Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 2 Απριλίου 2023
ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΤΗΣ ΑΠΟΚΤΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΊΤΗΣ ΡΑΦΑΉΛ ΚΑΡΕΛΙΝ
Ἡ σωτηρία εἶναι ἀπόκτηση τῆς Χάριτος, ἐκείνης τῆς ἀόρατης θείας
δυνάμεως, μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ὁποίας μεταμορφώνεται ἡ ψυχὴ τοῦ
ἀνθρώπου. Ἡ Χάρις δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ βιώνει
πάντα κάτι καινὸ καὶ ἄγνωστο, διότι ἡ Χάρις εἶναι ἀνεξάντλητη ὅπως
ἡ ἴδια ἡ Θεότητα. Ἡ Χάρις ἀνοίγει στὸν ἄνθρωπο νέους ὁρίζοντες
τοῦ εἶναι, τοῦ δίνει μία καινούργια θεωρία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου,
ὁ ὁποῖος βρίσκεται πέραν τῶν σωματικῶν του αἰσθήσεων, πέραν
τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ ὑλικοῦ του περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ζεῖ.
Στὴν πρώτη θεωρία ὁ πνευματικὸς κόσμος γίνεται γιὰ τὸν
ἄνθρωπο ἕνα ἐσωτερικὸ γεγονός, δεδομένο τὸ ὁποῖο πάντα τοῦ
ἀποκαλύπτεται σὲ ποικίλη εὐρύτητα καὶ βάθος, ἐνῶ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ
θεωρία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου ποτὲ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ τὶς
ἴδιες, ταυτόσημες εἰκόνες. Ἡ θεωρία αὐτὴ δὲν ἔχει ὑλικὰ σχήματα,
χρώματα ἢ περιγραφή, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι τὸ κενό, ἢ μεταφυσικό
σκοτάδι στὸ ὁποῖο χάνεται ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι ἄλλων
διαστάσεων, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτεται στὴν ψυχὴ ὡς ἀθεώρητο φῶς,
τελείως ἀσύγκριτο μὲ τὸ φυσικὸ φῶς, μὲ τὴν λάμψη τοῦ πυρὸς ἢ
τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου.
Στὴν δεύτερη θεωρία ἡ Χάρις ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο τὴν
δική του ψυχὴ σὲ βαθειὰ πτώση –διεστραμμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία
καὶ κειμένη στὸ πύον τῶν παθῶν, ὡς ἐσωτερική του ἄβυσσο. Ἐδῶ
ἡ Χάρις διανοίγει στὸν ἄνθρωπο τὸν σκοτεινὸ πυθμένα τῆς καρδίας
του, ὅπου σὰν φίδια συσσωρεύονται τὰ πάθη· ἀλλὰ ταυτόχρονα ἡ
Χάρις κάνει τὴν ψυχή του πιὸ ὄμορφη, τρόπον τινὰ ἀπεκδύοντάς
την ἀπὸ τὰ λερωμένα κουρέλια καὶ ἐνδύοντάς την λευκὰ νυφικά.
Ἡ τρίτη θεωρία τὴν ὁποία δίνει ἡ Χάρις εἶναι ἡ θεωρία τοῦ
γύρω κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος βλέπει σ' αὐτὸν τὸ ἴδιο, ὅ,τι καὶ στὴν
δική του ψυχή: τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἴχνη τοῦ
παραδείσου ποὺ χάσαμε. Ἔτσι ἀρχίζει νὰ ἀγαπᾶ τὸν πεσμένο κόσμο,
ὄχι πιὰ μὲ ἐμπάθεια, ἀλλὰ μὲ συμπάθεια, τὸν λυπᾶται καὶ πονάει
βλέποντας πὼς οἱ ἄνθρωποι μόνοι τους ἔριξαν τὸν ἑαυτό τους στὴν
θάλασσα τῶν βασάνων καὶ ὅτι εἶναι κωφοὶ πρὸς τὶς προσκλήσεις
τῆς Θεότητος. Ἡ Χάρις ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο τὴν τραγωδία
τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία ἔγκειται στὸ ὅτι ἡ μεγαλύτερη δυστυχία εἶναι
ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ αἰώνιος θάνατος. Γι' αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος
ἀρχίζει πραγματικὰ νὰ συμπαθεῖ ἐκείνους τοὺς ὁποίους προηγουμένως
θεωροῦσε ἐχθρούς του. Ἐπιγινώσκει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία
ὁ κόσμος δὲν καταλαβαίνει καὶ δὲν δέχεται.
Ἡ Χάρις εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ
καταβάλει καὶ τὴν δική του θέληση γιὰ νὰ γίνει ἱκανὸς νὰ τὴν λάβει
καὶ νὰ τὴν ἀφομοιώσει. Τὸ κυριότερο μέσο γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς
Χάριτος εἶναι ἡ προσεκτικὴ προσευχή. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνα εἶδος
ἐξετάσεως τὴν ὁποία περνᾶ ὁ ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτοντας συνάμα
ποιά, τί ποιότητος εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ζωή του. Η προσευχὴ
συνδέεται μὲ προσπάθεια, ἀλλὰ τὸ ράθυμό μας σῶμα καὶ ἡ ἐμπαθὴς
ψυχὴ ἀντιδροῦν σ' αὐτήν. Πολλὲς φορὲς ὁ ἀγώνας εἶναι ἔντονος
καὶ βασανιστικός. Κατὰ τὴν προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος ἀντιστέκεται
στὴν δική του πεπτωκυῖα φύση, στὸν κόσμο ποὺ εἰσβάλλει σ' αὐτὸν
διαμέσου λογισμῶν καὶ ἀπατηλῶν εἰκόνων, καὶ στὴν ἐνέργεια τῶν
δαιμονικῶν δυνάμεων ἡ ὁποία γεμίζει τὴν καρδία του μὲ ἀνεξήγητο
φόβο καὶ τὴν ἀκηδία.
Γιὰ νὰ προσεύχεται κανεὶς προσεκτικὰ χρειάζεται ἀγώνας ποὺ
μοιάζει μὲ ἀναίμακτο μαρτύριο. Στὴν προσευχὴ συνδυάζονται πόνος
καὶ χαρά, ἀγώνας καὶ ἀνάπαυση, κόπος καὶ παρηγοριά. Ἀλλὰ ὁ
διεστραμμένος ἀνθρώπινος ἐγωισμὸς θέλει νὰ πάρει μισθὸ χωρὶς
κόπο, ἐνῶ ὁ πονηρὸς νοῦς συμφωνεῖ ὡς πρὸς τὰ πάθη γιὰ νὰ
ἀπατήσει τὸν Θεό. Αὐτὸ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον γίνεται ὑποσυνείδητα
καὶ ἀπαρατήρητα. Ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ καταλαβαίνει ὅτι τὰ
λόγια τῆς προσευχῆς παίρνουν ζωοποιὸ δύναμη μόνο τότε, ὅταν
γίνονται ἀντιληπτὰ ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ βιώνονται ἀπὸ τὴν καρδία. Τὸ
νὰ προσεύχεται μὲ μετεωρισμό, σὰν σὲ κατάσταση νύστας, εἶναι
ἀσύγκριτα πιὸ εὔκολο γιὰ τὸν σαρκικὸ ἄνθρωπο, καὶ ἔτσι σταδιακὰ
γίνεται ὑποκατάσταση τῆς προσευχῆς ὡς ψυχικῆς καταστάσεως
μὲ τὴν μηχανικὴ προφορὰ τῶν λόγων τῆς προσευχῆς, δηλαδὴ
δημιουργεῖται διάσπαση τῆς βούλησης, τοῦ νοῦ καὶ τῆς αἴσθησης,
τὰ ὁποῖα στὴν προσεκτικὴ προσευχὴ συγχωνεύονται, γίνονται ἕνα.
Ὅταν προσευχόμαστε ἐπιπόλαια, ὁ νοῦς μας γεμίζει λογισμοὺς
σὰν ἀπὸ ἀκάθαρτα θηρία τὰ ὁποῖα δὲν τὰ διώχνει κανένας ἀπὸ τὸ
σπίτι. Ἡ καρδία γίνεται κωφὴ καὶ σκληρὴ σὰν πέτρα, πάνω στὴν
ὁποία δὲν μένει οὔτε ἴχνος τῶν λόγων τῆς προσευχῆς: ἡ βούληση
ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν διάνοια καὶ τὴν καρδία, καὶ τότε ἡ προσευχὴ
γίνεται ὅμοια μὲ ἀρρύθμιστες χορδὲς οἱ ὁποῖες βγάζουν λανθασμένους
φθόγγους. Σὲ μία τέτοια προσευχὴ ἀνυψώνεται μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ
τοῦ ἀνθρώπου ἕνας ἀόρατος τοῖχος. Στὸν ἄνθρωπο φαίνεται ὅτι τὸ
νὰ διαβάσει ἕναν ὁρισμένο ἀριθμὸ προσευχῶν εἶναι προσευχή, καὶ
καταβάλλει πολλές προσπάθειες νὰ διαβάζει όπωσδήποτε αὐτὴ τὴν
ποσότητα, σὰν νὰ δίνει φόρο στὸν Θεό, καὶ μόνο τότε ἀνακουφίζεται,
ὅταν ἐπὶ τέλους φτάνει στὴν τελευταία λέξη, τὸ «Ἀμήν».
Σιγὰ-σιγὰ ὁ ἄνθρωπος ξεχνάει τις χαριτωμένες καταστάσεις ποὺ
εἶχε βιώσει. Θεωρεῖ πλέον τὴν προσευχὴ μία ἐξωτερικὴ δουλειά, μία
ἀγγαρεία τὴν ὁποία πρέπει νὰ τὴν κάνει θέλοντας ἢ μή· ἕνα χρέος
ποὺ πρέπει νὰ ἐξοφλήσει. Όταν σβήνει τὸ φῶς τῆς προσευχῆς στὸν
ἄνθρωπο, συνάμα καὶ ὁ πνευματικὸς κόσμος ἀπομακρύνεται ἀπ'
αὐτόν. Ἂν σ᾽ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο πεῖς ὅτι δὲν προσεύχεται, ἀλλὰ
ξεγελάει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Θεό, θὰ προσβληθεῖ καὶ οὔτε θὰ
καταλάβει γιατί τοῦ τὸ εἶπαν αὐτό.
Συχνὰ οἱ μὴ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι ἀποροῦν, γιατί μερικοὶ
πιστοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται τακτικά, στὴν πραγματικότητα δὲν γίνονται
καλύτεροι, ἀλλὰ παραμένουν οἱ ἴδιοι μὲ τὶς παλαιὲς ἐλλείψεις καὶ τὰ
πάθη. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τοῦτο συμβαίνει διότι αὐτοὶ οἱ χριστιανοί
ἔσβησαν τὴν προσευχή τους, ὑποκαθιστώντας την μὲ τὸ ἐξωτερικὸ
σχῆμα τῶν λέξεων, τὸ ὁποῖο μοιάζει μὲ τὸ θρόισμα τοῦ ξηροῦ χαρτιοῦ.
Ἂν ρωτήσεις ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο γιὰ ποιό πράγμα προσευχόταν,
δὲν θὰ μπορέσει νὰ δώσει ἀπάντηση· ἐπιπλέον μερικὲς φορὲς οὔτε
συνειδητοποιεῖ τί προσευχὲς διαβάζει – πρωινὲς ἢ βραδινές.
Ἰδιαίτερος κίνδυνος κρύβεται ἐδῶ γιὰ τοὺς κληρικούς. Διότι
αὐτοί, καὶ σὲ κοινὲς ἀκολουθίες καὶ σὲ ἰδιωτικές τελετές, πρέπει
νὰ ἀναγινώσκουν ορισμένες προσευχὲς ὑποχρεωτικά, ἀνεξάρτητα
ἀπὸ τὴν κόπωση ἢ τὴν ψυχική τους κατάσταση. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι
πάντα σὲ θέση νὰ διαβάσουν τις προσευχὲς μὲ τὴν δέουσα προσοχή,
συμμετέχοντας σ᾿ αὐτὲς μὲ τὸν νοῦ καὶ νιώθοντάς τες μὲ τὴν καρδία.
Ἐδῶ προκύπτει μία πρόκληση, ἕνας κίνδυνος: νὰ συνηθίσουν νὰ
προσεύχονται μηχανικά. Γι' αὐτὸ ὁ ἱερεὺς καλεῖται σὲ μεγάλο ἀγώνα
– στὸ νὰ εἶναι πάντα ἕτοιμος ἐσωτερικὰ γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν
κάθε μικρὴ ἢ μεγάλη τελετὴ νὰ τὴν ἐκτελεῖ μὲ πλήρη ἀφοσίωση.
Συνήθως, αὐτὸς ποὺ προσεύχεται μὲ ἀμέλεια καὶ μετεωρισμό,
γίνεται ἀμελὴς καὶ στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν: ἡ ἠθικὴ πλευρά του
χριστιανισμοῦ χάνει τὴν ἀξία της στὰ μάτια τους καὶ παύουν να
βλέπουν καὶ νὰ αἰσθάνονται τὴν ἁμαρτωλότητά τους. Ἀτονεῖ ἡ
προσευχή, ἀτονεῖ καὶ ἡ μετάνοια, ἔπειτα νεκρώνεται καὶ ἡ πνευματικὴ
ζωή. Ὅταν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος παραμένει μέχρι τὸ τέλος τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας, ἢ διαβάζει ὁλόκληρο τὸν κανόνα
κατ᾽ ἰδίαν προσευχῆς -συνάμα ἁρπαγμένος ἀπὸ τὴν θύελλα τῶν
λογισμῶν καὶ σκεπτόμενος γιὰ τὶς βιοτικὲς ὑποθέσεις–, εἶναι
ἱκανοποιημένος μὲ τὸν ἑαυτό του, νομίζει ὅτι προσευχήθηκε καλά,
χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι στεκόταν μπροστὰ στὸν Θεὸ σὰν πτῶμα.
Συχνά, τέτοια φαρισαϊκὴ προσευχὴ δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο
μία ιδιαίτερη ὑπερηφάνεια: ἀρχίζει νὰ παρατηρεῖ καὶ νὰ διδάσκει
ἄλλους, σὰν νὰ εἶχε πάρει ἄδεια νὰ τὸ κάνει. Στὶς διαπροσωπικές
σχέσεις αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι παρουσιάζονται εὐπρόσβλητοι, νευρικοί,
θυμώδεις, κακόμοιροι ἢ ἀκόμα καὶ κακοί. Βλέποντάς τους οἱ ἄπιστοι,
λένε: «Πηγαίνει μὲν στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι χειρότερος ἀπὸ μᾶς».
Τέτοιοι ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν ὅτι πρὸ καιροῦ ἔπαυσαν νὰ
βρίσκονται στὸν ναό· στὸν ναὸ βρίσκεται μόνο τὸ σῶμα τους, ἐνῶ ὁ
νοῦς ἔχει ταφεῖ κάτω ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἔγνοιες. Κατὰ τὴν διάρκεια
τῆς θείας λατρείας οἱ καρδιές τους εἶναι κλειστὲς γιὰ τὴν Χάρη,
ἡ προσοχή τους ἔχει συγκεντρωθεῖ στὰ ἐξωτερικά: κοιτᾶνε ποιός
ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἔχει ἔρθει, τί ροῦχα φοροῦν οἱ ἄλλοι· ἀρχίζουν
συζητήσεις, ἀνταλλάσσοντας τὰ νέα καὶ σχολιάζοντας πολιτικές
καταστάσεις· μερικὲς φορὲς ἀγανακτοῦν γιὰ τὸ ὅτι τοὺς ἔσπρωξε
κάποιος, ἢ ὅτι ὁ ἀναγνώστης ἔκανε λάθος. Βγαίνοντας ὅμως ἀπὸ
τὸν ναό, νομίζουν ὅτι προσευχήθηκαν καλὰ καὶ ἐξεπλήρωσαν τὸ
χρέος τους. Αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς πνευματικῆς αὐταρέσκειας
μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε ἐφήμερο φαρισαϊσμό.
Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος τύπος ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι
θέλουν νὰ προσεύχονται, ὅμως ἡ προσευχή τους σκορπίζεται σὰν
τὸ σπίτι που φτιάχτηκε ἀπὸ ἄμμο. Ἐπιτείνουν τὶς δυνάμεις τους,
ἀλλὰ οἱ ἴδιοι δὲν μποροῦν νὰ ἀκούσουν τὴν προσευχή τους, ὅπως
δὲν περνάει ὁ ἦχος σὲ σιδερένια πόρτα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι
ποὺ γέμισαν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν μνήμη τους μὲ ἐξωτερικὲς γνώσεις
καὶ ἐντυπώσεις, ὅπως γεμίζει κανεὶς τὸν χῶρο ἑνὸς δωματίου μὲ
ἄχρηστα πράγματα καὶ ἔπειτα δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπνεύσει μέσα του.
Τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι αἰχμάλωτοι τοῦ πάθους καταβρόχθισης τῶν
ὑπέρογκων πληροφοριῶν, πράγμα ποὺ κάνει τὸν νοῦ τους νὰ πρηστεῖ
καὶ νὰ γίνει μαλθακὸς ὅπως τὸ σῶμα τοῦ γαστριμάργου. Ὁ νοῦς
τους χάνει δύναμη ὅταν προσπαθεῖ νὰ ἀφομοιώσει αὐτὸ τὸ ὑλικό,
τὸ ὁποῖο ξεχειλίζει ἀπὸ τὴν μνήμη τους καὶ μὲ τὴν ἀκαταστασία
του καταπιέζει τὶς δημιουργικές ικανότητές του. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ὑλικὸ
μένει ἔτσι γιὰ πάντα ὡς νεκρὸ φορτίο, χωρὶς νὰ χρησιμεύει σὲ
οτιδήποτε, ἀκόμα καὶ γιὰ βιοτικοὺς σκοπούς, ἐμποδίζοντας συνάμα
τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀφομοιώσει πνευματικές γνώσεις διαμέσου θεωρίας
καὶ προσευχῆς. Τέτοιοι ἄνθρωποι μποροῦν νὰ συζητοῦν περὶ Θεοῦ,
ἀλλὰ ὅταν προσπαθοῦν νὰ προσευχηθοῦν, συχνὰ πνίγονται ἀπὸ τὸ
βάρος τῶν γνώσεών τους καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀνυψωθοῦν πάνω
ἀπὸ τὰ γήινα.
Ἡ προσευχὴ σκορπίζεται καὶ σ᾽ ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο
τῶν ὀνειροπολήσεων καὶ φαντασιῶν τους. Συνήθως τέτοιοι εἶναι
οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς καλὲς τέχνες. Ἡ καρδία τους, γεμάτη πάθη, εἶναι κουφὴ στὴν προσευχή, διότι ἡ προσευχὴ
δὲν ἔχει ἐπίγειο κάλλος, ἀλλὰ κάλλος ὡς ἀπαύγασμα τοῦ αἰωνίου
φωτός, κάλλος ποὺ εἶναι καθαρὸ ἀπὸ τὰ πάθη. Τέτοιοι ἄνθρωποι,
εὑρισκόμενοι στὴν θεία λατρεία, προσέχουν τὴν ἁρμονία τῶν ἤχων
στὴν ἐκκλησιαστικὴ ψαλμωδία καὶ ὄχι τὴν ἴδια τὴν ψαλμωδία ὡς
βοηθητικό μέσο προσευχῆς, στὴν ὁποία ἀποκαλύπτεται τὸ ὕψιστο
κάλλος. Τὴν θεία λατρεία τὴν θεωροῦν ὡς κάτι ξένο καὶ βαρετό, καὶ
γρήγορα συμπεραίνουν ὅτι στὰ θέατρα καὶ στὰ ὠδεῖα τὰ ψυχικὰ
βιώματα εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ φωτεινὰ καὶ ποικιλόμορφα παρὰ στὴν
ἐκκλησιαστικὴ ψαλμωδία.
Τέλος, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζητοῦν αἰσθησιακὲς ἡδονές, σ᾿ αὐτοὺς ὡς
ἐπὶ τὸ πλεῖστον κυριαρχεῖ δίψα ἱκανοποίησης τοῦ σαρκικοῦ πάθους.
Αὐτοὶ χάνουν ὄχι μόνο τὴν πνευματική, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχικὴ μορφή
τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὴ τὴν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων δὲν ἀξίζει νὰ
μιλήσουμε ἐδῶ: τὰ μάτια τοῦ χοίρου πάντα εἶναι στραμμένα πρὸς
τὰ κάτω. Τὸ κακὸ ὅμως εἶναι τὸ ὅτι αὐτοὶ συχνὰ θεωροῦν τοὺς
ἑαυτούς τους χριστιανούς. Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴν προσευχή τους; Αὐτοὶ
προσεύχονται μόνο τότε, ὅταν πέσουν σὲ γκρεμὸ ἢ τοὺς βρίσκουν
κακοήθη ὄγκο.
Ἡ ἀπόκτηση τῆς Χάριτος ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κάθαρση τῆς
καρδίας διαμέσου προσευχῆς, ἐγρήγορσης καὶ νήψης. Ὅπου ὑπάρχει
ἐμπάθεια, σὲ ὁποιαδήποτε μορφή, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει πιὰ ἡ Χάρις,
ἀλλὰ μόνο ψυχικὴ ἔξαρση ὡς ὑποκατάστατο τῆς Χάριτος. Γι᾿ αὐτὸ ἡ
πνευματικὴ ζωὴ σὲ πολλὰ εἶναι ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν δική μας καρδία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου