Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015
ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΣΤΟ ΣΙΝΑ. ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΜΑΡΚΙΔΗ. ΠΩΣ ΕΓΙΝΕΣ ΠΑΤΕΡ ΜΩΥΣΗ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ; ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΟΡΥΦΗ. ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ.
«Πώς έγινες, πάτερ Μωυσή, καλόγερος;»
Κι ο πάτερ Μωυσής, γελώντας, ειρωνευόμενος τον εαυτό
του, όλο κέφι, αποκρίθηκε:
«Από δώδεκα χρονών ήθελα να καλογερέψω. Μα ο Διάβολος
μου έφερνε εμπόδια. Και τι εμπόδια, θα μου πεις; Να, οι δουλειές μου πήγαιναν
καλά. Έβγαζα χρήματα. Και τι θα πει έβγαζα χρήματα; Να, ξεχνάς το Θεό!
Έγινα ταχυδρόμος, μεταπράτης, τσαγκάρης, δούλεψα στα
μεταλλεία του Λαυρίου, ύστερα πήγα στους σιδερόδρομους, στο Ικόνιο. Έλεγα;
Μόλις χάσω τα λεφτά μου, θα πάω να καλογερέψω. Ο Θεός με αγαπούσε. Έκοψα το
σκοινί,
έφυγα. Πώς κόβουν το σκοινί από το αερόστατο; Και το
αερόστατο πάει στον ουρανό; Έτσι έφυγα από τον κόσμο!
Είμαι τώρα είκοσι χρόνια εδώ. Τι κάνω; Ότι έκανα και
στον κόσμο. Δουλεύω. Από το πρωί έως το βράδυ, δουλεύω.
Θα πεις; Είναι το ίδιο. Εγώ σου λέω; Καθόλου! Εδώ
είμαι ευτυχής. Εκεί, στον κόσμο, δεν ήμουν.
Και τι δουλεύω; Φτιάνω δρόμους. Όλοι οι δρόμοι που περάσαμε,
είναι δικοί μου. Φτιάνω δρόμους. Αυτό είναι το διακόνημά μου. Γι’ αυτό
γεννήθηκα. Αν πάω στον Παράδεισο, θα πάω από τους δρόμους που φτιάνω!»
«Αναρωτιέμαι ποιο από αυτά τα κρανία που μας κοιτάζει
είναι του πατρός Μωυσή», ψιθύρισα στην'Εμιλι. «Θα ήθελα να μπορούσα να τον
ρωτήσω αν περπάτησε σε κείνους τους δρόμους που έφτιαξε κι αν βρήκε τον
Παράδεισό του».
Σκέφτηκα ένα πρόσφατο βιβλίο από τον σεβαστό Αγιορείτη
γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη (γνωστό και ως γέροντα Εφραίμ Φιλοθέου). Η Ολυμπία μου
είχε δείξει το εδάφιο ενώ περιμέναμε την πτήση μας κατά την αναχώρηση από την
Κύπρο. Εξέφραζε την κατανόηση του γέροντα για το άπειρο έλεος του Θεού και για
το γεγονός ότι ο Θεός θέλει όλα τα παιδιά Του να φτάσουν στη σωτηρία.
«Αν ο Θεός δεν είχε τέτοιο άπειρο έλεος, κανείς δεν θα
μπορούσε να σωθεί. Αυτό, επειδή δεν έχει ζήσει ποτέ κανείς πάνω στη Γη που να
είναι άμωμος. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κράτησε την καρδιά του
άσπιλη, χωρίς κηλίδες και ελαττώματα. Όμως, το έλεος του Θεού είναι τόσο
τεράστιο, το φάρμακό Του τόσο εκπληκτικό και ισχυρό, ώστε σβήνει κάθε κηλίδα
και τα κάνει όλα καθαρά. Ο Θεός
κάνει τεράστιες παρεμβάσεις και εκπληκτικές
εγχειρήσεις για να σώσει τον άνθρωπο από βέβαιο ψυχικό θάνατο.
Βλέπουμε ψυχές που έχουν φύγει από αυτή τη ζωή χωρίς
μετάνοια, και με τη θεία επέμβαση και τη θεία πρόνοια και μέσα από τη
μεσολάβηση των αγίων επέστρεψαν και έλαβαν συγχώρηση. “Μετά θάνατον ουκ έστι
μετάνοια” από την ίδια τη χαμένη ψυχή. Για να υποστεί μια ψυχή μετάνοια, πρέπει
να επιστρέψει στη ζωή. Ακόμα και τέτοια θαύματα έχει επιτρέψει η Θεία Πρόνοια
για να σώσει έναν άνθρωπο».
Δεν ήξερα πώς να ερμηνεύσω αυτές τις γραμμές. Ωστόσο,
είπα στην Ολυμπία ότι είναι αναζωογονητικό να διαβάζεις τέτοια λόγια από την
πένα ενός σεβαστού γέροντα. Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι. Αυτό μου είναι αρκετό
ως υπόθεση εργασίας για τις επιλογές της ζωής μου. Κάνοντας τέτοιες σκέψεις
όπως στεκόμουν μπροστά στην πυραμίδα των κρανίων, ένιωσα μια διαισθητική
βεβαιότητα ότι όλοι αυτοί οι μοναχοί, ανάμεσά τους και ο πατήρ Μωυσής, είχαν τη σωτηρία τους στον Παράδεισο.
Η περισυλλογή μου διακόπηκε από τον πατέρα Παύλο, μας αποχαιρέτησε και μας σύστησε τη λειτουργία
το μεσημέρι της επόμενης μέρας, όταν θα μας έδιναν και το Δαχτυλίδι της Αγίας
Αικατερίνης». «Θα γίνει παράκληση και μετά θα σας δώσουν το ασημένιο
δαχτυλίδι», είπε.
«Ασημένιο δαχτυλίδι;» ψιθύρισε η Ολυμπία και σήκωσε
ιούς ώμους, καθώς δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Κανείς μας δεν ήξερε, αλλά
ανυπομονούσαμε να μάθουμε.
«Μην ξεχνάτε! Για να είστε ασφαλείς και να το
απολαύσει αρχίστε την άνοδο στο βουνό
νωρίς το πρωί και όχι αργά το απόγευμα», επανέλαβε ο πατήρ Παύλος. «Και το
σημαντικότερο, προσλάβετε έναν οδηγό».
Την ώρα του δείπνου, κάναμε τις συνεννοήσεις για την
πεζοπορία της επόμενης μέρας. Τελικά, θα πηγαίναμε μόνο η Έμιλι, η Ολυμπία κι
εγώ. Οι τρεις άλλες φίλες της Ολυμπίας αποφάσισαν να μείνουν στη μονή και να
παρακολουθήσουν την πρωινή λειτουργία. Σχηματίσαμε μια ομάδα με τη Νίκη, την
ενθουσιώδη κοπέλα από την Ελλάδα, και τους γονείς της, και προσλάβαμε όλοι μαζί
τον Αχμέτ, έναν εικοσιπεντάχρονο Βεδουίνο οδηγό. Μιλούσε σπασμένα ελληνικά και
λίγα αγγλικά και νιώσαμε άνετα μαζί του, καθώς έδειχνε ευχάριστος τύπος. Είδα
και άλλες ομάδες προσκυνητών να διαπραγματεύονται με άλλους οδηγούς για την
πρωινή άνοδο στο Τζέμπελ Μούσα.
«Αρχίζουμε πορεία όχι πιο αργά από τις τρεις τα ξημερώματα»,
μας είπε ο Αχμέτ, ώστε να φτάσουμε στην κορυφή του βουνού πριν από την ανατολή
του ήλιου. Μας είπαν ξανά και ξανά ότι η ανατολή από την κορυφή του Όρους του
Μωυσή ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Ο ήλιος έβγαιναν πίσω από τα μακρινά βουνά
της αραβικής ερήμου λίγο πριν από τις έξι. Ρυθμίσαμε τα ξυπνητήρια μας για τις
δυόμισι τα ξημερώματα, με την ελπίδα να κοιμηθούμε τουλάχιστον τέσσερις ώρες
πριν από τη δύσκολη ανάβαση.
Δεν μου ήταν εύκολο να κοιμηθώ. Οι εμπειρίες της μέρας
ήταν πολύ νωπές στο νου μου για να μπορέσω να χαλαρώσω. Με ανησυχούσε, επίσης,
μια σπασμένη φουσκάλα στο πόδι της 'Εμιλι, η οποία, όμως, με διαβεβαιώνω δεν θα την ενοχλούσε στην πορεία. Ωστόσο, η ανάβαση
σε ένα απότομο βουνό δεν είναι εύκολο
πράγμα και ένας μικροτραυματισμός μπορεί να μετατραπεί πολύ γρήγορα σοβαρό
πρόβλημα. Πάντως, η ίδια δεν δυσκολεύτηκα να πέσει σε βαθύ ύπνο, ενώ εγώ τελικά
μόλις που μπορέσω να κοιμηθώ δύο ώρες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ Ο ΜΕΣΑ ΠΟΤΑΜΟΣ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου