Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016
ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΟΝ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ."«Μες’ τις πύλες τού ουρανού... Αφήνω τη σαβούρα της γης... Αιωνιότητα... Ανοίγουν οι πύλες τού ουρανού... Ανοίγουν οι σελίδες οι απλές του ουρανού... Να ’ναι καλό το Κριτήριο... Λαμπρότερα, άκτινοβολιότερα, φωτεινότερα, αγιότερα."
ΠΟΤΕ ΗΞΩ ΚΑΙ
ΟΦΘΗΣΟΜΑΙ ΤΩ ΠΡΟΣΩΠΩ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. (ΨΑΛΜΟΣ ΜΑ ,3)
Ό π. Ευσέβιος
όχι μόνο προαισθανόταν το τέλος της επίγειας ζωής του, άλλα ήταν πλέον βέβαιος.
Γαλήνιος περίμενε την εις Κύριον εκδημία του. Στις 13 Ιουνίου, είπε ήρεμα και
νηφάλια στη Γερόντισσα: «Φεύγω, αναχωρώ... Να πάρουν ευχή οι αδελφές».
Με δυνατό καρδιοχτύπι
συγκεντρωθήκαμε. Όλες, βαθιά συγκινημένες, με συναισθήματα απερίγραπτα
περνούσαμε μία- μία στο κελί του να πάρουμε την ευχή του. Ό φιλόστοργος Πατέρας
μας είχε να πει στην καθεμιά μια ιδιαίτερη ευχή: «Ζυμωμένη με την Αγία Γραφή»,
«Χαρούμενη, καλόκαρδη», «Πάντα να νικάς», «Άφθαστη να είσαι ουρανός!», «Να μη
στενοχωριέσαι να είσαι δυνατή, για να είσαι παράδειγμα», «Πάντα να λάμπεις και να
ακτινοβολείς». Στο τέλος είπε σε όλες: «Να είσθε αγαπημένες' μια ψυχή και μια
καρδιά».
Στη μορφή του
ήταν διάχυτη ουράνια γαλήνη. Όταν ρωτήθηκε αν είναι χαρούμενος, απάντησε:
«Είμαι πολύ
χαρούμενος και ειρηνικός. Δεν έχω καμιά αγωνία».
Την ίδια ημέρα
τον επισκέφτηκε ό Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κύρος Θεόκλητος, παλαιός
συμμοναστής του, και έμεινε λίγη ώρα κοντά του. Όταν έφευγε, διημείφθη μεταξύ
τους ό εξής διάλογος:
— Ευχαριστώ απείρως για την Αγάπη σας, Σεβασμιότατε.
— Χαρά και ειρήνη! ευχήθηκε εκείνος.
— Στη βασιλεία τού Θεού, στη βασιλεία των Ουρανών,
συμπλήρωσε ό Γέροντας.
— Καλή αντάμωση, είπε ό Σεβασμιότατος και
βγήκε συγκινημένος από το κελί του.
Το βράδυ, ενώ οι
αδελφές έψαλλαν την Παράκληση στο Ναό, ό Γέροντας τούς παρήγγειλε τά εξής:
«Να μη λέτε
πλέον “ίασαι τον δούλον Σου”, αλλά “παράλαβε, Κύριε, τον δούλον Σου εν ειρήνη
και μετανοία εν τή Βασιλεία Σου”». Ήταν πολύ δύσκολο για εκείνες να κάνουν μια
τέτοια προσευχή. Όμως με πόνο ψυχής υπάκουσαν, αφού το ζητούσε ό ίδιος.
Ό Γέροντας είχε
υπερβεί το θάνατο, γιατί αγαπούσε πολύ το Θεό. Ζούσε το «πότε ήξω και όφθήσομαι
τώ προσώπω τού Θεού;» (Ψαλμ. μα', 2). Από τη νεότητά του είχε μνήμη θανάτου και
ετοιμαζόταν για την ώρα της εξόδου του. Όχι μόνο δεν τον φοβόταν, αλλά τον
περίμενε με μεγάλη χαρά, γιατί βίωνε την ελπίδα της Αναστάσεως και τη
βεβαιότητα της συναντήσεως με το Νυμφίο Χριστό.
Μια από εκείνες
τις μέρες ζήτησε ό Ίδιος να παραγγείλουν ένα φέρετρο στον ξυλουργό της Μονής. Ήδη
δύο χρόνια νωρίτερα, είχε ορίσει πού ήθελε να είναι ό τάφος του:
«Κάποτε σου
είχα πει να γίνει ό τάφος μου εκεί έξω στο καμπαναριό»", είπε στη
Γερόντισσα. «Τώρα αλλάζω. Να γίνει δίπλα στο Ιερό του Αγίου Ιωάννου, για να
είμαι πιο κοντά στις αδελφές».
Αφού έγινε από
όλους αντιληπτό ότι ό Γέροντας όδευε πλέον προς το τέλος, ό Σεβασμιότατος
Ποιμενάρχης κ. Αμβρόσιος πρότεινε να γίνει ή κηδεία στο Μητροπολιτικό Ναό της Παναγίας
της Φανερωμένης στο Αίγιο, για να αποδώσει την πρέπουσα τιμή στον εκδημούντα
όσιο Γέροντα αλλά και να εξυπηρετηθούν οι πιστοί. Ή Αδελφότητα δυσκολευόταν να αποφασίσει.
Στην επιμονή του Σεβασμιότατου, ή Γερόντισσα τόλμησε να ρωτήσει τον ίδιο το Γέροντα,
και εκείνος απάντησε:
«Όλα έδώ να
γίνουν, παιδί μου. Στο φτωχικό μας. Εδώ πού μάς έφερε ό γερανός της αγάπης του
Θεού».
Αυτός πού σε
όλη του τη ζωή αγάπησε την αφάνεια, πώς μπορούσε να επιθυμήσει τιμές για την
ώρα της εξόδου του; Άφησε παραγγελία σε ποιους ιερείς να δοθούν τα άμφιά του
και έδωσε τις τελευταίες οδηγίες για την ταφή του. Ζήτησε να τού φορέσουν το
Σχήμα, το πολυσταύρι, τις άσπρες κάλτσες τού μεγαλόσχημου μοναχού και να
διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία των μοναχών. Στην ερώτηση αν θα τού φορούσαν
ιερατική στολή, απάντησε: «Όχι. Μόνο πετραχήλι. «Έτσι γίνεται στούς
ιερομονάχους της Λαύρας».
Επίσης, ζήτησε να
γράψουν επάνω στον τάφο του τη φράση «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών και ζωήν τού
μέλλοντος αίώνος». Ό μακάριος Γέροντας τά τακτοποίησε όλα, πριν φύγει για τον ουρανό.
Φρόντισε ακόμη και για την αλληλογραφία. Όσες επιστολές δεν είχε προλάβει να ανοίξει,
παρήγγειλε να τις βάλουν σε δεύτερο φάκελο και να τις επιστρέψουν.
Στις 14 Ιουνίου
το πρωί, όταν τηλεφώνησε ό οικείος Μητροπολίτης, ό Γέροντας τού είπε:
«Φεύγω, Σεβασμιότατε,
εύχεσθε Άγγελοι να παραλάβουν την ψυχή μου. Με δυνατή μετάνοια να φύγω».
Την ίδια στιγμή
ό Σεβασμιότατος ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Πήγε στο κελί τού Γέροντα, όπου
μίλησαν ιδιαιτέρως αρκετή ώρα, και βγήκε δακρυσμένος. Αυτή την μέρα ό π. Ευσέβιος
κατέθεσε στον Ποιμενάρχη του την επιθυμία να εμπιστευτεί την πνευματική
πατρότητα της Αδελφότητας στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κυρηνείας κ. Παύλο,
πνευματικό του τέκνο. Ό Σεβασμιότατος, δείχνοντας για άλλη μια φορά το μεγαλείο
της ψυχής του και τον άπειρο σεβασμό του προς το Γέροντα, ενέκρινε και
ευλόγησε. Ό Πανιερώτατος δέχθηκε να αναλάβει την πνευματική αυτή ευθύνη και διακόνησε
θεοφιλώς την Αδελφότητα, επί δεκατρία συναπτά έτη, παρά τη μακρινή απόσταση και
τά Επισκοπικά του καθήκοντα στην Εκκλησία της Κύπρου.
Στις 15
Ιουνίου, στις τρεις και είκοσι το πρωί έγινε φοβερός και καταστρεπτικός σεισμός
στο Αίγιο. Την ίδια στιγμή οι μοναχές φοβισμένες παρακάλεσαν το Γέροντα να
σταυρώσει. «Μετάνοια, μετάνοια!» είπε εκείνος και ευλόγησε πολλές φορές
προς την
κατεύθυνση της πόλεως. «Ν’ αρχίσετε τώρα τη Λειτουργία» πρόσθεσε. Στη συνέχεια
φόρεσε το πετραχήλι του και τούς διάβασε συγχωρητική ευχή. Το πρωί έμαθε για
τις καταστροφές πού είχε προξενήσει ό σεισμός. «Ό Θεός να δώσει μετάνοια. Να
κάνετε ότι μπορείτε για μετάνοια και πνευματική ζωή στο Αίγιο» συνέστησε στην
Αδελφότητα. Ρώτησε αν έπαθαν ζημιά το κτήριο της’ Επισκοπής και σπίτια γνωστών
του, και τά ευλόγησε.
Συχνά, ενώ
παρέμενε σιωπηλός, ξαφνικά αναφερόταν σε συγκεκριμένα πρόσωπα: «Τον κ.
Παναγιώτη Ά. πολύ τον ευχαριστώ. Τον π.... τον συγχωρώ. Και την κ. X. τη
συγχωρώ». Όταν τού έλεγαν για πνευματικά του παιδιά πού τηλεφωνούσαν από μακριά
και ζητούσαν την ευχή του, απαντούσε: «Πλούσια! Να τούς ευλογεί ό Θεός. Να
μεταφέρετε τις ευχαριστίες μου σε όλους. Όλους τούς ευχαριστώ».
Ένιωθε πολύ
χρεωμένος και ευγνώμων για την παραμικρή περιποίηση πού τού πρόσφεραν' ακόμη και
για ένα ποτήρι νερό. «Σάς κούρασα πολύ, παιδιά μου. Σάς ευχαριστώ πολύ και σάς ευγνωμονώ
για όλα» έλεγε στις μοναχές.
Τρεις μέρες
πριν κοιμηθεί, ό άγιος Γέροντας ζήτησε συγγνώμη από κάθε αδελφή χωριστά και από
όλες μαζί:
«Συγχώρησέ με,
παιδί μου, για όλα... Εύχεσθε να μ’ ελεήσει ό Θεός για τις ελλείψεις και τις αδυναμίες
μου. Να με συγχωρήσετε για όλα, για ότι σάς λύπησα. Εύχεσθε να με πάρει ό Θεός
με μετάνοια. Άγγελοι και ουράνιος κόσμος να παραλάβουν την ψυχή μου...»
Με τέτοιους
λόγους συντριβής και ταπεινώσεως περίμενε τη μετάβασή του από τά επίγεια προς
τά ουράνια.
— Γέροντα, είμαστε όλες συγχωρημένες από σάς;
τον ρώτησε ή Γερόντισσα.
— Με την καρδιά μου, απάντησε.
Στη συνέχεια,
«άγαπήσας τά τέκνα του εις τέλος» (πρβλ.Ίωάν. ιγ', 1), είπε:
«Θα είμαι για
πάντα κοντά σας, μαζί σας. Εγώ δεν θα σάς αφήσω».
Ό π. Άνθιμος
παρέμεινε στο Μοναστήρι όλο το διάστημα των σαράντα ήμερων της οδυνηρής ασθένειας
του Γέροντα και του συμπαραστάθηκε ως πραγματικός πνευματικός αδελφός. Τις τελευταίες
ένδεκα ήμερες τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία, και ό π. Ευσέβιος μεταλάμβανε
με πόθο των Άχράντων Μυστηρίων του ήταν βαθιά ευγνώμων για την προσφορά του αυτή.
Λίγες ήμερες
πριν από το τέλος, του είπε: «Είμαι χαρούμενος. Κοινώνησα τόσες φορές. Σ’ ευχαριστώ».
Κράτησε με τά δύο του χέρια το χέρι τού π. Ανθίμου και το σπάσθηκε. Τον κοίταξε
με αδελφική Αγάπη. «Εύχομαι μακροημέρευση» του είπε' «άνακαινισθήσεται ως άετού
ή νεότης σου».
Ή παρουσία του
Γέροντος Ανθίμου στη Μονή εκείνες τις δύσκολες ή μέρες ήταν στήριγμα και για
τις αδελφές. Ό λόγος του είχε βαρύτητα και έβρισκε απήχηση στις ψυχές τους:
«Διερχόμεθα
δοκιμασία με το Γέροντά μας... Να κρατήσετε μέσα σας τον πόνο και να είσθε
συγκρατημένες... Έχω πολλή πείρα απ’ αυτά. Έδώ και τριάντα χρόνια έχω ετοιμάσει
πολλούς ιερομονάχους, άλλα πρώτη φορά συναντώ τέτοια προετοιμασία. Ό π. Ευσέβιος
μου τσάκισε την εμπειρία. Όταν κάτι μου είπε, κι εγώ συγκινήθηκα, μου λέει
-.“Μικρό παΐδι είσαι; Εδώ θα μείνουμε; Να είσαι θαρραλέος και ακέραιος”. Κι εσείς
θαρραλέες και ακέραιες να είσθε, όπως σάς δίδαξε εκείνος...
»Ό Γέροντας, ακμαίος
στην ψυχή και στην καρδιά. Το σώμα εξασθενεί, αλλά ή πίστης και ή καρδιά του
βουνό... Με εκπλήσσει ή άγια αντιμετώπισης τού Γέροντος. Δεν αδημονεί. Δεν διαμαρτύρεται.
“Το Σώμα και το Αίμα τού Χριστού” λέει. Κι εσείς θα έχετε να λέτε τί έκανε ό
Άγιος Αλέξιος, τί έκανε ό άγιος Ευσέβιος... Βιώματα, μαρτυρίες... Φάροι να
γίνετε. Τώρα, να μη λέτε “γιατί”. Σιωπή και προσευχή. Να λέτε: “Κύριε, ελάφρυνε
τον πόνο του και γεννηθήτω το θέλημά Σου”» .
Πραγματικά, ό
τρόπος πού ό Γέροντας αντιμετώπιζε την έξοδό του απ’ αυτή τη ζωή μάς κατέπληξε
και άφησε μέσα μας βιώματα ανεξίτηλα. Νιώθαμε ότι είχαμε μπροστά μας μαρτυρικό
σκήνωμα και όχι έναν άνθρωπο ετοιμοθάνατο. Το πρόσωπό του, παρ’ όλο πού ήταν
κατάχλωμο, είχε έκφραση υπερκόσμιας γαλήνης και ακτινοβολούσε τη χάρη τού Θεού.
Γύρω του υπήρχε ατμόσφαιρα ειρήνης.
Μάς διακατείχε
βαθύς πόνος αλλά συγχρόνως μυστική παρηγοριά, γιατί βλέπαμε το όσιακό τέλος
του. Ζούσαμε τις τελευταίες στιγμές ενός Αγίου. Πόσο θα τον είχαμε ακόμη κοντά
μας; Ή κάθε στιγμή είχε ανυπολόγιστη άξια. Κλείναμε τον κάθε λόγο του βαθιά
μέσα στην καρδιά μας και, όταν ήταν εύκολο, χρησιμοποιούσαμε μαγνητόφωνο.
Ήδη από την
Παρασκευή, 16 Ιουνίου, φαινόταν ότι όδευε προς τά ουράνια, τά όποια ή άγια ψυχή
του έβλεπε καθαρά. Μέχρι το τέλος είχε διαύγεια πνεύματος και πλήρη συνείδηση
τών όσων έλεγε και έπραττε. Εκείνη την ημέρα, μόλις κοινώνησε, είπε:
«Ζώ δε ούκέτι εγώ,
ζη δε εν έμοι Χριστός».
Και μετά από λίγο:
«Είμαι εκτός
γης... Δόξα Σοι ό Θεός... Ή χάρις του Θεού».
Μιλούσε με φωνή
εξασθενημένη, πού μόλις ακουγόταν. Ό λόγος του διακοπτόταν από μεγάλες παύσεις.
Περισσότερο σιωπούσε. Ξαφνικά, είπε σχεδόν ψιθυριστά:
«Εκεί είναι μια
μητέρα με το παιδάκι της... Παρελαύνουν, παρελαύνουν πολλοί...».
— Βλέπετε κάτι, Γέροντα;
— Το έλεος του Θεού, το έλεος του Θεού, αρκέσθηκε
να πει, αν και ήταν φανερό ότι έβλεπε τούς ουράνιους Επισκέπτες.
Ό Γέροντας,
έχοντας αληθινή ταπείνωση, ποτέ δεν μιλούσε για αποκαλύψεις και θείες οπτασίες.
Αλλά ακόμη και τώρα πού πλησίαζε το τέλος, δεν ξεθάρρεψε. Μέχρι την τελευταία
του πνοή περιφρουρούσε την ψυχή του με τη μακάρια ταπεινοφροσύνη. Την ίδια ημέρα
το μεσημέρι είπε:
«Μοναδικό
ταξίδι, το μοναδικό ταξίδι!... Αχ παιδάκια μου, παιδάκια μου ευλογημένα!... Με
οδηγό το Άγιο Πνεύμα, με σοφία και σύνεση... Με χαρά, με ειρήνη, με ηρεμία...
Να έχετε άγια και αδελφική συνεργασία».
— Όλες οι αδελφές είναι κοντά σας, Γέροντα,
και κάνουν προσευχή, τού είπε ή Γερόντισσα.
Σήκωσε το χέρι
του και τις ευλόγησε.
— Σάς ευχαριστώ, σάς ευχαριστώ και σάς ευγνωμονώ
για όλα... Να συνεχίσετε το έργο. Να συνεχιστεί το έργο τού Θεού... Με τη χάρη
τού Αγίου Πνεύματος να με πάρει ό Θεός στη βασιλεία Του...
Το Σάββατο το
πρωί είπε:
«Το μοναδικό
ταξίδι, το υπέροχο ταξίδι, το άφθαστο ταξίδι. Αφήνει κάνεις τούτη την
παλαίστρα, αφήνει την παλιούρα, αφήνει... Το έλεος τού Κυρίου. Παιδάκια μου αγαπημένα!
Το Μοναστήρι μας να είναι μετέωρο (σταυρώνει τρεις φορές). Το Μοναστήρι στο
Βερίνο να γίνει μετέωρο άγιότητος. Όλες σταυρωμένες. Χαίρετε με τη χαρά της
αίωνιότητος... Τί ωραίο, τί ευχάριστο το μεγάλο ταξίδι»!
Ποθούσε την Άνω
Ιερουσαλήμ. Επιθυμούσε «άναλύσαι και σύν Χριστώ είναι» (Φιλιπ. α', 23).Οδευε
προς το τέλος με επίγνωση και χαρά, γιατί ζούσε την αιωνιότητα και την ένωση με
το Χριστό από αυτή τη ζωή.
Τις τελευταίες
δέκα ή μέρες πριν από την κοίμησή του, οι πόνοι ήταν αφόρητοι. Είχε παύσει να
παίρνει στερεά τροφή. Έπινε μόνο νερό και λίγο γάλα. Εν τω μεταξύ τά πόδια του
είχαν πρησθεί πολύ και έτρεχαν υγρό. Ή Γερόντισσα τον παρακάλεσε να βγάλουν τις
κάλτσες και να τού ανακουφίσουν τά πόδια με λίγο νερό. Όμως εκείνος, πού τον
διέκρινε πάντα ή συστολή και είχε αυστηρή μοναχική συνείδηση, δεν θέλησε να
δεχθεί αυτή τη διακονία από τά τέκνα του, ακόμη και τώρα πού πέθαινε:
«Όχι! Οι
παππάδες θα μου τις βγάλουνε!» είπε ζωηρά.
Ό π. Ευσέβιος παρακαλούσε
πάντοτε το Θεό να τον αξιώσει να λειτουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του και να μη
χρειαστεί να τον εξυπηρετήσουν άλλοι. Και ό Θεός του τά χάρισε και τά δύο- αυτοεξυπηρετήθηκε
μέχρι τέλους, όπως το επιθυμούσε, και λειτούργησε για τελευταία φορά σαράντα ήμερες
πριν από την κοίμησή του. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ασθένειας του, ημέρα και
νύχτα φορούσε συνεχώς το αντερί του και από μέσα πιζάμες, ύποκάμισο και φανέλα,
κι ας ήταν καύσωνας.'Η εξωτερική και ή εσωτερική πόρτα του κελίου του ήταν
συνέχεια ανοιχτές. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας και της νύχτας ήταν
καθιστός στην καρέκλα ή στο κρεβάτι, με πολλά μαξιλάρια πίσω από την πλάτη, για
να στηρίζεται. Κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες μέχρι τέλους να σηκώνεται και
να περπατάει. Αυτό ήταν κυριολεκτικά άθλος. Δεν ήθελε να καταπέσει.
— Κουραστήκατε, Πατέρα μου; τον ρώτησε ή
Γερόντισσα.
— Κουράστηκα λεβέντικα!
Κάποια στιγμή είπε
στις μοναχές:
«Ενωμένες, ενωμένες,
ενωμένες στη βασιλεία του Θεού... Χαρά μου ή δική σας συνεχής ενότητα, όπως
είπαμε. Ενωμένες στο θρόνο του Κυρίου, με μετάνοια αγνή και καθαρή... Καμιά να μη
φύγει. Όλοι μαζί να ζούμε στη χαρά του Θεού... Μέσα στη χαρά της βασιλείας του Θεού».
Βυθισμένος στην
προσευχή και στις ουράνιες θεωρίες, σήκωνε πού και πού το εξαντλημένο χέρι του και
προσπαθούσε να κάνει το σταυρό του. Το απόγευμα του Σαββάτου, κάποια στιγμή
πρόφερε:
— Δίπλα από τη Γερόντισσα είναι ένα παιδάκι.
— Τί παιδάκι είναι αυτό; τον ρώτησε μια αδελφή.
— Είναι ή άθωότης του Θεού... Κρατάει μια
λαμπάδα άναμμένη...Ίλεως, ίλεως. Το έλεος του Κυρίου να μάς οδηγεί... Παρακαλώ το
Θεό για σάς. Καλλιέργεια, καλή απολογία, Κριτήριο...Έκανα μια περιοδεία και κουράστηκα.
Πήγα κι εκεί...
Μιλούσε στο Θεό
ικετευτικά, με φωνή τόσο εξασθενημένη, πού με δυσκολία καταλάβαιναν οι μοναχές
πού ήταν κοντά του τί έλεγε:
«Μες’ τις πύλες
τού ουρανού... Αφήνω τη σαβούρα της γης... Αιωνιότητα...
Ανοίγουν οι πύλες τού ουρανού...
Ανοίγουν οι σελίδες οι απλές του ουρανού... Να ’ναι καλό το Κριτήριο... Λαμπρότερα,
άκτινοβολιότερα, φωτεινότερα, αγιότερα.
Τελευταίος να
’μαι εκεί πάνω. Ό έσχατος των Αποστόλων. Να μπω μέσα, να μπω μέσα στον
Παράδεισο... Μη μου καταλογίσει ό Θεός καμιά αδυναμία, καμιά ατέλεια... Να μη
με κατακρίνει... Να με συγχωρήσει...
Ουράνιος,
άμωμος, καθαρός, ακηλίδωτος...
Τούς πάντας
τούς συγχωρώ...
Με τη χάρη τού
Θεού... Όχι με ανθρώπινα στοιχεία».
Στις 18
Ιουνίου, Κυριακή των Αγίων Πάντων, κοινώνησε και πάλι. Λίγο μετά είπε:
«Τον ουρανό να ζούμε,
και το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου να ζούμε.
Σώμα και Αίμα
Χριστού.
Σώμα και Αίμα
Χριστού.
Σώμα και Αίμα
Χριστού.
Σώμα και Αίμα
Χριστού, εις αφεσιν άμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Με πλήρη
πεποίθηση Σώμα και Αίμα Χριστού».
Λίγο αργότερα
ρώτησε ή Γερόντισσα:
— Τώρα υποφέρετε, Γέροντα;
— Ναι, πάρα πολύ. Πόνους ανυπόφορους, είπε και
σήκωσε τά χέρια του ψηλά.
— Να σάς κάνουμε μια ένεση; τον ρώτησε ή
ιατρός.
— Όχι!... Να πονάω θέλω εγώ. (Ακολουθεί
σιωπή). Πάρε με, πάρε με με το Άγιό Σου Πνεύμα. Ή χάρις του Αγίου Πνεύματός Σου
να με πάρει.
Το βράδυ οι
μοναχές τον ακόυσαν να λέει:
«Πολλοί,
πολλοί, πολλοί παρελαύνουν... Ό Άγιος ’Ιωάννης, ό Άγιος ‘Ιωάννης, ό
Άι-Γιάννης»!
Ή φωνή του
έδειχνε έκπληξη, χαρά και θαυμασμό. Λίγο αργότερα είπε:
«Εύχεσθε να
είναι καλό το Κριτήριο... Ή χάρις του Άγιου Πνεύματος και οι Άγιοι Πάντες...
Καμία έλλειψης, καμία ατέλεια. Να τά σβήσει όλα. Όλα να μου τά συγχωρήσει. Να
με ελεήσει... Και την ελάχιστη αδυναμία, όλα να μου τά σβήσει... Αυτός είναι ό
πόθος μου. Να δέεσθε... Που είναι το κομποσκοίνι μου; (Το κρατούσε συνέχεια και,
όταν του έπεφτε, το αναζητούσε).
Όλους τούς ευχαριστώ,
συνέχισε, όλους, όλους... Θα προσεύχομαι για όλους όσους θα έρχονται στο
Μοναστήρι».
— Κι εμείς όλες σάς ευχαριστούμε, άγιε Πατέρα
μας, είπε ή Γερόντισσα. Είμαστε ευγνώμονες, γιατί χωρίς εσάς θα ήμασταν μακριά από
το Χριστό. Αν θέλει ό Θεός να σάς πάρει κοντά Του, θα είσθε μαζί μας;
— Μέρα νύχτα! Συνέχεια κοντά σας θα είμαι.
Προσπαθεί να
κάνει το σταυρό του, αλλά δεν μπορεί. Σταυρώνεται με το κομποσκοίνι του.
Αργότερα,
πίνοντας λίγο νερό, είπε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Άγιου
Πνεύματος... Εις ζωήν αιώνιον».
— Θέλετε λίγο ακόμη;
— Διψώ το νερό του ουρανού... Το νερό του
Παραδείσου θέλω και της αίωνιότητος.
Το βράδυ της
Κυριακής, ήλθαν στη Μονή ό κ.Ήλίας Π., καθηγητής της ιατρικής, με τη σύζυγό
του, επίσης ιατρό, πνευματικά του τέκνα. Γονάτισαν μπροστά στο κρεβάτι του, και
τούς ευλόγησε. Τον παρακάλεσαν να επιτρέψει να του πάρουν αίμα για αναλύσεις.
Εκείνος δεν ήθελε αλλά το δέχθηκε, για να μην τούς λυπήσει. Στη μία μετά τά
μεσάνυχτα, οι ίδιοι είπαν τηλεφωνικούς τά αποτελέσματα στις μοναχές. Οι τιμές
των αιματολογικών εξετάσεων ήταν τρομακτικά υψηλές. "Όπως είπαν, ό
Γέροντας
φυσιολογικά έπρεπε το λιγότερο να έχει πέσει σε κώμα. Μέχρι την τελευταία του
στιγμή όμως διατήρησε πλήρη διαύγεια και εγρήγορση.
Ξημέρωνε ή 19η
Ιουνίου, ημέρα Δευτέρα.'Η Θεία Λειτουργία τελείωσε γύρω στις δύο το πρωί. Ό
Γέροντας, αν και ήταν τόσο βαριά, κατέβασε τά πόδια του από το κρεβάτι και
κοινώνησε καθιστάς. Από σεβασμό, ούτε μία φορά δεν κοινώνησε ξαπλωμένος και
χωρίς να φοράει παντόφλες.Ήταν πανέτοιμος. Ή ώρα πού θα έφευγε πλησίαζε. Βαθιά
σιγή επικρατούσε στο κελί του.
Μετά το πέρας της
Αγρυπνίας, ή Γερόντισσα κάλεσε τις μοναχές και τις ενημέρωσε. Τούς συνέστησε
θερμή προσευχή, διότι ό Γέροντας από στιγμή σε στιγμή μπορεί να έφευγε.
Στις έξι το
πρωί είπε με φωνή μισοσβησμένη:
— Λιβάδεια! Λιβάδεια!
Οι μοναχές
πήραν την ευχή του για τελευταία φορά.Ήταν καθιστάς στο κρεβάτι του και είχε τά
μάτια του κλειστά. Έμειναν όλες γονατιστές μέσα στο κελί του για μία ώρα
περίπου και σιωπηλές έκαναν κομποσκοίνι.
Ή ώρα ήταν εννέα
π.μ., όταν έφερε το βλέμμα του γύρω, τις κοίταξε, έπλεξε με κόπο τά δάκτυλα τών
χεριών του για να δείξει την ενότητα, και τούς είπε ψιθυριστά:
«Ενωμένες,
ενωμένες, ενωμένες και αγαπημένες. Πάντα μαζί, όλοι μαζί, εκεί στο θρόνο του
Θεού μαζί».
Ζήτησε να
σηκωθεί. Ήθελε να ύποδεχθει όρθιος αυτούς πού θα έρχονταν να τον παραλάβουν. «Να
κατέβω» είπε, όμως δεν μπόρεσε.Έμεινε καθιστάς, ακουμπισμένος στα μαξιλάρια. Ανάσαινε
βαριά.
— Πονάτε, Πατέρα μου; τον ρώτησε ή
Γερόντισσα.
Ακούμπησε τον
δείκτη τών χεριών του στις παλάμες του, υπενθυμίζοντας τούς τύπους τών ήλων τού
Χριστού. Σήκωσε το εξαντλημένο χέρι του, προσπάθησε να κάνει το σημείο τού σταυρού
και είπε: «δόξα Σοι ό Θεός».Ύπέμεινε τούς πόνους μαρτυρικά, ως συμμετοχή στα
παθήματα του Χριστού. Ενώ έπασχε, ευχαριστούσε ακατάπαυστα το Θεό. Ό μακάριος
Γέροντας ήταν νικητής στο τελευταίο και δυσκολότερο άθλημα πού του επεφύλασσε ό
Κύριος.
Μετά από λίγο
τον άκουσαν να λέει:
«Όλα λάμπουν,
όλα λάμπουν, όλα λάμπουν»!
Στις 10.15
π.μ., σήκωσε ζωηρά το κεφάλι του, κοίταξε ψηλά και δεξιά με έκφραση ευχάριστου εκπλήξεως,
πού έδειχνε ότι έβλεπε κάποια εξαίσια οπτασία. Το βλέμμα του έλαμψε με ουράνιο
φως, τόσο πού εκείνη τη στιγμή τά μάτια του φάνηκαν γαλάζια, και ή πονεμένη
μορφή του έγινε αγγελικά ωραία.
Ό π. Άνθιμος είχε
σκύψει κοντά του. «Χαίρω, χαίρω, χαίρω!» τον άκουσε να λέει, και μ’ αυτά τά
λόγια ό Γέροντας έτελειώθη εν Κυρίω.
«Τί βλέπετε,
Πατέρα μου; Τί βλέπετε, Πατέρα μου;» τον ρωτούσε κλαίγοντας μία από τις μοναχές
πού ήταν κοντά του.'Όμως ή άγια ψυχή του είχε ήδη πετάξει στα ουράνια
σκηνώματα, όπου «ήχος καθαρός έορταζόντων και βοώντων άπαύστως- Κύριε δόξα Σοι»
.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣΕΥΣΕΒΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ζ.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΛΟΓΟΥ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου