Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Τα μεγαλοβδομαδιάτικα και πασχαλινά έθιμα στα Πετρωτά Έβρου






Τα μεγαλοβδομαδιάτικα και πασχαλινά έθιμα στα Πετρωτά Έβρου
____
Στον “βίο και την πολιτεία” κάθε τόπου, υπάρχουν γραμμένα στις καρδιές των παλαιών, αφηγήσεις που κάποιοι διάλεξαν να μην ξεχάσουν.
Τις εκτίμησαν με την αξία που τους έχει απονεμηθεί άνωθεν, είδαν στις ιστορίες των πατρίδων το χέρι του Θεού και δεν καταδέχτηκαν να σιωπήσουν. Έτσι κάποιοι γεννήθηκαν για να διατρανώσουν τις απλές χαρές που ο Κύριος μας χάρισε για να εκφραζόμαστε και να μεταδίδεται το μεράκι της καρδιάς. Κατέγραψαν τα τραγούδια, τους χορούς, τα έθιμα για να χαιρόμαστε και να Τον πανηγυρίζουμε στις γιορτές και την Ανάστασή Του και τις προσευχές για να τον παρακαλούμε στις λύπες και στην Σταύρωσή Του.
Παρακαταθήκη
Συνομιλήσαμε με την γνωστή λαογράφο Φωτεινή Καζακίδου που μας μίλησε με ενθουσιασμό για τα έθιμα του τόπου της από το Σάββατο του Λαζάρου μέχρι το Πάσχα. O τόπος καταγωγής της είναι τα περίφημα Πετρωτά του νομού Έβρου. Η ίδια θα προσπαθήσει να εξηγήσει την αιτία που καταγράφει σε όλη της τη ζωή τα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας της:
«Θέλω να αφήσω παρακαταθήκη στα παιδιά και στα εγγόνια μας, στις επόμενες γενιές, να θυμούνται το χωριό, την καταγωγή, τα ήθη και τα έθιμα μέσα από τις καταγραφές από τα μάτια μου, στον 21o αιώνα, γιατί τα χρόνια περνάνε, το χωριό μικραίνει σε πληθυσμό, όλοι είμαστε μετανάστες και αναπολούμε τα παλιά. Άλλοι Σύλλογοι από όλη την Ελλάδα έρχονται τρέχοντας να δουν, να μάθουν και να χορέψουν στα Πετρωτά. Εύχομαι να συνεχίσουν οι νεότεροι την παράδοση, γιατί είναι η ταυτότητά μας. Αν τη χάσουμε, θα χαθούμε και εμείς σαν έθνος και σαν λαός».


«Όλα όσα αγάπησα»
Της ζητήσαμε να συστηθεί για τους αναγνώστες της “Ορθόδοξης Αλήθειας”: «Είμαι το έκτο παιδί των γονιών μου και το μικρότερο. Από μικρό παιδί μου άρεσαν τα τραγούδια, ο χορός, τα παραμύθια και ό,τι άλλο παλιό άκουγα μου φαινόταν συναρπαστικό, γι’ αυτό και πάντα καθόμουν δίπλα από τους μεγαλύτερους και άκουγα καθετί που έλεγαν. Μόλις έγινα δεκαοχτώ χρονών, έφυγα κι εγώ, όπως έφευγαν όλοι εργάτες στην τότε Δυτική Γερμανία, αφήνοντας το χωριό μας και παίρνοντας μαζί όλες τις παιδικές αναμνήσεις. Εν τω μεταξύ, παντρεύτηκα το σύζυγό μου τον Αντώνη, Ερχόμασταν στο χωριό στις άδειές μας για να δούμε τους γονείς μας και γιατί δεν ξεχνούσα την καταγωγή μου ποτέ ούτε αυτά τα ωραία, κατ’ εμέ, που βίωσα στο χωριό. Όταν η μεγάλη κόρη μας έπρεπε να πάει στο σχολείο, πήραμε τη μεγάλη απόφαση να γυρίσουμε στην πατρίδα, για να μάθουν τα παιδιά μας ελληνικά γράμματα και να μην γίνουμε Γερμανοί.»
Στην πατρίδα εν τέλει όλα βρήκαν τον δρόμο τους. Η Φωτεινή Καζακίδου δημιουργεί με τα χρόνια έναν θησαυρό μνήμης τον οποίο όλο και περισσότεροι θέλουν να μοιραστούν. Η ίδια θα μας πει:
«Όλα αυτά που αγάπησα και είχα συσσωρευμένα μέσα μου και δεν τα ξέχασα ποτέ, γίνανε χείμαρρος και άρχισα ένα-ένα να τα θυμάμαι, να τα λέω και στους άλλους. Συμμετείχα ενεργά στις παραδοσιακές εκπομπές στο Θράκη T.V. και στο Δ.Ε.Λ.Τ.Α. T.V., για τη Θράκη.»
Ακολούθησε το Μέγαρο Μουσικής που φιλοξένησε τους χορούς των Πετρωτών με δικές της ενέργειες. Έκανε εκπομπές για χρόνια στο ραδιοφωνικό «σταθμό της Λάρισας» στην ΕΡΑ μιλώντας για τα ήθη και τα έθιμα των Πετρωτών του νομού Έβρου. Ζήτησε με δική της πρωτοβουλία από την EΡΤ 3 να καταγράψει το χωριό της και σε συνεργασία με το σύλλογο Πετρωτιωτών Αλεξανδρούπολης και τους χωριανούς έκαναν μια σειρά εκπομπών για το Πάσχα και τα Χριστούγεννα στη Θράκη.
Μας περιγράφει σήμερα για τους αναγνώστες μας, απ’ όσα της παραδόθηκαν δια ζώσης και όσα πρόλαβε να δει πριν χαθούν, τα έθιμα της μεγάλης εβδομάδας στα Πετρωτά του Έβρου:


«Η Βάγια – Των Βαΐων»
Τη μέρα των Βαΐων, του Βαϊώ, ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία να πάρει βάγια και πολλοί να κοινωνήσουν. Τα βάγια τα βάζαν στο εικονοστάσι, όπως και τα λουλούδια του Επιταφίου και, άμα πονούσε το κεφάλι των παιδιών και λέγανε πως τα ματιάσανε, τα κάπνιζαν με τα ξερά φύλλα και λουλούδια μαζί με λιβάνι (θυμίαμα). Επίσης λιβάνιζαν και τα μωρουδιακά τα ρούχα, για να μην ματιάζονται τα μωρά.
Κάποια κορίτσια φτιάχνανε και (βάγια) με το αντί από τον αργαλειό. Κάνανε μ’ ένα μικρότερο ξύλο σταυρό, για να μοιάζει άνθρωπος με χέρια, το ντύνανε σαν μια κούκλα με κανονικά ρούχα και γυρίζανε τα σπίτια. Πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι λέγανε «βάια βάια του Βαϊώ ώσπου να ’ρθει Πασκαλιά μι τα κόκκινα τ’ αυγά» και οι νοικοκυρές τους βάζανε αυγά στο καλάθι, τους δίνανε καραμέλες ή και λεφτά.
Μεγάλη εβδομάδα και Πάσχα (Πασχαλιάτικα έθιμα) – Το λιχρί
Την μεγάλη Δευτέρα και Τρίτη οι νοικοκυρές συμμάζευαν το σπίτι, γιατί από τη Μεγάλη Τετάρτη πήγαιναν στην εκκλησία και ασχολούνταν με τις πασχαλινές δουλειές. Την Μεγάλη Τρίτη βγάζανε ρίζες από ένα φυτό που το λένε λιχρί, δηλαδή το ριζάρι, το οποίο υπήρχε άφθονο στο χωριό, κυρίως στους φράχτες. Έπαιρναν τις ρίζες από το φυτό και τις έπλεναν να φύγει το χώμα, μετά τις στούμπιζαν με μια πέτρα και τις έβαζαν σ’ ένα πήλινο κατσαρόλι ή στο δοχείο που έβαφαν τ’ αυγά. Έβαζαν και κρεμμυδόφλουδες (κρεμμυδότσιφλα) στο νερό και τ’ αφήνανε να βγάλουν χρώμα όλη μέρα την Τρίτη και την Τετάρτη.
Το βάψιμο των αυγών και τα δώδεκα Ευαγγέλια
Την Πέμπτη το πρωί και, πριν χαράξει ο ήλιος, οι νοικοκυρές βάφαν τα πασχαλινά αυγά κόκκινα, μέσα στο ζουμί από τις ρίζες και τα κρεμμυδόφλουδα, προσθέτοντας λίγο ξίδι. Η βαφή είναι οικολογική και δεν έβαφαν ούτε τα κατσαρόλια ούτε τα χέρια. Βγάζοντας τα κατακόκκινα αυγά, τα κυλούσαν μέσα σε λάδι και τα σκούπιζαν με μάλλινο πανί να γυαλίσουν. Η μητέρα περίμενε ν’ ακούσει την πρώτη κότα να γεννήσει της κόκκινης Πέμπτης το αυγό. Το έπαιρνε, το έβαφε και με αυτό μας έκανε τρεις γύρους στο πρόσωπο, το σημείο του σταυρού στο μέτωπο, για να έχουμε υγεία και κόκκινα μάγουλα και μετά το έβαζε στο εικονοστάσι το αυγό αυτό.
Τη Μεγάλη Πέμπτη μικροί και μεγάλοι πήγαιναν στην εκκλησία, για να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία, τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Όταν τελείωνε η λειτουργία, γυρίζαν με αναμμένα κεριά και όσα παιδιά το καλοκαίρι βόσκαγαν τα βόδια, τα γελάδια πηγαίνανε στο στάβλο και τα έτσουζαν λίγο στην ουρά, γιατί λέγανε ότι, αν τσούξεις το ζώο στην ουρά, δε θα «στρουγκλιάζει» το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι υπάρχει στο δάσος μια μύγα που τσιμπάει άγρια τα ζώα και τα καημένα τρέχουν να σωθούν μέσα στο πυκνό δάσος. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να τα βρουν και έτσι τα τσούζανε πιστεύοντας στη δοξασία ότι, αν τσούξουν τα ζώα τα Δώδεκα Ευαγγέλια, δε θα αφηνιάζουν το καλοκαίρι από τη μύγα. Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, ξενυχτούσαν ή και κοιμούνταν πολλές γυναίκες και παιδιά στην εκκλησία φυλάγοντας τον Εσταυρωμένο.
Αυτούς που είχαν πρόβλημα υγείας τους πηγαίνανε να ξενυχτίσουν το Χριστό, για να γίνουν καλά.


Ο στολισμός του Επιταφίου, η σουούς , οι πασχαλιές, τα τιστιμέλια, ο χορός γύρω από την εκκλησία και η «Αντουνιά»
Την Μεγάλη Παρασκευή όλα τα κορίτσια πηγαίνανε στις γειτονιές και στους κήπους, για να μαζέψουν λουλούδια της άνοιξης, ζουμπούλια, πασχαλιές, κρίνους, ζαμπάκια, για να στολίσουν τον Επιτάφιο αλλά και μικρά παιδιά και γυναίκες, όλοι μαζί στόλιζαν τον Επιτάφιο. Γινόταν η λειτουργία του Επιταφίου και όλα τα μικρά παιδιά περνούσαν κάτω από το τραπέζι του Επιταφίου τρεις φορές σταυρωτά και μετά φιλούσαν τον Επιτάφιο κάνοντας το σταυρό τους.
Τελειώνοντας η λειτουργία και η περιφορά του Επιταφίου, όλοι γύριζαν στο σπίτι. Στο γυρισμό η συζήτηση των γυναικών είναι γύρω από το ζύμωμα του πασχαλινού ψωμιού και του τσουρεκιού, πότε θα ζυμώσουν και πότε θα τα φτιάξουν, ανταλλάσσοντας συνταγές.
Το ντροβάνισμα
Την εποχή εκείνη οι γυναίκες τις περισσότερες δουλειές τις κάνανε, όταν κοιμότανε η οικογένεια. Τη νύχτα έφτιαχναν το ψωμί και το ντροβάνισμα (= χτύπημα του γάλακτος). Ζύμωναν το προζύμι μετά τον Επιτάφιο, περίμεναν ώσπου να φουσκώσει, ζύμωναν το ψωμί και παίρνανε και κάνα δυο ώρες ύπνο, και μετά πάλι το χώριζαν και έφτιαχναν τις πασχαλιές. Μια πασχαλιά για τη νονά με πέντε αυγά, μια για τη μητέρα οι παντρεμένες, μια μικρή για τον τσομπάνη, μια για τον γελαδάρη.
Πασχαλιά λέγοντας εννοούμε ένα μεγάλο ψωμί στρογγυλό διακοσμημένο με σχήματα ζυμαριού, τοποθετώντας στη μέση ένα κόκκινο αυγό. Για τη νονά έβαζαν πέντε κόκκινα αυγά, όπως είπαμε, ένα στη μέση και τα άλλα στις άκρες σχηματίζοντας φωλίτσες με σουσάμι και αμύγδαλα ασπρισμένα και με σταφίδες σε σχέδια. Για τους υπόλοιπους έβαζαν ένα αυγό. Έφτιαχναν και μικρές πασχαλίτσες για τα παιδιά. Έφτιαχναν και τσουρέκια και όλο το χωριό μοσχοβολούσε. Το Μεγάλο Σάββατο υπήρχαν ανάμικτες μυρωδιές ψωμιού και τσουρεκιού.
Οι άντρες ασχολούνταν με τα αρνιά, να τα σφάξουν, να τα καθαρίσουν και οι γυναίκες να φτιάξουν τη σούπα (σουούς), τη μαγειρίτσα για μετά την Ανάσταση. Στο χωριό μας δε σούβλιζαν αρνιά, τα μαγείρευαν γιουβέτσι με ρύζι ή με κρεμμυδάκια φρέσκα στο φούρνο.
Οι ξύλινες κούνιες
Τα παλικάρια του χωριού ήταν και αυτά απασχολημένα. Έφτιαχναν σε κάθε γειτονιά μια ξύλινη κούνια και η κούνια έμενε για πολλές μέρες, για να κουνιούνται τα παλικάρια και να κουνάνε και τις κοπέλες. Όλες τις μέρες του Πάσχα και μέχρι του Θωμά οι κούνιες αποτελούσαν το παιχνίδι των μικρών και μεγάλων παιδιών.
Το απόγευμα του Σαββάτου, όλα τα παιδιά πηγαίνανε την πασχαλιά στη νονά τους, μαζί με κόκκινα αυγά, εφτά ή πέντε (πάντα μονό αριθμό) σ’ ένα μαντίλι. Η νονά αφού τα φίλευε, τους έδινε και κάποιο δωράκι ή χρήματα. Τους έδινε μια μικρότερη πασχαλιά με ένα αυγό και τρία αυγά στο μαντίλι - πάντα μονό αριθμό - και επέστρεφαν στο σπίτι.


Στην Ανάσταση
Στην Ανάσταση, το Μεγάλο Σάββατο προς Κυριακή, πήγαιναν στην εκκλησία περισσότερο οι νέοι και κάθονταν μέχρι το τέλος και μεταλάμβαναν. Οι τσομπαναραίοι και όσοι είχαν ζωντανά έξω από το χωριό, έρχονταν όλοι στο σπίτι για το Πάσχα.
Ο κόσμος τότε κοιμότανε νωρίς και ακούγοντας την καμπάνα της Ανάστασης ξυπνούσαν όλοι, για να πάνε στην εκκλησία. Συνέβαιναν και κάποια κωμικοτραγικά μέσα στη βιασύνη. Καμιά φορά βάζανε κανένα ρούχο ανάποδα, κανένα παπούτσι διαφορετικό. Τότε άρχιζαν και τα σκουντήματα και τα γέλια από τους νέους στην εκκλησία. Όταν ο παπάς έλεγε το «Χριστός Ανέστη», όλοι τσούγκριζαν αυγά και λέγανε «Χριστός Ανέστη», για να πάρουν την απάντηση «Αληθώς Ανέστη» και πέφταν και τρεις τουφεκιές και έτσι συνεχιζόταν η θεία λειτουργία με ευλάβεια και κατάνυξη. Τότε δεν πήγαινε ο κόσμος στα κοσμικά κέντρα ούτε βιαζόταν να πάει στο σπίτι να φάει μαγειρίτσα, παρόλο που νήστευαν πενήντα ημέρες. Όταν τελείωνε η θεία λειτουργία της Ανάστασης, πηγαίνανε σπίτι, φέρνοντας το Άγιο Φως, κάνανε σταυρό στην πόρτα με το κερί, άναβαν το καντηλάκι στο εικόνισμα κι, αφού γινόταν το φαγοπότι της μαγειρίτσας, πήγαιναν για ύπνο.
Το πρωί μοσχομύριζαν όλα τα σπίτια από το μαγείρεμα που έκαναν όλες οι νοικοκυρές. Μαγειρεύανε αρνάκι (ταψούδ’ ή γιουβέτσ’). Ξυπνούσαν με χαρά μετά από πενήντα μέρες νηστείας, αφού μπορούσαν να φάνε τσουρέκια, αυγά, κρέας. Μεγάλη υπόθεση για την εποχή εκείνη. Οι μάνες μαγείρευαν το πρωί, γιατί στο χωριό, ώρα δέκα το πρωί, χτυπούσε η καμπάνα για τη δεύτερη Ανάσταση. Οι γυναίκες έβαζαν τις πιο καλές φορεσιές, κάνανε κεφαλόδεσμο, και οι πεθερές κάνανε ένα άλλο είδος κεφαλόδεσμου τα τιστιμέλια, για να πάνε στη δεύτερη Ανάσταση. Ο παπάς στην είσοδο της εκκλησίας μοίραζε τα λουλούδια του Επιταφίου μαζί με μύρο (κολόνια). Όλοι είχαν στις τσέπες τους αυγά κόκκινα και, όταν έκαναν «Χριστός Ανέστη» μεταξύ τους, δεν τσούγκριζαν τ’ αυγά, παρά τα αντάλλασσαν με τη χειραψία. Οι μικρότερες γυναίκες χαιρετούσαν τις μεγαλύτερες θείες, κουνιάδες, αφού ακουμπούσαν στις παλάμες η μια της άλλης τ’ αυγό, χαιρετιούνταν δεξιά, αριστερά και πάλι δεξιά και μετά η μικρότερη φιλούσε το χέρι της μεγαλύτερης. Μόλις τελείωνε ο παπάς με τα λουλούδια, οι γυναίκες έπιαναν το χορό της στράτας, τραγουδούσαν και χόρευαν πασχαλινά τραγούδια και αυτά τα τραγουδούσαν μόνο μέχρι να σαραντίσει η Πασχαλιά. Ο χορός ξεκινούσε γύρω από την εκκλησία και το πρώτο τραγούδι ήταν η Αντουνιά.
«Την Πασκαλιά ν’ ανήμιρα,
μαρ’ Αντουνιά, κι τουν καλόν
του λόγου, μαρ’ Αντώπουλο»
και, αφού έκαναν τρεις γύρους γύρω από την εκκλησία, μετά έβγαιναν έξω από το προαύλιο της εκκλησίας χορεύοντας και πήγαιναν προς την κοινότητα όπου υπάρχει μια μικρή πλατεία. Στο σταυροδρόμι χόρευαν και τραγουδούσαν πολλά πασχαλινά τραγούδια οι καλλίφωνες δυο - δυο εναλλάξ. Το χορό έσερνε συνήθως η γεροντότερη, καλή χορεύτρια και που μπορούσε και να τραγουδάει. Στο χορό έπαιρναν μέρος μόνο οι γυναίκες, ενώ οι άντρες έβλεπαν μόνο τη γυναίκα που σέρνει το χορό, την κερνούσαν οι συγγενείς, οι φίλοι και όποιος άλλος ήθελε. Τα χρήματα, που μαζεύονταν, τα μοιράζονταν όλες οι γυναίκες που τραγουδούσαν ή τα έδιναν και αγόραζαν λάδι για τα καντήλια της εκκλησίας.
 Περνούσε η ώρα και έφτανε μεσημέρι. Πήγαιναν όλοι για το πασχαλινό τραπέζι, να φάνε το γιουβέτσι, να τσουγκρίσουν τα αυγά, να πουν «Χριστός Ανέστη» και να δώσουν ευχές. Για σαράντα ημέρες κανείς δεν έλεγε Καλημέρα, παρά «Χριστός Ανέστη - Αληθώς Ανέστη».
Το τριήμερο γλέντι στην αέλη και οι πασκαλούδες των νοικοκυρών
Τρεις μέρες το Πάσχα γινόταν χορός στην πλατεία με όργανα, γιατί όλοι μετά το φαγητό πηγαίναν στην αέλη, στην πλατεία. Την λένε αέλη ή αγέλη, γιατί εκεί γινόταν η μάζωξη των ζώων από τον αγελαδάρη, για να πάει να τα βοσκήσει. (Πάντα στο χωριό υπήρχε γελαδάρης και γουρουνάρης που βόσκαγαν τα ζώα, τους οποίους πλήρωναν όσοι τους δίναν τα ζώα τους, για να βοσκήσουν. Γι’ αυτό και όλες οι νοικοκυρές έφτιαχναν πασκαλούδες για τον γελαδάρη και τον γουρουνάρη και τον τσοπάνο και τους την έδιναν την Πασκαλιά. Αυτοί που κάναν τη δουλειά αυτή συνήθως ήταν φτωχοί και έτσι είχαν για αρκετό καιρό ψωμί και ό,τι άλλο τους δίνανε).
Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν γλένταγε την Πασκαλιά όλο το χωριό, άλλοι χορεύοντας και άλλοι με το να κουνιούνται στις κούνιες. Έτρωγαν και έπιναν για τρεις μέρες. Οι νύφες πήγαιναν πασχαλιές στην πεθερά, και οι παντρεμένες κόρες στις μάνες και στις κουμπάρες»
Όλα αυτά τα Μεγαλοβδομαδιάτικα και Πασχαλινά έθιμα διαφυλάχθηκαν από την λησμονιά από την γνωστή λαογράφο Φωτεινή Καζακίδου. Το όνειρό της έγινε πραγματικότητα, τα Πετρωτά τα ξέρουν όλοι, όσοι ασχολούνται με την παράδοση και πολλοί άλλοι. Από το 1994 έγιναν γνωστά σ’ όλον τον κόσμο η φορεσιά τα τραγούδια, οι χοροί και προπαντός ο χορός «Ράντου», που είναι μοναδικός στη Θράκη. Το όνειρο να κάνει γνωστό το χωριό της και τις παραδόσεις του, έγινε πραγματικότητα.
________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 24.04.2019

Δεν υπάρχουν σχόλια: