Το τραγούδι αυτό τραγουδιόταν σε ανάμνηση και τιμή νέου, που είχε πεθάνει πρόσφατα. Ο τελευταίος στίχος «Ιμείς τουν τραγουδήσαμε κι η Θιός να τουν σχουρέσει» απηχεί το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα που συναντούμε σε πολλά τραγούδια της ευρύτερης περιοχής του Καβακλί. Άλλωστε αυτό μόνο μπορούσανε να κάνουν, «οι τραγουδιστές», να τον τιμήσουν με το τραγούδι και ο Θεός ας συγχωρέσει τα παραπτώματά του, τα κρίματά του, κατά την έκφραση που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους πρόσφυγες της περιοχής Καβακλί.


ΣΗΚΩΘΗΚΙΝ Ι ΝΙΟΥΤΣΙΚΟΥΣ

            Σηκώθηκιν ι νιούτσικους να πάει στου χουράφι,
            κι ι χάρους τουν αγνάντιψιν ’π’ ένα ψηουό λουφάκι.
            Πήγαν κι ανταμώθηκαν σ’ ένα στινό σουκάκι.
           - Δε σι ρουτού, βρε νιούτσικι, καν που θέλεις να πας-ου;
        5 - Ψουμί πααίνου τουν τσιουμπάν(η), ταή στα πρόουατά μου.
           - Του λύκου είν(ι) τα πρόουατα, του χάρου ι τσιουμπάνης.
            Κι ’μένα ι Κύριους μ’ έστειλιν, ψυχή να παραδώσεις.
           - Χουρίς ’νημπόρια κι αρρουστιά, ψυχή δεν παραδίνου.
             Βρε, ιόουα να παλέψουμι στου σίδηρου τ’ α ουώνι
       10 κι αν μι νικήσεις, χάρουντα, σι δίνου την ψυχή μου,
            κι αν σι νικήσου, χάρουντα, χαλάλι δεν την κάμνου.
            Τρείς μέρις μόνι πάλιβαν κι τρία μιρουνύχτια
            κι απού τις τρείς κι ύστιαρα, ι νιός παραγουνάτσιν.
            - ΄Αφσι μι, χάρι, άφσι μι, καν δυό, καν τρείς-ου μέρις.
        15 Τη νιά να φάου κι να πιού, την άλλ(η) να ξιπουστάσου,
             την τρίτη τη φαρμακιρή, να πιτροπιλεκήσου.
             Να φκιάσου του μνημούρι μου σ’ ένα καουό προυσήλιου
              κι απ’ τη διξιά του τη μιριά ν’ αφήσου παραθύρι,
             ’ιά να πιρνούνι τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια,
        20 να στέκουμι να τα ρουτού, να τα καλουξιτάζου.
             Πουλιά μου τι κιρός είνι, πουλιά μου, τι ζαμάνια;
             Τώρα είνι η άνοιξη μι τα πουουά ουδούδια,
             ύστιαρα ι χινόπουρους μι τα καουά τραγούδια.
             Κι τι τραγούδια είν(ι) αυτά δίχους τα παλικάρια;
        25 Ιμείς τουν τραγουδήσαμι κι ι Θιός να τουν σχουρέσει.
(σουμπέτι Καρυές)

Στο τραγούδι αυτό, ο νέος βρίσκεται αντιμέτωπος με το χάρο. Ανταμώθηκαν σύμφωνα με την εξέλιξη του μύθου «σ’ ένα στινό σουκάκι», όπου ο χάρος ανακοινώνει στον νέο ότι έχει πάρει εντολή από τον Κύριο-Θεό να του παραδώσει την ψυχή του.

Όμως ο νιούτσικος αρνείται. Θεωρεί άδικη για αυτόν τη μοίρα του θανάτου «χουρίς ’νημπόρια και αρρωστιά» και προκαλεί το χάρο σε πάλη «αντροκάλεσμα», στο σιδερένιο αλώνι, σε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου.

Τρεις μέρες κράτησε η πάλη του χάρου με το νιο και από τις τρεις μέρες και ύστερα ο νέος κατέρρευσε «παραγουνάτσιν». Στην περίπτωση του τραγουδιού αυτού νικά ο χάρος. Πολλές φορές στα τραγούδια της κατηγορίας αυτής, η πάλη καταλήγει στην ήττα του χάρου.

Στη συνέχεια της ανάπτυξης του μύθου ο νιούτσικος παρακαλεί το χάρο να του δώσει λίγο χρόνο «καν δυο καν τρεις-ου μέρις», ώστε να ετοιμάσει την τελευταία του κατοικία, χώρο που να έχει παραθύρι, ώστε να μπορεί να επικοινωνεί με τα πουλιά, της «άνοιξης τ’ αηδόνια». Θα τα καλοεξετάζει τα πουλιά, θα τα ρωτά λεπτομέρειες για τους καιρούς, τα γεγονότα στον απάνω κόσμο.

Ευχαριστούμε την κα Παπασταϊκούδη για την παραχώρηση των καλάντων από τις αλησμόνητες πατρίδες που είναι καταχωρημένα στο βιβλίο «Το Δημοτικό Τραγούδι της Ανατολικής Ρωμυλίας, Καβακλί Μικρό και Μεγάλο Μοναστήρι». Μας εύχεται καλή χρονιά με μια προσωπική εξομολόγηση:
«Η συλλογή των δημοτικών καλάντων και άλλων τραγουδιών απετέλεσε εκπλήρωση χρέους προς τους προγόνους μου και ιδιαίτερα προς τη μητέρα μου Λαμπρινή, που αγαπούσε να ανασταίνει με τις διηγήσεις της, τις μνήμες “της Πατρίδας”, να ζωντανεύει τις όμορφες αλλοτινές στιγμές και να γλυκαίνει τις θλίψεις της νοσταλγίας.

Και τις θλίψεις να τις λογάται σαν το καμίνι που μαλακώνει το μέταλλο της καρδιάς και το πλάθουν το μέταλλο και του δίνουν τη μορφή της αγάπης, της ελπίδας, της καρτερίας και μέσα από αυτά της δημιουργίας στη ζωή, στην καινούργια γη, τη γη της προσφυγιάς, της υπομονής, την τωρινή αγαπημένη μου πατρίδα.»

Καλή Χρονιά αγαπητοί αναγνώστες μας σε όλους εμάς που «ουκ έχωμεν ώδε μένουσαν πόλιν», αλλά έχουμε Πατρίδα.
___________
Σοφία Χατζή
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 03.01.2019


Φωτογραφίες
1&5. Χάρτες Αν. Ρωμυλίας
2. Παλαιές φορεσιές από το Καβακλί της Ανατ. Ρωμυλίας
3. Κωνσταντίνα Παπασταϊκούδη
4. Η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε την Κωνσταντίνα Παπασταϊκούδη για την συγγραφή του βιβλίου της με δημοτικά τραγούδια της Ανατ. Ρωμυλίας
6. Έθιμα πρωτοχρονιάς στο Καβακλί
7. Κάλαντα από το μικρό μοναστήρι της Ανατ. Ρωμυλίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: