Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

ΔΥΤΙΚΕΣ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΘ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΑΓΑΣ


ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΥΜΕΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΥ ΛΕΠΡΟΥ


ΚΥΡΙΑ ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΜΠΕΛΕΣΗ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑ


Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. «Τέτοιες άκριβώς είναι καί οί άρετές σου μπροστά στόν Θεό», είπε ό μακάριος αύστηρά. «Βρωμάνε, κυρία μου, βρωμάνε!».









Υπήρχαν κι άλλες περιπτώσεις άνάλογες.
Μιά φορά εμφανίστηκε μιά κυρία μ’ όλους τούς τύπους τής άριστοκρατίας. Ό Στάρετς δεν ήταν στό Μοναστήρι τήν ώρα πού ή θαυμάστριά του έφτασε εκεί.


Ώς συνήθως ήταν έξω, τριγυρνώντας στά δάση.
Κάποιοι όμως πού βρίσκονταν ψηλά στό καμπαναριό τού Κιταγιέφσκαγια, είδαν τόν Στάρετς νά έπιστρέφη. Περπατούσε μέ σκυμμένο τό κεφάλι κι είχε βρώμικα κουρέλια καί πετσέτες κρεμασμένες πάνω του. Μόνο ό Θεός γνωρίζει πού τά βρήκε όλα αύτά! Μιά άπ’ αύτές τις πετσέτες ήταν λερωμένη, χωρίς ύπερβολή, μέ περιττώματα.


Προχωρώντας πρός τήν εύγενή κυρία ό Θεόφιλος σταμάτησε καί είπε σέ απλή μικρορώσικη διάλεκτο:
«Ω! Αυτή είναι μιά μεγάλη κυρία! Πρέπει νά σκουπίσω τά χέρια μου».
Καί τά σκούπισε μέ τήν λερωμένη πετσέτα.
«Ορίστε! Φίλησέ το!», τής είπε άπλώνοντας τό χέρι του. Εκείνη, όπως είναι εύνόητο, έκανε πρός τά πίσω μέ τρόμο.
«Τέτοιες άκριβώς είναι καί οί άρετές σου μπροστά στόν Θεό», είπε ό μακάριος αύστηρά. «Βρωμάνε, κυρία μου, βρωμάνε!».
 Ακόμα καί ή έξοχη καί φιλάνθρωπη καί εύλαβής Κοντέσσα Άννα Άλεξέγιεβνα Όρλόβα-Τσεσμένσκαγια, δεν αποτελούσε εξαίρεση σ’ αυτή τήν τακτική του Στάρετς.


Ήρθε κάποτε σ’ αυτόν με τήν ύπόδειξη του Μητροπολίτη Φιλάρετου. Όταν του ζήτησε την ευλογία του γιά νά ξεκινήση ένα σοβαρό έργο, ό Στάρετς δεν τής είπε λέξη. Μάζεψε μόνον ένα σωρό σκουπίδια καί τά έριξε στήν φούστα της.


Ή Όρλόβα πού ήταν τόσο εύλαβής καί τιμούσε τόν Στάρετς πολύ, έφυγε ταπεινά κουβαλώντας καί τά σκουπίδια καί σ’ όλο τόν δρόμο ώς τό σπίτι της αναρωτιόταν τι νά σήμαινε αυτή ή πράξη του μακαρίου.
Μιά άλλη φορά ή ίδια, ήρθε την παραμονή τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου. Ό Στάρετς είχε την συνήθεια αυτή την ήμερα νά καθαρίζη τό κελλί του γιά την γιορτή. Έπλενε τσουκάλια καί πιάτα όταν έφτασε ή Όρλόβα. Μόλις την είδε φώναξε χαρούμενος:
«’Ά, μιά κόρη, μιά κόρη ήρθε! Καλή τύχη. Σε παρακαλώ καλή μου, πήγαινε κάτω στόν Δνείπερο καί πλύνε μου μερικά σκεύη».
Καί τής φόρτωσε μιά αγκαλιά βρώμικα πιάτα.


Ή Αννα Άλεξέγιεβνα χαμογέλασε ήρεμα μόνο καί πήγε κάτω στόν Δνείπερο, όπου άρχισε μέ επιμέλεια νά τριβή τά πιάτα, πού είχαν πολυκαιρίσει άπλυτα, μέ τά στολισμένα μέ πολύτιμα δαχτυλίδια χέρια της. Ό υπηρέτης της στεκόταν  σέ κάποια απόσταση καί έβλεπε μέ θαυμασμό την Κοντέσσα νά κάνη μιά τέτοια ταπεινωτική δουλειά.
Ό Στάρετς δέν μιλούσε καθαρά στόν καθένα.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.

Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ.,«Έ, σύ λευκοχέρα άρχόντισσα! Καί γιατί έχεις γδύσει τούς δουλοπάροικους μέχρι καί τό τελευταίο τους πουκάμισο; Γιατί τούς πέταξες στόν δρόμο χωρίς ένα κομμάτι ψωμί;









Μιά άλλη φορά μιά όνομαστή γαιοκτήμων ήρθε στόν μακάριο περιτριγυρισμένη άπό ένα ολόκληρο πλήθος δουλοπαροίκων, καθισμένη στήν άμαξά της. Σταμάτησε μπροστά στήν κατοικία τού μακαρίου καί μ’ ένα χαμόγελο άρχισε νά κοιτά πίσω απ’ τό μονόκλ πρός όλες τίς κατευθύνσεις.



  «Γιά πες μου σέ παρακαλώ. Που είναι αύτός ό Θεόφιλος πού μένει έδώ;», ρώτησε υπεροπτικά τόν ύποτακτικό του, πού ήρθε πρός τό μέρος της.


«Εκεί είναι καί σκάβει τόν κήπο».
'Η περίεργη κυρία έριξε μιά ματιά πίσω καί είδε τόν Θεόφιλο νά σκάβη αύλάκια φορώντας μόνον τό εσωτερικό μακρύ του πουκάμισο.


«Αλλοίμονο, τι άπολίτιστος! Νά περιφέρεται μέσα στό Μοναστήρι μή φορώντας τίποτα άλλο παρά ένα μακρύ πουκάμισο!» κι έφτυσε δίπλα της μέ περιφρόνηση.
«Τίποτ’ άλλο, παρά ένα μακρύ πουκάμισο», είπε ό Στάρετς μιμούμενος τήν φωνή της, καθώς τήν πλησίαζε.



«Έ, σύ λευκοχέρα άρχόντισσα! Καί γιατί έχεις γδύσει τούς δουλοπάροικους μέχρι καί τό τελευταίο τους πουκάμισο; Γιατί τούς πέταξες στόν δρόμο χωρίς ένα κομμάτι ψωμί; Γιά νά έκμεταλλεύεσαι τούς άνθρώπους δέν έχεις συνείδηση, αλλά τώρα μπροστά σ’ έναν ταπεινό Μοναχό σέ πιάνει ή ντροπή; Μετανόησε, ύπερβολική ύπερηφάνεια! Αγάπα τόν πλησίον σου, γιατί άλλοιώς θάναι πολύ πικρό γιά σένα όταν ή αμαρτωλή σου ψυχή θά σταθή γυμνή από τις αδιάντροπες πράξεις σου μπροστά στήν Θεία Δικαιοσύνη».


Αύτή ή ψυχρολουσία τόσο πολύ συγκλόνισε τήν γυναίκα, πού άμέσως πετάχτηκε έξω απ’ τήν άμαξα καί μέ δάκρυα μετάνοιας πέρασε μια ολόκληρη ώρα στό κελλί του Στάρετς ικετεύοντας τον νά τήν συγχωρέση καί νά προσεύχεται γι’ αύτήν.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.

«Είσαι καθημερινά μιά άπιστη σύζυγος. Καί ποιος ήρθε έδώ νά μου ζητήση εύλογία φορώντας μεταξωτά; " Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ.







Οταν έφευγε άπό τό κελί του ό μακάριος Θεόφιλος, ποτέ δέν τό κλείδωνε, ακόμα κι όταν έλειπε ό ύποτακτικός του, γιατί πάντα ύπήρχε μιά ομάδα άπό κόσμο, κυρίως γυναίκες, πού περίμεναν κοντά στό κελλί του. Δέν ύπήρχε τρόπος νά γλυτώση απ’ αύτές. Ερχονταν νά τόν συναντήσουν άκόμα καί λίγο πριν πάη στήν εκκλησιά. Έτρεχε από πίσω του ένα ολόκληρο πλήθος, αφού γιά πολλή ώρα τόν περίμεναν έξω άπό τό παράθυρό του.

Ό Στάρετς δεχόταν τόν κόσμο, φορώντας κάτω άπό τά παλιά κουρελιασμένα του ρούχα, τό τρίχινο ζωστικό του, άδιαφορώντας γιά τήν κοινωνική τους τάξη.
Όταν άνοιγε τήν πόρτα, οί γυναίκες μάλωναν μεταξύ τους, προσπαθώντας νά του δώση ή κάθε μιά κι άπό ένα δώρο. Μιά θά έφερνε ένα κανάτι γάλα, άλλη τυρί ή αύγά, ένα μπουκάλι κβάς κ.λ.π. Καί, ώ Θεέ μου! Τό τΐ γινόταν εκεί δέν περιγράφεται.

Ή κάθε μιά προσπαθούσε νά δώση τά δώρα της στά χέρια του καί νά τραβήξη τήν προσοχή του πάνω της. Γιά νά τίς εύχαριστήση γιά ό,τι τού έφεραν, ό Στάρετς Θεόφιλος, τις φόρτωνε μέ μιά ποικιλία άπό άγγαρίες νά κάνουν. Μερικές κουβαλούσαν νερό, άλλες ξύλα, ή άλλες τίς έστελνε νά σκάψουν τόν κήπο ή ν’ ασβεστώσουν μιά πέτρα.
Άνάμεσά τους ωστόσο ύπήρχαν καί ξιπασμένες κυρίες. Ό μακάριος δέν κρατούσε τύπους ούτε σ’ αύτές. Τίς έβαζε νά κουβαλούν τ’ αποπλύματα καί τά σκουπίδια, νά ζυμώσουν ή νά καθαρίσουν πατάτες.

Μιά παντρεμένη άριστοκράτισσα, ήρθε κάποτε στόν Θεόφιλο. Υπήρχε ένα πλήθος μπροστά στό κελί τού Στάρετς κι εκείνη έσπρωχνε καί άνοιγε δρόμο νά περάση φωνάζοντας:
  «Μπάτουσκα, τήν εύχή σου, Μπάτουσκα τήν εύχή σου!».
«"Ώστε ήρθες σ’ έμενα νά πάρης τήν εύχή μου;».
«Ναι σ’ εσένα, σ’ έσένα. Επιθυμώ νά σου μιλήσω».
«Πολύ καλά, αμέσως!».
Ό Στάρετς, πήγε μέσα στό κελί του κι έφερε έξω μιά μεγάλη γαβάθα με λαχανόσουπα.

«Σήκωσε τόν ποδόγυρο σου. 'Ο Κύριος θά εύλογήση».
Κι έχυσε πάνω στήν κολλαρισμένη της φούστα τήν λαχανόσουπα. Ή γυναίκα τρομοκρατήθηκε. Φορούσε ένα όλοκαίνουριο μεταξωτό φόρεμα.
Αλλά ό μακάριος δέν τής άφησε περιθώρια νά μιλήση, διακόπτοντας τίς θυμωμένες σκέψεις της.

«Είσαι καθημερινά μιά άπιστη σύζυγος. Καί ποιος ήρθε έδώ νά μου ζητήση εύλογία φορώντας μεταξωτά; Γιά πρόσεξε καλά, πού παρασύρεις τούς νέους μέ τήν ομορφιά σου, πρόσεξε καλά...».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Η ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ. ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ


«Τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, αγόρασε θυμίαμα καί κεριά καί δώστα στήν εκκλησία γιά τήν σωτηρία τής ψυχής σου, γιατί τόχεις ρίξει μόνο στις δουλειές καί πουλάς ψάρια». Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ.






 Ένας ναυτικός, άπό τήν πόλη του Κέρτς ό Άντρέϊ Γκαπτσένσκο, ήρθε μέ τήν γυναίκα, τήν κόρη καί μιά άδελφή του γιά προσκύνημα στό Κίεβο, τό 1851.
Οί προσκυνητές πέρασαν αρκετές μέρες στό Κίεβο. Έχοντας έπισκεφθή τά άξιόλογα μέρη, κατέληξαν στο Κιτάγιεφ γιά νά συναντήσουν τόν Στάρετς Θεόφιλο.
Ό μακάριος βγήκε απ’ τό κελί του καί στράφηκε άμέσως στήν σύζυγο του Γκαπτσένσκο, τήν Ευδοκία Τριφόνοβνα, ρωτώντας την:
«Ζεΐς κοντά στήν θάλασσα;».
«Ναι, κοντά στή θάλασσα, Μπάτουσκα».
«Καί είναι ό κολπίσκος που ζεις βαθύς;».


«Δέν ξέρω, Μπάτουσκα, δέν τόν μέτρησα ποτέ, άπάντησε γεμάτη έκπληξη ή Ευδοκία, ρίχνοντας φοβισμένες ματιές πρός τούς συγγενείς της».
«Τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, αγόρασε θυμίαμα καί κεριά καί δώστα στήν εκκλησία γιά τήν σωτηρία τής ψυχής σου, γιατί τόχεις ρίξει μόνο στις δουλειές καί πουλάς ψάρια».


Μ’ αύτά τά λόγια, τούς εύλόγησε όλους και έφυγε. Οί προσκυνητές αναχώρησαν καί σταθμεύοντας γιά λίγο στό Ποτσαέφ νά προσευχηθούν, έπέστρεψαν πάλι στό Κίεβο. Αφού άφησαν τήν κόρη τους στό Μοναστήρι Φλορόφσκυ, κάτω από τήν φροντίδα τής Μοναχής Άγγελίνας, ξεκίνησαν γιά τό Κέρτς μόνοι τους.
Πέρασε λίγος καιρός. Στις 28 Ιουνίου, τήν παραμονή τής γιορτής των Αγίων Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ό Άντρέϊ Γκαπέντσκο έπρεπε νά λείψη άπό τό σπίτι του γιά κάποια επείγουσα δουλειά. Έπεσε όμως άρρωστος κι άναγκάστηκε νά στείλει την γυναίκα του στήν θέση του, ενώ εκείνος παρέμεινε στό σπίτι τους στό Μιτροντάτ.


'Η Ευδοκία Τριφόνοβνα ξεκίνησε γιά τό ταξίδι παίρνοντας μαζί της καί την ένός έτους κόρη της Παρασκευή. Ηταν απαραίτητο νά διασχίσουν τόν μικρό κόλπο μέ βάρκα, αλλά όλες οί βάρκες πού μετέφεραν τόν κόσμο ήταν γεμάτες κι έτσι ή νεαρή γυναίκα αναγκάστηκε νά έπιβιβαστή σέ μιά λέμβο φορτωμένη μέ άσβέστη. Σύντομα ή λέμβος άνοιξε πανιά κι έπλευσε στό άνοιχτό πέλαγος.
Εκείνη την νύχτα άκούστηκε ξαφνικά μιά άπεγνωσμένη φωνή:
«Σώστε τόν έαυτό σας, βυθιζόμαστε!»



Αύτό πούχε συμβή ήταν, ότι ένας μεγάλος ύφαλος είχε ανοίξει τό κάτω μέρος τής λέμβου κι εκείνη σιγά, σιγά άρχισε νά βυθίζεται. Στήν κατάσταση πανικού πού επικρατούσε, πολλοί έπεσαν στην θάλασσα, άλλοι πήδηξαν σέ μικρές σωσίβιες βάρκες ενώ άλλοι, αφήνονταν στό έλεος του Θεού.
Ή Ευδοκία δεν έχασε την ψυχραιμία της καί στράφηκε στόν Θεό με θερμές προσευχές γιά βοήθεια.
Μισή ώρα είχε περάση. Τό σκάφος βυθίζονταν ολοένα καί περισσότερο. Τώρα καί τό κατάστρωμα είχε γεμίσει μέ νερό, καί ή Εύδοκία βρισκόταν γονατιστή μέσα, σ’ αυτό. Ό θάνατος πλησίαζε συνεχώς περισσότερο.


«Έλεος Κύριε». Μ’ αυτά τά λόγια ή Εύδοκία έκανε τό Σταυρό της, έδεσε τό παιδί της πίσω στήν πλάτη της κι άρχισε μ’ όλη της τή δύναμη νά κολυμπάη. Πάλευε άπεγνωσμένα μέ τό νερό ή νεαρή γυναίκα, κάνοντας άπελπισμένες κινήσεις καί δεκαπλασιάζοντας την δύναμη πού έβαζε στά χέρια, διέσχιζε τά μεγάλα κύματα τής βαθιάς θάλασσας κι όλα γύρω της ήταν σκοτάδι κι ατέλειωτο νερό.
Πουθενά δέν φαινόταν βοήθεια. Τά χέρια της άρχισαν νά μουδιάζουν καί γύρισε άνάσκελα. Έχοντας γυρίσει την πλάτη της, μετακίνησε τό παιδί της στό στήθος της καί κρατώντας το μέ τά δόντια της άρχισε πάλι νά κολυμπάη μακρύτερα, όλο καί μακρύτερα, μή ξέροντας πρός τά που. Καί ή ακρογιαλιά ήταν μακριά- πολύ- πολύ μακριά.


Τής φάνηκε πώς είδε την οικογένειά της νά περιμένη μέ αγωνία τόν γυρισμό της.
  «Έχετε γειά, αγαπημένοι μου! Εχετε γειά!».
Οι δυνάμεις της εξαντλήθηκαν καί τά χέρια της πιά δέν μπορούσαν νά κουνηθούν. 

Ενοιωσε οτι γλιστρούσε κάπου μέσα σέ μιά παγωνιά, μέσα στά βάθη κι ένα τρομακτικό σκοτάδι σκέπαζε τά μάτια της.
Ό Άντρέϊ έχοντας λυώσει ολόκληρος απ’ την λύπη, έψαξε πολύ γιά την πνιγμένη γυναίκα του.


Καί ό Θεός τόν λυπήθηκε. Την τρίτη ήμέρα τά κύματα έβγαλαν τό πτώμα της στήν ακτή κοντά στό Ταμάν, μέ την έκφραση τού τρόμου άποτυπωμένη στό πρόσωπό της. Ή άμοιρη σύντροφος τής ζωής του, κείτονταν σιωπηλά στήν ακρογιαλιά κρατώντας στά ξυλιασμένα της χέρια την μικρή νεκρή κόρη της, σφιχτά πάνω στο μητρικό στήθος. Έχοντας θάψει την άτυχη σύζυγο κοντά στο μέρος πού την βρήκε, ό Άντρέϊ Γκαπτσένσκο, ξεκίνησε γιά την Λαύρα τού Κιέβου.
Εκεί, έκάρη μοναχός μέ τ’ όνομα Μαλαχίας. Πέθανε σέ ήλικία 82 έτών.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.