Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Ο ΔΥΟΣΜΟΣ, ΤΟ ΑΝΗΘΟ ΚΑΙ ΟΙ ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΕΣ - π. Δημητρίου Μπόκου

 Ο ΔΥΟΣΜΟΣ, ΤΟ ΑΝΗΘΟ ΚΑΙ ΟΙ ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΕΣ - π. Δημητρίου Μπόκου 

 Ὁ Χριστὸς κάποτε στιγμάτισε γιὰ πολλὰ πράγματα τὴ συμπεριφορὰ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα, ἀνέφερε καὶ ὅτι ἀσχολοῦνται πρόθυμα καὶ σχολαστικὰ μὲ ἐντελῶς δευτερεύοντα πράγματα, ἐνῶ ἀδιαφοροῦν τελείως γιὰ τὰ σπουδαιότερα καὶ βασικὰ ποὺ ζητάει ὁ Θεός. 

«Ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν. Ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι» (Ματθ. 23, 23). Ὅλη σας ἡ φροντίδα, λέει, εἶναι ἂν θὰ βγάλετε τὴ δεκάτη (τὴν προσφορὰ τοῦ 10%) ἀπὸ τὸν δυόσμο, τὸ ἄνηθο καὶ τὸ κύμινο γιὰ τὸν ναό. Γιὰ τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν τιμιότητα ποὺ σᾶς κάνει ἀξιόπιστους, κανένα ἐνδιαφέρον! Ὅμως μὲ αὐτὰ θά ’πρεπε κυρίως νὰ ἀσχολεῖσθε, χωρὶς νὰ παραλείπετε βέβαια καὶ τὰ ἐλαφρότερα. 

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ μᾶς θυμίζουν ἕνα φαινόμενο τῶν ἡμερῶν μας. 



Οἱ Χριστιανοὶ δείχνουν μεγάλη προθυμία στὸ νὰ φτιάχνουν φανουρόπιτες καὶ τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Φανουρίου (ἀλλὰ καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη μέρα) τρέχουν στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ τὶς «διαβάσουν». 


Δὲν εἶναι κατακριτέα ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸν ἅγιο. Ἀπεναντίας. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἴδια προθυμία καὶ μὲ «τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου»; Μὲ τὴ δικαιοσύνη, τὴν εὐσπλαχνία, τὴν τιμιότητα; 

Μήπως μένουμε μόνο σὲ μιὰ ἐξωτερικὴ θρησκευτικότητα ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε; Μήπως μιὰ ζωὴ κουβαλᾶμε στὸν Θεὸ λαμπάδες, τάματα, φανουρόπιτες, ἀλλὰ πέρα ἀπὸ αὐτὰ τίποτε; Τί λέει ὁ Θεὸς γι’ αὐτά; «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ὡσ. 6, 6). Δὲν θέλω τὴν προσφορά σας, τὴ θυσία σας, ἀλλὰ τὴ φιλανθρωπία, τὴν εὐσπλαχνία σας. Θέλω τὴν καρδιά σας γεμάτη ἀγάπη γιὰ τὸν καθένα. Θέλω τὴν ἐπίπονη θυσία τῆς μεταμόρφωσης τῆς καρδιᾶς σας καὶ ὄχι τὴν ξεκούραστη προσφορὰ μιᾶς φτηνῆς, τυπικῆς, ἐπιφανειακῆς θρησκευτικότητας. 

Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ἀπεχθάνεται τὶς θυσίες καὶ προσφορές, ἀφοῦ, στὸ κάτω-κάτω, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁρίζει στὸν νόμο του νὰ τὶς προσφέρουν; Ἁπλούστατα, ἐπειδὴ οἱ ψυχὲς τῶν προσφερόντων εἶναι ἀκάθαρτες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. «Μὲ πλησιάζει ὁ λαὸς αὐτὸς μόνο μὲ τὰ λόγια. Μὲ τιμᾶ μὲ τὰ χείλη, ἐξωτερικά, ὑποκριτικά. Ἡ καρδιά του ὅμως ἀπέχει πολὺ ἀπὸ μένα. Εἶναι ἀνώφελη ἡ εὐσέβειά τους, ἀφοῦ ἀκολουθοῦν διδασκαλίες καὶ ἐντολὲς ἀνθρώπινες» (Ἡσ. 29, 13). 

Ἀλλοῦ ἐπεξηγεῖ περισσότερο ὁ προφήτης Ἡσαΐας γιατὶ εἶναι ἀνώφελη ἡ ἐπίπλαστη εὐσέβεια. «Τί νὰ τὸ κάμω, λέγει ὁ Κύριος, τὸ πλῆθος τῶν θυσιῶν σας; Χόρτασα ἀπὸ τὶς θυσίες κριῶν, ἀρνιῶν, ταύρων καὶ τράγων. Δὲν θέλω νὰ ἔρχεσθε στὶς γιορτὲς γιὰ νὰ μοῦ φέρετε τὶς προσφορές σας. Ποιὸς τὰ ζήτησε αὐτὰ ἀπὸ τὰ χέρια σας; Μοῦ εἶναι ἄχρηστη καὶ σιχαμένη ἡ προσφορά σας σὲ σεμιγδάλι καὶ θυμίαμα. Ἡ ψυχή μου μισεῖ τὶς γιορτές σας καὶ τὴ νηστεία σας, γιατὶ δὲν ἀντέχω ἄλλο τὶς ἁμαρτίες σας. 

Λουσθῆτε λοιπόν, γίνετε καθαροί! Ἀφαιρέστε τὶς πονηριὲς ἀπὸ τὶς ψυχές σας, σταματῆστε τὰ πονηρά σας ἔργα. Μάθετε νὰ κάνετε τὸ καλό, ἐπιδιῶξτε τὴ δικαιοσύνη, σῶστε τὸν ἀδικούμενο, δικαιῶστε τὸ ὀρφανὸ καὶ τὴ χήρα. Καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος. Ἐλᾶτε τότε νὰ τὰ ποῦμε. Καὶ ὅσο κι ἂν βάφτηκαν οἱ ψυχές σας ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σας, ἐγὼ θὰ τὶς κάνω λευκὲς σὰν χιόνι, σὰν ἄσπρο μαλλὶ» (Ἡσ. 1, 11-18). 

Μήπως αὐτὸ συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς; Φροντίζουμε γιὰ τὴν ψυχική μας καθαρότητα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἴδια τουλάχιστον προ-θυμία ποὺ δείχνουμε γιὰ τὴ φανουρόπιτα; Ὁ Κύριος δὲν μᾶς ζητάει τάματα. Ζητάει ὅμως νὰ διώξουμε κάθε κακία, κάθε ἁμαρτωλὸ πάθος ἀπ’ τὴν καρδιά μας. Νὰ τὴ γεμίσουμε ἔλεος, εὐσπλαχνία, ἀγάπη γιὰ τὸ κάθε πλάσμα του. 

Τότε μόνο θὰ ἔχει ἀξία καὶ ἡ ὁποιαδήποτε προσφορά μας. Χωρὶς τὴν ψυχικὴ αὐτὴ προετοιμασία, ὅλα χάνουν τὸ νόημά τους. Θὰ βρεθοῦμε στὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πῆγε στοὺς βασιλικοὺς γάμους χωρὶς ἀνάλογη ἐνδυμασία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταλήξει στὴ χειρότερη καὶ σκοτεινότερη φυλακὴ (Ματθ. 22, 1-14). Στὴ θέση τῶν μωρῶν παρθένων, ποὺ ἀκολουθώντας μιὰ ρηχὴ θρησκευτικότητα, ἀποκλείστηκαν ἀπὸ τοὺς γάμους, ἐπειδὴ ξέμειναν χωρὶς λάδι τὰ λυ-χνάρια τους. Χωρὶς ἔλαιον τὰ ἀγγεῖα τους. Ἐπειδὴ εἶχε μείνει νωρίτερα χωρὶς ἔλεον (=εὐσπλαχνία) ἡ καρδιά τους (Ματθ. 25, 1-13). 

Τί φριχτὴ ἀπογοήτευση νὰ τρέχουμε μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ στὶς ἐκκλησιὲς μὲ λαμπάδες, μὲ κεριά, μὲ φανουρόπιτες καὶ ν’ ἀκούσουμε στὸ τέλος ἀπὸ τὸν Χριστό: «Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς» (Ματθ. 7, 23)! Μπρὸς στὸν ὁλόφωτο νυμφώνα του νὰ διαπιστώσουμε τὴν τελευταία στιγμή, ὅτι «ἔνδυμα οὐκ ἔχομεν, ἵνα εἰσέλθωμεν εἰς αὐτόν». Δὲν θά ’ναι κρίμα, λίγα φυλλαράκια δυόσμου ἢ ἄνηθου (Ματθ. 23, 23) νὰ μονοπωλήσουν ἀποκλειστικὰ τὴν προσοχή μας καὶ τελικὰ νὰ «μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ»; 

Ἂς κάνουμε λοιπὸν μιὰ «φανουρόπιτα» γιὰ νὰ μᾶς δείχνει ὁ ἅγιος Φανούριος τὸν δρόμο. Τὸν δρόμο πρὸς τὴ σωτηρία ποὺ περνάει μές ἀπ’ «τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν». 


Ἑορτὴ ἁγ. Φανουρίου 


27η Αὐγούστου 2015 

ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ - π. Δημητρίου Μπόκου

ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ - π. Δημητρίου Μπόκου

Ο άγιος Πορφύριος, εξόχως φωτισμένη και αγαπημένη μορφή της εποχής μας, μιλάει πολλές φορές και για τη σχέση Θεού και ανθρώπου. 



Τη σχέση που ο Θεός δημιουργεί με τον άνθρωπο, αλλά και τη σχέση που ο άνθρωπος δημιουργεί με τον Θεό. Λέει: 

«Τον Χριστό να τον αισθανόμαστε φίλο μας. Είναι ο φίλος μας. Το βεβαιώνει ο ίδιος: «Υμείς φίλοι μου εστέ». Σαν φίλο να τον ατενίζουμε και να τον πλησιάζουμε. Πέφτουμε; Αμαρτάνουμε; Με οικειότητα, αγάπη κι εμπιστοσύνη να τρέχουμε κοντά του. Όχι με φόβο ότι θα μας τιμωρήσει, αλλά με θάρρος, που θα μας δίδει η αίσθηση του φίλου. Να του πούμε: «Κύριε, το έκανα, έπεσα, συγχώρεσέ με». Αλλά συγχρόνως να αισθανόμαστε ότι μας αγαπάει, ότι μας δέχεται τρυφερά, με αγάπη και μας συγχωρεί. Όταν πιστεύουμε πως μας αγαπάει και τον αγαπάμε, δεν αισθανόμαστε ξένοι και χωρισμένοι απ’ αυτόν, ούτε όταν αμαρτάνουμε. Όπως και να φερθούμε, ξέρουμε ότι μας αγαπάει…Είναι μία σχέση ανώτερη, μοναδική, η σχέση της ψυχής με τον Θεό, που δεν τη διασπά τίποτα... 

»Το Ευαγγέλιο λέει με συμβολικές λέξεις για τον άδικο, ότι θα βρεθεί εκεί όπου υπάρχει «ο τριγμός και ο βρυγμός των οδόντων», διότι μακράν του Θεού έτσι είναι… Αυτές οι λέξεις δημιουργούν το φόβο της κολάσεως. Όλα έχουν τη σημασία τους, το χρόνο και την περίστασή τους. Η έννοια του φόβου είναι καλή για τα πρώτα στάδια. Ο άνθρωπος ο αρχάριος, που δεν έχει ακόμη λεπτυνθεί, συγκρατείται από το κακό με το φόβο. Αλλ’ αυτό είναι ένα στάδιο, ένας χαμηλός βαθμός σχέσεωςμε το θείον. Το πάμε στη συναλλαγή, προκειμένου να κερδίσουμε τον Παράδεισο ή να γλυτώσουμε την κόλαση. Αυτό δείχνει κάποια ιδιοτέλεια, κάποιο συμφέρον. Εμένα δεν μου αρέσει αυτός ο τρόπος. Όταν ο άνθρωπος προχωρήσει και μπει στην αγάπη του Θεού, τί του χρειάζεται ο φόβος; Το να γίνει καλός κάποιος από φόβο στον Θεό κι όχι από αγάπη, δεν έχει τόση αξία. 

»Προχωρώντας το Ευαγγέλιο, μας δίνει να καταλάβουμε πως ο Χριστός είναι η χαρά, η αλήθεια, πως ο Χριστός είναι ο Παράδεισος. Πώς το λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης; «Φόβος ουκ έστιν εν τηαγάπη, αλλ΄ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει. Ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη». Προσπαθώντας διά του φόβου, μπαίνουμε σιγά σιγά στην αγάπη του Θεού. Πάει τότε η κόλαση, πάει ο φόβος, πάει ο θάνατος. Ενδιαφερόμαστε μόνο για τηναγάπη του Θεού. Κάνουμε το παν γι’ αυτή την αγάπη. Ό,τι ο γαμπρός για τη νύφη»(Αγ. Πορφυρίου, Βίος και Λόγοι, σ. 232-235). 

Ας δώσει ο άγιοςνα διαπεράσουμε όλοι μας από τον φόβο στην αγάπη του Θεού! 

Καλό Σαρανταήμερο! 

AZIZ IAKOVOS CALIKIS

AZIZ ANDREA.

ΘΈΛΩ ΝΑ ΘΥΜΆΜΑΙ ΤΟ ΠΡΌΣΩΠΟ ΣΟΥ.....

 Σε μία τηλεοπτική συνέντευξη με έναν αρκετά πλούσιο επιχειρηματία.






Ο παρουσιαστής τον ρώτησε:

Ποιο είναι αυτό που σε έκανε να νιώθεις την πραγματική ευτυχία.

Απάντησε:

Πέρασα τέσσερις φάσεις να νιώθω την πραγματική ευτυχία.

Η Πρώτη αγοράζοντας πράγματα που μου χρειαζόταν

Η Δεύτερη να αγοράζοντας ακριβά κ μοναδικά πράγματα

Η Τρίτη ιδρύοντας εταιρίες, αγοράζοντας ξενοδοχεία κ εμπορικούς πύργους.

Με ειλικρίνεια δεν βρήκα την πραγματική Ευτυχία...

Μέχρι που ήρθε ..

Η Τέταρτη...

Όταν μου ζήτησε ένας φίλος να κάνω μία Δωρεά ηλεκτρικών καρεκλών σε Σύλλογο Παιδιών με κινητικά προβλήματα.


Του έδωσα μια επιταγή να αγοράσει για όλα τα παιδιά του Συλλόγου..

ο φίλος μου επέμεινε να πάω μαζί να προσφέρω την Δωρεά, μετά από δισταγμό τελικά πήγα.

Όταν είδα την χαρά τους και τα γέλια τους πηγαίνοντας πέρα δώθε σε όλες τις κατευθύνσεις νιώθοντας ότι ευρίσκονται στο Παράδεισο.

Φεύγοντας ένα παιδί με αγκάλιασε απο τα πόδια μου και δεν με άφηνε, κοιτάζοντας στο πρόσωπο και στα μάτια μου με επιμονή, έσκυψα και τον ρώτησα: μήπως χρειάζεσαι κάτι άλλο παιδί μου.

Η απάντηση του ήταν αυτό που περίμενα ποτέ να ακούσω στη Ζωή μου:

ΘΈΛΩ ΝΑ ΘΥΜΆΜΑΙ ΤΟ ΠΡΌΣΩΠΟ ΣΟΥ ΝΑ ΣΕ ΑΝΑΓΝΩΡΊΣΩ ΟΤΑΝ ΣΕ ΣΥΝΑΝΤΉΣΩ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΌ ΝΑ ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΉΣΩ ΑΚΌΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΆ ΠΑΡΟΥΣΊΑ ΤΟΥ ΘΕΟΎ.

Κυρία, θέλω μόνο να σάς πώ ότι, Ό Θεός σάς αγαπά πραγματικά

Κάπου σέ ένα χωριό, ένα αγοράκι έβαλε ζεστά ρούχα καί είπε στόν πατέρα του:

- Μπαμπά, είμαι έτοιμος.

Ό πατέρας του, ό παπάς είπε: ′′ Είσαι έτοιμος γιέ μου?"

- Μπαμπά, ήρθε ή ώρα νά βγούμε έξω να μιλήσουμε στόν κόσμο για τό λόγο Τού Θεου.

Ό Παπάς  απάντησε: ′′ Γιε μου, έξω έχει πολύ κρύο καί βρέχει."!





Τό παιδί κοίταξε έκπληκτο τόν πατέρα του καί είπε: ′′ Μά μπαμπά, οί άνθρωποι πρέπει νά μάθουν γιά Τόν Θεό ακόμα καί τίς βροχερές καί κρύες μέρες ".


Ό μπαμπάς απάντησε:

′′ Γιέ μου, δέν θά βγώ αυτή τή φορά ". Έχει πολύ κρύο.

Σέ απελπισία, τό παιδί είπε, ′′ Μπαμπά, μπορώ νά πάω μόνος μου; Σέ παρακαλώ, πολυ"

Ό πατέρας του περίμενε λίγο καί μετά είπε:

′′ Γιέ μου, μπορείς νά φύγεις. 

Ορίστε τά βιβλια καί νά προσέχεις στό δρομο.

- Σέ ευχαριστώ μπαμπά!


Καί  τότε βγήκε ό μικρος στή βροχή μονος.

Τό   παιδί περπατησε  σέ όλους τούς δρόμους τού χωριού, μοιράζοντας τά βιβλια  στούς ανθρώπους πού συνάντησε.

Μετά από 2 ώρες περπάτημα στή βροχή καί τό κρύο  μέ τό τελευταίο βιβλιο στό χέρι σταμάτησε σέ μιά γωνία γιά νά δεί ποιός άλλος υπήρχε εκεί νά δώσει τό  τελευταίο.

Αλλά οι δρόμοι ήταν εντελώς έρημοι.


 Μετά γύρισε στό πρώτο σπίτι πού είδε, πήγε στήν εξώπορτα, χτύπησε αρκετές φορές καί περίμενε, αλλά...

Αφού δέν απαντούσε κανείς, γύρισε νά φύγει, αλλά κάτι τόν σταμάτησε. Τό αγόρι γύρισε πρός τήν πόρτα καί άρχισε νά χτυπά δυνατά τήν πόρτα. Συνέχισε νά περιμένει. 


Επιτέλους άνοιξε ή πόρτα ελαφρώς.

Βγήκε μιά κυρία μέ ένα πολύ θλιμενο  βλέμμα καί ρώτησε:

′′ Τί μπορώ νά κάνω γιά σένα, γιέ μου;

Μέ φωτεινά μάτια καί ένα όμορφο χαμόγελο, το παιδί είπε:

′′ Κυρία, λυπάμαι άν σάς στεναχωρώ, αλλά θέλω μόνο να σάς πώ ότι Ό Θεός σάς αγαπά πραγματικά καί ήρθα νά σάς δώσω τό τελευταίο μου βιβλιο πού μιλάει γιά Τόν Θεό καί τήν μεγάλη αγάπη Του. 


Τό αγόρι μετά τής έδωσε τό βιβλιο.

Ή κυρία είπε, ′′ Ευχαριστώ γιέ μου, Ό Θεός νά σέ ευλογεί!"




Τό επόμενο πρωί τού Σαββάτου, ό παπας ήταν στήν  εκκλησια καί όταν ξεκίνησε ή λειτουργία, ρώτησε:

′′ Έχει κανείς μιά μαρτυρία ή κάτι πού θέλει νά μοιραστεί?"


Από τήν τελευταία πίσω σειρά τής εκκλησίας, μία ηλικιωμένη κυρία στάθηκε στά πόδια της. 

Όταν άρχισε νά μιλάει, εμφανίστηκε στά μάτια της ένα  λαμπερό βλέμμα:

′′ Κανείς σέ αυτή τήν εκκλησία δέν μέ γνωρίζει. 

Δέν έχω ερθει ποτέ εδώ καί ούτε είμαι Χριστιανη.

Ό σύζυγός μου πέθανε πρίν λίγο καιρό αφήνοντας με εντελώς μόνη σέ αυτόν τόν κόσμο. 

Τό περασμένο Σάββατο ήταν μία ιδιαίτερα κρύα καί βροχερή μέρα έξω... καί μέσα στήν καρδιά μου δέν είχα καμία ελπίδα καί δέν ήθελα νά ζήσω.

Άρπαξα μιά σκαλα  καί ένα σχοινί καί ανέβηκα  στό ταβάνι τού σπιτιού μου. 

Έδεσα τό ένα άκρο τού σχοινιού στά δοκάρια στήν οροφή, μετά σκαρφάλωσα στήν καρέκλα καί έβαλα τήν άλλη άκρη τού σχοινιού στό λαιμό μου.

Μετά έκατσα  στήν καρέκλα,.... ήμουν τόσο μόνη καί στεναχωρημενη  πού ήθελα νά πηδηξω από τήν καρέκλα καί νά κρεμαστώ... όταν ξαφνικά άκουσα τήν πόρτα νά χτυπάει.

Έτσι σκέφτηκα:

′′ Θα περιμένω λίγο καί όποιος κι άν είναι θά φύγει."

Περίμενα, περίμενα, αλλά ή πόρτα χτυπούσε όλο καί πιό δυνατά κάθε φορά. Έγινε τόσο δυνατό πού δέν μπορούσα νά τό αγνοήσω.

Οπότε αναρωτιόμουν ποιός θά μπορούσε νά είναι;

Κανείς δέν έρχεται στήν πόρτα μου  νά μέ επισκεφθεί!

Άφησα τό σχοινί από τό λαιμό μου καί πήγα στήν πόρτα ενώ χτυπούσε.

Όταν άνοιξα τήν πόρτα, δέν πίστευα αυτό πού έβλεπαν τά μάτια μου, έξω από τήν πόρτα μου ήταν τό πιό λαμπερό καί αγγελικό παιδί πού είχα δεί ποτέ.

Τό χαμόγελό του δέν μπορώ νά τό περιγράψω ποτέ!

 Τά λόγια πού βγήκαν από τό στόμα του έκαναν τήν καρδιά μου νά ξαναζωντανέψει... μετά  άκουσα μιά ευγενική φωνή.

 ′′ Κυρία, θέλω μόνο να σάς πώ ότι Ό Θεός σάς αγαπά πραγματικά ".


Όταν ό ′′ άγγελος ′′ εξαφανίστηκε ανάμεσα στό κρύο καί τή βροχή, έκλεισα τήν πόρτα μου καί διάβασα κάθε λέξη τού βιβλίου.

Μετά πήγα στό ταβάνι γιά νά βγάλω τό σχοινί.

Δέν τά χρειαζόμουν πιά. Όπως μπορείτε νά δείτε. Είμαι τώρα μιά ευτυχισμένη κόρη Τού Θεού.

Είδα τό μικρο αγοράκι  πού  κατευθύνθηκε σέ   αυτήν εκκλησία καί ήρθα νά ευχαριστήσω αυτόν τόν άγγελο πού ήρθε στήν ώρα του, γιά νά σώσει τή ζωή μου καί νά τήν αντικαταστήσει μέ τήν αιωνιότητα  καί τόν λόγο Τού Θεού.


Όλοι έκλαψαν στήν εκκλησία.

Ό παπας κατέβηκε καί  πήγε στήν πρώτη σειρά όπου καθόταν ό άγγελος. Πήρε τόν γιό του στά χέρια του καί έκλαιγε ασταμάτητα!

Προσευχή....


«Ο άνθρωπος είναι ένα ον που προσεύχεται.  Όσο ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, η προσευχή δεν θα εξαφανιστεί από τη γη.  (...) Γιατί?  Γιατί η προσευχή είναι η φυσική και ύψιστη εκδήλωση της ανθρωπιάς μας.  Μέσω αυτής γινόμαστε και είμαστε άνθρωποι, γιατί είμαστε άνθρωποι γιατί είμαστε σε κοινωνία με τον Θεό και είμαστε σε κοινωνία με τον Θεό επειδή προσευχόμαστε.  Η προσευχή δεν είναι φαινόμενο κοινωνικής μίμησης ή απλώς ένα έθιμο που επιβάλλεται από την κοινότητα, αλλά μια προσωπική πράξη, ένα εσωτερικό τίναγμα, είναι ο αέρας χωρίς τον οποίο χάνεται η ψυχή.
 «Πεινάω και διψάω» μπορεί να βρυχονται τα  βοοειδή, αλλά το «Πεινάω και διψάω για τον Θεό» δεν μπορεί παρά να φωνάξει ο άνθρωπος.  Η μοναδικότητα του ανθρώπου στο σύμπαν φαίνεται από το γεγονός ότι εισέρχεται σε ελεύθερη και συνειδητή κοινωνία με τον Θεό.  Με την προσευχή η ψυχή ανεβαίνει στον ουρανό και ο ουρανός στη γη.  (....)
  Η συνομιλία του ανθρώπου με τον Θεό μπορεί να είναι από «βάθη», από αναζητήσεις, από τα κύματα της ζωής, πνιγμένη, απλή, σκεπτόμενη ή μη, γεμάτη, βιαστική, ελεύθερη, γεμάτη ειλικρίνεια, μέχρι δράμα.  Περιλαμβάνει πολλούς τόνους: είναι χαρά και κλάμα, είναι δοξολογία και συγχώρεση, είναι θάρρος και γαλήνη, είναι αμφιβολία και βεβαιότητα, είναι στεναγμός και ευτυχία, είναι ανάταση και ταπείνωση.  Ο άνθρωπος χωρίς προσευχή είναι ανοησία, είναι σαν την άνοιξη χωρίς ήλιο, είναι μια θλιβερή ζωή.  Η προσευχή είναι επίσης ένα από το να ζεις όμορφα, και το να μην προσεύχεσαι είναι επίσης ένα από το να ζεις άσχημα... Ο Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης λέει ότι «η προσευχή με μεταμορφώνει από αμαρτωλό άνθρωπο, που στενάζει κάτω από το βάρος των αμαρτιών του, σε άνθρωπο σάν τό  γιο του Θεού που αναπαύεται εν ειρήνη και χαίρεται στην αγκαλιά του Πατέρα του».

                 (Πατήρ Χρυσόστομος Φιλιπέσκου - «Λίγα λόγια, πολλή αγάπη...)

«Σου αρέσω, παιδί μου;»


 

«Σου αρέσω, παιδί μου;»

 

Μια κυρία, γνωστού εμπόρου των Αθηνών, αρρώστησε. Η κυρία αυτή είχε μια εξαδέλφη που είχε έλθει από την Αίγυπτο, πλουσία, Ελένη Βλάχου ωνομάζετο. Ήρθε να ιδή την ασθενή εξαδέλφην της. Ομιλίας γενομένης, της λέγει: «Να στείλης να φέρης τον παπα-Νικόλα, να σου διαβάση ευχή υπέρ υγείας».

 

Η κόρη της ασθενούς αρέσκετο πολύ εις την εξωτερικήν καλαισθησίαν. Ο παππούς, όμως, λόγω του ότι λειτουργούσε καθημερινώς, ανακατευόμενος με κεριά, με σκονισμένα ερημοκκλήσια, με τις λαδιές τους κ.λ.π., δεν μπορούσε να διατηρηθή ολοκάθαρος. Βέβαια, καθαρός ήτανε, αλλά όχι όπως θα τον ήθελε η δεσποινίς εκείνη.

 

Λέγει λοιπόν στη θεία της: «Καλή μου θεία, να φέρωμε από τις μεγάλες εκκλησίες έναν ευπρεπή ιερέα, και όχι αυτόν, που θα είναι σκονισμένος από την εκκλησία κ.λ.π.».

 

Την αυτή νύκτα βλέπει στον ύπνο της τον παπα-Νικόλα, με ολόχρυσον αμφίεσιν, με φελόνια χρυσά κ.τ.λ. και της λέγει: «Σου αρέσω, παιδί μου;».

 

Έντρομος εξύπνησε η κοπέλλα, έστειλε αμέσως να φωνάξη τη θεία της, και την παρεκάλεσε να φροντίση να φέρη το συντομώτερον τον Παππού. Αυτή ανέθεσε σε μια βαπτιστήρα της, Κατίνα ονόματι, και της λέγει: «Πήγαινε γρήγορα, να πης εκ μέρους μου εις τον Παππού, να έλθη αμέσως μετά την λειτουργίαν εις το σπίτι».

 

Ήρθε η κοπέλλα συγκεκινημένη για όσα προηγήθησαν και μας τα είπε. Μετά πήρε τον παπα-Νικόλα και τον πήγε στην ασθενή.

 

Όταν ανέβαιναν τις σκάλες, κατέβηκε η κόρη της ασθενούς να τον υποδεχθή μετά μεγάλης ευλαβείας, όπου καθώς έσκυψε να του φιλήση το χέρι της λέγει: «Σου άρεσα, παιδί μου, όπως με είδες»; Συγκίνησις και κατάπληξις διεπέρασε όλο της το σώμα. Ποτέ δεν περίμενε έναν τέτοιο έλεγχο στη ματαιοδοξία της.


Σημειώματα τοῦ Γέροντα Ἐφραίμ του Φιλοθεΐτη ἀπό τήν Ἀριζόνα τῆς Ἀμερικῆς

 








 

Σημειώματα από τον γλυκύτατο Γέροντα Εφραίμ τον εξ΄ Αγίου Όρους ορμώμενο στην Αμερική ασκούμενο… Μεγάλη ευλογία για την Χώρα αυτή και όχι μόνο….

 

Στή Γέννηση τοῦ Ἁγίου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου

 


ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

 

α’. — Ἀκόμα καί ἄν ἔμοιαζε ὁ λόγος μας μέ ἀνοιξιάτικο τραγούδι καλικέλαδου ἀηδονιοῦ, πολύ φτωχά θά κατάφερνε νά ὑμνήσει τή μεγάλη φωνή τῆς ἀλήθειας πού γεννιέται σήμερα. Τώρα ὅμως πού ἡ λαλιά μας εἶναι ἀσθενική καί πολύ κακοφωνή, πῶς νά ὑμνήσει τόν πιό δοξασμένο ἀπό ὅλους τούς Προφῆτες; Πῶς νά ψάλλει αὐτόν πού εἶναι ἡ τιμή καί ἡ δόξα τῶν Ἀποστόλων; Πῶς νά δοξολογήσει αὐτόν πού ἔχει μιά ξέχωρη τιμή ἀνάμεσα στούς μάρτυρες;

 

Ἐκεῖνο δέ πού μοῦ φαίνεται ἀξιοπρόσεχτο εἶναι τό ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τούς ἄλλους ἁγίους, πλέκει ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τά ἐγκώμια, ὁ πιό ἀξιοτίμητος τοῦ πιό ἀναγνωρισμένου καί ὁ λιγότερο γνωστός τοῦ λιγότερο φημισμένου. Αὐτόν ὅμως πού τώρα ἐμεῖς ἐξυμνοῦμε τόν ἐγκωμίασε, πρίν ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους ἐγκωμιαστές του, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός καί Θεός, ἡ Ἀλήθεια, λέγοντας: «Δέν ἔχει μέχρι σήμερα γεννηθεῖ μεγαλύτερος προφήτης ἀπό τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή» (Ματθ. 11, II).

 

 Ἀφοῦ  λοιπόν τόσο πλούσια καί ἀνυπέρβλητα ἔχει ἐπαινεθεῖ καί ἔχει ἐγκωμιαστεῖ ὁ μέγας Πρόδρομος ἀπό τόν Ὑψιστο Θεό-Λόγο, ἔχει τάχα ἀνάγκη ἀπό τά φτωχά μας λόγια, ἀγαπητοί μου ἀκροατές; Ὄχι βέβαια, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τά φτωχά μας λόγια ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἐμεῖς ὅμως ἀποτολμᾶμε νά ποῦμε δυό λόγια γι’ αὐτόν, γιατί εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τό κάνουμε ἀπό ὑπακοή στόν πατέρα καί ἡγούμενό μας, ἐκτελώντας ὁπωσδήποτε τήν ἐντολή πού μᾶς ἔδωσε. Συγχρόνως ὅμως θά λάβουμε ἁγιασμό καί Χάρη καί μόνο πού ὁ νοῦς μας θ’ ἀσχοληθεῖ μέ τόν Τίμιο Πρόδρομο.

 

 

 

β’.— Ἐμπρός λοιπόν, ἄς γιορτάσουμε τήν ἡμέρα. Ἄς πανηγυρίσουμε τό γεγονός τῆς γεννήσεώς του, ὄχι μόνο ὅσοι κατοικοῦν στά περίχωρα, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι περιτριγυρίζουν τόν πνευματικό Ἰορδάνη.

 

Ἄς μποῦμε βαθιά στό νόημα αὐτοῦ τοῦ παράδοξου μυστηρίου. Ἄς γνωρίσουμε αὐτό πού τόσο ὑπερφυσικά γίνεται σήμερα. Ἄς ἐμβαθύνουμε στά ὅσα ἔχουν συμβεῖ γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Ζαχαρία. Καί ἄς μήν παραλείψουμε νά ἀναφέρουμε ὅλα ἐκεῖνα πού διαδραματίστηκαν στό πρόσωπο τῆς Ἐλισάβετ. Πόσο μεγάλος ὑπῆρξε ὁ Πρόδρομος φαίνεται καί μόνο ἀπό τούς γονεῖς πού εἶχε, γιατί οἱ γονεῖς του δέν ὑπῆρξαν ἄσημοι ἀλλά πολύ περίδοξοι καί ἐπιφανεῖς.

 

Ὁ μέν Ζαχαρίας, σάν ἄλλος Ἀαρών καί στήν ἡλικία καί στό ἀξίωμα, ντυμένος τήν Ἀρχιερατική στολή —δηλαδή τό περιστήθιο, τήν ἐπωμίδα, τό χιτώνα πού ἔφτανε μέχρι τούς ἀστραγάλους καί τό χιτώνα τόν κροσσωτό, τό διακριτικό σκοῦφο τῆς ἱερωσύνης καί τή ζώνη, πού ἦταν ὅλα καταστόλιστα μέ χρυσάφι καί πολύτιμους λίθους καί ὑάκινθο καί βύσσο— εἰσῆλθε στά Ἅγια τῶν Ἁγίων νά ἱερουργήσει γιατί ἐφημέρευε.

 

Ἡ δέ Ἐλισάβετ ὑπῆρξε ἴδια στή δόξα μέ τή Σάρρα καί μᾶλλον πιό δοξασμένη ἀπ’αὐτήν, ὡς συγγενής τῆς Θεομήτορος. Αὐτή λοιπόν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ χαριτώθηκε, ἄν καί ἦταν στείρα, νά γεννήσει ὄχι τόν Ἰσαάκ, πού ὀνομάστηκε δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Γέν. 34, 14 καί Δαν. 3, 35), ἀλλά τόν Ἰωάννη πού ἔγινε γνήσιος φίλος τοῦ Χριστοῦ.

 

Ὤ ἄγονη μήτρα, πού κράτησες μέσα σου τέτοιο παιδί! Ὤ ἄκαρπη γῆ, πού βλάστησες τέτοιο καρπερό στάχυ!

 

Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά διστάσουμε ν’ ἀναφωνήσουμε καί πάλι πρός αὐτήν, μέ καινούργιο τώρα νόημα τά λόγια τοῦ μεγαλόστομου Ἠσαῦ. «Γέμισε τήν καρδιά σου μ’ εὐφροσύνη στείρα, πού δέν ἀπόχτησες παιδιά. Φώναξε μ’ ὅλη σου τή δύναμη ἐσύ πού δέν δοκίμασες ὠδίνες τοκετοῦ» (Ἠσ. 54, 1), γιατί ἔκανες ν’ ἀνθίσει ἀπό τήν ἔρημη μήτρα σου ὁ Ἰωάννης, τό κρίνο τῆς ἁγνότητας, τό τριαντάφυλλο πού εὐωδιάζει ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα, τό λιβάδι τῆς ἐγκράτειας, πού μᾶς γεμίζει μέ ἀγαθά, ἡ φωτοδότρα πηγή πού λάμπει κατά τή φανέρωση τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ, ὁ Ἰωάννης, ὁ στρατιώτης τοῦ οὐράνιου βασιλιᾶ, πού ὁ Ἴδιος τόν ξεχώρισε καί τόν ὑπέδειξε στό λαό Του, ὁ ἄριστος νυμφαγωγός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πρός τόν οὐράνιο Νυμφίο της Χριστό, ὁ ἀκούραστος διαλαλητής καί μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια, ὁ Ἰωάννης, ὁ φλογερός κήρυκας τῆς μετάνοιας, ὁ σαρκωμένος ἄγγελος τοῦ Κυρίου, αὐτός πού φανέρωσε σέ ὅλους τόν Ἀμνό, πού θά σήκωνε πάνω του ὅλου τοῦ κόσμου τίς ἁμαρτίες.

 

Καί δέν θά μπορέσω μέ ὅ,τι καί νά πῶ νά ἀναφέρω ὅλες τίς ἀρετές του, ἀκόμα καί ἄν ἀραδιάσω ὅλους τούς τίτλους πού τοῦ ἔχουν δοθεῖ. Γιατί τοῦ ταιριάζουν πολλά ὀνόματα καί εἶναι κοσμημένος μέ πάρα πολλές ἀρετές, μιά καί αὐτός ἀξιώθηκε νά πάρει τήν πιό μεγάλη χάρη ἀπ’ ὅλους ἐκείνους πού σφράγισε τό Ἅγιο Πνεῦμα.

 

 

 

γ’.— Τιμοῦμε βέβαια καί τή γενέθλια ἡμέρα τοῦ προπάτορα Ἰσαάκ, τόν ὁποῖο συνέλαβε καί γέννησε στά γηρατιά της ἡ Σάρρα καί γιά τόν ὁποῖο εἶπε: «Ποιός θά φέρει τό χαρούμενο μαντάτο στόν Ἀβραάμ καί θά τοῦ μηνύσει ὅτι ἡ Σάρρα θηλάζει βρέφος;» (Γέν. 21, 7), γεγονός πού πανηγύρισε ὁ Ἀβραάμ μέ μεγάλο συμπόσιο τήν ἡμέρα ταῆς ἀπογαλακτίσεώς του.

 

Ἐπίσης τιμοῦμε καί τή γενέθλια ἡμέρα τοῦ Σαμψών πού καί αὐτός χαρίστηκε στό Μανωέ ἀπό στείρα μάνα, σύμφωνα μέ τό ξεχωριστό θέλημα καί τήν ξεχωριστή χάρη τοῦ Θεοῦ (Ἰουδ. 13,14). Αὐτός, καθώς λέει ἡ Ἁγία Γραφή, δέν θα ‘πινε κρασί καί οἰνοπνευματώδη ποτά καί δέν θά ‘τρωγε τίποτα ἀκάθαρτο. Θά ἀναδειχνόταν ἀκόμα ἀρχηγός τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιά νά τόν σώσει ἀπό τούς ἀλλοφύλους ἐχθρούς του.

 

Τέλος, προσπερνώντας καί ἄλλων ἁγίων σχετικές περιπτώσεις, θά ἀναφέρω τόν προφήτη Σαμουήλ, τόν ὁποῖο γέννησε ἡ πολυδοξασμένη Ἄννα μέ τόν Ἐλκανά καί τόν ἀφιέρωσε ἀπό βρέφος στόν Θεό. Ἀλλά ὅλοι αὐτοί δέν φτάνουν, ἀγαπητοί μου, τό μεγαλεῖο τοῦ Ἰωάννη. Γιατί ἄλλοι ἀπ’ αὐτούς ἔζησαν πρίν ἀπό τήν παράδοση τοῦ γραπτοῦ Νόμου καί ἄλλοι μετά ἀπ’ αὐτή. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ὁ γιός τοῦ ἱερέα Ζαχαρία καί τῆς ἀξιοθαύμαστης Ἐλισάβετ, τό ἄνθος πού στόλισε τήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, φύτρωσε καί ἄνθισε στό μεσοδιάστημα τοῦ Νόμου καί τῆς Χάρης. Ἀνέτειλε τό νοητό ἀστέρι, προαναγγέλλοντας τήν ἀνατολή τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Προέτρεξε ὁ στρατιώτης, κηρύττοντας τόν ἐρχομό τοῦ βασιλιᾶ ὁλόκληρης τῆς κτίσης. Ἦρθε ὁ ὁδηγός τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διαλαλώντας τήν ἐπικείμενη παρουσία τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Καί οἱ μέν ἄλλοι προφῆτες προφήτεψαν ἡ θαυματούργησαν ἀρκετά χρόνια μετά τή γέννησή τους, ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως πληρώθηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀναδείχτηκε θαυματουργός ἐνόσω ἀκόμα βρισκόταν στήν κοιλιά τῆς μάνας του.

 

 

 

δ’.— Θά κάνω λοιπόν μιά παρομοίωση γιά νά δείξω τή μεγαλοπρέπεια τῆς μορφῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὅπως ἕνας βασιλιᾶς, πού βγαίνει μέ πομπή καί βασιλική μεγαλοπρέπεια ἀπό τά ἀνάκτορά του, ἔχει ραβδούχους και ἄλλους πού προπορεύονται μέ σκῆπτρα, μετά ὑπάτους, ὑπάρχους καί ταξιάρχους —τελευταία δέ ἔρχεται ἕνας ἀξιωματικός μέ πολύ μεγάλο βαθμό καί μετά ἀπ’ αὐτόν ἀμέσως ἐμφανίζεται ὁ βασιλιᾶς, ἀστράφτοντας μέσα στό χρυσάφι καί τούς πολύτιμους λίθους— τό ἴδιο φανταστεῖτε ὅτι συνέβη καί μέ τόν ἀληθινό καί μόνο βασιλιᾶ ὁλόκληρης τῆς κτίσης, τόν Χριστό καί Θεό μας. Ὅταν ἐπρόκειτο νά ἔρθει ὁ Χριστός στόν κόσμο σάν ἄνθρωπος, προπορεύτηκαν οἱ πατριάρχες, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ καί ὁ Ἰακώβ. Ἔπειτα ὁ Μωυσῆς, πού ἀξιώθηκε νά φανερώσει τό νόμο τοῦ Θεοῦ στούς ἄνθρωπους, ὁ Ἀαρών καί ὁ Σαμουήλ καί ὅλος ὁ χορός τῶν ἁγίων προφητῶν. Τελευταῖος δέ ἀπό ὅλους ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης καί ἀμέσως μετά ὁ Δεσπότης μας Χριστός, γιά τόν Ὁποῖο ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Αὐτός πού ἔρχεται μετά ἀπό μένα, εἶναι ἀνώτερός μου, γιατί ὑπῆρξε πρίν ἀπό μένα» (Ἰωάν. 1, 15). Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἄν καί τελευταῖος στήν παράταξη, πρῶτος στήν ἀξία καί ἀπό αὐτούς ἀκόμα τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους καί ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἁγίους σπουδαιότερος, σύμφωνα μέ ὅσα κήρυξε ὁ ἀληθινός Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Καί εἶναι πιότερο τιμημένος, γιατί ἦταν τελευταῖος ἀπό τούς προφῆτες καί πρῶτος ἀπό τούς ἁγίους τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀναπτύσσοντας λοιπόν τήν ἱστορία, ὅπως ἀναφέρεται στό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἄς ἀκούσουμε τί ἦταν ἐκεῖνα πού ὁ Γαβριήλ εἶπε στό Ζαχαρία.

 

 

 

ε’.— «Φανερώθηκε σ’ αὐτόν», λέει, «ἄγγελος Κυρίου καί παραστάθηκε δεξιά ἀπό τήν Τράπεζα πού ἔκαιγαν τό θυμίαμα. Καί μόλις τόν εἶδε ὁ Ζαχαρίας ταράχτηκε και φοβήθηκε πολύ» (Λουκ. 1, 11-12). Γιατί ἦταν πολύ σεβάσμια καί ἱερή ἡ ὀπτασία καί φοβερός ὁ τόπος πού συνέβη τό γεγονός. Γιατί λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πόσο φοβερός εἶναι αὐτός ὁ τόπος! Αὐτός δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἡ ἴδια ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ» (Γέν. 28, 17). Καί δέν εἶναι περίεργο τό ὅτι ὁ ἱερέας, ἄν καί ἦταν δίκαιος, ταράχτηκε καί κυριεύτηκε ἀπό φόβο, ἀφοῦ τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν Δανιήλ τόν «ἄνθρωπο τῶν ἐπιθυμιῶν» (Δαν. 10, 8), πού βλέποντας τόν ἄγγελο θαμπώθηκε καί ἔμεινε ἄφωνος καί ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στή γῆ, ἀπό τοῦ ἄγγελου τήν ὑπέρμετρη καί ἀσύγκριτη λαμπρότητα. «Φάνηκε» λέει, «σ’ αὐτόν ἄγγελος Κυρίου». Τί ἔχουν νά μᾶς ποῦν γι’ αὐτό οἱ μισοχριστιανοί πού δέν ἱστοροῦν εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀγγέλων; Ἄν ποτέ ἔχει φανερωθεῖ ἄγγελος σέ ἄνθρωπο, τότε ἔχει καί ζωγραφιστεῖ ὅπως ἀκριβῶς καί φανερώθηκε καί ὄχι μέ μορφή διαφορετική. Καί φανερώθηκε μέ τήν ἴδια ἀκριβῶς μορφή πού παρουσιάστηκαν παλιά στό Μωυσῆ, στό ὅρος Σινᾶ, τά Χερουβείμ πού περιστοιχίζουν τό ἱλαστήριο τῆς κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης. Ἐάν λοιπόν αὐτό πού οὔτε σῶμα οὔτε ὑλική μορφή ἔχει, δύναται νά περιγραφεῖ —σύμφωνα μέ τήν μορφή πού φανερώθηκε— πῶς δέν θά μπορούσαμε νά ἱστορήσουμε εἰκόνα γιά κάτι πού καί σῶμα ἔχει καί ὑλική μορφή καί προσλαμβάνει διάφορα χρώματα καί ψηλαφιέται σάν τρισδιάστατο ἀντικείμενο, ὅπως εἶναι καί ἡ μορφή τοῦ Σωτήρα μας, ὥστε μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά κάνουμε ὁλοφάνερη τή σάρκωσή του, γεγονός πού πρέπει νά μένει ἔξω ἀπό κάθε φαντασία;

 

Ἄς μή νομίσουν λοιπόν οἱ ἄφρονες ὅτι, ζωγραφίζοντας τή μορφή τοῦ Χριστοῦ, ἀπεικονίζουμε ταυτόχρονα καί τή θεότητά Του, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ, οὔτε νά κατανοηθεῖ ἤ νά περικλειστεῖ, οὔτε νά πάρει σχῆμα, οὔτε θέση, οὔτε ἔκταση, οὔτε μέγεθος, οὔτε κανένα ἄλλο γνώρισμα, ἀπ’ ὅσα εἶναι δυνατόν νά περιγραφοῦν. Γιατί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρη καί ἀκατάληπτη.

 

Γι’ αὐτό καί ὅταν ἱστοροῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ τό νά περιγράφουμε τή μορφή Του δέν περιγράφουμε συγχρόνως καί τήν ψυχή Του πού εἶναι ἄυλη καί ἄμορφη —αὐτό εἶναι ἀδύνατον— ἀλλά ἀποδίδουμε χωριστά καί ξεκάθαρα στό ἄυλο καί στό ὑλικό αὐτό πού τοῦ ταιριάζει. Δηλαδή τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ πού δέν περιγράφεται, δέν τήν ἀπεικονίζουμε. Εἰκονίζουμε ὅμως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού δύναται νά περιγραφεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα στοιχεῖα μᾶς δίνει τό ἱερό Εὐαγγέλιο.

 

 

 

Ἀλλά ἄς γυρίσουμε στό θέμα μας.

 

στ’.— «Καί τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος·μή φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεός δέχτηκε τήν προσευχή σου» (Λουκ. 1, 13). Ἀμέσως μέ τή διαβεβαίωση αὐτή τοῦ ‘διωξε τό φόβο, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ κάθε ἀγγελική ὀπτασία. Μετά δηλαδή ἀπό τό φόβο πού προκαλεῖ ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου, ἀφαιρεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἡ δειλία. Ἐνῶ γίνεται ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ὅταν ἐμφανίζεται ὁ δαίμονας. Δηλαδή στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος πού τόν δέχεται εἶναι χαρούμενος καί θαρραλέος, μετά ὅμως ἀπό λίγο γεμίζει ταραχή καί φόβο.

 

«Μή φοβᾶσαι, εἶπε, Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεός δέχτηκε τήν προσευχή σου καί ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θά φέρει στόν κόσμο ἕνα γιό» (Λουκ. 1, 10).

 

Ὤ ἀξιοεπιθύμητο καί θεόσδοτο παράγγελμα, σύμφωνο μέ τή βαθιά ἐπιθυμία τους! Ὤ ἀγγελοφερμένη ὑπόσχεση, πού εἶσαι καρπός τόσων ἐπίμονων προσευχῶν! Κατάφερε ὁ Ζαχαρίας νά κερδίσει ἐκεῖνο πού ἡ ψυχή του ἐπιθυμοῦσε! Πέτυχε ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο παρακαλοῦσε μέ τόση θέρμη! Βρῆκε ἐκεῖνο πού ζητοῦσε. Βρῆκε, ὄχι ἀπό φυσική συνάφεια ἀλλά ἀπό καρποφόρα προσευχή τό ξανάνιωμα τῆς ἄγονης μήτρας καί τήν ἱκανοποίηση τῆς λαχτάρας της νά κάνει παιδί. Διότι ἡ στείρωσή της δέν ἦταν βέβαια ἐπιτίμιο καί κατάρα τοῦ Θεοῦ —μήν πάει ἐκεῖ τό μυαλό σας— ἀλλά ἦταν προφητικό ἐξάγγελμα μεγάλου μυστηρίου.

 

Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι, παρόλο πού ὁ Ζαχαρίας εἶχε παραδοθεῖ σέ πολλή προσευχή καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά λύσει τή στείρωση τῆς Ἐλισάβετ, δέν εἰσακούστηκε ἀμέσως ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν ἦταν ἀκόμα ὁ κατάλληλος καιρός. Δέν εἶχε φτάσει ἀκόμα ἡ ἐποχή πού ὁ Χριστός θά σαρκωνόταν. Τότε μόνον νά ἐλπίζεις ὅτι θά ἀπόκτησεις παιδί, Ζαχαρία, ὅταν ἔρθει στή γῆ Αὐτός πού χρόνια προσδοκοῦν καί περιμένουνε τά ἔθνη. Τότε νά περιμένεις πώς ἡ Ἐλισάβετ θά πάψει νά εἶναι στείρα, ὅταν ἔρθει Αὐτός πού εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς οἰκουμένης. Ἐπειδή ὅμως ἦρθε πιά αὐτή ἡ ὥρα, δέξου μέ τήν προαγγελία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ τῆς καρδιᾶς σου τό ποθούμενο. Σάν ἄλλος ἀετός ξαναπάρε τό νεανικό σου σφρίγος (Ψαλμ. 102, 5). «Γνώρισε, εἶπε ὁ ἄγγελος, τή σύζυγό σου. Γιατί ἔγινε δεκτή ἡ προσευχή σου καί ἡ γυναίκα σου Ἐλισάβετ, θά σοῦ γεννήσει ἕνα γιό καί θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα Ἰωάννης». Φανέρωσε ἔτσι ὁ ἄγγελος καί τό ὄνομα πού θά ‘παιρνε τό παιδί, ὄνομα πού καί ἀπό τήν ἴδια τήν ἐτυμολογία του φανερώνει ὅτι τό παιδί θά ἦταν οὐρανόσταλτο.

 

 

 

ζ’.— Εἶπε δέ ὁ Ζαχαρίας στόν ἄγγελο —γιατί μιλάει μέ τόν ἄγγελο μέ θάρρος σάν ἴσος πρός ἴσο. «Πῶς θά βεβαιωθῶ γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἐγώ εἶμαι γέροντας καί ἡ γυναίκα μου προχωρημένη στήν ἡλικία;» (Λουκ. 1, 18). Ἡ ἀπόδειξη πού χωρίς ἰδιαίτερη σκέψη ζήτησε, γιά τόν τρόπο πού θά γινόταν πατέρας, τοῦ προσάπτει ὡς ἱερέα τό ἁμάρτημα τῆς ἀπιστίας. Αὐτή ἡ ἐρώτηση ὅμως δέν προέρχεται ἀπό τήν ἀπιστία, ἀλλά ἀπό τήν ἀνάγκη ἐξακριβώσεως τῆς ἀλήθειας. Ἔπαθε ἔτσι καί ὁ Ζαχαρίας τό ἴδιο μέ τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ. Γιατί δέν ἦταν δικαιολογημένο, προφήτης αὐτός καί γνώστης τῶν θείων πραγμάτων, νά ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά ἀνακαινίσει τή φύση, νά ξανανιώσει τά γηρατειά, νά βγάλει ἀπό τό ἀδιέξοδο τόν ἄνθρωπο, νά βρεῖ λύσεις στά προβλήματα, ὅπως ἄλλωστε συνέβη μέ τόν Ἀβραάμ καί τή Σάρρα, μέ τήν Σωμανίτιδα καί μέ τόσες καί τόσες ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις, πού ἔδειξε τή θαυματουργική Του δύναμη. Ἀλλ’ ὅμως ἐπειδή οἱ χαρούμενες ἀγγελίες, πού μηνύουν τήν πραγματοποίηση τῶν μεγάλων καί ἀσυνήθιστων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς, ὅταν ἀκουστοῦν ἀπροσδόκητα καί ξαφνικά φέρνουν συνήθως ταραχή, γι’ αὐτό καί τώρα ὁ Ζαχαρίας, ἐπειδή ταράχτηκε, τηρεῖ ἐπιφυλαχτική στάση. Καί αὐτό νομίζω ὅτι τό κάνει ὄχι ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας του, ἀλλά γιατί βιάζεται νά φτάσει στήν ἀναμφισβήτητη καί ἀδιάσειστη βεβαιότητα. Καί ἀμέσως σάν νά κυριεύτηκε ἀπό ἀφόρητη χαρά, φωνάζει πρός τόν ἄγγελο καί λέει: «Πῶς θά βεβαιωθῶ γι’ αὐτό  πού μοῦ λές»; Μήπως παραλογίζεσαι; Μή καί δέν βγοῦν ἀληθινά αὐτά πού μοῦ ἀναγγέλλεις; Δός μου ἐπίσημη διαβεβαίωση, δός μου χειροπιαστή ἀπόδειξη, ὅπως παλιότερα ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ τό σημεῖο τῆς περιτομῆς, βεβαιώνοντάς τον ἔτσι ὅτι θά γίνει πατέρας πολλῶν ἐθνῶν καί ὅτι θά γεννηθοῦν ἀπ’ τή γενιά του πολλοί βασιλεῖς. Καί ὅπως διαβεβαίωσε πρίν ἀπ’ αὐτόν τό Νῶε μέ τό σημεῖο τοῦ οὐράνιου τόξου, ὅτι δηλαδή δέν θά καταστρέψει μέ κατακλυσμό τή γῆ. Ἀκόμα ὅπως ἔκανε τή ράβδο τοῦ Μωυσῆ νά πάρει μορφή φιδιοῦ καί νά ξαναγίνει ἀμέσως πάλι ραβδί, γιά νά πιστέψουν μ’ αὐτόν τόν τρόπο οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεός.

 

η’.— Καί ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καί τοῦ εἶπε: Νά τό σημεῖο πού ζητᾶς: Θά χάσεις τή λαλιά σου καί δέν θά μπορεῖς πιά νά βγάλεις λέξη, γιατί δέν πίστεψες στά λόγια μου —ἐννοεῖται βέβαια γιατί δέν πίστεψε ἁπλά καί ἀνεξέταστα— πού θά ἐκπληρωθοῦν ὅταν φτάσει ὁ κατάλληλος καιρός. Πῆρε λοιπόν τήν κατάλληλη γιά τήν περίσταση ἀπόδειξη, πού ζητοῦσε ὁ Ζαχαρίας, δηλαδή τή σιγή τῆς φωνῆς του, μιᾶς φωνῆς πού κάποτε θά σταματοῦσε γιά πάντα μπροστά στή ζωντανή καί σαρκωμένη φωνή, τόν Πρόδρομο πού θά γεννιόταν ἀπ’ αὐτόν. Καί ἐνῶ ἔμεινε μέ κλειστό στόμα συνέχισε νά ὑμνεῖ, μέ μυστική πιά φωνή τό Δωρητή τοῦ παιδιοῦ, πού ἔμελλε νά γεννηθεῖ. Ὅταν βγῆκε, λέει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, ἀπό τό ἱερό τοῦ Ναοῦ, «δέν μποροῦσε πιά νά μιλήσει. Καί ἀπ’ αὐτό κατάλαβαν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶχε δεῖ κάποιο ὅραμα στό ἱερό, ἐνῶ ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νά ἐξηγήσει μέ νοήματα καί παρέμενε βουβός» (Λουκ. 1, 22). Ἔμεινε κωφάλαλος, πρῶτα-πρῶτα γιά νά μή δέχεται ἐρωτήσεις, γιατί ἀλλιῶς δέν θά μποροῦσε νά μήν πληροφορήσει τούς ἄλλους γιά τό ὅραμα. Ἔπειτα δέ ἐπειδή κατά κάποιο τρόπο εἶχε βγεῖ ἀπό τίς αἰσθήσεις του καί καθώς ἔμεινε κατάπληκτος καί ἐμβρόντητος ἀπό τό ὅραμα πού ἐξακολουθοῦσε νά τό ζεῖ τόσο βαθιά μέσα του, δέν μποροῦσε νά δώσει προσοχή στά κούφια λόγια τῶν ἄλλων. Ἡ σιωπή λοιπόν δέν εἶχε κανένα ἄλλο νόημα, παρά ἦταν μονάχα μιά προφητεία, πού προδήλωνε ὅτι θά γινόταν πατέρας προφήτη. Καί αὐτό ἦταν ἴσως καί σημεῖο τοῦ τέλους τῆς λατρείας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλά καί σημεῖο τῆς ἀνατολῆς τῆς ἐποχῆς τῆς Χάρης, πού θά ἄρχιζε μέ τό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννη.

 

Προσπερνώντας ὅμως τά ἄλλα σημεῖα πού σχετίζονται μέ τό θέμα μας —γιατί δέν εἶναι οὔτε τῆς ἡμέρας, οὔτε τῆς δυνατότητάς μας— ἄς ἔρθουμε ἀμέσως σ’ αὐτό πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα.

 

 

 

θ’.— Καί συνέβη, ὅπως λέει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, τό ἑξῆς: «Μόλις ἄκουσε ἡ Ἐλισάβετ τό χαιρετισμό τῆς Μαρίας, σκίρτησε ἀπό χαρά μέσ’ τήν κοιλιά της τό βρέφος» (Λουκ. 1, 41).

 

Ὤ Ἰωάννη, μακαριστό βρέφος, ἀκοίμητο ἔμβρυο! Ἐνῶ ἀκόμα βρισκόσουν στήν κοιλιά τῆς μητέρας σου, πῶς ἔνιωσες τί γίνεται στόν κόσμο; Ἐνῶ ἀκόμα δέν εἶχες τελειωθεῖ πῶς παρουσιάζεσαι ὑπερτέλειος; Πῶς ἔξι μόλις μηνῶν ἔμβρυο, ἐκφράστηκες σάν σοφός γέροντας; Πῶς χωρίς ἀκόμα νά μπορεῖς νά διανοηθεῖς φάνηκες τόσο συνετός; Πῶς μίλησες μέ τόση εὐφράδεια, ἐνῶ ἀκόμα δέν μποροῦσες νά ἀρθρώσεις λέξη; Πές μας, πές μας λοιπόν, πῶς ἐνῶ βρισκόσουν ἀκόμη στή σκοτεινή χώρα τῶν μητρικῶν σπλάχνων, χωρίς νά βλέπεις, χωρίς ν’ ἀκοῦς, χωρίς νά ἔχεις ἀρθρώσει ἀκόμα μιά λέξη, χωρίς νά ἔχεις κάνει ἀκόμα οὔτε ἕνα βῆμα, χωρίς νά ἔχεις ἀκόμα σκάσει τό πρῶτο χαριτωμένο παιδικό χαμόγελο, πῶς βλέπεις τόσο καθαρά ὅσα δέν μποροῦν νά δοῦν οἱ ἄνθρωποι; Πῶς ἔχεις μιά τόσο σοφή γνώση; Πῶς θεολογεῖς; Πῶς σκιρτᾶς χαρούμενα; Γιατί χαίρεσαι τόσο πολύ; Ἀπάντησέ μας, ἀπάντησέ μας, πανθαύμαστε!

 

Μεγάλο, λέει, τό μυστήριο πού συντελεῖται καί δέν μπορεῖ νά τό συλλάβει νοῦς ἀνθρώπινος αὐτό πού διαδραματίζεται. Ἄν καί εἶμαι ἁπλός ἄνθρωπος ἐπιτελῶ παράδοξα πράγματα, γιά νά φανερώσω Ἐκεῖνον πού πρόκειται ὡς Θεάνθρωπος νά ὑπερβεῖ τούς ὅρους τῆς φύσης. Βλέπω μολονότι εἶμαι ἀκόμα ἔμβρυο, γιατί αἰσθάνομαι κοντά μου νά κυοφορεῖται ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἔχω τή δυνατότητα νά ἀκούω ἐπειδή γνωρίζω πολύ καλά τά πάντα καί ἐπειδή γεννιέμαι γιά νά εἶμαι ἡ φωνή τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Κράζω μέ ὅλη μου τή δύναμη, γιατί νιώθω νά σαρκώνεται ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός. Σκιρτάω, γιατί αἰσθάνομαι νά παίρνει ἀνθρώπινη μορφή ὁ Ποιητής ὅλης τῆς κτίσης. Χαίρομαι μέ ὅλη μου τήν ψυχή, γιατί λογίζομαι ὅτι σαρκώνεται ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Σᾶς ἀναγγέλλω τήν ὥρα πού ὁ Θεός ἔρχεται σάν ἄνθρωπος στόν κόσμο. Τρέχω μπροστά, πρίν φτάσει Ἐκεῖνος ἀνάμεσά σας, σάν κορυφαῖος τοῦ δοξολογικοῦ χοροῦ σας καί σάν τόν Δαυίδ λοιπόν σᾶς παραγγέλλω προφητικά: Ἀρχίστε τό τραγούδι, πάρτε καλόηχο τύμπανο, ψαλτήρι καί κιθάρα. Τραγουδῆστε, ψάλτε γι’ Αὐτόν, ὑμνεῖστε ὅλο του τό μεγαλεῖο πού βρίσκεται σέ ὅσα θαυμάσια ἐπιτελεῖ.

 

 

 

Γ.— Ἄρα λοιπόν Ἰωάννη, σηκώθηκες πάνω ἀπ’ τά ἐπίγεια καί ἀξιώθηκες νά ἀντικρύσεις τά οὐράνια; Ξεπέρασες καί αὐτές τίς ἀγγελικές δυνάμεις πού ὑπῆρχαν πρίν ἀπό τή δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου; Πῶς λοιπόν τιμήθηκες μέ τό ἀξίωμα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ἐνῶ δέν πλάστηκες ἄγγελος; Καί πῶς ἀγέννητος ἀκόμα, μᾶς ἐμήνυσες καί μᾶς προανάγγειλες μέ ἄμεση θεϊκή ἔμπνευση ἐκεῖνο πού καί γιά τούς ἀγγέλους ἀκόμα ἦταν ἄγνωστο καί ἀδίδακτο;

 

Δέν προσπάθησα ν’ ἀνέβω σέ φανταστικά ὕψη. Οὔτε περπάτησα πάνω στά σύννεφα, οὔτε ξεπέρασα τούς οὐρανούς, οὔτε ἀνέβηκα πιό ψηλά ἀπό τίς τάξεις τῶν φλογερῶν καί ἀσώματων ἀγγέλων. Κανένας ἄς μή φανταστεῖ κάτι τέτοιο. Ἀλλά μάθετε ὅτι Αὐτός πού βρίσκεται πάνω ἀπ’ ὅλα καί μένει στούς Πατρικούς κόλπους μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, χωρίς νά χωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα διέφυγε τήν προσοχή —καί αὐτῶν ἀκόμα τῶν πύρινων λειτουργῶν του— καί εἰσῆλθε στή μήτρα τῆς «ἀειπαρθένου» Μαρίας, σάν σέ ἄλλο οὐρανό. Αὐτός λοιπόν, μοῦ φανερώθηκε καί μέ μύησε σ’ αὐτά τά θεϊκά μυστήρια. Εἶμαι λοιπόν κήρυκας τοῦ βρέφους. Διαλαλῶ ὅτι «γεννήθηκε παιδί γιά χάρη μας καί μᾶς δόθηκε σάν δῶρο Αὐτός πού εἶναι ὁ προαιώνιος Θεός», ὅπως λέει καί ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας (Ἡσ. 9, 6). Γεννήθηκα ἀπό μήτρα στείρα, γιατί πρόκειται νά γεννηθεῖ παιδί ἀπό μάνα παρθένο. Πόσο ὑπερφυσικά πράγματα, πόσο παράδοξα θαύματα εἶναι αὐτά, πού χαρούμενα μᾶς μηνύει σήμερα τό ἀγέννητο ἀκόμα βρέφος! Πόσο πρωτοφανῆ μηνύματα θεολογώντας μᾶς προανάγγειλε ὁ γιός τῆς Ἐλισάβετ;

 

Σκίρτησε ἀπό χαρά λοιπόν ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ψάλλε καί ὕμνησε Ἐκκλησία, τά προεόρτια πανηγυρίζοντας, πρίν ἀπό τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τά γενέθλια τοῦ Ἰωάννη. Γέμισε ἀπό χαρά ὁλόκληρη ἡ κτίση, καθώς δέχεσαι τό μαντατοφόρο τῆς Σαρκώσεως τοῦ βασιλιά τῶν πάντων.

 

 

 

ια’.— Μακαριστέ Ἰωάννη, πού εἶσαι μεγαλύτερος ἀκόμα καί ἀπό τούς πιό ἔνδοξους προφῆτες, ὁ πιό ἐπιφανής ἀπό τούς ἀποστόλους, ὁ πιό ἀξιοτίμητος ἀπ’ ὅλους τούς μεγαλομάρτυρες, ὁ κοσμημένος μέ θεία κάλλη ἀρχηγός τῶν ἐρημιτῶν, ὁ ἀγαπημένος φίλος τοῦ πάγκαλου Νυμφίου, τό ἑτοιμασμένο λυχνάρι πού λάμπει τό φῶς ἐκεῖνο, πού μέ λόγια δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ, ὁ ἔμπιστος κήρυκας τοῦ ἄμωμου Ἀμνοῦ, ὁ προσεκτικός ἀκροατής τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ φημισμένος Βαπτιστής τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀτρόμητος ἔλεγχος τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἡρώδη, ὁ προάγγελος τῆς ζωῆς γιά ὅσους βρίσκονταν στόν Ἅδη, ἡ σάλπιγγα πού σημαίνει τά θεϊκά προστάγματα στήν οἰκουμένη, μίλησέ μας καί τώρα ἀπό τόν οὐρανό, μέ τίς ἱερές πρεσβεῖες σου καί τίς εὐχές τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ πατέρα μου καί δεῖξε τήν εὐμένειά σου στό λαό καί στό μικρό σου ποίμνιο πού σέ ὑμνεῖ, συγχωρώντας ταυτόχρονα τό τολμηρό ἐπιχείρημα ἑνός φτωχοῦ, πού στό προσφέρει ὄχι σάν δῶρο, ἀλλά σάν ταπεινό χρέος καί φόρο πού ὀφείλεται ἀπό τιποτένιο δοῦλο, πού προσφέρεται ὅμως μέ πόθο ψυχῆς.

 

Στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό πρέπει ἡ δόξα, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση, καθώς καί στόν Παντοκράτορα Πατέρα καί στό Πανάγιο Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

 

 

πηγή:Ἀπό τό βιβλίο: «Θεϊκό Λυχνάρι, ὁ Τίμιος Πρόδρομος»

Στην πόλη σαν τους αρχαίους ερημίτες...

 


Είπε ο Αγιος Παΐσιος: «Εάν κάποιος θέλει να αγιάσει και για κάποιο λόγο δεν μπορεί να πάει σε μοναστήρι ας μετατρέψει το δωμάτιο του σε κελλί. Εκεί κρυφά από τους ανθρώπους ας κάνει όλα τα πνευματικά του καθήκοντα, δηλ. ακολουθίες, αναγνώσεις, μετάνοιες, κομποσχοίνια κ.λπ. Ένας, για παράδειγμα, μπορεί να πηγαίνει στο ναό να κοινωνεί και μετά να γυρίζει στο σπίτι του και να συμπεριφέρεται όπως οι ερημίτες στα κελλιά τους.

 

Δόξα τω Θεώ υπάρχουν πολλοί τέτοιοι στον κόσμο, μπροστά στους οποίους ντρεπόμαστε εμείς που ονομαζόμαστε μοναχοί».

 

 

πρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση  Νέον Γεροντικόν σελ 37

Στήν ἀπάντηση τοῦ ἐρωτήματός μου «Πῶς πρέπει νὰ ἐνεργοῦν οἱ χριστιανοὶ σὲ καιρὸ πολέμου;»

 



Ἐρώτηση:

 

Στήν ἀπάντηση τοῦ ἐρωτήματός μου «Πῶς πρέπει νὰ ἐνεργοῦν οἱ χριστιανοὶ σὲ καιρὸ πολέμου;» ἡ ὁποία δόθηκε στήν ἱστοσελίδα σας, λέει στόν ἐπίλογο « Ὡστόσο δέν ἀμφισβητεῖ κανείς θαυμαστές ἐξαιρέσεις θεϊκῶν ἐπεμβάσεων ὅπου πράγματι ἅγιοι ἄνθρωποι μέ τήν προσευχή τους πρός τόν Χριστό, τήν Παναγία ἤ τούς ἁγίους ἀκινητοποίησαν, κοκκάλωσαν μοχθηρούς ἀνθρώπους πού ἑτοιμάζονταν νά διαπράξουν ἐγκληματικές πράξεις. Αὐτό δέν ἀναιρεῖ τά παραπάνω».

 

Ξέρετε τέτοια περιστατικά;

 

Ἀπάντηση:

 

Κατ᾿ ἀρχήν ἡ θεία Χάρις πού κατοικεῖ στόν ἔσω ἄνθρωπο μπορεῖ νά ἐνεργεῖ μέ τό λόγο ἤ μέ τήν κίνηση (σχῆμα Σταυροῦ ὅπως ἔκανε ὁ ἅγ.Συμεών ὁ διά Χριστόν Σαλός) ἤ μέ τή σκιά ἀκόμη (ἀπ. Πέτρος).

 

Ἡ ἔμφαση ὅμως πρέπει νά δίνεται στήν ἐσωτερική στάση καί ὄχι στή ματιά. Παρά ταῦτα παραθέτουμε μερικά ἐνδεικτικά περιστατικά :

 

 

 

1) Ἀναφέρεται στόν βίο τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη ὅτι ὅταν κάποτε πῆγαν τρεῖς ληστές γιά νά τόν κλέψουν στό κελλί του, οἱ μέν δύο κλέφτες κάθισαν ἀπ᾿ ἔξω, ὁ δέ τρίτος, ἀφοῦ μπῆκε ἀπό τό παράθυρο, ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καί πέρασε τό ἕνα του πόδι μέσα. Ὁ πατήρ Ἀρσένιος ἐκείνη τήν ὥρα διάβαζε τή νυκτερινή του ἀκολουθία καί, ὅταν ἄκουσε θόρυβο, ἔριξε μιά ματιά πρός τήν πόρτα, τή στιγμή ἀκριβῶς πού περνοῦσε τό ἕνα του πόδι ὁ ληστής μέσα στό κελλί του.

 

Ἐκείνη ἡ ματιά τοῦ πατρός Ἀρσενίου, λές καί ἦταν δυνατό ἠλεκτρικό ρεῦμα, τόν κοκκάλωσε, ὅπως βρισκόταν μέ τό ἕνα πόδι μέσα καί μέ τό ἄλλο ἀπ᾿ ἔξω καί ὁπλισμένο μέ τά μαχαίρια καί τά φυσεκλίκια του. Ὁ πατήρ μετά τή ματιά ἐκείνη, συνέχισε τήν ἀκολουθία του ἀτάραχος.

 

Οἱ ἄλλοι δύο ὅμως ληστές πού ἦταν ἀπ᾿ ἔξω ἀνησύχησαν γιατί ἄργησε καί μπῆκαν καί αὐτοί. Ὅταν εἶδαν τόν σύντροφό τους ἀκίνητο τούς ἔπιασε τρόμος. Παρακάλεσαν τότε τόν πατέρα Ἀρσένιο νά τούς συγχωρήσει καί νά λύσει τόν σύντροφό τους ἀπό ἐκεῖνο τό ἀόρατο δέσιμο. Ὁ πατήρ χωρίς νά διακόψει τήν ἀκολουθία του, ἔκανε νόημα νά φύγει καί ἔτσι μπόρεσε νά λυθεῖ καί ἔφυγαν.

 

( Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, ¨ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης¨, σ. 92-93, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Εὐαγγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσ/κης).

 

 

 

2) Στόν βίο τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους ἀναφέρεται κάτι ἀνάλογο, ὄχι ἀκριβῶς μέ ματιά ἀλλά μέ ἄλλο μέλος τοῦ σώματος·  ὅταν κάποτε τόλμησε νά ξεσκίσει τό σῶμα τοῦ ἁγίου ἕνας δούκας, τότε ὡς θεία δίκη τοῦ κόπηκαν τά χέρια ἀπό τό ὕψος τῶν ἀγκώνων καί κρεμάσθηκαν στό σῶμα τοῦ ἁγίου! Ὁ δούκας τότε ἔπεσε κάτω φωνάζοντας πώς εἶναι μάγος ὁ ἅγιος. Μόλις ὁ ἡγεμόνας εἶδε κρεμασμένα τά χέρια τοῦ δούκα στό σῶμα τοῦ ἁγίου, τόν ἔφτυσε στό πρόσωπο. Παρευθύς ὅμως τό πρόσωπο τοῦ ἡγεμόνα γυρνᾶ ἀνάποδα πρός τόν τράχηλό του. Τότε ὁ δούκας ἱκέτεψε τόν ἅγιο νά τόν θεραπεύσει καί σάν ἀντάλλαγμα θά εἶχε νά πιστέψει στόν Θεό τοῦ ἁγίου. Πράγματι μετά τήν προσευχή τοῦ ἁγίου θεραπεύονται καί οἱ δύο ἀσεβεῖς.Ὁ μέν δούκας βαπτίζεται, ὁ δέ ἡγεμόνας σταμάτησε τόν διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν. (Ματθαίου Λαγγῆ τ. Β΄, Μήν Φεβρουάριος, σελ. 266-267, Ἀθήνα1994)

 

 

 

3) Εἶναι γνωστό καί τό ἀνάλογο πάλι θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στούς Κολοσσούς τῆς Φρυγίας. Στήν περιοχή τῶν Κολοσσῶν εἶχε ἀναβλύσει πηγή μέ ἁγιασμένο νερό πού θεράπευε κάθε ἀρρώστια. Ἐκεῖ χτίστηκε ναός στό ὄνομα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Οἱ εἰδωλολάτρες στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ἱερέα τοῦ ναοῦ, τόν ὁποῖο ὅμως προστάτευσε ὁ Ἀρχάγγελος καὶ σώθηκε. Οἱ εἰδωλολάτρες δοκίμασαν τότε νὰ ἐκτρέψουν τὸν ροῦ ἑνὸς ποταμοῦ γιὰ νὰ πνίξουν τὸν ἱερέα καὶ νὰ καταστρέψουν τὸ ναό. Τότε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ἐπενέβη καὶ μὲ τὴ ρομφαία του ἔσκισε στὰ δυό τή γῆ καὶ τὰ νερὰ χωνεύθηκαν μέσα. Ἕως σήμερα τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν χωνεύονται, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ μέρος ὀνομάστηκε Χῶναι.

 

 

 

Ὑπάρχουν καί ἄλλα παρόμοια περιστατικά στή ζωή τῶν ἁγίων, πού χρειάζεται ὅμως ἰδιαίτερη ἔρευνα γιά νά τά ἐντοπίσει κανείς καί κατόπιν νά τά καταγράψει.

 

Αὐτό πού πρέπει ὡστόσο νά ἐπισημάνουμε εἶναι πώς ἡ προσευχή τῶν ἁγίων ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά γίνει ἡ θαυμαστή ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Δέν πρόκειται δηλαδή γιά μία μαγική δαιμονοκίνητη δύναμη πού ἔχει ἕνας ἅγιος, ὥστε νά ἀκινητοποιεῖ ἤ νά μεταβάλλει τή βιολογική συνοχή τῶν μελῶν τοῦ σώματος ἤ νά ἀλλάζει τούς νόμους τῆς ἴδιας τῆς φύσεως. Ἕνας ἅγιος δέν ἀκολουθεῖ τή σειρά ὁρισμένων τεχνικῶν διαδικασιῶν γιά νά πετύχει ἕναν σκοπό· οἱ πνευματικές ἐμπειρίες τῶν ἁγίων μας εἶναι ἐντός τῶν πλαισίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν αὐτονομοῦνται ἔχοντας ἀνθρωποκεντρικά κριτήρια, ὅπως γίνεται στόν ἀποκρυφισμό καί ἐν γένει στίς ποικίλες παραθρησκευτικές ὁμάδες τῆς Νέας Ἐποχῆς.Ἡ πνευματική ζωή καί λύτρωση σύμφωνα μέ τή χριστιανική πίστη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ συνεργίᾳ τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, ὄχι ἐπίτευγμα μιᾶς αὐτόνομης ἀνθρωποκεντρικῆς τεχνικῆς. Γιά τήν ἀπόκτηση τῆς θείας ζωῆς προαπαιτεῖται ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.

 

Ἡ προσευχή γιά τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό διατηρεῖ ἕναν σαφή χριστοκεντρικό χαρακτήρα.

 

Καί ὅταν λέμε προσευχή, ὅπως λέει ὁ γέροντας Παΐσιος, ἐννοοῦμε «Στέλνω σῆμα, ζητῶ βοήθεια. Ζητῶ συνεχῶς βοήθεια ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἂν δὲν ζητήσω, δὲν θὰ μοῦ δώσουν». Δέν αὐτοσυγκεντρώνομαι σέ κάτι, σέ κάποια λέξη ἤ ἀντικείμενο. Ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής,  προσευχή εἶναι ἀνύψωση τοῦ νοῦ στὸ Θεὸ καὶ συνομιλία μαζί Του. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Ἔργο τῶν ἀγγέλων. Κλειδὶ τοῦ Παραδείσου. Φωτισμὸς τῆς ψυχῆς. Συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων. Μητέρα τῶν ἀρετῶν. Ἡ προσευχὴ εἶναι ὅπλο ἀκαταμάχητο. θησαυρὸς ἀδαπάνητος. Γέφυρα ποὺ σώζει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς. Τεῖχος ποὺ προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις. Ἡ προσευχὴ εἶναι καθρέφτης τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐργασία ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνει.

 

Εὔκολα, λοιπόν, ἀντιλαμβάνεται κανείς, πὼς ἡ προσευχὴ δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἁπλὸ «θρησκευτικὸ καθῆκον» ἢ μία «συναισθηματικὴ ἐκτόνωση». Εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία ζεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ στροφὴ καὶ προσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεό. Μία προσφορά, πού, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἑλκύει τὴ θεία χάρη. Κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρὰ της καθαρίζει τὴν καρδιά, φωτίζει τὸ νοῦ, μεταμορφώνει τὸν ὅλο ἄνθρωπο καὶ τὸν χριστοποιεῖ.

 

Γι’ αὐτό, χριστιανὸς ποὺ δὲν προσεύχεται, δὲν εἶναι ἀληθινὸς χριστιανός. Καὶ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξέρει νὰ προσευχηθεῖ, δὲν εἶναι ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος.

 

«Ὅπως τὸ σῶμα», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «χωρὶς τὴν ψυχή, εἶναι νεκρό, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, χωρὶς τὴν προσευχή, εἶναι νεκρή».

 

 

 


Orthodox Theologians




Beautiful icon by Alevizakis depicting the three Holy Saints given the title of "Theologian" by the Orthodox Church: St. John the Evangelist, St. Gregory Patriarch of Constantinople, and St. Symeon the New Theologian.

 

 

 

"The one who prays is a theologian; the one who is a theologian, prays."

 

-Evagrios of Pontos

 

 "The words of the saints are words of God and not of men."

 

 -St. Symeon the New Theologian, "The Discourses"

 

 


 

St. Porphyrios of Kavsokalyvia, with scenes from his life "Which is better? To be meek, humble, peaceful and to be filled with love, or to be irritable, depressed, and to quarrel with everyone? Unquestionably the higher state is love."

 


Ο Γερο – Κωνσταντίνος,ο δια Χριστόν σαλός

 



Ο άκακος και σιωπηλός δια Χριστόν σαλός Γερο -Κωνσταντίνος (Αγγελής) γεννήθηκε στο Καλέντσι της Δωδώνης, στην Ήπειρο, στις 10-2-1898. Τον πατέρα του τον έλεγαν Σταύρο και την μητέρα του Ανθούλα. Λεπτομέρειες από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής ζωής του δεν γνωρίζουμε, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι είχε κάνει παλιά στην Ι. Μονή Διονυσίου ως αρχάριος. Χρόνια όμως, συνέχεια, τον έβλεπε κανείς να εμφανίζεται γύρω στις Καρυές και να μένη σ’ ένα γκρεμισμένο Κελλί της Μονής Κουτλουμουσίου. (Παλιά ήταν το «Μονύδριο των Φιλαδέλφων» του Αγίου Γεωργίου).

 

Εκεί λοιπόν σε μία γωνία του γκρεμισμένου κτιρίου, που έπεφταν λιγότερα νερά από την στέγη και έμπαινε λιγότερο κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες και έμοιαζε σαν αετός στην φωλιά του.

 

Εξωτερικά ο Γερο – Κωνσταντίνος δεν φαινόταν τι είναι, διότι μόνο σκουφί και γένια είχε, που τον έδειχναν για Καλόγηρο. Πάντα τον σκέπαζε μια παλιά χλαίνη, με ένα σχοινί σφιχτά δεμένο στην μέση, και έδειχνε για κοσμικός. Εσωτερικά όμως ήταν ντυμένος με την Χάρη του Αγγελικού Σχήματος, η οποία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όποιος τον έβλεπε από μακριά τον Γέροντα, τον περνούσε για δυστυχισμένο φτωχό άνθρωπο ή τρελλό, αλλά από κοντά, όταν έβλεπε κανείς το λαμπερό του πρόσωπο, καταλάβαινε ότι κάποιο μυστήριο κρύβεται σ’ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο και δεν τον θεωρούσε για τρελλό, αλλά τρελλούς θεωρούσε εκείνους που έλεγαν τρελλό τον Γερο – Κωνσταντίνο.

 

Ο Γερο – Κώστας (έτσι τον έλεγαν), ενώ ζούσε στις συνθήκες που ανέφερα, με τελεία εγκατάλειψη του εαυτού του, και ενώ ούτε πλενόταν, εν τούτοις ήταν καθαρός, γιατί ζούσε σαν πετεινό του ουρανού. Με ανθρώπους σπάνια μιλούσε, ενώ με τον Θεό πάντοτε δια της αδιάλειπτου προσευχής. Πολλές φορές ηρπάζετο ο νους του, και, όταν συνερχόταν, έκανε κάτι κινήσεις με το χέρι του, «για να θολώση τα νερά», χωρίς να πη τίποτα και έφευγε. Φυσικά, για τους κοσμικούς ανθρώπους αυτή η συμπεριφορά του ήταν παρεξηγήσιμη. Ακόμη και όταν τους έλεγε κανένα προφητικό, και αυτό τους φαινόταν για ανοησία.

 

Όταν καμιά φορά μιλούσαν οι γύρω του, και ο Γερο – Κωνσταντίνος δεν τους παρακολουθούσε, γιατί αυτός προσευχόταν, και ο νους του ήταν στον Θεό, πάλι για αφηρημένο τον νόμιζαν. Έπρεπε να τον ρωτάη κανείς πολλές φορές τον Γερο – Κωνσταντίνο και να επιμένη για να απαντήση, και πάλι θ’ άκουγε δυό – τρία λόγια μουρμουριστά, αλλά προφητικά. Ο Γερο Κωνσταντίνος είχε εσωτερική καθαρότητα, γι’ αυτό έβλεπε καθαρά πολύ μακριά! Δυστυχώς όμως, μερικοί από εμάς τους ταλαίπωρους «τον άνθρωπο του Θεού» τον θεωρούσαμε για ταλαίπωρο άνθρωπο, επειδή έμενε μέσα στα χαλάσματα, ενώ εκείνος εκεί στα χαλάσματα έκτιζε συνέχεια την ψυχή του, η οποία ψυχή αξίζει περισσότερο απ’ όλο τον κόσμο, καθώς μας είπε ο Χριστός.

 

Όπως ανέφερα, σε μια γωνιά στα χαλάσματα είχε την φωλιά του με τις κουρελιασμένες κουβέρτες και δίπλα του ένα Ψαλτήρι και ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας. Το δε νοικοκυριό του ήταν ένα τενεκάκι από κουτί κονσέρβας με ένα σύρμα για χερούλι! Αυτή ήταν όλη η περιουσία του! Κάθε Σάββατο περνούσε συνήθως από δύο Κονάκια στις Καρυές, και οι Πατέρες του έβαζαν κάτι από τα περισσεύματα στο τενεκάκι του.

 

Περνούσε πάντα σιωπηλά, χωρίς να ζητάη΄ είχε αρχοντιά. Εάν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, έφευγε χωρίς να πάρη τίποτα. Κάπου – κάπου περνούσε και από τα μπακάλικα και έπαιρνε μόνος του, σαν σπουργίτης, πέντε – έξι ελιές στο χέρι του και έφευγε. Οι μπακάληδες το θεωρούσαν αυτό ευλογία, γιατί τον αγαπούσαν τον Γερο – Κώστα. Εάν κανείς του έβαζε χρήματα στην τσέπη του κρυφά, τα άφηνε και αυτός κρυφά στα μπακάλικα και έφευγε. Έτσι φρόνιμα ζούσε ο Γερο – Κώστας στο Περιβόλι της Παναγίας, σαν άκακο αρνάκι. Δυστυχώς όμως, πριν από ένδεκα χρόνια, το 1969, επειδή έρχονταν πολλοί κοσμικοί, Ευρωπαίοι, και τον νόμιζαν για τρελλό, έτσι όπως εμφανιζόταν στις Καρυές, οι Αρχές έστειλαν στο Τρελλοκομείο τον άνθρωπο του Θεού! Εκεί στην κλινική, αφού τον εξέτασαν οι γιατροί, δεν του βρήκαν τίποτε.

 

Τα μυαλά του ζύγιζαν τετρακόσια δράμια (μια οκά), αλλά εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, oι εξωτερικοί, με την κατ’ όψιν κρίση μας, τον αδικήσαμε και στην συνέχεια. Ενώ τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν από το Τρελλοκομείο στο Γηροκομείο. Εκεί, επειδή είχε βρεθή τελείως ξαφνικά σε κοσμικό περιβάλλον – στην Θεσσαλονίκη – έπιανε μία γωνία και έλεγε την ευχή, και από τα μάτια του κυλούσαν συνέχεια τα δάκρυα σαν χάνδρες.

 

Όταν έμαθα ότι ο Γερο – Κώστας πέρασε αυτή την ταλαιπωρία και βρίσκεται πια στο Γηροκομείο, είπα στην αδελφή που ήταν στην Γραμματεία να τον φροντίζη. Φυσικά, ήταν καλύτερα από το Τρελλοκομείο στο Γηροκομείο, αλλά όσο και καλά να ήταν, για τον φιλήσυχο Μοναχό Γερο – Κωνσταντίνο το Περιβόλι της Παναγίας ήταν καλύτερο και απ’ όλα τα παλάτια του κόσμου.

 

Απορούσε το καημένο Γεροντάκι και έλεγε στην αδελφή : -Γιατί μ’ έφεραν εδώ; Εκεί λοιπόν πέρασε την επίλοιπη ζωή του ο «δια Χριστόν σαλός», ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από εμάς τους κοσμικά έξυπνους. Δεν έχει σημασία που κοιμήθηκε κι αν κοιμήθηκε στο Γηροκομείο… και όχι στο Άγιον Όρος ο Γερο – Κώστας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα ξύπνησε στον Παράδεισο, ο πολύ έξυπνος, ο «δια Χριστόν σαλός» Γερο – Κωνσταντίνος. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

 

 

 

Απόσπασμα απο το βιβλίο ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ Γέροντος Παισίου Αγιορείτου