ΣΕ ΕΝΑ παρετυμολογικό παιχνίδι θά
μπορούσαμε να αποδώσουμε την προέλευση τού όρου «κορονοϊός» στην λέξη «κόρος»,
δηλαδή πλησμονή, αφθονία, κορεσμός, από το αρχαίο ρήμα κορεννύω ή κορέννυμι,
πού σημαίνει χορταίνω, είμαι πλήρης, έχω κορεστεί... Έτσι κι εμείς γεμίσαμε, ξεχειλίσαμε
και κατα-κλυστήκαμε, όπως πριν τον κατακλυσμό του Νώε, από επίγεια αγαθά.
Γεμίσανε τα σφαγεία αίματα από τα άκακα ζώα, πού καταβροχθίζουμε καθημερινά.
Κάποτε στη βόρεια Ελλάδα σφάζανε ένα
μοσχαράκι μπροστά στα μάτια της μητέρας του και αύτή δάκρυζε. Προσπαθούσε να
την παρηγορήσει χαϊδεύοντάς την ό σφαγέας, μα εκείνο το αγαθό ζώο όλο έκλαιε.
Κορεστήκαμε από «οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα
και ίππων και ρεδών και σωμάτων και ψυχάς άνθρώπων (...) και πάντα τα λιπαρά και
τά λαμπρά» (Άποκ. ιη'13-14), γι’ αύτό ακολούθησε φυσικά ή αρρώστια του
κορεσμού, ό ιός του κόρου, ό «κορονοϊός». Και όπως έλεγε ένας από τους επτά
σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, ό Αθηναίος νομοθέτης Σόλων: «Τον κόρον υπό του πλούτου
γεννάσθαι, την δε υβριν ύπό του κόρου». Δηλαδή ό πλούτος φέρνει τον κορεσμό και
ό κορεσμός την Πανδημία και καραντίνα «υβριν», την αναίσχυντη παραβίαση των
ανθρώπινων ορίων μπροστά στα μάτια του ’Ίδιου του Θεού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΑΤΗΡ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΑΜΠΑΚΗΣ. ΧΑΠΙ -ΕΝΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου