Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023
ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ
Ο ΘΕΟΣ ΝΑΤΟΥΣ ΑΝΑΠΑΥΣΕΙ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ
Δεν μπορούμε να σώσουμε κανέναν: ούτε τα παιδιά ούτε τον εαυτό μας. Μόνο ο Θεός μπορεί να το κάνει αυτό. Βασιστείτε λοιπόν σε Αυτόν, αναζητήστε δύναμη από Αυτόν για τον εαυτό σας και για τα παιδιά σας. Αυτός είναι ο πιο σίγουρος τρόπος, όλοι οι άλλοι είναι αμφίβολοι για επιτυχία. Αρχιερέας Alexy Pavlov
Assumption Pskov-Pechersky Monastery. Pskov region, Pechory city, Russia
Monument to the Pskov-Pechersk
Elders. The sculptural composition “Our Pskov-Pechersk ascetics” consists of
nine figures of the elders of the Pskov-Pechersk Monastery: Archimandrite John
(Krestyankin), Archimandrite Alypiy (Voronov), Archimandrite Seraphim
(Rosenberg), Archimandrite Nathanael (Pospelov), Archimandrite Feofan
(Molyavko), Archimandrite Adrian (Kirsanov), hieroschemamonk Mikhail
(Pitkevich), Venerable Simeon (Zhelnin), schema-abbot Savva (Ostapenko).
Assumption Pskov-Pechersky Monastery.
Pskov region, Pechory city, Russia
Ανακήρυξη του Αγίου Παϊσίου σε Προστάτη της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας
Ο Άγιος Παΐσιος
ο Αγιορείτης, ένας μεγάλος και λαοφιλής σύγχρονος Άγιος της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, τον οποίο ιδιαίτερα ευλαβείται ο φιλόχριστος λαός της πέμπτης
ηπείρου, ανακηρύχθηκε Προστάτης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας από τον
Προκαθήμενο αυτής, Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο κ.κ. Μακάριο.
Ο Αρχιεπίσκοπος
προέβη στην ανακήρυξη, έμπλεος συγκινήσεως, κατά την εισηγητική ομιλία του στο
πλαίσιο της 12ης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής.
Κάνοντας λόγο
για «έναν δικό μας Άγιο» και υπενθυμίζοντας την ευλογημένη επίσκεψη του Αγίου
Παϊσίου στην Αυστραλία το έτος 1977, επισήμανε πως το Απολυτίκιό Του θα
ψάλλεται εφεξής σε κάθε Θεία Λειτουργία, σε όλους τους Ιερούς Ναούς της τοπικής
Εκκλησίας, αρχής γενομένης από την ερχόμενη Τετάρτη, 27 Σεπτεμβρίου 2023, ημέρα
ολοκληρώσεως των εργασιών της Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, οπότε θα τελεστεί
Πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο στον Ιερό Ναό Αναστάσεως του Χριστού στο προάστιο
Kogarah του Σύδνεϋ.
Αναλυτικότερα, ο
Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Μακάριος στη σχετική τοποθέτησή του υπογράμμισε: «Επειδή η
σημερινή ημέρα είναι ιστορική, θέλω να τη θυμόμαστε όλοι και να χαραχθεί με
χρυσά γράμματα στις δέλτους της ιστορίας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής μας. Γι’ αυτό,
σας παρακαλώ να φέρετε στη σκέψη σας έναν δικό μας Άγιο, τον Άγιο Παΐσιο τον
Αγιορείτη, ο οποίος επισκέφθηκε την Αυστραλία μαζί με τον Οσιότατο Προηγούμενο
της Μονής Ιβήρων, τον π. Βασίλειο. Καταγράφεται, μάλιστα, και ένα θαύμα
θεραπείας καρκινοπαθούς που επιτέλεσε ο Άγιος Παΐσιος ενόσω ήταν εδώ στην
Αυστραλία.
Ανακηρύσσω
λοιπόν σήμερα τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη, πάτρωνα, φύλακα και προστάτη της
Αυστραλίας και της Αρχιεπισκοπής μας.
Την Τετάρτη θα
ψάλουμε για πρώτη φορά το Απολυτίκιό του, το οποίο θα ψάλλεται από τούδε και
εις το εξής σε κάθε Θεία Λειτουργία, μετά το Απολυτίκιο του Ναού.
Το Απολυτίκιο
του Αγίου θα ψάλλεται εις αιώνας αιώνων εδώ στην πέμπτη ήπειρο».
Όσο εγώ γλεντούσα με τους φίλους μου στο σπίτι, ο πατέρας μου καθόταν στο μετρό Ο Πρωτοπρεσβύτερος Ίγκορ Φομίν* διηγείται κάποιες ιστορίες από τη ζωή του πατέρα του, Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Φομίν
Όταν πλησίαζαν
τα γενέθλιά μου, τότε που ήταν να κλείσω τα 18 μου, ζήτησα από τους γονείς να
το γιορτάσω με τους φίλους μου στο σπίτι μας. Τότε, δεν υπήρχαν πολλά καφέ και
μπαρ. Ήταν ακόμα η εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Και οι γονείς μου συμφώνησαν.
Ήμουν ήδη μεγάλος, 18 χρονών, με περίμενε όπου να’ ναι η θητεία μου στο στρατό.
Οι γονείς μου ετοίμασαν το τραπέζι, εγώ κάλεσα τους φίλους μου, τους συμμαθητές
μου, όλα ήταν πολύ καλά. Φυσικά, ζήτησα από τους γονείς μου να μας αφήσουν μόνους
κάποια στιγμή, ώστε να μπορούμε να νιώθουμε άνετα. Οι γονείς μου έκαναν αυτό
που τους ζήτησα. Η μάνα μου πήγε στην αδερφή της, αλλά για τον μπαμπά δεν ήξερα
ακριβώς πού θα πήγαινε για να μην έρθει σπίτι.
Εμείς τα παιδιά
κάναμε πολύ ωραίο πάρτι, περάσαμε υπέροχα, είχαμε διάφορα αστεία στιγμιότυπα,
όπως όταν κάποιος κάθισε πάνω στην τούρτα. Το πρωί, όταν συμμαζεύαμε το σπίτι
μαζί με τους γονείς μου, έμαθα τυχαία πού ήταν οι γονείς μου εκείνες τις ώρες,
όταν εμείς γλεντούσαμε και γιορτάζαμε τα γενέθλιά μου. Ο μπαμπάς μου, μετά τη
δουλειά του – δούλευε τότε ως πληροφορικός – πήγε στην εκκλησία, στην οποία
εκκλησιαζόμασταν οικογενειακώς. Έμεινε εκεί μέχρι να κλείσει και μετά πήρε το
μετρό. Έφτασε στη δική μας στάση του μετρό, τη στάση «Σούκινσκαγια», και όση
ώρα το μετρό παρέμενε ανοιχτό, καθόταν εκεί, σιωπηλά, σεμνά, ήρεμα, για αρκετές
ώρες, διαβάζοντας το Ευαγγέλιο. Υπολογίζω ότι κάθισε εκεί περίπου τέσσερις
ώρες. Όταν ήταν να κλείσει το μετρό και τα λεωφορεία κυκλοφορούσαν πλέον όλο
και πιο αραιά, γύρισε σπίτι και νομίζω ότι ήταν ακριβώς στην ώρα του, γιατί
μόλις είχαν φύγει οι καλεσμένοι μου. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Ήμουν πολύ
ευγνώμων στους γονείς μου ότι συμφώνησαν να μου κάνουν τέτοια γιορτή, όταν τους
το ζήτησα. Αλλά, όταν έμαθα ότι ο μπαμπάς μου, που γνώριζε ότι στο σπίτι ο
τρελός νεαρός γιος του γιορτάζει τα γενέθλιά του με τους φίλους του, χρειάστηκε
ο ίδιος να κάθεται στο μετρό ήρεμα, σιωπηλά, χωρίς να διαμαρτυρηθεί, ανέβηκε
πολύ στα μάτια μου. Η σεμνότητα του πατέρα μου, η ταπείνωσή του, η πραότητά
του, ήταν για μένα κάτι το εξωπραγματικό.
Μετά από εκείνα
τα γενέθλιά μου, δεν πέρασε πολύς καιρός και πήγα να υπηρετήσω τη θητεία μου
στο στρατό. Δύο χρόνια υπηρέτησα σε μονάδα τεθωρακισμένων, μακριά από το σπίτι
μου. Η θητεία μου δεν ήταν εύκολη, ας πούμε ότι ήταν πολύμορφη. Είχα και πολύ
όμορφες και πολύ δύσκολες στιγμές. Θα έλεγα ότι δίπλα μου πάντοτε πετούσαν κάτι
«βλήματα». Είναι αυτές οι δυσκολίες που συμβαίνουν συχνά στο στρατό. Αντρική
παρέα, μεγαλύτεροι, μικρότεροι, «στραβάδια», «παλαίουρες» κοκ. Αλλά, πάντοτε
για μένα όλα είχαν καλό τέλος. Όλοι οι καυγάδες και τα καθημερινά καψόνια
τελείωναν καλά για μένα. Οπότε, σε γενικές γραμμές πέρασα καλά στο στρατό, αφού
να φανταστείτε διάβασα όλα τα έργα του Λεσκόφ και του Ντοστογιέφσκι. Η μητέρα
μου είχε αντιγράψει με το χέρι της το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο. Το φυλάω ακόμα και
τώρα στο σπίτι μου αυτό το χειρόγραφο Ευαγγέλιο. Ήταν πολύ ευχάριστο να σου
έρχονται τέτοια δέματα. Να σημειώσω ότι ήταν εποχή σοβιετικού καθεστώτος και
απαγορευόταν να φοράς σταυρό, απαγορευόταν να έχεις μαζί σου Ευαγγέλιο.
Όταν επέστρεψα
στο σπίτι και ήδη είχα εισαχθεί στην Ιερατική Σχολή, πάλι τυχαία, μέσα στη
συζήτηση έμαθα ότι ο πατέρας μου, όσο ήμουν στο στρατό, κάθε μέρα διάβαζε τους
Χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ανεξάρτητα από τις περιστάσεις, τις
δυσκολίες, είχε δεν είχε δυνάμεις, κάθε μέρα διάβαζε για μένα τους
Χαιρετισμούς. Τότε κατάλαβα γιατί ο Κύριος ήταν τόσο ελεήμων μαζί μου.
Φαίνεται, η Μητέρα του Θεού με κάλυπτε με τη σκέπη Της, με το ωμοφόριο Της, και
έτσι τα «βλήματα» πετούσαν δίπλα μου και δεν με έβλαπταν στα δύο χρόνια της
στρατιωτικής μου ζωής.
Πάντα θα θυμάμαι
την ημέρα του θανάτου του πατέρα μου. Ήταν ένας θάνατος δικαίου. Δε φοβόταν
καθόλου το θάνατο. Θυμάμαι, είχε έρθει στο σπίτι μας, ζούσαμε τότε έξω από την
πόλη, καθόμασταν στο τραπέζι, μιλούσαμε και κάποια στιγμή λέει: «Αχ, να ερχόταν
σύντομα η στιγμή του θανάτου μου!». Το είπε ήρεμα, σεμνά, χωρίς να είναι
κουρασμένος από τη ζωή, ούτε προσπαθούσε να δημιουργήσει εντυπώσεις. Το είπε
σαν κάτι απλό, καθημερινό και συνηθισμένο. Του σχολίασα: «τι είναι αυτά που
λες;». Και αυτός μου απάντησε: «Μη δίνεις σημασία». Φαίνεται ότι ήταν κάτι σαν
κραυγή της ψυχής. Πέθανε στο Ναό, στη διάρκεια της εσπερινής αναστάσιμης
ακολουθίας, στις 20 Ιανουαρίου. Ήταν Σάββατο μετά τη Βάπτιση του Κυρίου μας.
Εκείνη την ημέρα διαβάζονταν το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο που έχει τα εξής λόγια:
«Σίμων Ιωνά, αγαπάς Με;». Στο Ναό μας έχουμε την παράδοση, μετά το Ευαγγέλιο, ο
ιερέας που λειτουργεί να κάνει ένα μικρό κήρυγμα στο εωθινό Ευαγγέλιο. Ο
πατέρας βγήκε στον άμβωνα και έκανε το κήρυγμα με θέμα τα λόγια «Σίμων Ιωνά,
αγαπάς Με;». Μιλούσε για την αγάπη, για τη Θεία αγάπη, για την αγάπη προς τον
άνθρωπο, για την ανθρώπινη αγάπη. Και κάποια στιγμή έκανε δύο βήματα λίγο
παραπέρα και κρατήθηκε από ένα διαχωριστικό χώρου. Αυτό είχε ξανασυμβεί και
άλλη μια φορά που είχε ζαλιστεί. Τον πλησίασα και του λέω: «Μπαμπά, πάμε στο
ιερό να καθίσεις». Μου λέει: «Όχι, όχι, θα τελειώσω το κήρυγμα». Και έτσι,
εμπνευσμένος συνέχισε να μιλάει για την αγάπη, για τις σχέσεις Θεού και
ανθρώπων. Ξαφνικά, κάποια στιγμή πήρε βαθιά ανάσα και είπε «Ω, Κύριε!» και έτσι
όπως ήταν με τα άμφια, με ανοιχτή την Ωραία Πύλη, έπεσε και πέθανε ακαριαία.
Εμείς
προσπαθούσαμε να τον επαναφέρουμε. Επιπλήττω τον εαυτό μου για αυτό το πράγμα.
Ακόμα και την τελευταία στιγμή της ζωής του, κυριολεκτικά, δεν τον άφησα να
φύγει ήρεμα. Πάντα του προκαλούσα ανησυχίες, έτσι μου φαίνεται τουλάχιστον.
Παρόλο που εκείνος με αγαπούσε απέραντα. Αυτό ήταν φανερό και αυτό ο μπαμπάς
μου το έλεγε πάντα και στους άλλους. Αλλά ακόμη και τώρα δεν μπορώ να συγχωρέσω
στον εαυτό μου που για ώρες προσπαθούσαμε να τον επαναφέρουμε στη ζωή. Είχαμε
καλέσει και ασθενοφόρο με εξοπλισμό ανάνηψης, όπου οι γιατροί προσπαθούσαν να
τον επαναφέρουν. Τελικά, τον βασάνισα ακόμα και την ώρα του θανάτου και δεν τον
άφησα να πάει στον Κύριο ήσυχα. Δεν τον άφησα να έχει ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και
ειρηνικά τα τέλη της ζωής του, όπως ζητάμε στις προσευχές μας. Ωστόσο, αυτές οι
προσπάθειες ανάνηψης δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Πρωτοπρεσβύτερος
Ίγκορ Φομίν
Απομαγνητοφώνηση,
διασκευή και μετάφραση: Αναστασία Νταβίντοβα
9/22/2023
Μια ασυνήθιστη προφητεία του Γέροντος Νεκταρίου για το μέλλον της Ρωσίας Ναταλία Χαρπαλιόβα
Τα λόγια και οι
πράξεις, αυτού του παράξενα ντυμένου και “διά Χριστόν σαλού” μοναχού, φαίνονταν
ακατανόητα στους ανθρώπους, ακόμη και τρομακτικά. Αλλά για την “μωρία” του,
έλαβε την ευλογία των πρεσβυτέρων και κάτω από την παράλογη συμπεριφορά του,
έκρυβε τα εκπληκτικά πνευματικά του δώρα — την ικανότητα να βοηθά τους
ανθρώπους με συμβουλές, να τους ενισχύει με πίστη, να παρήγορή και να
προειδοποιεί για μελλοντικές δοκιμασίες. Ένας πολύ έξυπνος και μορφωμένος
άνθρωπος για την εποχή του, ένας γέροντας, που πέρασε ένα τέταρτο του αιώνα
στην απομόνωση και διάβαζε χιλιάδες βιβλία όλα αυτά τα χρόνια. Ο Νεκτάριος δεν
γνώριζε μόνο τι θα συνέβαινε, αλλά, προέβλεπε για την επερχόμενη καταστροφή,
την επανάσταση, τον εμφύλιο πόλεμο, προειδοποιούσε με τα δικά του λόγια για το
μέλλον της Ρωσίας, την οποία αγαπούσε πάρα πολύ και για την οποία προσευχόταν
διαρκώς.
Μια φορά του
συνέβη η ακόλουθη ιστορία...
Στο μοναστήρι,
όλοι ήταν συνηθισμένοι στην “σαλότητα” του γέροντα. Μερικές φορές, έβαζε ένα
χρωματιστό πλεκτό σακάκι πάνω από το ράσο του — άβολο κι όχι στο μέγεθός του —
και περπατούσε γύρω από τη σκήτη. Ειδάλλως, θα έριχνε μια ρόμπα πάνω στο γυμνό
σώμα του, με ένα κόκκινο φιόγκο στο στήθος του, και καμαρώνοντας, θορυβούσε
μπροστά στους αδελφούς. Στο γεύμα ήταν άτακτος: αναμείγνυε το ξινό με το γλυκό
και το αλμυρό σε ένα μπολ, και τρώγοντας, καμάρωνε! Έπαιρνε ακόμη και ένα
γραμμόφωνο — ήθελε να βάλει τους δίσκους να γυρίσουν στη σκήτη, αλλά οι αρχές
της σκήτης, όταν τον πήραν μυρουδιά, δεν το επέτρεψαν. Έσερνε όλα τα σκουπίδια
στο κελλί — βότσαλα, γυαλιά, λάσπες, τα έβαζε σε ένα ντουλάπι και άρχισε να
καυχιέται μπροστά σε όλους: «Κοιτάξτε τι μουσείο έχω!»
Αλλά στη
δεκαετία του 1910, ο επίσκοπος Θεοφάνης της Καλούγκα, ήρθε στην Όπτινα. Ο
διακεκριμένος επισκέπτης, μπήκε στο κελλί του γέροντα Νεκταρίου με ειλικρινή
δυσπιστία. Ο Θεοφάνης δεν πίστευε στην ιερότητα του νέου προορατικού, ο οποίος
αναφέρθηκε επανειλημμένα στον επίσκοπο. Και δεν εξαπατήθηκε στις υποθέσεις του:
όταν ο επίσκοπος κοίταξε στο κελί, ο Νεκτάριος ήταν εκεί... παίζοντας με τα
παιχνίδια! Δεν σήκωσε ούτε καν το κεφάλι του στον Μητροπολίτη, σαν να μην
υπήρχε εκεί. Ολόκληρο το κελλί του Νεκταρίου, ήταν γεμάτο με παιδικά
μπιχλιμπίδια — αεροπλανάκια, αυτοκινητάκια, ατμομηχανές, ατμόπλοια... Ο μοναχός
αποθέτει τις κούκλες μπροστά του. Παίρνει μια. Άρχισε να μουρμουρίζει κάτι
θυμωμένα, όταν ο Θεοφάνης μόλις άρχισε να ξεχωρίζει τα εξής λόγια: «θα σε φυλακίσω!
Στο κελλί! Να, έτσι!» Πήρε μια άλλη: «Και σένα θα σε τιμωρήσω! Κακιά!» Την
τρίτη, άρχισε να την χτυπάει: «με αυτόν τον τρόπο θα συνετιστείς!..»
Μπορεί κανείς να
φανταστεί, τι σκεφτόταν ο επίσκοπος, όταν έφυγε από το κελλί του γέροντα. Τι
είδους ιερότητα υπήρχε εκεί! Γεροντική αναπηρία, και τίποτα περισσότερο.
Προφανώς, ο Νεκτάριος είχε χάσει το λογικό του...
Πέρασαν χρόνια.
Μετά την επανάσταση του 1917, η έννοιες των περίεργων ενεργειών του Νεκταρίου,
άρχισαν να ξετυλίγονται στους ανθρώπους. Το μοναστήρι μετατράπηκε σε Μουσείο
(«Κοιτάξτε, τι μουσείο έχω!»). Φοιτητές, σπουδάστριες και εργαζόμενοι, λόγω της
φτώχειας του Εμφυλίου πολέμου, άρχισαν να πηγαίνουν στη δουλειά ξυπόλητοι,
φορούσαν παλτά πάνω από τα σκισμένα εσώρουχα, αλλά ο καθένας είχε ένα κόκκινο
φιόγκο στο στήθος του (όπως και ο γέροντας). Αλλά, τι συνέβη με τον επίσκοπο
Θεοφάνη, ο οποίος ήταν τόσο έκπληκτος με τις κούκλες του Νεκταρίου; Εξορίστηκε.
Έζησε στο σπίτι ενός αυταρχικού ιδιοκτήτη με το όνομα Πλόχιν, υπέφερε πολύ από
την απάνθρωπη μεταχείριση του. Το 1937, ο Θεοφάνης συνελήφθη. Στο ειδικό σώμα
της φυλακής του Νίζνι Νόβγκοροντ, ο επίσκοπος βασανίστηκε βάναυσα —
ξυλοκοπήθηκε, τοποθετήθηκε σε υπόγειο κελί, το οποίο πλημμύρισε με νερό. Τότε ο
Θεοφάνης θυμήθηκε τον «σαλό» της Όπτινα: «είμαι αμαρτωλός ενώπιον του Θεού και
ενώπιον του γέροντα: όλα όσα είπα ήταν για μένα και νόμιζα ότι εκείνος ήταν
τρελός…». Τον Οκτώβριο του 1937, ο Μητροπολίτης Θεοφάνης πυροβολήθηκε.
Ναταλία
Χαρπαλιόβα
Μετάφραση για
την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος Θώδης
foma.ru
9/26/2023