Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

ΕΠΕΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΜΟΥ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΜΟΥ ΕΙΠΕ Ο ΔΟΚΙΜΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ......


Δόκιμος Νικόλαος Κρουτσεάνου Μοναστήρι Συχαστρία νομού Νεάμτς (1926-2004)

Γεννήθηκε το 1926 στο χωριό Γκοχόρ, κοντά στην πόλη Γαλάτσι και έφυγε για το μοναστήρι από την νεότητα του. Λέγεται γι' αυτόν ότι σαν νέος στον κόσμο ήτο οδηγός και προκάλεσε ένα θανατηφόρο δυστύχημα με το αυτοκίνητο πού οδηγούσε. Όποτε αναγκάσθηκε να έλθει στο μοναστήρι για να κλαύση τις αμαρτίες του.

Στην αρχή εισήλθε στην αδελφότητα της Μονής Χόντος Μποντρόγκ, κοντά στην πόλη Άράντ της Τρανσυλβανίας, για να είναι μακριά από το χωριό του και τούς γνωστούς του. Από εκεί πέρασε το 1956 ό ηγούμενος της μονής Συχαστρία άρχιμ. π. Κλεόπας, συνοδευόμενος από ομάδα μοναχών για μία επίσκεψι στα μοναστήρια αυτού του γεωγραφικού τμήματος της Δυτικής Ρουμανίας. Εδώ ό π. Κλεόπας έκαμε ένα συγκινητικό και διδακτικό κήρυγμα στους μοναχούς αυτής της Μονής. Το αποτέλεσμα ήτο ό δόκιμος Νικόλαος να αναχώρηση και να εύρεθή στην μονή Συχαστρία της βορείου Ρουμανίας.

Στην Συχαστρία μπήκε στο πρόγραμμα της Μονής διακονώντας, όπως και οι άλλοι αδελφοί σε διάφορες υπηρεσίες. Κάποια βραδιά μετά από πολλή προσευχή ό Κύριος του είπε στην καρδιά του: «Εάν δεν ανέβης στον σταυρό, δεν θα μάθεις να υπακούς». Έτσι ό αδελφός Νικόλαος για πολλά χρόνια ανέβηκε στην σταυρό της διά Χριστόν σαλότητος. Είναι ένας ασυνήθιστος σταυρός, διότι ό διά Χριστόν σαλός θα πρέπει να επομένη τούς χλευασμούς, την περιφρόνηση και την καταδίκη των άλλων ανθρώπων.

Πολύ αυστηρός στον εαυτό του. Έζησε 50 χρόνια στην Μονή χωρίς να θεωρεί τον εαυτό του άξιο να φορέσει τα μοναχικά ενδύματα και να καρή μοναχός. Γι' αυτό και παρέμεινε δόκιμος μέχρι τον θάνατο του. Τα ενδύματα του δεν ήταν ούτε μοναχικά, ούτε για λαϊκούς. Ενίοτε αντί για παντελόνι φορούσε μία βράκα. Στα πόδια του φορούσε, στο ένα μία αρβύλα και στο άλλο μία παντόφλα. Στο ένα πόδι του φορούσε κάλτσα και στο άλλο όχι. Έτσι περπατούσε και μπορούσες να τον βλέπεις να κυκλοφορεί και στις γειτονικές πόλεις και χωριά, χωρίς να ενοχλείται από τα σχόλια των άλλων.

Κάποια φορά συνέβη το έξης: Μία ομάδα φοιτητών τον συνάντησαν στον δρόμο. Και βλέποντας τον έτσι απεριποίητο, με λερωμένα τα ρούχα του, τον άρπαξαν διά της βίας. Τον έπλυναν, του έβγαλαν τα παλιόρουχά του και του φόρεσαν καινούργια, κοστούμι με παπούτσια λουστρίνι. Κατόπιν του έκοψαν τα μαλλιά, του κτένισαν τα γένια του και τον άφησαν να φύγει. Εκείνος ήλθε στο μοναστήρι αγνώριστος. Έτσι κυκλοφόρησε στο μοναστήρι σαν ένας σπουδαίος ηγεμόνας για δύο ήμερες, αλλά του «φούσκωσαν», την υπερηφάνεια τα ρούχα. Έξω από την Μονή βρήκε κάτι κουρελήδες, τούς έδωσε τα φανταχτερά ρούχα. Φόρεσε τα παλιά του και έτσι γύρισε πάλι μέσα, όπως ήταν και πρωτύτερα.

Καθώς περπατούσε, πάντοτε προτιμούσε την δεξιά πλευρά του δρόμου. Κάπου κάπου σταματούσε, έκανε μία γυροβολιά γύρω από τον εαυτό του και συνέχιζε τον δρόμο του. Κάποτε κάποιος πού τον είδε να περπατά και να κάνη τέτοιες κινήσεις στον δρόμο, νόμισε ότι έχασε κάτι από την τσέπη του και, θέλοντας να τον βοηθήσει, τον ερώτησε:

-Τί θέλεις, Αδελφέ, έχασες κάτι; Και ό αδελφός του απήντησε:

-Ναι, έπεσε από την τσέπη μου το κλειδί του παραδείσου.

Εάν κάποιος τον ερωτούσε γιατί περπατά πάντα δεξιά, του απαντούσε:

-Αριστερά είναι ό δρόμος του εχθρού, ενώ δεξιά ό δρόμος του Κυρίου.

Άλλη φορά πάλιν έλεγε:

-Ό άγιος Νικόλαος, όταν ήτο βρέφος, θήλαζε μόνο από τον δεξιό μαστό της μητέρας του. Έτσι κι εγώ: Μόνο στα δεξιά και πάλι δεξιά. Όποιος δεν κάνει τα έργα του αγίου, του οποίου φέρει το όνομα, πρέπει ν' αλλάξει το όνομα του.

Δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο για να έχει δικό του κελί, και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν είχε που να γείρει το κεφάλι του... Μόνο μία φορά μπήκε σε κελί, αλλά όταν είδε ότι ή σόμπα είχε χαλάσει και δεν ζέσταινε, αμέσως πετάχτηκε έξω στην ύπαιθρο. Και αναπαυόταν μέσα στα άχυρα. Έτσι τα καλοκαίρια μπορούσες να τον βρεις να διανυκτερεύει συνήθως στο Κοιμητήριο ή κάτω από κάποιο τραπέζι της Μονής, είτε κάτω από κάποιο μπαλκόνι. Ενώ τον χειμώνα τον εύρισκες να είναι σε κάποιο διάδρομο ενός ορόφου, εξαπλωμένο επάνω σε σχισμένα χαρτόκουτα. Αυτοί πού την νύκτα περπατούσαν, έπρεπε να προσέχουν να μη πατήσουν τον αδελφό Νικόλαο, ό όποιος κάθε φορά άλλαζε και τόπο διανυκτερεύσεως. Συνήθως κοιμόταν ολίγες ώρες και κατόπιν περιφερόταν στους διαδρόμους ή στις αυλές της Μονής λέγοντας μυστικά την ευχή τού Ιησού.

Ή άσκησης του ομοίαζε με την άσκηση των παλαιών διά Χριστόν σαλών. Μόνο μία φορά δοκίμασε να κάνη μία διευκόλυνση στον εαυτό του και ζήτησε από ένα μοναχό ένα υπνόσακο. Βρήκε μία χριστιανή, ή οποία και του έδωσε αυτόν τον σάκο. Αλλά την ίδια ήμερα, πριν ακόμη τον χρησιμοποίηση ό Νικόλαος για πρώτη φορά, τον έκλεψαν. Όταν εκείνη ή χριστιανή έμαθε ότι τον έκλεψαν, ήθελε ν' αγοράσει άλλον σάκο. Όμως ό αδελφός Νικόλαος την εμπόδισε λέγοντας της: «Έχω έναν, δεν χρειάζομαι άλλον».

Δεν έτρωγε όπως έτρωγαν οι άλλοι αδελφοί, στην τράπεζα της Μονής. Κρατούσε για πολλές ήμερες νηστείες και έτρωγε, όταν πεινούσε, παξιμάδι και νερό. Την Μεγάλη Εβδομάδα την περνούσε με ολίγες κουταλιές μέλι μέσα σε ποτήρι του νερού.

Κάποτε συμφώνησε με κάποιον μοναχό να τον κλειδώσουν μέσα σε μία αποθήκη για να προσεύχεται συνεχώς εκεί, αλλά με την προϋπόθεση να του φέρει κάθε βράδυ αυτός ό αδελφός για φαγητό βρασμένες τσουκνίδες. Όμως τί συνέβη; Αυτός ό αδελφός ήτο πολυάσχολος κάθε ήμερα και έτσι ξέχασε να φέρει το διορισμένο φαγητό στον απλοϊκό Νικόλαο. Τον ενθυμήθηκε μετά από μία εβδομάδα. Γεμάτος αγωνία, έφθασε τρέχοντας στο κατώφλι της αποθήκης να ιδή τί συμβαίνει με τον Νικόλαο, αλλά τον βρήκε να κάθεται ήσυχος, σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Δεν ήτο ταραγμένος, ούτε αγρίεψε, διότι έμεινε νηστικός μία βδομάδα. Πέρασε με προσευχή και αυστηρά νηστεία!

Άλλη φορά έμεινε σε μία οικογένεια ευσεβών χριστιανών και δεν έτρωγε τίποτε επί δύο περίπου βδομάδες. Οι άνθρωποι εκεί φοβήθηκαν και τον έφεραν γρήγορα στο μοναστήρι, διότι ανησύχησαν ότι θα πεθάνει. Αλλά αυτός, σαν ένα αρνάκι του Χριστού, παρατηρούσε τούς πάντες και τα πάντα γύρω με μία ηρεμία και ησυχία, χωρίς να λέγει τίποτε για κάποιον.

Πράγματι, αγαπούσε την ησυχία, διότι αυτή τον βοηθούσε στην προσευχή.

Κάποτε, ως συνήθως, ένας προσκυνητής τον ρώτησε, από πού είναι και εκείνος του απήντησε:

-Μπα, τώρα είναι καιρός για προσευχή, δεν είναι ώρα για κουβέντες. Στον αιώνα αυτόν δεν υπάρχει χρόνος για μάταιες συζητήσεις.

Και προς έκπληξη του προσκυνητού, ό όποιος δεν περίμενε μία τέτοια αντίδραση, άρχισε ό Αδελφός να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, ως συνήθως. Άλλη φορά κάλεσε έναν αδελφό και του είπε: Ό θόρυβος εδώ μου κλέβει την προσευχή. Και τον παρεκάλεσε να του φέρει λιωμένο κερί για να σφραγίσει τα αυτιά του και να μη ακούει.

Ή άσκησης του δεν γινόταν με κενοδοξία, ώστε να μη χαίρεται ό διάβολος, ό όποιος πολλές φορές τον κτυπούσε, τον πείραζε με διάφορες φανταστικές μορφές. Ενίοτε έφαίνοντο στο πρόσωπο του κτυπήματα από τον αόρατο εχθρό. Άλλοτε, όταν περνούσαν από την Μονή άνθρωποι ασθενείς από ακάθαρτο πνεύμα, αγρίευε ό διάβολος και τον ρωτούσε με το στόμα του ασθενούς: «Εσύ τί κάνεις εδώ;». "Άλλοτε ό αδελφός Νικόλαος περνούσε στην επίθεση. Μία φορά είπε σ' ένα αδελφό:

-Προσοχή! Βλέπεις τούς δαίμονες στο κελί του τάδε αδελφού; Πάμε να αρχίσουμε το κομποσκοίνι να τούς διώξουμε με την Χάρι της Παναγίας μας.

Ό αδελφός εκείνος δεν επήγε, από φόβο. Μετά από δύο ήμερες, προς έκπληξη του αδελφού, πού τον προσκάλεσε να προσευχηθούν μαζί και δεν ήλθε, ό μοναχός εκείνος έφυγε από την Μονή. Μετά από αρκετό διάστημα επέστρεψε.

Ό Γέρο-Νικόλαος στην νεότητα του, είχε χρηματίσει και μαθητής του ιεραποστόλου π. Νικόδημου Μαντίτσα. Μαζί είχαν επισκεφθεί σχεδόν όλη την Χώρα, μοιράζοντας ψυχωφελή φυλλάδια και βιβλία. Όλο τον πενιχρό μισθό του, και κατόπιν την σύνταξη του, ό π. Νικόδημος τα εξόδευε για την αγορά και την διανομή βιβλίων. Στο έργο αυτό τον βοηθούσε τότε ό νεαρός Νικόλαος.

Το 1995 συναντήθηκε ό Γέρο-Νικόλαος μ' ένα κληρικό στο Βουκουρέστι. Του ζήτησε χρήματα για τις ανάγκες του και ό κληρικός του έδωσε τότε 20.000 λέι. Ό Γέρο-Νικόλαος του είπε:

-Όχι έτσι, πάτερ. Εάν δίνης, να δίνης με όλη σου την καρδιά, διότι μόνο έτσι θα λάβεις εκατό φορές περισσότερα.

Τότε εκείνος ό κληρικός του έδωσε 100.000 λέι. Την ήμερα εκείνη πήγαινε να πάρει την αποζημίωση, μετά από ένα ατύχημα με αυτοκίνητο πού έγινε εις βάρος του. Μετά την εκδίκαση της υποθέσεως του έδωσαν αποζημίωση δύο εκατομμύρια λέι. Εκείνος έκανε εκ νέου αγωγή και έρευνα της υποθέσεως και επήρε τελικά δέκα εκατομμύρια. Τότε ενθυμήθηκε τα λόγια του Γέρο-Νικολάου, ότι θα πάρει εκατονταπλάσια.

Ή ομιλία του Νικολάου ήτο απότομη και ελεγκτική για την αμαρτία, χωρίς περιστροφές. Μερικές φορές ξεσήκωνε από τη αμέλεια πολλούς και σε άλλους ήτο κάθετος και ευθύς στις απαντήσεις του. Κάποτε είχε ειπεί: «Από το μοναστήρι αυτό δεν θα σωθεί κανείς, παρά μόνο ένας Ιερεύς, ένας μοναχός και ένας δόκιμος». Σπανίως τον έβλεπε κανείς να χαμογελά ή να αστειεύεται. Πάντοτε ήτο αυστηρός, ελεγκτικός, απότομος στην ομιλία του, και υπενθύμιζε στους ανθρώπους την τελική κρίσι του Θεού.

Προς το τέλος της ζωής του έγινε πιο κοινωνικός και μια χαρά απλωνόταν στην μορφή του. Δεν άφηνε όμως την νηστεία και την προσευχή. Στις 10 Οκτωβρίου 2004, Κυριακή, μετά το φαγητό, ευρέθηκε στο κελί του γονατιστός σε στάση προσευχής, και με την στάση αυτή έλαβε ό Χριστός την ψυχή του στους ουρανούς.

Όσο ζούσε ό Γέρο-Νικόλαος, έλεγε σε όλους ότι μοναχική ζωή σημαίνει πρώτα υπομονή. Αυτός υπέμενε με μαρτυρικό τρόπο το κρύο, τις κοροϊδίες, την πείνα, την παγωνιά, τώρα όμως ελπίζουμε ότι δεν αισθάνεται το κρύο, αλλά την ζεστασιά του Αγίου Πνεύματος. Δεν ακούει πλέον τις κακολογίες και ειρωνείες των ανθρώπων, αλλά τις ουράνιες ψαλμωδίες. Δεν είναι αναγκασμένος από την ευαίσθητη συνείδηση του να κάνη πολυήμερες νηστείες, αλλά χαίρεται την γλυκύτητα του παραδείσου. Δεν φορεί τα βρόμικα και κουρελιασμένα ρούχα, διότι είναι ενδεδυμένος με το φωτεινό ένδυμα.

Από εκεί, από τον τάφο του, ημπορεί τώρα, μαζί με τούς 40 Μεγαλομάρτυρες πού πάγωσαν στην λίμνη της Σεβάστειας της Μικράς Ασίας, να λέγει: «Δριμύς ό χειμών, αλλά γλυκύς ό παράδεισος».

ΒΙΒΛ. ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ. "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: