Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

ΕΙΧΕ ὄρεξη για κουβέντα ὁ Γερο-Παΐσιος ὁ Κρητικὸς στὸ κελλάκι του στις Καρυές.


ΕΙΧΕ ὄρεξη για κουβέντα ὁ Γερο-Παΐσιος ὁ Κρητικὸς στὸ κελλάκι του στις Καρυές, καθισμένος ἕνα πρωϊνὸ στὴν ἀπέριττη αὐλή του ἐντὸς ὁμίλου προσκυνητῶν, ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ διάφορες πόλεις τῆς Ἑλλάδος γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν εὐθὺ κρητικὸ καὶ πηγαῖο λόγο του:
«Σὲ μιὰ πολυκατοικία ἕνας κουζουλὸς νὰ βρίσκεται, ἀποὺ νὰ βάζει ὅλη τὴν ἡμέρα τὸ στέρεο δυνατά, θένὰ ἀκούγεται σὲ ὅλο τὸ τετράγωνο.
Δέκα χριστιανοὶ νὰ μένουν ἐκεῖ καὶ νὰ κάμουνε ὁλημερὶς προσευχὲς καὶ μετάνοιες, δὲν θὰ τοὺς ἀφουγκραστεῖ κανείς.
Ἔτσι καὶ ἡ ἀρετὴ ἐκ τοῦ ἀφανοῦς πάντα ὑπάρχει, σιωπηλή, ἀπαρατήρητη, ἁπαλὴ σὰν τὴν πρωϊνὴ δροσιὰ κι ἀόρατη στὴ μαθιὰ τῶν ἀνθρώπων.
Μὰ γιάντα σᾶς τὰ λέω τώρα ἐτοῦτα τὰ λόγια;
Ροδονίζετε; Μὰ γιὰ νὰ σᾶς κάμω λόγο γιὰ τὸν εὐγενόψυχο κυρ-Διονύση τὸν "Τζακά" ἀπ' τὸ Ἄργος, καθόσον ἦταν ἡ δουλειά του να φτιάχνει καὶ νὰ ἐπισκευάζει τὰ τζάκια, κάνοντας παράλληλα καὶ τὴν ψυχή του ἕνα καλὸ τζάκι ἀπὸ τὴ φλόγα καὶ τὴ θέρμη τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Μετρίου αναστήματος, σβέλτος, μὰ συνάμα καὶ ἥμερος στὴν ψυχὴ καὶ στοὺς τρόπους του.
Ένα Σάββατο ἐξομολογήθηκε, τὴν ἄλλη ἡμέρα, Κυριακὴ πρωΐ, ἐκοινώνησε καὶ τὴν ἑπομένη, Δευτέρα βράδυ, μετέβη μὲ ἐξπρὲς στὶς ἁψίδες τοῦ Παραδείσου.
Τὸν γροικοῦσες καὶ τὸν θαρροῦσες ὡς ἕναν ἁπλὸ καὶ συνηθισμένο ἄνθρωπο. Μὰ κάτεχε μὲ ἕναν εὐγενῆ τρόπο νὰ κρύβεται καὶ νὰ κρύβει ἐπιμελῶς τὴν πνευματική του κατάσταση, ὅπως τὸ τριζόνι ποὺ ξέρει
καλὰ ν' ἀπογέρνει ἀπ' τσ' ἀνθρώπους.
Τὸν θυμᾶμαι ὅποτε γιάγερνε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀποὺ πήγαινε ἀθόρυβα καὶ ἁπαλοπατῶντας στὸν ναὸ τοῦ Πρωτάτου νὰ προσκυνήσει τὴ Θεομητέρα μας, τὴν Παναγία, νὰ ἀνάψει τα κεράκια καὶ νὰ γράψει πολλὰ ὀνόματα γιὰ ἰδιαίτερη μνημόνευση κοιμηθέντων, λὲς καὶ μποροῦσε νὰ βγάλει ὅλες τὶς λησμονημένες καὶ βασανισμένες ψυχὲς ἀπ' τὸν ᾅδη.
Ἦταν θερμός φιλαγιορείτης καὶ φιλακόλουθος.
Ἐπισκεπτόταν ἰδιαιτέρως τὰ κελλιὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ ἐν ἄκρα σιγῇ τρυγοῦσε ἀπὸ τὶς συμβουλὲς καὶ τὰ βιώματά του τὸ μέλι τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς χάρης.
Κάθε Κυριακὴ στὸν κόσμο, ἀποὺ ἤτανε, ἐπήγαινε ἀπὸ τὶς πεντέμιση τὸ πρωΐ στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Μαρίνας στὸ Ἄργος καὶ ἄναβε τὰ καντήλια τοῦ ναοῦ,
Ἐνῶ κάθε ἀπόγευμα ἀνελλιπῶς ἐπισκεπτόταν τὸ κοιμητήρι τῆς πόλης γιὰ νὰ ἀνάβει τὸ καντηλάκι τῆς μητέρας του.
Ἦταν, ὅμως, ψυχὴ ὄχι μόνο ὀρθόδοξη, ἀλλὰ καὶ ὀρθόπρακτη, ἀφοῦ κάθε ἡμέρα φρόντιζε νὰ ἐλεεῖ, προσφέροντας τάπερ μὲ φαγητό (ἂν καὶ ἐργένης) σὲ ὅσους πεινασμένους κι ἀναγκεμένους ἐγνώριζε.
Περισσότερα δὲν ἔχω μάθει ἀκόμη, διότι ὁ κυρ-Διονύσης ζοῦσε ἐν κρυπτῷ τὴ Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ μόνον ὁ Χριστὸς γνωρίζει τὴν πνευματική του έργα-λσία. Ὅπως τὰ μαργαριτάρια, ποὺ ζοῦνε κρυμμένα στὰ βάθη τῶν ὠκεανῶν μέσα στὰ ὄστρακά τους. Τώρα
ἐπῆγε στὸν ἀγαπημένο του Παράδεισο, βαθιὰ-βαθιὰ μέσα, νὰ χαίρεται καὶ ν' ἀνασκιρτᾶ σὰν λαφομόσκι.
Ἀλλὰ καὶ ἡ κοίμησή του ἦταν ὁσία καὶ ἤρεμη, ὅπως ἤρεμα, μὲ ἁπαλοσύνη καὶ γαλήνια ἔζησε σὲ αὐτὸν τὸν βίο. Καταπῶς λέει ἕνα ἅγιος, "ὁ θάνατος εἶναι ἥσυχος σὲ αὐτοὺς ποὺ ἥσυχα ζήσανε τὴ ζωή τους".
Ὕστερα ἀπὸ μιὰ ξαφνικὴ καρδιακὴ ἀδιαθεσία τὸν ἐπῆγε ὁ ἀδελφός του στὸ νοσοκομεῖο. Σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ ἔλεγε ἐγκαρδίως, "Θεέ μου, συγχώρεσέ με"
Ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγο τὸν ἐρώτησε ὁ ἀδελφός του:πλαγιάζεις!
– Είσαι καλά;
– Ναί, δόξα τῷ Θεῷ, τώρα ηρέμησα!
Καὶ ἀμέσως παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη καὶ παιδικὴ ψυχή του στὸν γλυκύτατο Χριστό μας, γιὰ νὰ τήνε βάλει στὴν ἀγκάλη της Μητέρας Του καὶ νὰ τοῦ κάμει παρέα.
– Πάτερ, ἔπεσα στο πάθος τῆς ζήλιας, μοῦ εἶπενε
Ένας ψές (ἐχθές).
– Είντα μοῦ λὲς καὶ ποιὸν ἐζήλεψες;
- Τον κυρ-Διονύση. Ζήλεψα καὶ τὸ πῶς ἔζησε, ἀλλὰ καὶ τὸ πῶς ἔφυγε ἀπὸ τὸν μάταιο τούτο κόσμο.
- Τέτοια ζήλια είναι πολύ καλή. Σοῦ εὔχομαι νὰ τοῦ μοιάσεις!»
Πράγματι, ὁ κυρ-Διονύσης ἐφάνη ἀληθινὸς καὶ ἄξιος ἔμπορος ὄχι μόνο ὡς τζακᾶς, ἀλλὰ καὶ ὡς καλὸς ουράνιος χρηματιστής, πού 'χε τη φρόνηση να παρα- δώσει στὸν ἀργυραμοιβὸ τοὺς κόπους τῆς ζωῆς του καὶ νὰ τοὺς συναλλάξει μεταποιώντας τους σε στράτες γιὰ τὴν εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.



Βιβλιογραφία.. ΠΑΤΉΡ ΔΙΟΝΎΣΙΟΣ ΤΑΜΠΑΚΗΣ. ΝΑ ΑΓΙΑΖΕΙΣ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΓΙΆΖΕΙΣ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: